Μια από τις τελευταίες μέρες εκείνου του Ιουλίου, η Κώστια
κι εγώ παντρευτήκαμε. Απόφαση δίχως λογική αν σκεφτεί κανείς πως ακόμα δεν είχα
πάρει το πτυχίο μου και πως στο τέλος
Οκτώβριου θα παρουσιαζόμουνα στην Κόρινθο για να κάνω τη στρατιωτική μου
θητεία.
Αλλά είχαμε με τόσο κέφι φτιάξει το σπιτικό μας που θέλαμε
να το χαρούμε χωρίς κάποια άλλη απασχόληση να μας κρατά μακριά από αυτό.
Κι έτσι έγινε. Για τρεις μήνες γλεντούσαμε -άλλοτε οι δυο
μας, άλλοτε με φίλους, άλλοτε με συγγενείς. Κάτι σαν τα παραμύθια που συχνά
ισχυρίζονται πως μετά τους γάμους του βασιλόπουλου και της βασιλοπούλας τα
γλέντια κράτησαν για μήνες πολλούς.
Αλλά το τέλος του Οκτώβρη κάποια στιγμή έφτασε κι εγώ θέλησα
μόνος μου να ανέβω στο λεωφορείο που θα με μετέφερε έξω από την πύλη του
στρατοπέδου.
Πέρασα τις σαράντα μέρες μέχρι το πρώτο επισκεπτήριο,
αναζητώντας απομονωμένους ευκαλύπτους
και -ακουμπώντας την πλάτη στον κορμό τους- γέμιζα μπλοκάκια με εντυπώσεις και
περιγραφές της νέας μου καθημερινότητας.
Μπλοκάκια που τα έδινα στην Κώστια όταν πια οι επισκέψεις
επετράπησαν και εκείνη ερχότανε τις Κυριακές να με δει μαζί με τα δικά της
μπλοκάκια.
Μεσολάβησαν και μερικές άδειες δύο ημερών. Και στην
τελευταία από αυτές -έχοντας τη διαβεβαίωση ‘υψηλά ιστάμενου’ προσώπου πως παρά
το ότι ήμουνα σχεδόν πτυχιούχος Πανεπιστημίου θα φρόντιζε εκείνος να με
κρατήσει στην Αθήνα ως απλό στρατιώτη- μαζί με την Κώστια αγοράσαμε το
χριστουγεννιάτικο δέντρο μας, διαλέξαμε και τις μπάλες με τις οποίες θα το
στολίζαμε και περιμέναμε την επόμενη άδεια μου (τριήμερη μιας και θα ήταν μέσα
στα Χριστούγεννα) για να περάσουμε μαζί οι δυο μας τα πρώτα ολότελα δικά μας Χριστούγεννα
στο σπιτικό μας.
Είχα πλέον επιστρέψει στο στρατόπεδο όταν λίγες μέρες πριν
από τις Γιορτές βγήκαν τα αποτελέσματα και μας μαζέψανε όλους τους
νεοσύλλεκτους για να ακούσουμε ποιοι από εμάς θα γινόντουσαν αξιωματικοί ή
υπαξιωματικοί και άμεσα θα αναχωρούσαν, ποιοι θα έμεναν απλοί στρατιώτες και θα εξακολουθούσαν για
κάποιες μέρες ακόμα να παραμένουν στην Κόρινθο.
Αδιάφορος άκουγα τα ονόματα και τις Σχολές. Αδιάφορος μιας
και ήμουνα σίγουρος για το ότι θα παρέμενα απλός στρατιώτης. Κι όμως… Κάποια
στιγμή, μέσα στο παγωμένο απόγευμα, άκουσα και το δικό μου όνομα και ακόμα
άκουσα πως την επόμενη μέρα θα έφευγα για την ΣΕΑΠ (Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών
Πεζικού) που ήταν στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Είμαι σίγουρος πως κάποιο κλαρί ευκάλυπτου έπεσε στο κεφάλι
μου! Ολότελα ζαλισμένος δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πως εκεί που περίμενα
να κάνω Χριστούγεννα μαζί με την αγαπημένη μου, τώρα έμελλε να τα περάσω μέσα
σε ένα θάλαμο μαζί με άλλους δύστυχους νεοσύλλεκτους σαν και του λόγου μου και
μάλιστα σε θάλαμο κτηρίου εντός της πλέον αυστηρής Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών,
της περιβόητης ΣΕΑΠ (Σήμερα Έρχεσαι Αύριο Πεθαίνεις).
Κάποια στιγμή σύρθηκα και μπήκα στη σειρά για να βρω μια
θέση να τηλεφωνήσω τα νέα σε όλη την οικογένεια. Κι αμέσως μετά ξεκίνησα να
μαζεύω μέσα στον στρατιωτικό σάκο όλα τα υπάρχοντα ενός στρατιώτη.
Πρωί μας βάλανε στο τραίνο και προς το μεσημέρι φτάσαμε στον
Πειραιά. Εκεί στο λιμάνι με περίμενε η Κώστια μαζί με άλλες ακόμα νέες ή
μεγαλύτερες γυναίκες που είχαν μαζευτεί να αποχαιρετήσουν τα δικά τους η
καθεμιά …μελλοθάνατα παιδιά ή συντρόφους.
Λίγα λόγια προφτάσαμε να ανταλλάξουμε. Μας χώσανε στο καράβι και οι πιο τυχεροί
(ένας από αυτούς κι εγώ) βρήκαμε καμπίνα, οι υπόλοιπο στο σαλόνι- περιμέναμε τον απόπλου… Που όμως λόγω έντονης
θαλασσοταραχής καθυστερούσε.
Η νύχτα βρήκε το καράβι πάντα αραγμένο και το ξημέρωμα εγώ
καθώς από το φιλιστρίνι είδα τα κτήρια του Πειραιά, σκέφτηκα πως κάποιο θαύμα
έχει γίνει και η μετάθεση με κάποιον τρόπο ακυρώθηκε… Μπορεί ακόμα κι ένας
σεισμός να είχε γκρεμίσει τα κτήρια της Σχολής.
Αλλά όλες οι ελπίδες μου τρέξανε να κρυφτούνε καθώς οι
σειρήνα του καραβιού σήμανε την αναχώρησή του.
Πιάσαμε το λιμάνι του Ηρακλείου προχωρημένο δεκεμβριάτικο
-για αυτό και αρκούντως σκοτεινό- απόγευμα. Μας υποδέχτηκαν οι Βητάδες (οι
μαθητές της προηγούμενης ΕΣΟ) και μέσα σε μια παγωμένη ατμόσφαιρα -κάτι ανάμεσα
σε επερχόμενη κακοκαιρία και τρόμο για το άγνωστο- ανεβήκαμε σε φορτηγά, κάποια
στιγμή φτάσαμε στην Σχολή, μας χώρισαν σε λόχους και διμοιρίες, μας δείξανε
τους θαλάμους μας… Κοιμηθήκαμε.
Δεν θυμάμαι αν είδα κάποιο σημαδιακό όνειρο.
Πάντως, μετά το εγερτήριο κι ενώ καθισμένοι γύρω από
στενόμακρα τραπέζια πίναμε τσάι και
μασουλούσαμε φέτες ψωμιού με μαρμελάδα, από τα μεγάφωνα ακούστηκε το όνομά μου.
Να πάω έπρεπε από το Α’ Γραφείο.
Ψαρωμένος (κατά τη συνήθη στρατιωτική έκφραση) βιάστηκα να
παρουσιαστώ σε κάποιον λοχαγό ο οποίος, με θαυμασμό στο βλέμμα, μου ανακοίνωσε
πως μπορούσα να φορέσω τη στολή εξόδου και να φύγω με διανυκτέρευση.
«Η γυναίκα σου έχει έρθει και ο Διοικητής της Σχολής σου
δίνει άδεια με διανυκτέρευση, να περάσει το Χριστούγεννα μαζί της…» ο λοχαγός
τώρα χαμογέλασε πονηρά και κατέληξε «Α, ρε τυχερέ… Όμορφη Νύχτα Χριστουγέννων
σε περιμένει!»
Χαιρέτησα, βγήκα από το γραφείο και σε λίγο κι από την πύλη
του στρατοπέδου κρατώντας την άδεια στο ένα χέρι. Στο άλλο τη διεύθυνση του
σπιτιού που μου είχαν δώσει λέγοντάς μου
πως εκεί θα με περίμενα η Κώστια.
Αναγνώρισα που θα πήγαινε –ήταν το σπίτι όπου έμενε η Χρύσα,
παλιά συμμαθήτρια της γυναίκας μου. Και πράγματι, η Χρύσα μαζί τον Τάκη, τον
άντρα της με περίμεναν για να μου δώσουν στο χέρι το ακουστικό για να μιλήσω με την Κώστια.
Κι έμαθα πως εκείνο το ‘υψηλά ιστάμενο’ πρόσωπο για να
εξιλεωθεί από την αποτυχία της μετάθεσης είχε κανονίσει να πάρω άδεια με το που
είχα πατήσει το πόδι του στη Σχολή.
Μα και κάτι ακόμα μου είπε -μέσα σε γοερούς λυγμούς- η
Κώστια. Πως μιας και λόγω μεγάλης κακοκαιρίας τα πλοία παρέμεναν δεμένα στο
λιμάνι, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει αεροπλάνο… Αλλά αυτό το μέσο μεταφοράς η
Κώστια δεν τολμούσε να το χρησιμοποιήσει.
«Δεν αντέχω…» σπάραζε εκείνη και εγώ με τη σειρά μου δεν άντεχα να την ακούω τόσο δυστυχισμένη και
πήρα να την παρηγορώ.
Αργότερα, η Χρύσα και ο Τάκης πρότειναν να με πάρουν μαζί τους στο ρεβεγιόν
που οι ίδιοι θα πηγαίνανε.
Αρνήθηκα. Προτίμησα να μείνω μέσα στην χριστουγεννιάτικη
ατμόσφαιρα του σπιτικού τους και αντί για χριστουγεννιάτικα τραγούδια, εκεί
δίπλα στο φωτισμένο δέντρο, άρχισα να ακούω τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι.
Ήταν η πρώτη φορά που θα άκουγα αυτά τα τραγούδια.
Πήρα τηλέφωνο την Κώστια. Τα ακούγαμε μαζί
Και το, Απ’ όλα τ’
άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει, έγινε για μας, εκείνη την παραμονή
των Χριστουγέννων, το πιο προσωπικό μας
χριστουγεννιάτικο τραγούδι.
Και είναι ακόμα!
(1051 λέξεις)
https://www.oanagnostis.gr/manos-kontoleon/