Συνέντευξη εφ' όλης της ύλης με τον πολυβραβευμένο συγγραφέα Μάνο Κοντολέων.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Πάνε κιόλας, Μάνο, τρία χρόνια απ’ όταν έκλεισες 40 χρόνια δημιουργικής πορείας στον χώρο της λογοτεχνίας, κι έγινε μάλιστα μια ημερίδα προς τιμήν σου με αυτήν την αφορμή. Σήμερα, τρία χρόνια μετά, πώς αισθάνεσαι για αυτήν την πορεία τεσσάρων και βάλε δεκαετιών μέσα στον χώρο του βιβλίου; Αν ξεκινούσες από την αρχή, θα έκανες κάτι διαφορετικά;
Ομολογώ πως συχνά έχω κάνει μια τέτοια σκέψη. Αλλά πάντα καταλήγω στο ότι δεν έχει σημασία τι θα μπορούσα να είχα κάνει που δεν το έκανα, όσο τελικά αυτά που έχω κάνει. Οι πράξεις μας, οι αποφάσεις μας, οι δισταγμοί μας πάνε δίπλα δίπλα με το τυχαίο, το απρόβλεπτο, το ξαφνικό.
Από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας, ήθελα –να το πω πιο σωστά– να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία, αλλά και με την κριτική λογοτεχνίας και θεάτρου. Λογικά θα έπρεπε να είχα σπουδάσει όχι Φυσική, αλλά κάτι άλλο, Φιλολογία, ας πούμε. Μα μέσα σε ένα συγκεκριμένο κλίμα εποχής και οικογένειας, βρέθηκα εγκλωβισμένος μέσα σε μια θετική επιστήμη. Δεν τολμούσα να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Αλλά αυτά υπήρχαν, ζούσανε. Δεν τα σκότωνα. Και στο τέλος κατάφερα να «αρμέξω» την ψυχή μιας σημαντικής επιστήμης όπως η Φυσική και με αυτή να ποτίσω το όνειρό μου. Με άλλα λόγια, μπορώ τώρα να αναγνωρίσω πως τόσο η όλη μου προσωπικότητα, όσο και όλο μου το έργο αποτελούν μια μείξη θετικής σκέψης και άναρχης διάθεσης.
Μα μέσα σε ένα συγκεκριμένο κλίμα εποχής και οικογένειας, βρέθηκα εγκλωβισμένος μέσα σε μια θετική επιστήμη. Δεν τολμούσα να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Αλλά αυτά υπήρχαν, ζούσανε.
Θα μπορούσα άλλες αποφάσεις να είχα πάρει; Ασφαλώς και ναι! Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Δεν το γνωρίζω. Αυτό που ξέρω είναι εκείνο που υπάρχει. Και πίστεψέ με, Κώστα, χωρίς να ωραιοποιώ, αισθάνομαι ικανοποιημένος. Αν μη τι άλλο έχω πλέον σχηματίσει ένα ολότελα δικό μου αποτύπωμα.
Είσαι από τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός, Έλληνες συγγραφείς που έχουν γράψει βιβλία για όλες τις ηλικίες αναγνωστών, κι όχι μόνο ένα ή ανά κατηγορία. Από βιβλία για μικρά παιδιά, μέχρι βιβλία για εφήβους και νέους, καθώς και πολλά βιβλία για ενήλικες. Έχοντας κάνει αυτήν τη διαδρομή, σε τι διαφέρει ένας συγγραφέας βιβλίων για παιδιά με έναν συγγραφέα για ενήλικες; Είναι άλλη στόφα; Άλλες επιθυμίες;
Κι αυτό συχνά το αναρωτιέμαι – το πώς, δηλαδή, δημιουργώ τόσο διαφορετικά κείμενα. Απάντηση τεκμηριωμένη δεν έχω βρει. Υποθέσεις κάνω. Συχνά καταλήγω στην πιθανή εξήγηση πως ακριβώς επειδή δεν τόλμησα στην εφηβεία μου να στραφώ ολοκληρωτικά προς την Τέχνη, όταν ενηλικιώθηκα και μπόρεσα να υλοποιήσω το όνειρό μου, ζητούσα συχνά να ακούω το παράπονο του παιδιού και του νέου και να παρηγοριέμαι στρεφόμενος προς αυτές τις ηλικίες.
Αλλά από την άλλη είναι κι αυτή η καλυμμένα ατίθαση, η διαρκής πλευρά μιας εφηβικής προσωπικότητας που δεν θέλει μόνο να ωριμάζει, αλλά και να επαναστατεί και να αμφισβητεί. Να ερωτεύεται, αν θέλεις… Ως έφηβος. Να ψηλαφεί τον έρωτα, αν θέλεις… Ως παιδί. Μα και με αυτόν τον τρόπο να συνοδοιπορεί με τον έρωτα και ως ενήλικος.
Η συγγραφή τόσο διαφορετικών ειδών ασφαλώς κάτι σημαίνει. Όπως κάτι επίσης σημαίνει το ότι σπάνια συναντά κανείς έναν τέτοιο συγγραφέα. Πάντως, αν θυμηθούμε τους παλαιότερους ομοτέχνους μας, ας σταθούμε στον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Κάτι παρόμοιο έκανε κι αυτός. Κι όσο κι αν εγώ δεν τον θεωρώ από τους συγγραφείς που με επηρεάσανε (όπως ο Καραγάτσης και ο Κοσμάς Πολίτης, για παράδειγμα) εντούτοις ξέρω πως τα δικά του πατήματα έχω ακολουθήσει. Κι όπως εκείνος έγραψε και «ενήλικα» έργα γεμάτα έρωτα και κοινωνική κριτική, αλλά και «παιδικά» όλο χιούμορ και παιδική τσαχπινιά, ενώ για χρόνια πρόσφερε καλλιτεχνική παιδεία μέσα από τη «Διάπλαση», έτσι κι εγώ τολμώ να μετακινούμαι από τον πολύχρωμο χώρο του παραμυθιού στον όλο μυστήρια κόσμο ενός δεκάχρονου και από εκεί στις ευαίσθητες ανασφάλειες της εφηβείας, για να τριγυρίζω κατά καιρούς στις ενήλικες συνοικίες ανιχνεύοντας φυλετικές ταυτότητες, σεξουαλικές αναζητήσεις και αντιστάσεις απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης: Πιστεύεις ότι το γεγονός πως έγινες περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας βιβλίων για εφήβους και παιδιά, επηρεάζει ακόμη και σήμερα την πρόσληψη των βιβλίων σου για ενηλίκους; Διακρίνεις, με άλλα λόγια, κάποια προκατάληψη;
Μα ασφαλώς και ναι! Και μάλιστα μεγάλη. Όσο και ακατανόητη. Μπορώ, ως ένα βαθμό, να ερμηνεύσω την παρουσία της σε ένα πλατύ αναγνωστικό κοινό. Ζούμε σε εποχές τυποποίησης και γρήγορης μα και επιφανειακής ενημέρωσης. Αυτό που έχουμε μάθει να ξεχωρίζουμε σε ένα διάδρομο σούπερ μάρκετ, σχεδόν δεν το βλέπουμε αν ξαφνικά το συναντάμε σε ένα άλλο. Ακόμα αυτή τη στάση μπορώ να την ερμηνεύσω (πάντα αναφέρομαι στο πλατύ κοινό) ως μια διστακτικότητα του ενήλικα να επανασυνδεθεί με κάτι που τον είχε γοητεύσει στην παιδική ή εφηβική του περίοδο – ας αποδεχτούμε πως οι ενήλικες συνήθως φοβούνται να αφήσουν την εφηβεία τους να συνεχίσει να τους συντροφεύει. Μια τέτοια συντροφιά συνεχώς θα γκρίνιαζε με τις αποφάσεις συμβιβασμού ενός ενήλικου τρόπου ζωής.
Τη χρονιά που η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Φρανκφούρτη. Με είχαν επιλέξει ανάμεσα στους συγγραφείς που θα είμαστε παρόντες. Μα μόνο ως συγγραφέα της παιδικής λογοτεχνίας. Το «ενήλικο» έργο μου αγνοήθηκε...
Αλλά αυτή την αμφισβήτηση που αναφέρεις, όταν τη συναντώ να υπάρχει σε άλλους –λίγους ή πολλούς, αδιάφορο– συγγραφείς, κριτικούς και δημοσιογράφους που ασχολούνται με τη λογοτεχνία των ενηλίκων, τότε ομολογώ πως δεν μπορώ να την κατανοήσω. Φοβούνται τη διαφορετικότητα; Ενοχλούνται από το ότι κάποιος εκφράζεται και αναγνωρίζεται σε χώρο που οι ίδιοι μιας και δεν τον ξέρουν, προτιμούν ή να τον αγνοούν η και να τον περιφρονούν;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι σε μια –ας την πούμε– ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας γραμμένη από έγκριτο και πλήρως ενημερωμένο βιβλιοκριτικό μας, αναφέρομαι μόνο ως συγγραφέας που (μάλιστα σε συνεργασία) είχε γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Θυμήθηκα τώρα και τη χρονιά που η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Φρανκφούρτη. Με είχαν επιλέξει ανάμεσα στους συγγραφείς που θα είμαστε παρόντες. Μα μόνο ως συγγραφέα της παιδικής λογοτεχνίας. Το «ενήλικο» έργο μου αγνοήθηκε και όταν μάλιστα ένα μεγάλο γερμανικό έντυπο κυκλοφόρησε στο εξώφυλλο με φωτογραφία μου, αυτό το τεύχος ποτέ δεν εντάχθηκε στο φάκελο με τις δημοσιεύσεις του γερμανικού τύπου που αφορούσαν την ελληνική συμμετοχή… Και να φανταστείς πως εκείνη την περίοδο ήμουνα και μέλος του Δ.Σ. του ΕΚΕΒΙ. Αλλά δεν έκανα την παραμικρή παρέμβαση – τι νόημα θα είχε η εκ των υστέρων όποια διόρθωση;
Δεν ξέρω, λοιπόν, αν αυτή η στάση είναι προκατάληψη, σίγουρα πάντως αποτελεί μια αδικία. Με στεναχωρεί; Θα σου έλεγα ψέματα αν το αρνιόμουνα. Μάλλον με πληγώνει. Όπως κάθε υγιές άτομο θα τον πλήγωνε μια αδικία. Βέβαια, αναγνωρίζω κι εγώ κάποια λάθη που έχω κάνει – εννοώ πως δεν συχνάζω σε στέκια, ζω οικογενειακά και με την παρέα λίγων στενών φίλων. Προτιμώ να δίνω το «παρών» μου μέσα από τα έργα μου… Που όπως είναι και πολλά, αρκετοί αυθαίρετα θεωρούν πως είναι και προχείρως γραμμένα. Αλλά αν κάποιος μετρήσει όλες τις λέξεις που έχω γράψει, δεν θα φτάσει ο αριθμός τους τις λέξεις που έγραψε ένας Ουγκώ ή ένας Μπαλζάκ. Πράγμα που σημαίνει όχι βέβαια πως συγκρίνω το ταλέντο μου με το ταλέντο εκείνων, αλλά συγκρίνω την άνεση που η τεχνολογία δίνει σε έναν σημερινό συγγραφέα, συγκριτικά με τον κάματο της γραφής με κάποια πένα και με το φως λάμπας ασετιλίνης. Να τα θυμόμαστε όλα αυτά, όταν θέλουμε τη ραθυμία μας να την ονομάζουμε τελειοθηρία.
Αναγνωρίζω κι εγώ κάποια λάθη που έχω κάνει – εννοώ πως δεν συχνάζω σε στέκια, ζω οικογενειακά και με την παρέα λίγων στενών φίλων. Προτιμώ να δίνω το «παρών» μου μέσα από τα έργα μου…
Μα από την άλλη έχω όλη αυτή την αγάπη και την αναγνώριση εκείνων που διαβάζουν και κρίνουν χωρίς παρωπίδες, που όχι μόνο παρηγοριέμαι, αλλά και σαρκάζω τον κοντόφθαλμο τρόπο που κάποιοι αντιμετωπίζουν το έργο μου.
Τα δύο τελευταία σου βιβλία για ενήλικες αντλούν από την αρχαιοελληνική γραμματεία, έχοντας στο κέντρο του δύο σημαντικές γυναικείες μορφές, την Κασσάνδρα και την Κλυταιμνήστρα αντίστοιχα. Συνιστά κάποιου είδους στροφή για σένα η τριβή με αυτό το υλικό;
Στροφή; Ίσως. Αλλά είχε παρουσιαστεί και πιο πριν. Όταν είχα μεταγράψει με ένα σύγχρονο τρόπο τα κείμενα που αφορούν θεμελιώδεις λογοτεχνικούς ήρωες – Γαργαντούα, Δον Κιχώτη, Τριστάνο και Ιζόλδη. Εκείνα κυκλοφορούν ως βιβλία για νέους, αλλά άνετα μπορούν να διαβαστούν και από ενήλικες που θα ήθελαν να γνωρίσουν αυτά τα πρόσωπα, φωτισμένα με μια νέα ματιά.
Με μια νέα ματιά φώτισα και τα πάθη της Κασσάνδρας και τα έργα της Κλυταιμνήστρας. Κι αυτό γιατί πιστεύω πως όλα αυτά τα πρόσωπα του μύθου και της διαχρονικής λογοτεχνικής αξίας παραμένουν ζωντανά και ικανά να μας συνεπαίρνουν ακριβώς γιατί έχουν προικιστεί με την δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων και νέων προβληματισμών.
Και αν εκείνα τα τρία πρώτα τα είχα γράψει για νέους, αλλά μπορούν να διαβαστούν και από ενήλικες, τα δύο μου τελευταία μυθιστορήματα –Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο και Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας–, αν και σαφώς είχα στον νου μου όταν τα έγραφα ένα ενήλικο αναγνώστη, κάλλιστα μπορούν να διαβαστούν και από εφήβους. Θα έλεγα μάλιστα πως σε ένα εφηβικό κοινό έχουν πολλά να προσφέρουν για την κατανόηση της αρχαίας μας γραμματείας. Θα άξιζε έτσι να τα δούνε και να τα χρησιμοποιήσουν οι φιλόλογοι μας. Αλλά –ας το επισημάνω κι αυτό– πολλοί φιλόλογοι είναι εγκλωβισμένοι σε μια συντηρητικά, αν θες, ακαδημαϊκή προσέγγιση των αρχαίων κειμένων. Γι’ αυτό και τελικά σε λίγους μαθητές τους καταφέρνουν να περάσουν την αξία του Όμηρου, των αρχαίων τραγικών… Κι αυτό ίσως να είναι μια έκφραση της συντηρητικής νεοελληνικής παιδείας. Αλλά, ας μην μπούμε και σε αυτό το θέμα.
Οι γονείς σου κατάγονταν από τη Σμύρνη, όμως παρατηρώ πως έχεις γράψει μόνο ένα βιβλίο, εδώ και χρόνια μάλιστα, που με κάποιον τρόπο, αναφέρεται στην πόλη, «Ο χαρταετός της Σμύρνης» (εκδ. Άγκυρα). Ποια είναι η σχέση σου με αυτό τον καταγωγικό τόπο και πώς έχει περάσει στα βιβλία σου;
Μεγάλωσα σε ένα όχι απλώς μικρασιάτικο περιβάλλον, αλλά σμυρναίικο. Και τονίζω αυτή τη διαφορά, γιατί η Σμύρνη υπήρξε μια από τις τρεις κοσμοπολίτισσες πόλεις της Μεσογείου, μαζί με την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη, αλλά είναι η μόνη που πλέον δεν έχει τίποτε από εκείνον τον τρόπο σκέψης και ζωής. Μια πόλη-σύμβολο, που πλέον δεν υπάρχει. Αυτή η αίσθηση καταγωγής από μια πολιτεία που λίγα χρόνια πριν εγώ γεννηθώ, εξαφανίστηκε (ναι, για μένα έτσι είναι και το λέω φανερά όσο κι αν πολλοί θα διαφωνήσουν μαζί μου) με έχει κάνει να αισθάνομαι πως έχω τον τρόπο να κινούμαι περισσότερο στοχαστικά και παράλληλα να έχω την ικανότητα να βλέπω τα πράγματα χωρίς δεσμεύσεις. Σίγουρα μια τέτοια οπτική έχει επέμβει και στη γραφή μου. Νομίζω πως τη χαρακτηρίζει.
Μεγάλωσα σε ένα όχι απλώς μικρασιάτικο περιβάλλον, αλλά σμυρναίικο. Και τονίζω αυτή τη διαφορά, γιατί η Σμύρνη υπήρξε μια από τις τρεις κοσμοπολίτισσες πόλεις της Μεσογείου, μαζί με την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη, αλλά είναι η μόνη που πλέον δεν έχει τίποτε από εκείνον τον τρόπο σκέψης και ζωής.
Το τελευταίο σου βιβλίο για εφήβους και νέους έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο άλλος» (εκδ. Πατάκη), και μας μιλάει για δύο εφήβους που μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό, χωρίς να είναι αδέλφια. Τελευταία μιλάμε πολύ για τον «άλλο», ως τον διαφορετικό, τον ξένο, τον «έξω από εμάς». Εδώ, σαν να επιχειρείς μια αντιστροφή. Πώς το σκέφτηκες;
Ναι, έχεις δίκιο. Επιχειρώ να σκιαγραφήσω τον δικό μας «άλλον». Αυτόν που λογικά θα έπρεπε να είναι ίδιος με εμάς, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Γιατί όμως; Γιατί ακόμα και μέσα στην ίδια οικογένεια, υπάρχουν τόσοι «άλλοι»; Γιατί μέσα στον καθένα μας κρύβεται ένας τουλάχιστον «άλλος»;
Πολλοί οι λόγοι και έχουν να κάνουν με πολλούς παράγοντες. Από αυτούς τους πάμπολλους, εγώ στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα επέλεξα να σταθώ κυρίως στους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς λόγους που διαμορφώνουν τον καθένα μας. Κι ακόμα να αναζητήσω ποιος μπορεί να είναι ένας τρόπος αναγνώρισης του άλλου, αλλά και μέσα από μια τέτοια πορεία να αναγνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Μέσα από μια τυχαία συζήτηση με τον δεκάχρονο εγγονό μου, βγήκε στην επιφάνεια αυτός ο προβληματισμός.
Και για να επανέλθω σε κάτι που προηγουμένως συζητήσαμε, να πώς ενώνονται οι ηλικίες και πώς μπορεί ο καθένας μας μέσα από την παρατήρηση ενός παιδιού να φέρει στο φως ενήλικους προβληματισμούς και να τους ενσαρκώσει λογοτεχνικά σε ένα μυθιστόρημα εφηβείας, που σημαίνει μυθιστόρημα ενηλικίωσης, που με ένα πλέον σύγχρονο τρόπο μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα cross over μυθιστόρημα. Ας το αποδεχτούμε, Κώστα μου, η καθαρή λογοτεχνία δεν έχει ηλικιακά όρια μήτε δημιουργίας μήτε και πρόσληψης.
Είσαι από τους ελάχιστους συγγραφείς που βρίσκουν τον χρόνο και την όρεξη και γράφουν κριτικά κείμενα για νέους Έλληνες συγγραφείς, κι όχι μόνο για καταξιωμένους, ούτε μονάχα για φίλους, απλώς για βιβλία που σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Πες μου τι σου προσφέρει αυτή η ενασχόληση με την βιβλιοκριτική κι αν βασίζεται σε κάποιες αρχές.
Από την εφηβεία μου αναζητούσα να εκφραστώ και μέσω ενός κριτικού λόγου. Θυμάμαι πως άκουγα κάποιο θεατρικό έργο στην εκπομπή «Το θέατρο της Τετάρτης» και μετά καθόμουνα και κατέγραφα τις απόψεις μου. Διάβαζα με πάθος τις κριτικές του Μάριου Πλωρίτη και έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου τεύχη του περιοδικού «Θέατρο» που εξέδιδε ο Κώστας Νίτσος. Αργότερα, στο φροντιστήριο για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο, μας δίδασκε λογοτεχνία ένας χαρισματικός φιλόλογος, ο Νικήτας Παρίσης και έτσι πλέον άρχισα και μόνος μου να διαβάζω διάφορα θεωρητικά λογοτεχνικά δοκίμια.
Αυτό που προσπαθώ να καταγράψω με τα κριτικά μου σημειώματα είναι η δική μου προσέγγιση και επαφή με το κάθε κείμενο. Γράφω ό,τι αισθάνομαι, αλλά παράλληλα και κρίνω το έργο σύμφωνα με το κατά πόσο ο δημιουργός του ολοκλήρωσε αυτό που είχε στο μυαλό του. Θέλω να βοηθήσω τους αναγνώστες των κειμένων μου να προσεγγίσουν με μια άνεση το μυθιστόρημα ή τη συλλογή διηγημάτων που εκείνοι έτυχε να επιλέξουν κι εγώ έχω ήδη καταθέσει την άποψή μου.
Γράφω και για βιβλία Ελλήνων συγγραφέων, όσο και για ξένων. Δεν θέλω να χρησιμοποιώ το βήμα που κάποιο έντυπο ή ιστοσελίδα μου προσφέρει για να προωθήσω φίλους και πόσο μάλλον για να υποχρεώσω και να κανακέψω. Για μένα ο κριτικός λόγος, αν και δευτερογενής, έχει αξία γιατί με βοηθά να τακτοποιήσω σκέψεις, να ανακαλύψω τεχνικές αφήγησης και να διευρύνω τις δικές μου δυνατότητες.
Στα βιβλία σου, όπως και στα κριτικά σου κείμενα, διακρίνει κανείς το χάρισμα της απλότητας: Λες αυτά που θες να πεις, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς περίτεχνες εκφράσεις (όχι όμως άτεχνες), χωρίς υπερβολικά πολλές αναφορές. Είναι κάτι δικό σου, θεωρείς, εγγενές; Ή κάτι που το κατακτά κανείς μέσα από πολλή δουλειά, με τα χρόνια. Δεν σου κρύβω, ότι το ζηλεύω λιγάκι…
Χαίρομαι που το ακούω αυτό. Γιατί για μένα η απλότητα στη γραφή έχει την αξία της αρχοντιάς και της ντομπροσύνης. Με λογοτεχνικά σκέρτσα μπορείς εύκολα να εντυπωσιάσεις. Αλλά εγώ δεν θέλω εντυπωσιασμένους αναγνώστες, μα συνειδητούς συνομιλητές.
Θεωρώ πως αυτό το έχω επιτύχει γιατί γράφω και για παιδιά. Με τα παιδιά δεν γίνεται να είσαι επηρμένος λογοτέχνης. Όπως ασφαλώς και δεν πρέπει να καταφεύγεις στην αφέλεια. Η ενήλικη παιδικότητα είναι στάση ζωής. Νομίζω πως τη διαθέτω…
Η απλότητα στη γραφή έχει την αξία της αρχοντιάς και της ντομπροσύνης. Με λογοτεχνικά σκέρτσα μπορείς εύκολα να εντυπωσιάσεις. Αλλά εγώ δεν θέλω εντυπωσιασμένους αναγνώστες, μα συνειδητούς συνομιλητές.
Ναι, την έχω κατακτήσει την απλότητα γιατί δεν μου αρέσει μόνο να γράφω για διαφορετικές ηλικίες, αλλά και να συνομιλώ με άτομα κάθε ηλικίας.
Μη με ζηλεύεις… Κολακεύομαι, βέβαια, αλλά σε συμβουλεύω να προσπαθήσεις κι εσύ να το εφαρμόσεις. Τα κέρδη πολλά θα είναι – πολλά και πολύπλευρα.
Μετά από τόσα χρόνια, τι είναι για σένα η καταξίωση. Τι πρόσωπο έχει;
Σίγουρα έχει το πρόσωπο της ικανοποίησης. Αλλά αξίζει να προέρχεται όχι μόνο από το πώς σε βλέπουν οι άλλοι, αλλά και από το πόσο εσύ ο ίδιος στέκεσαι με ειλικρίνεια μπροστά στον καθρέφτη.
Μια ευχή; (εκτός από την υγεία)
Μόνο μία; Θα έλεγα: Ισορροπία.