31.10.19

Μάρω Δούκα: «Πύλη εισόδου


 Η Μάρω Δούκα είναι μια από τις πλέον αντιπροσωπευτικές συγγραφικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας μας. Κάνει την πρώτη της εμφάνιση τη χρονιά που η Χούντα των Συνταγματαρχών αποχωρεί από την πολιτική ζωή της Ελλάδας και μέχρι σήμερα –45 χρόνια μετά– με τα 17 βιβλία της που έχουν κυκλοφορήσει έχει διατηρήσει σταθερά την εκτίμηση κοινού και κριτικών. Με το έργο της –κυρίως, αν και όχι μόνο, μυθιστορήματα– έχει καταγράψει τις διακυμάνσεις της ελληνικής ταυτότητας μέσα στην επικράτεια των ιστορικών συμβάντων, αλλά και εντός της κοινωνικής συμπεριφοράς. Ως μια από τις βασικές εκπροσώπους της γενιάς του ’70, χαρακτηρίζεται για την πολιτική ματιά με την οποία πλησιάζει τα γεγονότα.
Με το μυθιστόρημά της Αρχαία σκουριά του 1979 (είχαν προηγηθεί τρία άλλα· νουβέλες και διηγήματα) αναγνωρίζεται ως η φωνή εκείνη που καταγράφει την ταυτότητα μιας γυναίκας γεννημένης κάπου προς το τέλος του Εμφύλιου, που έζησε τη νεαρή ηλικία της μέσα στο αντιδικτατορικό κλίμα και που ετοιμάζεται να καθορίσει με τις πράξεις και τις σκέψεις της την τελευταία εικοσαετία του 20ού αιώνα.
40 χρόνια μετά, και ενώ ο 21ος αιώνας ολοκληρώνει τη δική του πρώτη εικοσαετία, η Δούκα δίνει στην κυκλοφορία το μυθιστόρημα Πύλη εισόδου και μας περιγράφει μια γυναίκα που έζησε στην Αθήνα όλα αυτά τα χρόνια. Αν –ίσως δικαιολογημένα– ένας αναγνώστης θα περίμενε πως στο τελευταίο αυτό βιβλίο η συγγραφέας θα αναζητούσε τα ίχνη που άφησε πίσω της η πρωταγωνίστρια της Αρχαίας σκουριάς, θα έχει κάνει λάθος. Η Δούκα προτίμησε να αφεθεί σε μια συγγραφική ελευθερία και, αντί να περιγράψει την πορεία της πρώτης της ηρωίδας, να συνθέσει τη ζωή μιας άλλης γυναίκας – εντελώς διαφορετικής.
Θεωρώ σωστή και σίγουρα μελετημένη αυτή την απόφαση. Αντί να καταγραφεί ο ενδιάμεσος χρόνος από τις αλλαγές στη ζωή του όποιου ανθρώπου, καλύτερα να αφεθούν τα ίδια τα γεγονότα να πλάσουν το πρόσωπο που θα τα χαρακτηρίσει.
Από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης στην εποχή του Διαδικτύου. Μια δεδομένη παραδοχή είναι το να αναγνωρίζει κανείς πως η παρουσία του κυβερνοχώρου στην καθημερινότητα καθημερινών ανθρώπων αλλάζει –και σαφέστατα πολύ περισσότερο θα αλλάξει στο άμεσο μέλλον– όχι μόνο τις όποιας μορφής σχέσεις, αλλά και τα ίδια τα άτομα. Η Δούκα δεν θέλησε –έτσι κι αλλιώς, το συγγραφικό όραμα που έχει υπηρετήσει δεν θα της το επέτρεπε– να δημιουργήσει μυθιστόρημα μιας σύγχρονης δυστοπίας. Είναι συγγραφέας που έχει στηριχτεί πολιτικά, κοινωνικά και ψυχογραφικά τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν κι έτσι αρπάζει –κυριολεκτικά αρπάζει– το πλέον έντονο κοινωνικό φαινόμενο αυτών των τελευταίων ετών της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα, που είναι η εξάπλωση του facebook, και το τοποθετεί ως βάση που πάνω του θα απλώσει το νέο της μυθιστόρημα.
Οι κεντρικές ηρωίδες του μυθιστορήματος είναι γυναίκες – πρόσωπα υπαρκτά και, παράλληλα, διαδικτυακές περσόνες. Όλες τους πάνω-κάτω στην ηλικία της Δούκα ή, αν προτιμάτε, στην ηλικία της Μυρσίνης, της ηρωίδας της Αρχαίας σκουριάς. Αλλά σε τίποτε δεν μοιάζουν με αυτό που ο αναγνώστης της Αρχαίας σκουριάς θα περίμενε ίσως να είναι. Και πολύ σωστά η Μάρω Δούκα δεν θέλησε να κάνει την Αίθρα και την Αφεντούλα να παραπέμπουν στη Μυρσίνη. Άφησε τα ίδια τα γεγονότα να επιλέξουν τις γυναίκες που θα έχουν από αυτά διαμορφωθεί. Κι έτσι, με μυθιστορηματική ευρηματικότητα καταθέτει την κριτική ματιά της. Το τότε ανήκει στην ιστορία, το τώρα ακόμα δεν έχει ολοκληρώσει το αυριανό του πρόσωπο.

Μυθιστορηματική ευρηματικότητα – ναι! Γιατί οι ημερολογιακές καταγραφές στο f/b των ηρωίδων περιγράφουν από τη μια τη δική τους ανικανότητα να τοποθετήσουν σε μια σωστή θέση τα προσωπικά τους αδιέξοδα και να αναλύσουν το γιατί αυτά δημιουργηθήκανε και από την άλλη τις παραπλανούν, καθώς τις κάνουν να πιστεύουν πως ό,τι «ανέβηκε» στην πλατφόρμα της κοινωνικής δικτύωσης το έχουν διαβάσει και άλλοι πέρα από τις δικές τους επινενοημένες ταυτότητες.

Αν κάποιος θελήσει να δώσει μια σύντομη περίληψη του έργου, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Γιατί στην ουσία τίποτε δεν συμβαίνει, ενώ όμως όλα αλλάζουν. Αυτοαναφορές μιας ηλικιωμένης γυναίκας που αντιμετωπίζει μοναξιά και γήρας γράφοντας γι’ αυτά στο f/b άλλοτε με το όνομά της κι άλλοτε με ψευδώνυμα. Αλλάζουν συνεχώς οι αναρτήσεις – η κάθε μια αντικαθιστά την επόμενή της. Αλλά εκείνες (ή εκείνη) που τις γράφουν αναμασούν τις ίδιες σκέψεις, διακατέχονται από τα ίδια συναισθήματα, αν κάτι νέο εισέλθει στον προσωπικό τους χώρο δεν διατηρεί την αυτονομία του, αλλά γίνεται μέρος της ήδη ολοκληρωμένης καθημερινότητάς τους.
Πέρα όμως από αυτόν τον ευρηματικό μυθιστορηματικό καμβά, εκείνο που θα πρέπει –ίσως και περισσότερο– να αναγνωριστεί στη Μάρω Δούκα, είναι η ικανότητά της να στήσει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και να την ταυτίσει με μια ολόκληρη εποχή μέσα από καταιγιστικούς μονολόγους και ευρηματικές περιγραφές. Στις προτάσεις συνυπάρχουν απλές εκφράσεις δίπλα σε καίριες πολλαπλών ερμηνειών επισημάνσεις:
Τρίβε και πάλι τρίβε, Αφεντούλα μου, λάμψε τα όλα, μπανιέρα και νιπτήρα και χέστρα. Δίνω εντολές και καθοδηγώ την παραδουλεύτρα που κουβαλάω μέσα μου, σε διαρκή διαμάχη με την οικοδέσποινα που υπήρξα και με την έγνοια μου πάντα στην οικονομία, να μην το παρακάνω με τα απορρυπαντικά.
Είναι σαφές πως επιχείρησα να διαβάσω την Πύλη εισόδου μέσα από μια υπολανθάνουσα ανάμνηση της Αρχαίας σκουριάς. Άλλωστε, κάτι τέτοιο αισθάνθηκα πως η ίδια η Μάρω Δούκα με έσπρωχνε να κάνω με την αφιέρωσή της: Έπειτα από σαράντα χρόνια, στον Νίκο και πάλι. Κι όπως ολοκληρώνω αυτό το σημείωμα, ξεφυλλίζω εκείνο το μυθιστόρημα του 1979 και φτάνω στην τελευταία πρότασή του – λόγια της Μυρσίνης:
Έχω αγωνιστεί στα χρόνια της δικτατορίας, στην αρχή, ως μέλος του Ρήγα… Προκηρύξεις και έντυπα γενικά… Τώρα όχι, δεν είμαι ενταγμένη πουθενά… Για τις ικανότητες και τις αδυναμίες μου δεν έχω τι να πω. Και τέλος πάντων πότε νιώθω ένα θεός, πότε ένα πλάσμα.
Πότε ένας θεός, πότε ένα πλάσμα – τότε. Τώρα – παραθαλάσσια, καταπατημένη, απόκρημνη, περιφραγμένη, χωρίς πρόσβαση στο νερό.
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/13040-doyka-pyli-eisodoy?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=manoskontoleon%40gmail.com&utm_campaign=Newsletter_30_9_2019_17_34

Λιλή Λαμπρέλλη "Εσύ τι λες πολύτιμο πως είναι;"



Τα εικονογραφημένα βιβλία σε μεγάλο σχήμα παρουσιάζουν μια άνθηση στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

Από το σχήμα τους και μόνο προδιαθέτουν αυτόν που σκέφτεται να τα επιλέξει πως απευθύνονται κυρίως σε αναγνώστες μικρής ηλικίας. Αλλά και πολύ συχνά η όλη τους εμφάνιση (ποιότητα χαρτιού και εκτύπωσης) τους χαρίζει την ιδιότητα μιας καλαίσθητης έκδοσης που μπορεί να προσελκύσει αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών.

Είναι γεγονός πως τέτοιας μορφής εκδόσεις στηρίζονται κυρίως στην εικονογράφηση. Ο εικονογράφος, με άλλα λόγια, είναι αυτός που με τη δουλειά του θα δώσει το όποιο ποιοτικό στίγμα στο βιβλίο. Κι έτσι, πολύ συχνά, βλέπουμε τέτοια βιβλία που, αν και έχουν πολύ όμορφες και με άποψη εικόνες, διαθέτουν κείμενο κακογραμμένο, αφελές, σαφώς υποδεέστερο των εικόνων που το περιγράφουν. Αλλά εδώ γίνεται ένα λάθος – το εικονογραφημένο βιβλίο (picture book) πρέπει να έχει προέλθει από μια ισότιμη ποιοτικά συνύπαρξη λόγου και εικόνας.

Μια τέτοια ισοτιμία χαρακτηρίζει και το βιβλίο Εσύ τι λες πολύτιμο πως είναι; που το υπογράφουν η Λίλη Λαμπρέλλη (κείμενο) και η Κέλλυ Ματαθία-Κόβο (εικόνες).

Η συγκεκριμένη εικονογράφος έχει εικονογραφήσει αρκετά παιδικά βιβλία γνωστών συγγραφέων και μαζί με ένα από τα πλέον πρόσφατα, στο οποίο η ίδια έχει γράψει και το κείμενο, δείχνει πως έχει διαμορφώσει το δικό της εικονογραφικό ύφος – αρκούντως περιγραφικό, διακριτικά ονειρικό, με άποψη, που εκφράζει μια αισθαντική παιδικότητα.

Τα στοιχεία αυτά τα συναντούμε και σε αυτή την έκδοση. Αλλά αυτό που νομίζω πως κάνει τούτο το βιβλίο να έχει μια εντελώς δική του ταυτότητα είναι το ύφος του κειμένου.

Η Λίλη Λαμπρέλλη είναι μια από τις πλέον σημαντικές αφηγήτριες λαϊκών παραμυθιών από όλο τον κόσμο. Οι αφηγήσεις της στηρίζονται στο ηχόχρωμα της φωνής που έρχεται να φωτίσει τις υπόγειες διαδρομές των συναισθημάτων, έτσι όπως αυτά έχουν καταγραφεί μέσα σε προτάσεις προορισμένες να ακούγονται.

Γι’ αυτό τον λόγο και η ίδια διαμορφώνει κατά κάποιο τρόπο τους λαϊκούς μύθους όχι ως προς τα αφηγούμενα γεγονότα, αλλά ως προς τη γλωσσική τους ενσάρκωση. Κάποια από τα παραμύθια που αφηγείται τα έχει εκδώσει και σε μια σειρά μικρών βιβλίων, που κάλλιστα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως προτάσεις προς νέους αφηγητές. Και παράλληλα έχει γράψει και δικές της ιστορίες – όλες τους με πλούσια και ποιοτική εικονογράφηση από καταξιωμένες εικονογράφους (Ψαράκη, Στεφανίδη).

Μια ιστορία που γίνεται βιβλίο και συνοδεύεται από εικόνες ασφαλώς και διαθέτει μια γλωσσική οντότητα διαφορετική από εκείνη την οποία θα είχε αν κάποιος την αφηγείτο.

Άλλες οι απαιτήσεις του γραπτού λόγου κι άλλες εκείνου που αιωρείται στον χώρο μιας προφορικότητας.

Μα αυτή τη φορά η Λαμπρέλλη καταφέρνει να καταγράψει την ιστορία της με τέτοιο τρόπο, ώστε η όραση ως προς την ανάγνωση και η ακοή ως προς την αφήγηση να συνταιριάζουν τις προδιαγραφές τους.

… Ένας ασβός τριγυρνούσε στο δάσος ψάχνοντας να μάθει πιο είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Και ρώτησε την πέτρα κι αυτή του είπε: «Να ’σαι ελαφρύς και να πετάς». Και ρώτησε την πεταλούδα. «Να ’σαι βαρύς και να αντέχεις».

Οι προτάσεις, την ώρα που ο αναγνώστης τις διαβάζει, είναι σαν και να τις ακούει. Κι έτσι –με αυτή την ευαίσθητη αλλά και αρμονική μουσικότητα– η ιστορία συνεχίζεται.

Δεν είναι μια ιστορία δράσης, ούτε είναι τα γεγονότα που περιγράφονται αυτά που θα μας κρατήσουν το ενδιαφέρον. Είναι η ενσάρκωσή τους που αβίαστα θα οδηγήσει στο τελικό συμπέρασμα για το ποιο μπορεί να είναι το πολύτιμο.

… Τ’ όνειρό μου. Γιατί απ’ αυτό ξεκινάει ό,τι είναι πολύτιμο. Και τώρα και πάντα.

Μια τέτοια αφηγηματική ταυτότητα έρχεται με συνέπεια να υπερασπιστεί την ενσυνείδηση, η οποία και τελικά προσφέρεται στον αναγνώστη.

Με την απλότητα των παλιών παραμυθιών και με τη φιλοσοφική στάση των μύθων που μας έρχονται από τους πολιτισμούς της Ανατολής, η Λαμπρέλλη κατέγραψε τη δική της ιστορία σε μια έκδοση που αξίζει να την πιάσουν και χέρια παιδικά και χέρια με σκούρες κηλίδες. Γιατί όλοι μας –από την αρχή της ζωής μας έως το τέλος της– αναρωτιόμαστε ποιο μπορεί να είναι το πολύτιμο, το δικό μας πολύτιμο.

https://www.vivliopoleiopataki.gr/blog/post/19978/Esu-ti-les-polutimo-pos-einai;/?fbclid=IwAR0QTD0y82RYKB90McUf83ckgcm3Gf2549_Xva3D3GsZaBSJqZGaxdz22O8

24.10.19

Ιωάννα Ντούμπρου «Βορινή παραλία»


Ιωάννα Ντούμπρου
«Βορινή παραλία»
Εκδ. Πατάκη
           


Πρώτο μυθιστόρημα μιας  συγγραφέα που έχει κάνει γνωστή την παρουσία της με δημοσιεύσεις μερικών διηγημάτων σε περιοδικά και σε συλλογικές εκδόσεις.
Από το νέο συγγραφέα είναι λογικό να περιμένεις κάτι το νέο ως προς την σύνθεση του μυθιστορήματός του, όπως και μια θέση που θα φανερώνει μια προσωπική ερμηνεία συνηθισμένης κοινωνικής κατάστασης.
Η Ιωάννα Ντούμπρου νομίζω πως εκπληρεί και τις δυο αυτές προσδοκίες.
Το μυθιστόρημα «Βορινή παραλία» έχει ως χώρο δράσης ένα από τα μικρά νησιά του συμπλέγματος των Μαλβίδων. Η Ι. Ν. δίνει στο νησάκι αυτό το όνομα Chimera και έτσι  πολύ γρήγορα κλείνει το μάτι στον αναγνώστη της -ό,τι θα διαβάσουμε μπορεί να είναι μια μυθιστορηματική ή μη πραγματικότητα, μπορεί όμως και η ενσάρκωση μιας κοινωνικής χίμαιρας.
Αμέσως, λοιπόν, και το νέο -ο σκηνικός χώρος- προσφέρεται και η προσωπική ερμηνεία μιας καταναλωτικής  κατάστασης δηλώνεται.
Αλλά η Ι. Ν. δεν είναι διατεθειμένη να ξεκαθαρίσει φανερά και εν τάχει  τις προθέσεις της. Κι έτσι σχεδόν για το μισό του όλου έργου χρησιμοποιεί περιγραφές συναισθημάτων και χώρων που έντονα  θα έλεγε κανείς πως παραπέμπουν σε μια, καλογραμμένη μεν, σίγουρα πάντως ροζ λογοτεχνία.
«Μετά από τέσσερα ποτήρια κρασί δίχως φαγητό -αφού σιχαίνομαι τη γλιτσερή υφή των στρειδιών- αισθάνομαι πλέον αρκετά ζαλισμένη. Εσύ αργοπίνεις ένα ποτήρι ουίσκι. Στην προσπάθειά σου να με κατευνάσεις, μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και μου ψιθυρίζεις  γλυκόλογα. ‘Δε θέλω να τελειώσει αυτό το ταξίδι’ ψιθυρίζω. Η φωτιά μου καίει τα μάγουλα. ‘Πόσο όμορφη είσαι;’  Ρωτάς ‘θα μου απαντήσεις ποτέ;’. Θέλω να πω κάτι έξυπνο για να σε πικάρω, αλλά δεν τα καταφέρνω»
Έχουμε, λοιπόν, ένα ερωτικό μυθιστόρημα γραμμένο από την πλευρά μιας γυναίκας. Κι όμως πίσω από το γυαλιστερό περιτύλιγμα οι ρωγμές πάντα υπάρχουν.
Εκείνη αγγίζει τα σαράντα χρόνια, διατηρεί την θελκτική θηλυκότητά της, μα και την καταπιεσμένη αγωνία μιας γυναίκας που  δεν έχει καταφέρει να βρει τρόπο και άνθρωπο για να στεριώσει σχέση και οικογένεια. Εκείνος, κοντά επτά χρόνια μικρότερός της, είναι ο επιτυχημένος άνδρας -καλές σπουδές, ελπιδοφόρα καριέρα, γυμνασμένο κορμί- που συνηθίζει να χρησιμοποιεί την εγωκεντρικότητα του επιλεγμένου ετεροπροσδιορισμού.
Ο πλούσιος τόπος -μια φυσική ομορφιά που μπορούν να τη χαίρονται αφύσικα μεταλλαγμένη όσοι διαθέτουν όχι μόνο χρήμα και κοινωνική θέση αλλά και την άποψη πως η επιτυχία καθορίζεται από εξωτερικούς  παράγοντες- θα λειτουργήσει καταλυτικά τόσο στη σχέση του ζευγαριού όσο και στην αυτογνωσία της ίδιας της ηρωίδας.
Όπως κάθε τι που λάμπει έχει κάπου κρυμμένο το μέρος στο οποίο καταχωνιάζει τα υπολείμματα της λάμψης του, έτσι και το χιμαιρικό νησί έχει η δική του κρυφή βορινή παραλία.
Εντός της μυθιστορηματικής αφήγησης η ηρωίδα θα ανακαλύψει αυτή τη κρυμμένη πλευρά της νήσου -στην ουσία ανακαλύπτει το κρυμμένο μέρος της δικής της προσωπικότητας, εκεί όπου συναισθήματα, αποφάσεις και σχέσεις καταλήγουν ως σάπια και δύσοσμα απορρίμματα.
Και έτσι θα φτάσει να αναγνωρίσει πως : το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να είμαι αποδεχτή από κάποιον που δε μου ταιριάζει.
Και να πως τρεις τέσσερεις σελίδες πριν από το τέλος του βιβλίου η Ι. Ν. ολοκληρώνει βασικό ζήτημα ταυτότητας ένα σημερινού νέου ανθρώπου -γυναίκας στη περίπτωση του μυθιστορήματος, αλλά και κάλλιστα σε άνδρα θα μπορούσε η αποκάλυψη να ταιριάζει.
Δεν σχεδιάζεται η ζωή σύμφωνα με τις θέσεις μας ως προς αυτούς που εκτιμάμε, αλλά ως προς τον αυτό-εξαναγκασμό να αποδεχτούμε  εκείνο που δεν θέλουμε να είμαστε.
Υποδόρια ψυχογραφικό όσο και κοινωνικό μυθιστόρημα. Και για αυτό και μπορεί κανείς να το χαιρετίσει ως μια ιδιαιτέρως επιτυχημένη πρώτη και πρωτότυπη  εμφάνιση.

23.10.19

Ηλίας Μαγκλίνης «Είμαι όσα έχω ξεχάσει»


Ηλίας Μαγκλίνης
«Είμαι όσα έχω ξεχάσει»
Εκδόσεις Μεταίχμιο




Αν η Ιστορία αναζητά τους ηγέτες που διαχειρίζονται τα γεγονότα, η Λογοτεχνία ανιχνεύει τα άτομα που βιώνουν τα αποτελέσματα αυτών των γεγονότων.
Στην εποχή μας, όπου η όποια πληροφορία μπορεί να φτάσει εύκολα στον καθένα μας, εκείνο που προέχει δεν είναι η συλλογή πολλών πληροφοριών, αλλά η αναζήτηση όσων πράξεων, σκέψεων και συναισθημάτων δεν έχουν ανιχνευθεί από τις μηχανές αναζήτησης.
Με άλλα λόγια η παγκοσμιοποίηση οδηγεί στην ανάγκη να επανατοποθετεί η ατομικότητα.
Λογοτεχνικά έργα που στηρίχτηκαν πάνω στις πράξεις και τις ζωές ιστορικών προσώπων έχουν γραφτεί και θα συνεχίσουν να γράφονται. Και μάλιστα πλησιάζοντας το ιστορικό πρόσωπο με μια διάθεση ψυχανάλυσης του, έτσι ώστε να το κατεβάσουν από το βάθρο του και να το δούνε μέσα στις ανθρώπινες στιγμές του. Κλασικά παραδείγματα οι βιογραφίες του Στέφαν Τσβάιχ, αλλά και το πλέον πρόσφατο: «Κεμάλ Ατατούρκ - Μια ψυχογραφία» των Βαμίκ Ντ. Βολκάν και Νόρμαν Ίτσκοβιτς (μτφ. Κώστας Ζέρβας), Καστανιώτης
Μα και η νέα τάση ιστορικών έργων εκπροσωπείται πλέον- αναφέρομαι σε έργα λογοτεχνικά που ξεδιπλώνουν τα πάθη υπαρκτών, καθημερινών ανθρώπων τους οποίους παρέσυραν τα ιστορικά συμβάντα. Στην κατηγορία αυτή πρόχειρα αναφέρω το «Σαρλότ» του Ντάβιντ Φοένκινος (μτφ. Οντέτ Βαρών – Βασάρ),  Εστία.
Στα βιβλία αυτής της κατηγορίας μπορούμε να αναγνωρίσουμε την διάθεση να φωτίσουν το ιστορικό γεγονός με χαμηλότονες αποχρώσεις, να το φέρουν πιο κοντά στα μέτρα της καθημερινότητας, τελικά να προσφέρουν στον αναγνώστη τους τη δυνατότητα ακόμα και μιας αυτογνωσίας.
Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται και το έργο «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» του Ηλία Μαγκλίνη.
Ο Μαγκλίνης είναι δημοσιογράφος και γεννήθηκε (πρέπει αυτό να το θυμόμαστε καθώς θα θέλουμε να εισχωρήσουμε στο βιβλίο του) το 1970.
Στο έργο δίνει τον χαρακτηρισμό Μια αληθινή ιστορία κι έτσι από το εξώφυλλο μας προετοιμάζει πως δεν θα διαβάσουμε επινενοημένα συμβάντα.
Αφηγητής ο ίδιος και επιλέγει δυο είδη αφηγήσεων.
Στο ένα -σελίδες σπαρμένες ανάμεσα στην κυρίως αφήγηση-  είναι εξομολογητικός και ενεργοποιεί μια ποιητική σύνθεση των λέξεων:
Δεν το ήξερα τότε, μα όταν η ζωή μου ως άνδρα ξεκινούσε,                      η δική του τελείωνε.
Στο άλλο -αυτό που αποτελεί και το κυρίως σώμα του έργου- κρατά μια αυτοναφορικότητα καθώς ο ίδιος -ξεκάθαρα το δείχνει- θέλει να ανακαλύψει από το παρελθόν του πατέρα του ότι ποτέ δεν είχε μήτε μάθει μήτε και κατανοήσει. Και ξεκινά την έρευνα. Που πολύ σύντομα θα τον οδηγήσει ακόμα πιο πίσω -στον πατέρα του πατέρα του.
Ο πατέρας του συγγραφέα, Κώστας Μαγκλίνης, είχε γεννηθεί στο Αγρίνιο και από εκεί έφυγε το ’47 για να εγγραφεί στη Σχολή Ικάρων. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το’44,  ο παππούς του, ο Νίκος  Μαγκλίνης, είχε δολοφονηθεί  από πολιτικούς  του αντιπάλους.
Μια οικογενειακή τραγωδία -συνηθισμένη τραγωδία για πολλές οικογένειες εκείνων των χρόνων. Και ασφαλώς μια καταγραφή των πολιτικών παθών εκείνης της εποχής..
Όμως για τον Ηλία Μαγκλίνη όλα αυτά θα αποτελέσουν ακόμα και την αφορμή -όταν πια, εκεί στα 2004 ο πατέρας του θα πεθάνει μετά από μακριά ασθένεια- να αναζητήσει το πως μπορεί ένα άτομο να έχει δημιουργήσει την προσωπικότητά του όχι μόνο από αυτά που του μάθανε ή και γνώρισε, αλλά και από τα όσα δεν είχε ζήσει ή ενημερωθεί γι αυτά. Κι ακόμα να συνειδητοποιήσει τις σχέσεις αίματος που ενώνουν τα άρρενα μέλη οικογενειών -ναι, το «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» μόνο ένας άνδρας θα μπορούσε να το έχει γράψει και από αυτήν τη σκοπιά ιδωμένο έρχεται να ενταχθεί σε μια σειρά βιβλίων ξένων και ελλήνων συγγραφέων που κατέγραψαν την σχέση τους με τον πατέρα -ως παράδειγμα να θυμίσω το «Πατρική κληρονομιά» του Φίλιπ Ροθ (μτφ. Τάκης Κίρκης), Πόλις και το «Μια Οδύσσεια», του Ντάνιελ Μέντελσον (μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου), Πατάκης.
Η τελική πρόταση της θέσης του Μαγκλίνη είναι πως δεν μεγαλώνουμε μόνο με τις φανερές ενέργειες των γονιών μας, δεν μας αναθρέφουν μόνο με τις καλές τους προθέσεις, αλλά και με τα μυστικά και τα λάθη τους. Γιατί και αυτά υπάρχουν και προσφέρουν συμμετοχή στη διάπλαση.
Κι αν δει κανείς αυτή την αλήθεια τότε πάει πάνω από διαχωρισμούς παθών, αναγνωρίζει τη βία σε κάθε πλευρά, μα το ίδιο και την αγάπη.
… ο πόνος πίσω και πέρα από τις κάνες των όπλων, τους λάκκους και τα μαχαίρια                                                                                       πίσω και πέρα από τα οξέα των ιδεολογιών που γίνονται θρησκείες…       όσα δεν έζησες, όσα φαντάστηκες ή ονειρεύτηκες….                           είσαι εσύ αγνώριστος και μεταμορφωμένος…  
Μια αλληλοκατανόηση, αλλά και μια θέση -αυτό που κάποτε έγινε ακόμα κι αν δεν μαθεύτηκε, δεν έχει ξεχαστεί. Μια κοσμική μνήμη.
Η επιμονή της μνήμης -οι νόμοι της φυσικής φαίνεται να περικλείουν μέσα τους και να διαφυλάττουν την έννοια της μνήμης αλυσώνοντας τα γεγονότα σε λογικές αλληλουχίες, διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτό να ανασυνθέσει κάποιος το παρελθόν από τη γνώση του παρόντος.
Αυτό το επιστημονικό συμπέρασμα δείχνει πως πιστεύει ο Μαγκλίνης κι έτσι το βιβλίο του πολύ σύντομα -από τις πρώτες κιόλας σελίδες του- γίνεται φανερό πως είναι ένα έργο κατανόησης του ατομικού όσο και συλλογικού ‘τώρα’ μέσα από τον πλήρη φωτισμό του συλλογικού και ατομικού ‘χτες’.
Πολλαπλών επιπέδων έργο -ιστορικό, κοινωνικό, διαπροσωπικών σχέσεων, φιλοσοφικών τοποθετήσεων. Και γραμμένο σε μια γλώσσα που άλλοτε έχει την αντικειμενικότητα του καταγραφέα κι άλλοτε τον σπαραγμό του πάσχοντος.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης ενεργοποιεί την ερευνητικότητα του δημοσιογράφου, την ευαισθησία του λογοτέχνη, την εμβάθυνση του στοχαστή  και μας παραδίδει ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και σημαντικά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.


                                 



11.10.19

Γράφω γιατί έγραψα το "Τριστάνος και Ιζόλδη - Μια ιστορία των γλάρων"
















Ως αναγνώστης μου αρέσει να διαβάζω μυθιστορηματικές βιογραφίες.
Ως συγγραφέαw, όμως, ποτέ ένα ιστορικό πρόσωπο δεν με οδήγησε στην απόφαση να στηριχτώ στη ζωή του και να δημιουργήσω ένα δικό μου έργο.
Ώσπου μια μέρα -λίγα χρόνια πιο πριν- θυμήθηκα εκείνους τους μυθιστορηματικούς ήρωες που ως παιδί  και έφηβος είχα γνωρίσει και είχαν σταθεί μια από τις μεγάλες αιτίες και τη λογοτεχνία να αγαπήσω και εγώ ο ίδιος να αποφασίσω να ασχοληθώ με τη συγγραφή.
Και για να γίνω πιο σαφής, ας αναφέρω ενδεικτικά τον Ρομπέν των Δασών, την Ρεβέκκα, τον Γιάννη Αγιάννη και τον Ιαβέρη, τους Τέσσερεις (!) Σωματοφύλακες και την Μυλαίδη… Κι άλλους αρκετούς, ακόμα.
Και σκέφτηκα πως όπως για μένα έτσι και για πολλούς άλλους αναγνώστες αυτοί όλοι οι ‘χάρτινοι’ ήρωες υπήρξαν και πρότυπα που πάνω τους στηρίχτηκαν oi μελλοντικές προσωπικότητες όσων ως παιδιά τους διάβαζαν. Άρα, τί σημασία αν δεν πέρασαν από τη ζωή με σάρκα και οστά; Ζήσανε μέσα στο τυπωμένο χαρτί. Οπότε…
Ναι -αποφάσισα- να ξεκινήσω μια μυθιστορηματική  βιογραφία ενός από αυτούς.
Κι όπως ο κάθε άλλος μυθιστοριογράφος ιστορικών προσωπικοτήτων που ως ένα βαθμό στηρίζεται στα ιστορικά γεγονότα, ενώ ως ένα άλλο βαθμό αυθαιρετεί, καθώς αναπλάθει από το άτομο που κάποτε έζησε ένα ήρωα που εντός ενός λογοτεχνικού έργου ζει (πχ πόσο ο «Μαγγελάνος» που ο Τσβάιχ έγραψε στα χρόνια του Μεσοπόλεμου είναι ταυτόσημος με τον Μαγγελάνο που  έζησε γύρω στα 1500 μ.Χ.;), έτσι κι εγώ τόλμησα να ανασυνθέσω με την ιδιότητα του μυθιστοριογράφου τις ζωές δυο -ίσως είναι οι πρώτοι μυθιστορηματικοί ήρωες της Δύσης- διαχρονικών ηρώων. Γαργαντούας του Ραμπελαί και Δον Κιχώτης του Θερβάντες.
Για να μπορέσω να αναπλάσω τις δυο αυτές προσωπικότητες αποφάσισα να δημιουργήσω εγώ το πρόσωπο εκείνο που θα αφηγείτο τις ζωές τους. Κι έτσι κάτω από την κατά κάποιο τρόπο καθοδήγηση  για μεν τον Γαργαντούα ενός υπηρέτη του και για τον Δον Κιχώτη του πιστού σκύλου του, ολοκλήρωσα τις μυθιστορηματικές βιογραφίες τους.
Στο βαθμό που γνωρίζω, αυτή την τεχνική διασκευής κλασικών κειμένων, στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν έχει κάποιος πιο πριν χρησιμοποιήσει. Είναι μια ενδιαφέρουσα -πιστεύω- τεχνική καθώς αφ’ ενός χαρίζει στον συγγραφέα μια ελευθερία συγγραφής, ενώ αφ’  ετέρου δεν τον αφήνει και να αυθαιρετήσει.
Μετά από τα δυο αυτά πρώτα βιβλία, αποφάσισα να αναζητήσω τους νέους μου ήρωες  σε ακόμα πιο παλιά χρόνια. Κι έτσι κατέληξα στον θρύλο του Τριστάνου και της Ιζόλδης.

                                     ******

Η ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης ακούστηκε για πρώτη φορά, ως προφορική αφήγηση, τον 11ο αιώνα. Ήταν μια από τις διηγήσεις που πρόσφεραν ψυχαγωγία στους κουρασμένους από τις συνεχείς διαμάχες ιππότες.
Πολύ σύντομα όμως αγαπήθηκε και από ένα πλατύτερο κοινό και άρχισε να καταγράφεται από διάφορους συγγραφείς της εποχής εκείνης.
Σε κάθε της πάντως παραλλαγή παρέμενε μια ιστορία έρωτα, αλλά και προκαταλήψεων, όπως και σατιρικού σχολιασμού πολιτικών καταστάσεων.
Σήμερα έχουν φτάσει στα χέρια μας δυο κυρίως αποσπασματικές μορφές αυτής της ιστορίας, έτσι όπως τις κατέγραψαν ο Μπερούλ και ο Τομάς. Πάνω στο έργο του Τομάς, ο Γερμανός ποιητής Γκόττφριντ φον Στράσμπουργκ συνέθεσε μια δική του μυθιστορηματική διασκευή που θα αποτελέσει, εκεί γύρω στο 1857, τη βάση για το λιμπρέτο της ομώνυμης όπερας του Βάγκνερ.
Πολλές ακόμα διασκευές έχουν υπάρξει.
Το 1900 ο Μπεντιέ διέσωσε όλα τα σωζόμενα κείμενα και θέλησε να τα συνδυάσει σε μια ενιαία μορφή.

* * *
Τηρουμένων των αναλογιών, ο έρωτας του Τριστάνου και της Ιζόλδης είναι προάγγελος στη λογοτεχνική ιστορία της Δύσης του έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Τι άραγε, όμως, είναι εκείνο που κρατά ζωντανό αυτό τον θρύλο που αναφέρεται σε έναν μεγάλο, όσο και τραγικό, έρωτα μιας τόσο μακρινής εποχής;
Και πόσο τελικά μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια νέα διασκευή προσαρμοσμένη στις αναγνωστικές διαθέσεις ενός σύγχρονου νεανικού και όχι μόνο κοινού;
Σε αυτά τα ερωτήματα ζήτησα τη συμβολή του δικού μου αφηγητή. Που τούτη τη φορά ήταν ένας… Γλάρος.
Οι γλάροι είναι ιδιότυπα πουλιά και πάνω σε ένα από αυτούς τόλμησα να εναποθέσω δικές μου σκέψεις και δικές μου ανησυχίες. Και έτσι του εμπιστεύθηκα την αφήγηση αυτής της ερωτικής  (αν και όχι μόνο) ιστορίας. Και μάλιστα να δώσει και τον υπότιτλο στο βιβλίο :
«Τριστάνος και Ιζόλδη – Μια Ιστορία των Γλάρων»
Ο σημερινός αναγνώστης είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με ιστορίες που στηρίζονται σε θρύλους του Μεσαίωνα και με πρόσωπα που έλκουν την καταγωγή τους από ήρωες εκείνων των χρόνων -από τις πλέον επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές είναι κάποιες όπως το Game of Thrones ή το Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών..
Θεωρώ, λοιπόν, πως μπορεί με άνεση να πλησιάσει τον κόσμο μέσα στον οποίο ζήσανε ο Τριστάνος και η Ιζόλδη. Μα παράλληλα προσπάθησα με τη δική μου διασκευή να φωτίσω τις πράξεις και τις προθέσεις των κεντρικών προσώπων του μεσαιωνικού κειμένου με τον προβληματισμό ενός συγγραφέα που γράφει τον 21ο αιώνα.
 Οι χαρακτήρες των λογοτεχνικών έργων του μακρινού παρελθόντος πιστεύω πως μπορούν να φτάσουν ως τις μέρες μας και να προσαρμοστούν στον τρόπο σκέψης και στις αναζητήσεις ενός αναγνώστη που παρακολουθεί τις τηλεοπτικές σειρές που πιο πριν ανέφερα. Την ίδια βέβαια στιγμή που και θα διατηρούνε όλον εκείνο τον δυναμισμό συναισθημάτων που τις κράτησε σε μια διαχρονική επικαιρότητα.
Κεντρικός φορέας, λοιπόν,  αυτής της λογοτεχνικής διασκευής  είναι ένας γλάρος.
Μέσα από τη δικιά του –συχνά σκωπτική– ματιά ακολούθησα τους δυο ερωτευμένους νέους και με τους δικούς του σχολιασμούς θέλησα να αποδείξω πως τα μεγάλα συναισθήματα, αλλά και οι ποταπές προθέσεις, πάντα υπάρχουν, αλλά είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε αυτά που πιστεύουμε πως αξίζει να υποστηριχτούνε.
Για λόγους συγγραφικού ήθους θεωρώ το έργο μου αυτό ως διασκευή κάποιου άλλου. Μα στην ουσία υπάρχω μέσα στις λέξεις και στις φράσεις του με τόσο προσωπικό τρόπο όπως και σε κάθε άλλο κείμενο που θα είχα γράψει και θα αφορούσε την μυθιστορηματική εξιστόρηση του πάθους ανθρώπων που κάποτε ζήσανε.
Μα -το είπαμε- και οι διαχρονικοί λογοτεχνικοί ήρωες αποτελούν μέρος της εξέλιξης της ανθρώπινης σκέψης, σχεδόν το ίδιο αποτελεσματικά  όπως και τα πρόσωπα που με τις πράξεις τους σφράγισαν  την ανθρωπότητα και τον Πολιτισμό της.