Πρώτη δημοσίευση: http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/7480-depo
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
«Ντεπό»
Διηγήματα
Εκδόσεις Πατάκη
Αν ένα μυθιστόρημα ξεδιπλώνει μέσα σε κάποιον αριθμό σελίδων
και με μια διάθεση σύνθεσης των επιμέρους γεγονότων ή συναισθηματικών
καταστάσεων, την ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου (πχ. Το ‘Συνταγματάρχης
Λιάπκιν» του Καραγάτση) ή τις κοινωνικές
/ πολιτικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τις ζωές πολλών ανθρώπων (πχ. Το ‘Κιβώτιο’
του Αλεξάνδρου), τότε μπορούμε να ισχυριστούμε πως μια συλλογή διηγημάτων έχει
ένα παρόμοιο στόχο με τη διαφορά πως χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα.
Το κάθε διήγημα της συλλογής λειτουργεί μεν με μια
αυτονομία, αλλά η σύνθεση γεγονότων και
συναισθημάτων ολοκληρώνεται με μια συνεργασία των επί μέρους κειμένων.
Με άλλα λόγια μια συλλογή διηγημάτων μπορεί να διαβαστεί και
ως ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Με τη διαφορά πως κρατά για τον εαυτό της το
δικαίωμα αυτή την ‘σπονδυλική στήλη’ να την υλοποιεί με διάφορους τρόπους.
Με την εξαίρεση των συλλογών όπου συνυπάρχουν διηγήματα του
ίδιου μεν συγγραφέα αλλά που έχουν γραφτεί με την ευκαιρία διαφόρων προτάσεων ή
προκλήσεων, τα λογοτεχνικά βιβλία που φιλοξενούν ολιγοσέλιδα κείμενα αξίζει αυτά
τα τελευταία και να έχουν γραφτεί, αλλά και να διαβάζονται ως μέρη ενός
συνόλου.
Έτσι έχουμε συλλογές διηγημάτων που αναφέρονται σε τύπους
μιας κοινωνικής ομάδας (πχ. ‘Κάτι θα γίνει θα δεις’ του Χρήστου Οικονόμου)
ή σε προσωπικές διαδρομές (πχ ‘Τελετές
ενηλικίωσης’ του Κώστα Ακρίβου) ή σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ‘η
συγκεκριμένο τόπο (πχ ‘Γκιακ’ του Δημοσθένη Παπαμάρκου)
Πέρα όμως από τον θεματικό άξονα που συνδέει τα επί μέρους
διηγήματα μιας συλλογής, μπορούμε να αναγνωρίσουμε και συλλογές όπου ο
συνδετικός κρίκος είναι η γλώσσα ή η ματιά του συγγραφέα.
Θα γίνω πλέον σαφής, καθώς θα σταθώ στο βιβλίο «Ντεπό» του
Γιώργου Σκαμπαρδώνη.
Ο θεσσαλονικιός συγγραφέας έχει εκδώσει 17 λογοτεχνικά έργα
από τα οποία 11 είναι συλλογές διηγημάτων.
Δικαίως, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί (μαζί με τους Ηλία Χ.
Παπαδημητρακόπουλο και Σωτήρη Δημητρίου)
ως βασικός εκπροσώπους των σύγχρονων ελλήνων διηγηματογράφων.
Ο Σκαμπαρδώνης (με θητεία στη δημοσιογραφία) ξέρει να
ανιχνεύει όχι μόνο το περίβλημα με το οποίο ένας άνθρωπος κυκλοφορεί ανάμεσα σε
άλλους ανθρώπους, αλλά επιλέγει αυτό το περίβλημα να το χρησιμοποιήσει για να
καταγράψει εσώτερα συναισθήματα και κρυφές σκέψεις.
Σχεδόν σε όλα του τα έργα οι ήρωες του προέρχονται από την
μεσαία, την μικρομεσαία τάξη και συχνά από το χώρο του υποκόσμου. Πρόσωπα
καθημερινά –άλλα συμπαθητικά, άλλα απωθητικά- μπαίνουν κάτω από την έρευνα της
συγγραφικής ανάλυσης του Σκαμπαρδώνη και πλησιάζουν τον αναγνώστη τους
αναζητώντας αν όχι την κατανόησή του, σίγουρα πάντως την αναγνώρισή τους εκ
μέρους του.
Η τεχνική με την οποία ο συγκεκριμένος συγγραφέας
επιτυγχάνει το ζωντάνεμα των ηρώων του, πέρα από την όποια ικανότητα
παρατήρησης διαθέτει, στηρίζεται σε δυο
βασικούς συγγραφικής τεχνικής πυλώνες.
Ο πρώτος έχει να κάνει με την λεπτομερή ανάλυση πραγμάτων
που συνήθως τα ξέρουμε αλλά δεν τα γνωρίζουμε.
Παράδειγμα στη συλλογή «Ντεπό» είναι το διήγημα «Τα
απογεύματα των πολυελαίων»
Εδώ, την όλη εξιστόρηση των συναισθημάτων του τέλους των δυο
κεντρικών προσώπων –του συνταξιούχου ταχυδρόμου και της ηλικιωμένης χήρας
πλούσιου επιχειρηματία- ο Σκαμπαρδώνης τη χτίζει από τη μια με λεπτομερή
περιγραφή των καθημερινών δρομολογίων του ταχυδρόμου στους δρόμους μιας πόλης
που συνεχώς αλλάζει και από την άλλη στην αναλλοίωτη ομορφιά κρυστάλλων που
συνθέτουν κάποιους πολυέλαιους.
Μέσα από αντικείμενα
–σπίτια ή φωτιστικά- ο αναγνώστης γνωρίζει τα πρόσωπα.
Ένα ακόμα παράδειγμα είναι και το διήγημα «Αρώματα
Αερολιμένος». Εδώ η φθορά σωμάτων και συναισθημάτων θα γίνει ακόμα πιο εμφανής
καθώς ο συγγραφέας προτιμά αντί να μιλήσει διεξοδικά για το παρελθόν των δύο
κεντρικών ηρώων του (πρώην εραστών) να αφιερώσει το μεγαλύτερο αριθμό λέξεων σε
μια αναπάντεχη περιπλάνηση στη μαγεία των οσμών της σύγχρονης βιομηχανίας
αρωμάτων.
Να, λοιπόν, ο πρώτος πυλώνας της τεχνικής του
διηγηματογράφου Σκαμπαρδώνη. Η λεπτομέρεια στρέφεται όχι στο άτομο, αλλά σε ότι
αυτό το άτομο χρησιμοποιεί ή έλκεται.
Ο δεύτερος άξονας της διηγηματογραφίας του συγγραφέα αυτού
είναι η γλώσσα.
Άγανη καταχνιά
αιωρούνταν αυτήν την ώρα, στις δέκα το
βράδυ με το λειψό φεγγάρι του Σεπτεμβρίου και τον ουρανό στο χρώμα του
μαντεμιού* πλησίασε στην άκρη το γκρεμοστέφανο και είδα κάτω δεξιά τα κράκουρα
και την κοίτη της χαράδρας. Απέναντι, στο βάθος ίσια, μακριά προς το χωριό, στα
χαμηλώματα, διέκρινε το μικρό καλυβικό άθροισμα των τσομπάνηδων, με λίγα
αναμμένα φώτα να τρεμοσβήνουν και τον άσημο ναϊσκο να λευκάζει δίπλα στα πτωχά,
φαύλα κτίσματα. Απέναντι είδε να τον χλευάζει ο σκοτεινός όγκος του Ολύμπου και
κάτω, αριστερά, πολύ βαθιά, να αχνοφαίνονται ανταύγειες απ΄τα φώτα της Λάρισας.
Ο Σκαμπαρδώνης δε διστάζει να ενεργοποιήσει στο μέγιστο την
ικανότητά του να χρησιμοποιεί ένα πλούσιο λεξιλόγιο, να προξενεί τον θαυμασμό
του αναγνώστη με τη σκιαγράφηση του χώρου. Κι αυτό… Κι αυτό καθώς όλη η πιο
πάνω περιγραφή έχει να κάνει με το τι βλέπει και αισθάνεται ένα λύκος.
Ένα λύκος που ετοιμάζεται να αναμετρηθεί με ένα τράγο.
Ακριβώς έτσι –το συναρπαστικό στοιχείο ο καλός συγγραφέας
μπορεί άφοβα να το χρησιμοποιήσει για να περιγράψει συμπεριφορές ζώων. Γιατί
γνωρίζει –μια γνώση που την προσφέρει
και στον αναγνώστη του- πως οι μέγιστες
αξίες και τα μεγάλα πάθη μπορεί οι άνθρωποι να τα ζούνε, αλλά είναι η ίδια η
Φύση που τους τα έχει δωρίσει.
Κι έτσι μπορούμε πλέον να εντοπίσουμε το ποιος είναι ο
άξονας των διηγημάτων του «Ντεπό»
Η ζωή –ο άνθρωπος, τα ζώα, οι κατασκευές.
Όλα σε μια Αποθήκη, ένα Depot.
Διανοούμενοι, στρατιώτες, βοσκοί, εβραίοι των στρατοπέδων,
μεσοαστές κυρίες και εργαζόμενες γυναίκες ασήμαντοι υπάλληλοι, τραγουδοποιοί
–όλοι σε ένα depot.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης συνδέοντας το χτες με το σήμερα, τον
άλλον με τον ίδιο του τον εαυτό, αποθηκεύει στιγμές και λέξεις… Ή μήπως λέξεις
και στιγμές.
Η λογοτεχνία γνωρίζει να ακολουθεί και τη μια πορεία και την
άλλη.