9.2.22

Ελεύθερος Τύπος (9/2/2022)

 

Ο Μάνος Κοντολέων αφού το 2018 μας έδωσε το μυθιστόρημα «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο» (Εκδ. Πατάκη), συνεχίζει να εμπνέεται από τα πάθη της Οικογένειας των Ατρειδών και καταγράφει τα έργα και τις μέρες της φημισμένης άνασσας των Μυκηνών, της Κλυταιμνήστρας.

Την τεχνική με την οποία ο Μάνος Κοντολέων πλησιάζει τα πρόσωπα που κυριαρχούν στις αρχαίες τραγωδίες τη διακρίνει μια ελεύθερη ανάπλαση όχι τόσο και μόνο των γεγονότων, όσο κυρίως των ψυχολογικών κινήτρων που καθόρισαν πράξεις και συναισθήματα τόσο αρχετυπικά ώστε να αποτελούν βάσεις μιας σύγχρονης ανάλυσης διαπροσωπικών σχέσεων και πολιτικής σκέψης.

Στο μυθιστόρημα αυτό δύο είναι οι κεντρικοί άξονες της αφήγησης. Η Κλυταιμνήστρα και ο Ορέστης.

Οι πράξεις και τα συναισθήματα εκείνης καταγράφονται σε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ εκείνου μέσα από μια πρωτοπρόσωπη.

Ο συγγραφέας ξεκινά την ιστορία της Κλυταιμνήστρας από τις πρώτες μέρες της ζωής της, ενώ στον Ορέστη δίνει την ευκαιρία να έχει ένα εξομολογητικό λόγο έτσι όπως τον διαμορφώνει η ώριμη ηλικία στην οποία πλέον βρίσκεται.

Με αυτόν τον τρόπο το τέλος του μυθιστορήματος είναι και η κεντρική στιγμή της ζωής των δυο αυτών προσώπων -ο φόνος δηλαδή της μάνας από το γιο της.

Δίπλα στους δυο αυτούς κεντρικούς χαρακτήρες, ο αναγνώστης θα γνωρίσει με ένα ιδιαίτερο τρόπο και άλλους πρωταγωνιστές του δράματος και της κατάρας των Ατρειδών -τον Αγαμέμνονα, την Ηλέκτρα και την Ιφιγένεια, την Ελένη και τη Λήδα.

Ο στόχος του Κοντολέων είναι να αποδείξει πως η χωρίς καμιά ηθική αναστολή της απόκτησης και διατήρησης της εξουσίας τελικά οδηγεί όχι μόνο σε αδιέξοδο αλλά και στην καταστροφή.

Στην ουσία οι ήρωές του -κι αυτή είναι θεωρώ η κεντρική άποψη του έργου- ενώ είχαν την ευκαιρία να αντικαταστήσουν τον αποτρόπαιο πρόσωπο του αυταρχικού ηγεμόνα με ένα άλλο πλέον ανθρώπινο,

επιλέγουν -ή και εξαναγκάζονται σε μια τέτοια επιλογή- να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στο αρσενικό στερεότυπο του ηγέτη.

«Ανήρ ειμί!» συχνά ο Ορέστης θα κραυγάζει και θα σαρκάζει καθώς σε ώριμη πλέον ηλικία θα αναζητά την εξιλέωση.

Ένα μυθιστόρημα που ανατρέχει συχνά  σε φράσεις του ίδιου του Ευριπίδη, ενώ όμως έχει ολόκληρο γραφτεί με μια γλώσσα μεστή νοημάτων και συμβολισμών.

Εκείνο με το οποίο θα ήθελα να κλείσω αυτό το σημείωμα είναι το πόσο σημαντική όσο και ενδιαφέρουσα  αποδεικνύεται η διάθεση ενός  σημερινού πεζογράφου μας να ανατρέχει στα διαχρονικά κείμενα και με μια δική του, σύγχρονη ματιά να φέρνει δίπλα στους αναγνώστες του πρόσωπα – σύμβολα του δυτικού πολιτισμού.

Γεωργία Τσακάλου