Του Γιώργου Συμπάρδη
Το «Μέλι» που από πολύ
νωρίς «κόλλησε στα χείλη» της νεαρής ηρωίδας του Μάνου Κοντολέων αντιπροσωπεύει
την προσδοκία της προσωπικής και ερωτικής της πληρότητας, τα λεγόμενα «εφηβικά»
όνειρα και την πρόγευση μιας μελλοντικής και αναμενόμενης ευτυχίας. Η Μέλω –σ'
αυτό το συμβολικό όνομα ακούει το νεαρό κορίτσι- μεγαλώνει σε ένα μικρό και
άδοξο χωριό του Πηλίου, που δεν προσδιορίζεται και που ίσως φέρει το όνομα
κάποιου Αγίου, του ψευδώνυμου Νεαρού Άγιου, όπως το θέλει ο συγγραφέας.
Κατακαλόκαιρο, στο
πανηγύρι του χωριού και του Αγίου του, η Μέλω, που δεν έχει ακόμα τελειώσει το
σχολείο, και η κολλητή της φίλη Αναστασία ορέγονται και έλκονται από τα
σιροπιαστά παστέλια ενός πλανόδιου πωλητή, αλλά όταν πλησιάζουν στον πάγκο του
έρχονται αντιμέτωπες με μίαν αθέατη, μέχρι εκείνη τη στιγμή, γριά τσιγγάνα, που
κάθεται εκεί δίπλα σε χαμηλό σκαμνί και ζητάει επίμονα από τα νεαρά κορίτσια να
απλώσουν την παλάμη για να διαβάσει τις γραμμές της ζωής καθεμιάς και να
προβλέψει τη μοίρα τους. Ο χρησμός της Αναστασίας είναι σαφής και το μάντεμα
για το μέλλον της ευοίωνο. Η Αναστασία αντιπροσωπεύει την κανονικότητα και ο
βίος της πρόκειται να ομοιάσει με τους βίους των περισσότερων συνομηλίκων της
κοριτσιών του χωριού και της σειράς της. Για τη Μέλω, την κεντρική ηρωίδα του
μυθιστορήματος, τα πράγματα είναι ολωσδιόλου διαφορετικά. Η τσιγγάνα όχι μόνο
αρνείται να προβλέψει το οτιδήποτε αλλά και την προτρέπει να φύγει. «Φύγε», της
λέει και της ξαναλέει, και αμέσως ύστερα βιάζεται να εξαφανιστεί σ' ένα
φορτηγάκι πίσω από τον πάγκο με τα μέλια και τα παστέλια.
Η παραπάνω σκηνή, που
προεικάζει την δραματική κατάληξη της ηρωίδας, καταλαμβάνει το πρώτο από τα 42
κεφάλαια του βιβλίου. Ο Κοντολέων, γνώστης των τεχνικών της αφήγησης, σπεύδει,
ήδη από την αρχή, να προϊδεάσει τον αναγνώστη για τη σκοτεινή μυθιστορηματική
χώρα στην οποία πρόκειται να εισέλθει, αλλά και να δημιουργήσει το σασπένς και
να στήσει τα πλόκια της εξιστόρησης που ακολουθεί. Η νεανική ερωτική σχέση της
Μέλως με ένα από τα παλικάρια του χωριού, τον Αργύρη, που υπηρετεί τη θητεία
του στο στρατό, ολοκληρώνεται, κι ενώ πράγματι στη σωματική επαφή της μαζί του
η Μέλω «φεύγει», την ίδια στιγμή, η άλλη φυγή της, η ουσιαστική, από τον
επαρχιακό μικρόκοσμο του άσημου χωριού της, ματαιώνεται γιατί εκείνος αρνείται
να δεσμευτεί.
Ας
φύγουμε!...
Την κοιτά ξαφνιασμένος ο Αργύρης.
«Έλα!» επιμένει εκείνη.
Δεν είναι πόνος αυτό που ξαφνικά την κάνει να τεντώσει τα πόδια… Υπόσχεση αλλαγής είναι…
Φεύγω;…
Ναι, στο γέμισμα που πλημμυρίζει το σώμα της, η Μέλω είναι έτοιμη να δώσει το όνομα της φυγής που ονειρεύεται.
Μα ο Αργύρης ξαφνικά απομακρύνεται. Βγαίνει από μέσα της. Τα βογκητά του ακουμπάνε πάνω στα βότσαλα… Τα υγρά του τα βότσαλα λεκιάζουν.
Και η Μέλω είναι σίγουρη πως ακούει τη γύφτισσα να καγχάζει…
«Φύγε!» ‒ από πότε γριές μάγισσες κατεβαίνουν σε λιμανάκια, τριγυρνούν σε βράχους και κογιονάρουν ξεγελασμένα όνειρα;
Την κοιτά ξαφνιασμένος ο Αργύρης.
«Έλα!» επιμένει εκείνη.
Δεν είναι πόνος αυτό που ξαφνικά την κάνει να τεντώσει τα πόδια… Υπόσχεση αλλαγής είναι…
Φεύγω;…
Ναι, στο γέμισμα που πλημμυρίζει το σώμα της, η Μέλω είναι έτοιμη να δώσει το όνομα της φυγής που ονειρεύεται.
Μα ο Αργύρης ξαφνικά απομακρύνεται. Βγαίνει από μέσα της. Τα βογκητά του ακουμπάνε πάνω στα βότσαλα… Τα υγρά του τα βότσαλα λεκιάζουν.
Και η Μέλω είναι σίγουρη πως ακούει τη γύφτισσα να καγχάζει…
«Φύγε!» ‒ από πότε γριές μάγισσες κατεβαίνουν σε λιμανάκια, τριγυρνούν σε βράχους και κογιονάρουν ξεγελασμένα όνειρα;
Παρέθεσα το παραπάνω απόσπασμα γιατί είναι
ενδεικτικό της λεπτότητας που επιστρατεύεται αλλά και των μέσων και της
εξαιρετικής φειδούς με την οποία δίνονται οι ερωτικές σκηνές στο «Μέλι κόλλησε
στα χείλη». Ομιλώ εν προκειμένω για τη γενικότερη οικονομία την οποία ο
συγγραφέας ορθά κρίνει ως απαραίτητη προκειμένου να θωρακίσει το πολύ
επικίνδυνο και τολμηρό υλικό του. Στο μυαλό της ηρωίδας του, η ερωτική πλήρωση
και η φυγή από τη μιζέρια του χωριού της ταυτίζονται. Ο γάμος της, στη
συνέχεια, μ' ένα κατά πολύ μεγαλύτερό της Βολιώτη, τον ερωτικά κοσμογυρισμένο
Σήφη, τον εθισμένο σε συνευρέσεις που φέρνουν «μαζί με την ηδονή και τον
πόνο», θα την εισαγάγει σ' ένα σκοτεινό κόσμο από τον οποίο θα δραπετεύσει
πληρώνοντας, στο τέλος, βαρύ προσωπικό και ηθικό τίμημα.
Αν όμως αυτό είναι το σε
γενικές γραμμές πλαίσιο του μύθου και το στημόνι της εξιστόρησης, το χωριό της
Μέλως και του Νεαρού Αγίου, καθώς και ο χρόνος στον οποίο διαδραματίζεται το
«Μέλι», αποτελούν το υφάδι της. Το άσημο μέχρι πρότινος χωριό, που
ανακαλύπτεται από τους αστούς εκδρομείς και ανοικοδομούμενο μεταβάλλεται σε
τουριστικό θέρετρο, και η συνακόλουθη ευμάρειά μας στα τέλη του περασμένου
αιώνα, που μετατρέπεται στις αρχές του παρόντος σε ευωχία, με τους χωρικούς να
πωλούν ένα κομμάτι γης ή ένα ερειπωμένο σπίτι για να αναγείρουν ένα πολυτελές
καινούργιο, και να συμμετέχουν στο φαγοπότι, ακόμα κι αν δε γίνεται ευθύς εξ
αρχής αντιληπτό από τον αναγνώστη, υφαίνουν, αργά αλλά σταθερά, τον ιστό μέσα
στον οποίο πιάνεται εν τέλει και η ηρωίδα. Εξ άλλου τα ευδαιμονικά της όνειρα
για φυγή και για το μέλι του έρωτα είχαν ήδη από πολύ νωρίς, το ίδιο όπως και η
τσιγγάνα του πρώτου κεφαλαίου, προαναγγείλει την πτώση της στην παγίδα.
Από τον Νεαρό Άγιο στη φυγή και τη λύτρωση
Για να δικαιολογήσει τη
σχετική αοριστία του τόπου στον οποίο διαδραματίζεται το «Μέλι», ο Κοντολέων
προτάσσει ως μότο του βιβλίου του ένα απόσπασμα από «Το σπίτι με τα εφτά
αετώματα» του Ναθαναήλ Χόθορν. Όμως η εξακρίβωση της ταυτότητας του Νεαρού
Αγίου και του χωριού του ελάχιστα απασχολεί τον σημερινό αναγνώστη. Η
φανταστική επαρχία Γιοναπατάουπα που επινόησε ο Ουίλιαμ Φώκνερ, προκειμένου να
χωρέσουν σε αυτήν όλες οι επαρχίες του αμερικάνικου νότου, «Η μικρή μας πόλη»
του Θόρντον Ουάϊλντερ, που παραμένει ανώνυμη για παρόμοιους λόγους, όπως και οι
πλείστες άλλες ψευδώνυμες, ανώνυμες και φανταστικές πολιτείες, οι οποίες
υποστήριξαν ανάλογα συγγραφικά εγχειρήματα στο παρελθόν, τον αναγνώστη τον
έχουν πλέον εθίσει.
Ο Μάνος Κοντολέων
ισχυρίζεται πως όταν είναι ή θέλει να είναι αισιόδοξος, τότε γράφει για παιδιά,
ότι όταν ονειρεύεται μιαν επανάσταση, γράφει για εφήβους, και πως όταν φοβάται,
τότε είναι πια που γράφει για τους ενήλικες. Τελειώνοντας, θέλω κι εγώ να
παρατηρήσω ότι από τα βιβλία του που γνωρίζω, δηλαδή από την «Αφήγηση» και την
«Ιστορία Ευνούχου» και τις «Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας»,
συμπεραίνω πως εάν πραγματικά κάτι φοβάται, αυτό είναι οι δικοί του δαίμονες,
πως όταν γράφει βιβλία σαν το «Μέλι κόλλησε στα χείλη», ο Κοντολέων ανασκαλεύει
τον προσωπικό του βυθό κι από αυτόν ανασύρει τις συγγραφικές αλλά και
ανθρώπινες εμμονές του.
* Ο Γιώργος Συμπάρδης είναι συγγραφέας. Το
τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα "Υπόσχεση Γάμου", κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του
βιβλίου σε εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο Ιανός, στις 16 Απριλίου 2013.