http://www.culturenow.gr/21034/book-review-meli-kollhse-sta-xeilh-manos-kontolewn
Μοιάζει με παραμύθι. Ή τουλάχιστον κάπως έτσι, με τη
γλύκα του παραμυθιού να κολλάει στην ψυχή του αναγνώστη αρχίζει το βιβλίο του
Μάνου Κοντολέων, Μέλι κόλλησε στα χείλη
που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα
ορεινό χωριό του Πηλίου, τόπο για τον οποίο ο συγγραφέας τρέφει μια ιδιαίτερη
αγάπη. Η Μέλω η κεντρική του ηρωίδα και τρεις άντρες. Ο Αργύρης, ο Σήφης και ο
Λαέρτης. Και οι τρεις να σηματοδοτούν με την προσωπικότητα αλλά και τη δράση
τους την προσπάθεια της Μέλως να ξεφύγει από τα στενά γεωγραφικά όρια του τόπου
της και να ανοίξει τα φτερά της σε μια άλλη ζωή, να ταξιδέψει σε έναν νέο
ορίζοντα. Και μια φωνή που παλεύει μέσα της και επαναλαμβάνεται διαρκώς, ένα
«φύγε», βασανιστικά μοιραίο και αέναο, ακριβώς για να περάσει στον αναγνώστη την
ένταση που βιώνει η ηρωίδα.
Η Μέλω γίνεται για
τον Κοντολέων το σύμβολο μιας εσωτερικής συγκρότησης και ο συγγραφέας
αποκαλύπτει με το έργο του πόσο πολύ τον ενδιαφέρει ακριβώς αυτή η εσωτερική
πάλη των ανθρώπων, η ψυχολογική αναμέτρηση με τον ίδιο τους τον εαυτό, αφού
αυτό τελικά που η Μέλω πρέπει να ξεπεράσει δεν είναι η περιορισμένη ζωή σε μια
κλειστή κοινωνία όσο ο ίδιος της ο εαυτός. Η Μέλω γίνεται ένας εμβληματικός
χαρακτήρας που ζει μια πλήρη αποδόμηση της προσωπικής της ζωής στην προσπάθειά
της αυτή. Οι άντρες που δορυφορικά στροβιλίζονται γύρω της δεν μπορούν την
βοηθήσουν. Ο Αργύρης, πρώτος της έρωτας, είναι ο ίδιος εγκλωβισμένος στις δικές
του δεσμεύσεις και ο Σήφης, ο άντρας της, θα γίνει απλώς η αρχή στο ταξίδι της
Μέλως προς την υποταγή. Και είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το μυθιστόρημα
αλλάζει δραματικά. Από ένα τρυφερό, μελένιο παραμύθι γίνεται μια συγκλονιστική «μαχαιριά»
που εισβάλει ορμητικά στο σώμα της αναγνωστικής διαδικασίας και συνταράζει τον
αναγνώστη. Η Μέλω θα παρασυρθεί σε ένα ταξίδι που τελικά θα την οδηγήσει σε
έναν κόσμο που εκείνη νομίζει ότι χρειάζεται για να ζήσει. Η ίδια είναι ένα
αισθαντικό άτομο που «στάζει μέλι από παντού». Κι όμως, η Μέλω πολύ σύντομα θα
χάσει από τα χείλη της τη γεύση του έρωτα, τη γεύση του μελιού που τόσο έχει
ανάγκη να νιώθει κολλημένη στα χείλη της. Φταίει που καμιά φορά, όπως και η
ίδια η ζωή, το μέλι είναι πικρότερο κι από δηλητήριο. Και τότε θα καταλάβει ότι
όταν ανήκεις κάπου παύεις σιγά σιγά να ανήκεις στον εαυτό σου.
Ο Σήφης θα κυριαρχήσει επάνω της, επάνω στο σώμα της, στη
σκέψη της, στο είναι της, δεν θα καταφέρει όμως να κατακτήσει ποτέ την ψυχή
της, επειδή η Μέλω αναζητά την ελευθερία της, την ελευθερία που μόνο ο Λαέρτης,
περαστικός από την περιοχή τσιγγάνος θα της δείξει ότι υπάρχει. Μέσα από τη
σχέση της με τον φλογερό αυτόν άντρα η Μέλω θα αντικρίσει τα σύνορα της
προσωπικής της αξιοπρέπειας και θα τα σπάσει για να μπορέσει επιτέλους να ανασάνει
ελεύθερα. Η σχέση της μαζί του δεν θα περιοριστεί σε μερικές ερωτικές
συνευρέσεις αλλά θα γίνουν το εφαλτήριο για μια νέα αρχή. Η Μέλω μπροστά την
παρακμή, τον πόθο, τη βίαιη κατάκτηση από τον κατακτημένο θα αντιτάξει τον
έρωτα και την αγάπη και θα κατανοήσει ότι αυτό που τόσο καιρό είχε χάσει ήταν
ακριβώς η αίσθηση ευθύνης απέναντι στον εαυτό της, μια αίσθηση που χάνουν όλοι
όσοι περνούν τη ζωή τους υποταγμένη σε επιθυμίες και ανθρώπους. Ο Λαέρτης θα
φύγει κι αυτός με τη σειρά του από τη ζωή της όμως τώρα πια η Μέλω θα έχει επαναπροσδιορίσει
τις ανθρώπινες συντεταγμένες της και δεν θα νοιάζεται πια. Θα έχει μάθει ότι
στη ζωή ακολουθεί κανείς το δικό του προσωπικό πεπρωμένο κι όχι το πεπρωμένο
των άλλων κι αυτό θα της δώσει τη δύναμη να βαδίσει ολόισια στη πορεία των
δικών της αποφάσεων.
Ο Κοντολέων παρακολουθεί τη Μέλω από κοντά καταγράφοντας
με έναν ανελέητο ρεαλισμό την ανάσα της, τις σιωπές και τους ήχους της, τους
δισταγμούς και τις αποφάσεις της. Συμμετέχει σε όλες τις ψυχολογικές ακροβασίες της και- τόσο
γοητευτικά είναι η αλήθεια- καταφέρνει να νιώσει κι αυτός τις συγκινισιακές διακυμάνσεις της
συμπεριφοράς της και να μας κάνει να βιώσουμε μαζί της όλες τις υπαρξιακές
ανατροπές της. Γιατί η Μέλω θα ανατρέψει τα πάντα για ένα «τραγούδι». Ένα
τραγούδι που δεν θα μπορέσει να ακουστεί κι αυτό θα της δώσει τη δύναμη να
αντικρίσει τη δική της ευθύνη. Και να την αναλάβει ως το ύστατο όριο. Η Μέλω
προχωρεί πια με πλήρη συναίσθηση προς τη μοίρα της, μια μοίρα που για πρώτη
φορά στη ζωή της έχει η ίδια επιλέξει.
Το τέλος του βιβλίου θέτει νέα ερωτήματα στον αναγνώστη.
Με μια μοναδικής αισθητικής παπαδιαμαντική αμφισημία η Μέλω αποφασιστικά και
σίγουρα κινείται και κινεί την ιστορία προς την τελική κάθαρση. Κι επειδή ο
ρόλος του συγγραφέα είναι να ενεργοποιεί δυνάμεις συγκινισιακής ευαισθησίας και
μέσω αυτής να δημιουργεί στην ψυχή του αναγνώστη τον «έλεο και το φόβο»,
χρησιμοποιώντας «ηδυσμένο λόγο», ο Κοντολέων στο Μέλι Κόλλησε στα χείλη καταφέρνει να κινήσει τη διαδικασία «μιμούμενος
πράξη σπουδαία και τελεία» σε μια σύγχρονη ωστόσο διαχρονική ιστορία. Ο συγγραφέας σκηνοθετεί ένα ταξίδι ζωής για τη
Μέλω του, τόσο εσωτερικό όσο εξωτερικό, ένα ταξίδι που θα αποκαλύψει στην
ηρωίδα ότι η προσωπική αφύπνιση είναι πολύ συγκεκριμένη και φτάνει μια στιγμή
που όλοι μας καταλαβαίνουμε την αξιακή μας πορεία προς τη μοναδικότητα, για να
την πυροδοτήσει.
Αυτά σε πρώτο επίπεδο. Επειδή το Μέλι κόλλησε στα χείλη λειτουργεί ως κείμενο πολυεπίπεδα. Ο
Κοντολέων μοιάζει να κατακερματίζει την ίδια την ιστορία του και μέσα από τα
κομμάτια της ο αναγνώστης μπορεί να δει κανείς ότι η Μέλω τελικά ήταν απλώς το
πρόσχημα στην αγωνία του συγγραφέα να μιλήσει για την παρακμή, την αποδόμηση
και τελικά την κοινωνική αφύπνιση της σύγχρονης Ελλάδας. Άλλωστε όπως ο ίδιος
λέει: «όταν γράφει για μεγάλους είναι επειδή είναι θυμωμένος». Και ο Κοντολέων
μοιάζει πολύ θυμωμένος από μια κοινωνία που σαπίζει. Το έργο του γίνεται ένας
ισχυρός καταγγελτικός μονόλογος, ένα δριμύ κατηγορώ απέναντι σε όλα όσα δεν
μπορεί να αποδεχθεί η ψυχή του. Ένας μονόλογος σιωπηλός, υποβόσκων που διαπερνά τον αναγνώστη σαν αιχμηρό δόρυ,
βαθιά χωμένο στο αναίσθητο σώμα μιας παρακμάζουσας σύγχρονης κοινωνίας.
Ποτέ άλλοτε ωστόσο ένα δριμύ κατηγορώ δεν κατάφερε να
μεταποιηθεί σε τέτοια μουσική ποίηση ήχων και εικόνων. Εικόνες που αγκαλιάζουν
το φως του περιγραφόμενου τοπίου και το επιστρέφουν στον αναγνώστη για να
μπορέσει εκείνος να δει πιο ξεκάθαρα τη «σκοτεινάγρα του βυθού» μέσα στον οποίο
βουλιάζει μια ολόκληρη κοινωνία. Κι όλα αυτά με το γνωστό μελίρρυτο, χυμώδες
και ευγενικό λόγο του Μάνου Κοντολέων, χαρακτηριστικό γνώρισμα άλλωστε της
ίδιας της προσωπικότητάς του. Κι ο αναγνώστης βλέπει όλα όσα ο συγγραφέας
περιγράφει. Βλέπει τους ύπνους «δίχως όνειρα, μα λες κι ένας εφιάλτης είχε
σταθεί στο καλντερίμι που έβλεπε το παραθύρι της και της έκανε βουβή καντάδα». Οσμίζεται
την «υγρή αγκαλιά των σεντονιών, […] τον ιδρώτα της ζεστής νύχτας,[…] την ανάσα
που περπατούσε από την άκρη των χειλιών της μέχρι το λοβό του αυτιού της, […]
τη γεύση του μελιού». Και σφίγγεται η ψυχή του αναμετρώντας «ποιο ήταν το δικό
της κλουβί». Ακούει τη φωνή της τσιγγάνας να γίνεται η εσωτερική φωνή της
ηρωίδας που της μεταφέρει ακατάπαυστα εντός της το αναπόδραστο μήνυμα της
φυγής-λύτρωσης, ανατριχιάζει ακούγοντας τους ήχους από το κρεβάτι της Μέλως,
συγκλονίζεται από τη διαπίστωση ότι: «καμιά φορά δεν είναι οι εξωτερικές
συνθήκες που σου φταίνε, μα ότι μέσα σου υπάρχει κι εσύ το πνίγεις».
Το Μέλι κόλλησε στα
χείλη δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα, τον σαρκικό πόθο και
τη μοναξιά όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Είναι η καλειδοσκοπική
αποτύπωση μιας σύγχρονης πραγματικότητας στον χάρτινο κόσμο που στήνει με τις
λέξεις του ο Μάνος Κοντολέων, ένα έργο που «κολλάει σαν μέλι» στο νου του
αναγνώστη και σταδιακά του αποκαλύπτει το βαθύτερο νόημά του.
(Δημοσιεύτηκε 23/4/2013 στο www.culturenow.gr)