6.8.22

A.S. Byatt «Εμμονή»

 

A.SByatt

«Εμμονή»

Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά

Εκδόσεις Πόλις

                          

H A. S. Byatt (1936) είναι βρετανίδα μυθιστοριογράφος, ποιήτρια και ακαδημαϊκός.

Το 1990 κέρδισε το Booker  Price για το μυθιστόρημα της ‘Possession’. Έχει ακόμα τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, το πλέον πρόσφατο από αυτά είναι το Hans Christian Andersen Literature Award (2018), ενώ κατέχει μια θέση ανάμεσα στους 50 σημαντικότερους εν ζωή βρετανούς μυθιστοριογράφους.

Κάποια από τα βιβλία της έχουν πριν από αρκετά χρόνια μεταφραστεί στα ελληνικά και μεταξύ αυτών και το “Possession”, που με τον τίτλο ‘Αιχμάλωτα πάθη’ κυκλοφόρησε το 2007 από τις Εκδόσεις Λιβάνη σε μετάφραση της Έφης Τσιρώνη.

Το ίδιο μυθιστόρημα, τώρα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, με τον τίτλο «Εμμονή» (που ασφαλώς και εκφράζει καλύτερα την βαθύτερη έννοια του possession έτσι όπως τουλάχιστον θέλησε να την χρησιμοποιήσει η συγγραφέας)

Η «Εμμονή» θεωρείται το σημαντικότερο έργο της Byatt, που έτσι κι αλλιώς είναι ένα απροσδόκητα πολυδύναμο (αλλά και πολυσέλιδο) έργο.

Σε μια ιδιαιτέρως συνοπτική παρουσίαση της υπόθεσης, θα μπορούσε κανείς να σημειώσει τα εξής: Δυο ακαδημαϊκοί -κάπου μέσα στη δεκαετία του ’80- μελετούν τη ζωή και το έργο δύο βικτοριανών ποιητών, του Ράντολφ Χένρι Ας και της Κρίσταμπελ Λα Μοτ (που ασφαλώς και δεν πρόκειται για πραγματικά πρόσωπα, αλλά μυθιστορηματικά κατασκευασμένους ήρωες). Καθώς προχωρά η έρευνά, οι δυο σύγχρονοι ερευνητές θα ανακαλύψουν σταδιακά, μέσα από τη μελέτη ποιημάτων και επιστολών της βικτοριανής εποχής, ότι οι δύο ποιητές ήταν εραστές. Παράλληλα με αυτή την ανακάλυψή τους θα συνειδητοποιήσουν και τους προσωπικούς τους  λόγους που θα τους φέρνουν τον ένα κοντά στον άλλον. Τα λογοτεχνικά ίχνη των δυο ποιητών του παρελθόντος, παρεμβαίνουν στα βήματα δύο νέων ανθρώπων.

Με άλλα λόγια -η επιστημονική έρευνα δημιουργεί μια ερωτική ιστορία. 

Περιληπτικά αυτή είναι η υπόθεση του έργου. Και όπως όλες οι περιλήψεις λογοτεχνικών έργων, αναγκαστικά αγνοούν την ουσία της ίδιας της λογοτεχνικής υπόστασης της αφηγούμενης ιστορίας.

Γιατί η Byatt μέσα στις 625 πυκνογραμμένες σελίδες  (της ελληνικής έκδοσης του έργου της) ασχολείται και θίγει πάρα πολλά θέματα και επίσης χρησιμοποιεί πολλές τεχνικές χρήσης της γλώσσας.

Σημειώνω, για παράδειγμα, τους σχολιασμούς πάνω στην ίδια την πανεπιστημιακή έρευνα και μελέτη χειρόγραφων, επιστολών, διαφόρων σημειώσεων ποιητών του παρελθόντος: α/ ερμηνεύεται καλύτερα ένα έργο αν γνωρίζουμε τους προσωπικούς λόγους που ο δημιουργός του το κατασκεύασε; β/ έχει ο ερευνητής το ηθικό δικαίωμα να φέρει στο φως της δημοσιότητας κάτι που ο δημιουργός του θέλησε να το κρατήσει κρυφό; γ/ αν μέσα στα στοιχεία που η έρευνα έφερε στο φως υπάρχουν και κάποια που είχαν δημιουργηθεί από πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του ποιητή και των οποίων η αποκάλυψη διαφοροποιεί όσα ο ίδιος ο ποιητής δεν είχε θελήσει να αναγνωρίσει ή είχε θελήσει να μείνουν κρυφά, τότε ο ερευνητής ποια θέση πρέπει να κρατήσει;

Κι όλα αυτά τα ερωτήματα όταν κάποιος τα θέτει σε μια διαφορετική εποχή, από αυτήν που το έργο είχε δημιουργηθεί, όταν νέες ιδέες και απόψεις επεμβαίνουν τόσο στη δημιουργία του λογοτεχνικών έργων όσο και στις αναγνωστικές συνήθειες, δεν δημιουργείται  και ένα θέμα αντικειμενικότητας της έρευνας και της κριτικής;

«Όλοι εμείς οι ερευνητές στο πεδίο της λογοτεχνίας αμφισβητούμε τα πάντα εκτός από τον κεντρικό ρόλο της σεξουαλικότητάς. Δυστυχώς και ο φεμινισμός έδωσε προτεραιότητα  σε τέτοια ζητήματα -δεν κατάφερε να το αποφύγει. Είναι φορές που εύχομαι να είχα σπουδάσει γεωλογία» (σελ. 285)

Δίπλα σε ένα τέτοιο κλίμα προβληματισμών, η Byatt φροντίζει και να τονίσει την αντιπαλότητα μεταξύ των διαφόρων πανεπιστημιακών και Πανεπιστημίων  για το ποιοι θα είναι εκείνοι που θα δώσουν στο φως της δημοσιότητας τα νέα στοιχεία. Μια αντιπαλότητα που κοστίζει πολλά χρήματα, δημιουργεί πολλά κέντρα έρευνας, πολλές συλλογές χειρόγραφων και άλλων αντικειμένων. Και στο τέλος  αφήνει να πλανάται το ερώτημα αν όλα αυτά εν τέλει αφορούν ένα πλατύτερο κοινό (που σαφέστατα αυτό θα ωφελείτο από την επαφή του με τα έργα του παρελθόντος) ή μια μικρή μερίδα ειδικών που φροντίζουν, στην καλύτερη περίπτωση για τις δικές τους εμμονές και στη χειρότερη για την ατομική τους προβολή.

«Είχε αντιληφθεί ότι ο άνθρωπος αυτός καλλιεργούσε μια ιδιόμορφη και μοχθηρή εκδοχή της βιογραφίας, ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αντεστραμμένη αγιογραφία: την επιθυμία να μειώσει το θέμα του, το υποκείμενο της έρευνάς του» (σελ. 319)

Καθώς η αφήγηση ‘πατά’ σε δυο εποχές -από τη μια στα χρόνια όπου ζουν οι ερευνητές και που παράλληλα είναι και η εποχή όπου η Byatt συγγραφεί το μυθιστόρημά της και από την άλλη στη βικτωριανή εποχή όπου οι δυο ποιητές έγραφαν, ζήσανε και ερωτευτήκανε- λογικό είναι το βάρος να πέφτει στην εποχή του παρελθόντος, που άλλωστε θα είναι και αυτή η οποία θα πυροδοτήσει τις αντιδράσεις των δυο ερευνητών.

Έχουμε, λοιπόν,  μια ιδιαιτέρως ελεγχόμενη επισήμανση των συνθηκών που ίσχυαν τον 19ο αιώνα. Έτσι για παράδειγμα έχουμε την επέμβαση κινημάτων (όπως το φεμινιστικό) στη διαμόρφωση των αντιδράσεων των ηρώων ή στην δημιουργία σχέσεων ανάμεσά τους. Ακόμα τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις που έρχονται να συνυπάρξουν με τη δυναμική παρουσία της Φύσης μέσα στη λογοτεχνία, την έντονη παρουσία μιας ρομαντικής ματιάς, την διάθεση εξερεύνησης τόπων και πολιτισμών…

Όλα αυτά υπάρχουν μέσα στο μυθιστόρημα. Και υπάρχουν με ένα τρόπο που το καθιστούν όχι μόνο σημαντικό, αλλά και απόδειξη της ικανότητας της Byatt να χρησιμοποιεί πολλές και διαφορετικές τεχνικές δημιουργίας γλωσσικών μορφών.

Μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως η «Εμμονή» είναι και μυθιστόρημα με έντονη πλοκή, αλλά και μυθιστόρημα με φιλοσοφικούς προβληματισμούς, μα και επιστολογραφία, ημερολογιακά αποσπάσματα και συλλογή ποιημάτων όπως και παραμυθιών.

Στην σύντομη εισαγωγή η ίδια η Byatt επισημαίνει, σε σχέση με την αρχική παρόρμησή της να συγγράψει αυτό το μυθιστόρημα: Ποια εμμονή απόκτησης και κατοχής ωθεί όσους συλλέγουν χειρόγραφα εκλιπόντων συγγραφέων;

Και κάπως έτσι συνέλαβε την ιδέα δυο ερωτικών ζευγαριών, ενός σύγχρονου και ενός βικτωριανού, που κυριαρχούνται από εμμονή, σε όλες τις εκφάνσεις της.

Αυτό, όμως που και τελικά καθόρισε τη μορφή του συγκεκριμένου έργου ήταν η ανάγνωση από την Byatt του μυθιστορήματος του Έκο  ‘Το όνομα του ρόδου’. Και η σκέψη πως:  οι αστυνομικές ιστορίες πρέπει να κατασκευάζονται ανάποδα -η πλοκή πρέπει να επινοηθεί για να φτάσει σε μιαν έκβαση στην οποία ο συγγραφέας έχει ήδη καταλήξει.

Αλλά οι ιστορίες μοιχείας στην ουσία είναι αστυνομικές ιστορίες. Και αν αυτό ισχύει τότε η πλοκή της ‘Εμμονής’ ήταν δεδομένη και εκείνο που παρέμενε ήταν η ιδέα που θα περιείχε.

Και -πάντα στην Εισαγωγή της- η Byatt, διευκρινίζει: Η ‘ιδέα’ του μυθιστορήματος ήταν ότι τα ποιήματα ζουν περισσότερο από τους ποιητές, ότι τα ποιήματα και οι ποιητές είναι πιο ζωντανά από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας και τους βιογράφους, οι οποίοι βιώνουν από δεύτερο χέρι τη ζωή τους.

Μια ιδέα που τη οδήγησε σε ένα στοίχημα -όχι μόνο να περιγράφει, αλλά και να κατασκευάσει όχι μόνο την καθημερινότητα των ηρώων του σήμερα, αλλά και τα βασικά στοιχεία -επιστολές, ημερολόγια, ποιήματα, παραμύθια- που οι ερευνητές της θα ανακαλύπτουν και θα μελετούν.

Το πέτυχε απόλυτα. Με μια μοναδική συγγραφική ευστροφία μεταπηδά από το ένας είδος στο άλλο, ενώ παράλληλα συναρμολογεί μια ιστορία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Μυθιστόρημα ευρηματικό, διεισδυτικό, πολύμορφο. Μυθιστόρημα πλοκής, μα και έρευνας.

Απαιτεί σκληροτράχηλους αναγνωστικές* αλλά και βαθιά αναγνωστική απόλαυση θα προσφέρει.

Που βέβαια, αυτή η απόλαυση στη νέα αυτή μετάφραση πολλά, πάρα πολλά οφείλει στην μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.

Αν η A. S. Byatt επιτέλεσε ένα μυθιστορηματικό άθλο, η Κατερίνα Σχινά από την πλευρά της κατόρθωσε ένα μεταφραστικό επίτευγμα.

 (Βιβλιοδρόμιο -6/8/2022)

(1190 λέξεις)