4.2.22

Εξουσία, οργή και φόνος/Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας

 

Εξουσία, οργή και φόνος/Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας, Μάνος Κοντολέων - Παρουσίαση από τον Γρηγόρη Τεχλεμετζή

manos_kontoleon

Οι αρχαιοελληνικοί μύθοι αποτελούν αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες και υλικό για τους επιστήμονες, όπως ψυχολόγους και εθνολόγους, προσφέροντας αρχετυπικά σύμβολα και στάσεις ζωής. Η επιστροφή στην αρχαιοελληνική οπτική και στον ορθολογισμό ήταν καθοριστικά στην πορεία της Αναγέννησης, της επιστήμης και γενικότερα του παγκόσμιου πνεύματος και της εξέλιξης. Αυτό επιτεύχθηκε όταν δεν αντιμετωπίστηκαν με στείρα αναπαραγωγή, ανατροφοδοτήθηκαν με νέες ιδέες και προσαρμόστηκαν στην εκάστοτε εποχή ή τους δόθηκε διαχρονική χροιά, εντοπίζοντας εντός τους τα πανανθρώπινα πάθη και συμπεριφορές.
   Ο Μάνος Κοντολέων, στο παρόν βιβλίο, ασχολείται με τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τον γιο της Ορέστη εντάσσοντάς την στην κατάρα του οίκου των Ατρειδών.
   Ο μύθος γνωστός, έχει αποκτήσει αρχετυπικό συμβολισμό. Το καινούργιο που κομίζει ο συγγραφέας είναι η οπτική του. Στρέφει το βλέμμα και τονίζει τα σημεία που τον ενδιαφέρουν, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του.
   «Ανήρ ειμί», αναφωνεί διαρκώς ο Ορέστης και αυτή η ψυχολογία και τα κοινωνικά στερεότυπα με τα οποία έχει ανατραφεί είναι, κατά τον συγγραφέα, οι βαθύτερες πηγές του τρόπου αντίδρασής του. Είναι ο άντρας κατακτητής, ο οπλοφόρος, ο υπερήφανος, ο αρχηγός, ο γυναικοκατακτητής, αυτός που ζητά να ξεπλύνει το αίμα με αίμα, πέρα από κάθε συμβιβασμό. Δηλαδή είναι ο φαλλοκρατικός άντρας της εποχής του και όχι μόνο.
   «Αυτοσχεδιάζαμε εφαρμόζοντας διδαχές αρρένων», θα μας πει ο Ορέστης του (σ.162) και θα φτάσει μέχρι τον βιασμό και τους φόνους αθώων, μαζί με τον φίλο του Πυλάδη (σ.163-164), σε έναν ουσιαστικό για την παρουσίαση των χαρακτήρων αυτοσχεδιασμό του Κοντολέων. Λαμβάνοντας υπ' όψη μας και τα βιβλία του Ερωτική αγωγή (Πατάκης 2003) και το Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας (Δήγμα 2011) παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας αρέσκεται να παρουσιάζει μια αντρική εκδοχή των πραγμάτων, έχοντας σαν εκκίνηση την παιδική ηλικία για να σκιαγραφήσει τους χαρακτήρες του.
   Καταφεύγει στα αρχετυπικά σύμβολα της Κλυταιμνήστρας και του Ορέστη, σε παγιωμένες μυθικές φιγούρες, για να δομήσει την ιστορία του. Ο δεσμός της μάνας και του γιου είναι πανίσχυρος, απωθημένα ερωτικός θα μας πει ο Φρόυντ, για αυτό χρειάζονται ισχυρά τεκμήρια για να διαταραχθεί, φτάνοντας στη μητροκτονία.
   Ξεκινάει με δυο κεφάλαια, ένα για την Κλυταιμνήστρα και ένα για τον Ορέστη, θεμελιώνοντας τους κεντρικούς χαρακτήρες με τον τρόπο των μεγάλων κλασικών μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα. Αναζητά στην παιδική ηλικία τα αίτια και τα πρωταρχικά σπέρματα της ανάπτυξης των χαρακτήρων, παραμένοντας πιστός στην έμφαση που δίνει γενικότερα στα παιδικά χρόνια στα έργα του. Παρακολουθούμε σκηνές ενηλικίωσης και συνειδητοποίησης των φυλετικών ορμονών, τον ενστερνισμό των στερεοτύπων, όσο και των συμβιβασμών που προκύπτουν από τη θέση που καταλαμβάνουν σταδιακά. Τα κεφάλαια εναλλάξ αναφέρονται στους δυο ήρωες, κάνοντας παράλληλη ανάπτυξη, που ευνοεί τη σύγκριση και σπάει τη μονοτονία, κάνοντας πιο ενδιαφέρουσα τη γραφή. Μα και γενικότερα οι κομματιασμένες σκηνές είναι αυτές που συνθέτουν το κείμενο και την υπόθεση και είναι συναρμοσμένες σαν πάζλ. Και πάνω από όλα κυριαρχεί ο ψυχισμός των ηρώων, τον οποίο στοχεύει ο Κοντολέων δεξιοτεχνικά να αποδώσει, διασχίζοντας την πλοκή. Ακόμα και ο τίτλος του βιβλίου, «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας», μας πιστοποιεί ότι το ζητούμενο είναι ο εσωτερικός κόσμος της ηρωίδας και όχι οι επιφανειακές ενέργειες και τα δρώμενα. Τις προθέσεις αυτές καταμαρτυρεί και το οπισθόφυλλο, που μας λέει ότι θέλει να αναπλάσσει μια μάνα που δολοφονείται από τον γιο της. Πάνω σε αυτή τη λογική δομείται όλος ο τρόπος γραφής του βιβλίου. Έτσι δεν υπάρχουν παρατεταμένες αφηγηματικές σκηνές πλοκής ή περιγραφής και είναι σύνθεση αποσπασματικών σκηνών με γενικότερες εξιστορήσεις της εξέλιξης του μύθου και των καταστάσεων, κάτι που του δίνει ένα πολύ ιδιαίτερο ύφος.
   Ο Κοντολέων αθόρυβα και ουσιαστικά δίνει τη δική του εκδοχή στον μύθο, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους. Όλοι οι ήρωες του, ο Αγαμέμνονας, ο Αίγισθος, ο Ορέστης, η Κλυταιμνήστρα, ακόμα και η Ωραία Ελένη με τον τρόπο της, επιζητούν εναγωνίως την εξουσία. Αυτή είναι το κίνητρό τους. Η άποψη αυτή προσεγγίζει τη Νιτσεϊκή αντίληψη της ιστορίας και των προσωπικών σχέσεων, που αντικρίζονται ως μια αέναη πάλη επιβολής, ξεσκεπάζοντας κρυφά συνειδητά ή ασυνείδητα κίνητρα. Ακόμα και οι έρωτες είναι εργαλεία αυτής της προσπάθειας. Και οι φόνοι το ίδιο. «Ανήρ ειμί» και «άναξ» κραυγάζει διαρκώς ο Ορέστης και αυτά είναι τα καθοριστικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Άναξ προσφωνείται και ο Αγαμέμνονας, να κυβερνήσουν θέλουν και η Κλυταιμνήστρα, μέσω του εραστή της, και ο Αίγισθος, ενώ η Ελένη κυριεύει μέσω της γοητείας της.
   Υπάρχει ένας τραχύς ρεαλιστικός αυθορμητισμός και πρωτοτυπία με τα οποία κατονομάζει και περιγράφει τις σεξουαλικές πράξεις και ενέργειες, όπως και κάθε τι ερωτικό, ιδιοτυπία που εντοπίζω και σε άλλα έργα του συγγραφέα. Τους αφαιρεί κάθε τι ρομαντικό και τα τοποθετεί στην απόλυτα σωματική βάση, χωρίς να σημαίνει ότι πάντα κάνει λεπτομερείς περιγραφές, και όποτε τις κάνει δεν είναι μακροσκελείς αλλά στιγμιότυπα. Όλη αυτή η ιδιάζουσα τεχνική δημιουργεί στον αναγνώστη μια αναστάτωση, έναν άκρως προσγειωμένο και ρεαλιστικό στοχασμό, ο οποίος αποτελεί και τον στόχο του συγγραφέα. Δεν μου έρχεται στο νου κάτι ανάλογο στη λογοτεχνία.
   Οι αρχαίοι τραγωδοί ποτέ δεν παρουσίαζαν φόνους επί σκηνής, παρά μόνο βλέπαμε ή ακούγαμε τα παρεπόμενά τους και συμμετείχαν έτσι εμμέσως στην πλοκή, σε αντίθεση με μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως ο Σαίξπηρ. Στην παρουσίαση όμως του αρχαιοελληνικού μύθου από τον Κοντελέων παρατηρούμε έντονες ρεαλιστικές σκηνές φόνων, όπου μέσω αυτών μας διαδίδονται τα συναισθήματα των καταστάσεων. Είναι μια τελείως διαφορετική οπτική στην αφήγηση του μύθου, ένας νέος τρόπος, μια καινοτομία. Είναι σαν να διαβάζουμε την τραγωδία με όρους μεταγενέστερους. Οι σκηνές όμως δεν είναι χρωματισμένες με απέχθεια, είναι μια πιστή αποτύπωση της εν δυνάμει πραγματικότητας. Ο τρόπος του δεν είναι κριτικός αλλά ουδέτερος –όσον αφορά μόνο αυτές.
   Συνάμα το βιβλίο τοποθετείται κοντύτερα στον Ορέστη του Ευριπίδη, από τον οποίο μεταφέρονται και πολλά αποσπάσματα, και μακρύτερα από την Ορέστεια του Αισχύλου (την τριλογία ΑγαμέμνωνΧοηφόροι και Ευμενίδες). Έχει περισσότερο χαρακτήρα δράσης, συχνά ψυχολογικής, και λιγότερο θρηνητική μορφή για τα δεινά.
   Οι εσωτερικοί μονόλογοι του Ορέστη είναι ένα ακόμα άριστο εύρημα που αποτυπώνει την ψυχολογία του. Τα λόγια του είναι αυθόρμητα, σπασμωδικά, συγκεχυμένα, αγχωμένα, πνιγμένα στις τύψεις, αυτές που ο μύθος προσωποποιεί στις Ερινύες. Είναι οι σκιές που τον κατατρέχουν. Αλλά ακόμα και στα μικρά κεφάλαια που αναφέρονται στην Κλυταιμνήστρα κυριαρχεί ένα υποδόριο άγχος, που σπερματικά εσωκλείει τη μετέπειτα εξέλιξη. Αυτό μεταδίδεται από τις κοφτές, θρυμματισμένες περιγραφές και διαλόγους, που είναι ένα ακόμη πετυχημένο «σκηνοθετικό» εύρημα. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι και η συχνή χρήση αποσιωπητικών, αποτύπωση του διακοπτόμενου ελλειμματικού λόγου. Συχνά έτσι οι ήρωες δεν ολοκληρώνουν τις σκέψεις τους, είτε επειδή είναι ανόσιες, είτε γιατί τους τρομάζουν, είτε γιατί οι ίδιοι είναι σε κατάσταση σύγχυσης, σοκαρισμένοι ή πανικόβλητοι από τις πράξεις τους. Πράγματι, δεν είναι λίγα ούτε αμελητέα αυτά που απορρέουν από την κατάρα του οίκου των Ατρειδών. Γιατί η διαρραγή του δεσμού μάνας και γιου, με τη μητροκτονία, είναι το πιο ισχυρό έγκλημα, μια και δεν υπάρχει εντονότερος από αυτόν τον δεσμό, που ο Φρόυντ τον ταύτισε με το ερωτικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Και όπως γνωρίζουμε ο έρωτας είναι τυφλός, αλλά και από μεγάλους έρωτες προέρχονται τα εντονότερα πάθη και εγκλήματα. Αυτή η κατάρα κυνηγάει τον Ορέστη από τις πρώτες σελίδες του έργου, ακόμα και όταν φαίνεται ότι τα θέματα απομακρύνονται από το ειδεχθές έγκλημα, αφού και αυτά είναι προπαρασκευαστικά του εγκλήματος, καθώς ο αναγνώστης το γνωρίζει εκ των προτέρων.
   Η μετακίνηση από τον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή στους αφηγητές Ορέστη και Κλυταιμνήστρα με μερική εστίαση δίνει ευχάριστη ποικιλομορφία στο κείμενο. Ο πρώτος τρόπος γραφής συμβάλλει σε μια σφαιρική γνώση, που θέτει τον αναγνώστη σε ένα ρόλο που συναισθάνεται και κρίνει, ενώ οι άλλες αφηγήσεις αποτυπώνουν έντονα την ψυχολογία των ηρώων. Ο συνδυασμός είναι πολύ πετυχημένος και φανερώνει έναν έμπειρο συγγραφέα.
   «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», σε ένα βασιλικό κύκλο εξουσίας, οργής και επιβολής, που φτάνει ως την ακραία μητροκτονία. Αυτό είναι το κεντρικό νόημα που μας μεταφέρει ο Κοντολέων.