12.12.14

Με πολλές αποσκευές στο ταξίδι της ανάγνωσης


 της Βασιλικής  Ρεσβάνη

Επιτρέψτε μου κατ΄αρχάς να ευχαριστήσω την κα. Δημοπούλου, την ιδιοκτήτρια του Βιβλιόπολις που μου πρότεινε να παρουσιάσω το Βιβλίο Δύο φορές Άνοιξη του πολυγραφότατου συγγραφέα Μάνου Κοντολέων. Είναι ιδιαίτερη τιμή να είμαι εδώ κοντά σας σήμερα για να παρουσιάσω το βιβλίο ενός συγγραφέα που εκτιμώ το έργο του τόσο πολύ.

Έχω την τάση όταν διαβάζω ένα λογοτεχνικό βιβλίο να επιδιώκω και τελικά να το κάνω, να διαβάζω και άλλα έργα του ιδίου συγγραφέα προκειμένου να έχω μια σφαιρική εικόνα. Είναι αλήθεια ότι διαφορετικά προσεγγίζεις ένα λογοτεχνικό έργο  όταν δεν έχεις διαβάσει άλλο. Υπάρχει ίσως μια περιέργεια, μια δισπιστία. 
Με το έργο Δύο φορές άνοιξη του Μάνου Κοντολέων δεν είχα αυτή τη δυσπιστία και αυτό διότι έχω την τύχη να έχω μελετήσει την εργογραφία του Μάνου Κοντολεών για παιδιά και νέους σχεδόν στο σύνολό της, κάτι που μου δίνει πολλές αποσκευές στο ταξίδι της ανάγνωσης ενός ακόμη έργου του.
Δεν σας κρύβω πως όταν διάβασα για πρώτη φορά τον τίτλο κατάλαβα τι περίπου πραγματεύεται, πρέπει να σας πω επιπλέον και τη φράση μιας συναδέλφου που είπε βγαίνοντας από την παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου τον προηγούμενο μήνα. «Καλά γιατί να διαβάσω ένα βιβλίο αφού σε γενικές γραμμές έμαθα για αυτό πριν λίγο και κατάλαβα και το τέλος. Ξέρετε τι της απάντησα; Τα βιβλία του Μάνου Κοντολέων είναι σαν μια πάστα σοκολάτας. Μπορεί να ξέρεις τη γεύση, αλλά πάντοτε θέλεις και πρέπει να επιδιώκεις να γευτείς ακόμη μία και πίστεψέ με δεν θα σου στερήσει την απόλαυση ενός αριστουργήματος. Κοντολέων είναι αυτός!». Συγχωρέστε την απλότητα στο λόγο μου αλλά ήταν προφορικός λόγος- απάντηση σε μια έκφραση της στιγμής.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσω κάποια στοιχεία από τη βιογραφία του συγγραφέα πριν την παρουσίαση του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας.
Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία και αναζητώντας κάποια φράση για να ξεκινήσω την παρουσίαση του νέου βιβλίου, στάθηκα πρώτον ότι είναι από τους συγγραφείς της σύγχρονης λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, όπως σημειώνει η Κανατσούλη στο βιβλίο της….. και δέυτερον ότι είναι ένας πολυγραφότατος συγγραφέας. Μου έκανε εντύπωση ότι γράφει άλλοτε για παιδιά, άλλοτε για νέους άλλοτε για ενήλικές. Είναι αξιοσημείωτα ακόμη τα εξής: έργα του έχουν βραβευτεί και έχουν μεταφραστεί, έχει γράψει κριτικές και το κυριότερο όλων  είναι ότι στα έργα του διακρίνει κανείς το σήμερα συνδυασμένο με μια διαχρονικότητα. Ο Μάνος Κοντολέων είναι ένας συγγραφέας που αφουγγράζεται το παρόν, το ζει και προσπαθεί να το διαμορφώσει με τη δική του δύναμη, αυτή της γραφής.
Ανέφερα παραπάνω το επίθετο πολυγραφότατος, ο λόγος που το σημειώνω είναι διότι θεωρώ ότι τα 60 και παραπάνω έργα του συγγραφέα δεν είναι απλώς πολλά, αλλά το κάθε ένα από αυτά έχει κάτι ξεχωριστό να προσφέρει στον αναγνώστη. Είναι όπως ο γονέας που ενώ έχει 5 παιδιά εντούτοις κάθε ένα από αυτά είναι ξεχωριστό, ιδιαίτερο, μοναδικό.
Ο Μάνος Κοντολέων έχει καταπιαστεί με θεματικές δύσκολες και σπάνια εμφανιζόμενες σε άλλους συγγραφείς. Στους νέους έχει γράψει για θέματα όπως τα ναρκωτικά στο Ταξίδι που σκοτώνει, για το Aids στο Γεύση πικραμύγδαλου αλλά και για τη μονογονεική οικογένεια, την ετερότητα  στο Μια ιστορία του Φιοντόρ, το διαζύγιο, την σεξουαλική κακοποίηση στο Δεν με λένε Ρεγγίνα, Άλεξ με λένε. Ξεχωρίζω αν και ο ίδιος δεν το κάνει διότι όλα τα έργα του είναι παιδιά του, τον Ανίσχυρο Άγγελο, Το δύο ιστορίες που ρωτάνε, αλλά και το Μάσκα στο φεγγάρι . Ιδιαίτερα όμως όλων το Μανόλο και Μανολίτο που την προηγούμενη χρονιά ήταν το έργο που επεξεργαστήκαμε με τους μαθητές της Δευτέρας τάξης του Δημοτικού κυρίως διότι κάνει τα παιδιά να αγαπήσουν τη φύση διαβάζοντας για αυτήν.
Υπάρχουν έργα στο Μάνο Κοντολέων που σε προβληματίζουν, που σε ταξιδεύουν αλλά και που σε συγκινούν. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία στη ζωή μου, αλλά σε κανένα άλλο λογοτεχνικό έργο άλλου συγγραφέα δεν έχω συγκινηθεί κατά την ανάγνωση.
Με τον Μάνο Κοντολέων έχει συμβεί. Είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας περιγράφει τα γεγονότα και οδηγεί τους ήρωες, συνδιαλέγεται μαζί τους, αυτοαποκαλύπτεται και παράλληλα δομεί την ιστορία του έχοντας τους ήρωες δίπλα του, πλάι του να στέκονται και να περιμένουν ποια θα είναι η κίνησή τους που θα γίνει από όσα αποτυπωθούν στο χαρτί, από την πένα του συγγραφέα.
Ο Μάνος Κοντολέων είναι από τους συγγραφείς που όταν διαβάζεις ένα έργο του έχεις την αίσθηση μιας απρόσμενης οικειότητας, μιας πρωτόγνωρης ανάγκης συμμετοχής στην πλοκή ενός έργου που ακόμη αγνοείς την πορεία και εξέλιξή του. Δεν σε αφήνει αμέτοχο. Στο βιβλίο του «Δύο φορές άνοιξη» οι εναλλαγές των εποχών στην εξέλιξη του έργου, με την Άνοιξη να εμφανίζεται ως σύμβολο ανανέωσης συναισθημάτων, επιθυμιών, ανεκπλήρωτων ονείρων σε κινητοποιούν. Είναι Φθινόπωρο όταν έρχεται ο έρωτας να πλυμμηρίσει την καρδιά της Ανθής και θα την κάνει πει: «Μα την άνοιξη φέρνει μαζί του».
Γνωρίζοντας όμως ότι κρατώ στα χερια μου ένα έργο του Μάνου Κοντολέων νιώθω ότι ξέρω γιατί «όλες οι δομικές πληροφορίες»  έχουν δωθεί από την αρχή. Πρόκειται φυσικά για μια ψευδαίσθηση, ένα τέχνασμα. Κεντρική ίσως ιδέα του έργου δεν είναι η επιθυμία, η αγάπη, τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Αντιθέτως, ένα όνειρο είναι εκείνο που κινεί τον ιστό της ιστορίας, η βροχή που δημιουργεί τον υδάτινο δρόμο ραγδαίων εξελίξεων στο έργο αλλά και τα αρώματα της Άνοιξης που σε συνδυασμό με τα χρώματα (κυρίως το μπλε) και τους στίχους της Μαρίας Πολυδούρη και των τραγουδιών που σημειώνονται, δημιουργούν ένα πολυπρισματικό αφηγηματικό διαμάντι.
Στο βιβλίο αυτό ο Δημήτρης και η Ανθή είναι δύο παιδιά με τα φτερά έτοιμα να πετάξουν και συναντιούνται για πρώτη φορά σε μια ταράτσα, σε ένα υψηλό σημείο, όχι τυχαία, στο καλοσόρισμα των πρωτοετών της σχολής τους. Οι εικόνες που δημιουργούνται στο μυαλό, η αφήγηση που τόσο όμορφα ξεδιπλώνεται στις σελίδες συμπορεύεται με μια περιγραφή γεμάτη χρώματα, αρώματα, ακούσματα.
Ο Δημήτρης είναι και αυτός εκεί στο πρώτο καλοσόρισμα των πρωτοετών μελλοντικών ανθρώπων που με την τέχνη τους μπορούσαν να αλλάξουν αυτό που οι άλλοι έβλεπαν, διακοσμητές, φωτογράφοι, μηχανικοί. Βλέπει την Ανθή, της μιλά πρώυος. Ανθή και Δημήτρης δύο πρόσωπα διαφορετικών προσωπικών εικόνων και εμπειριών.
Η Ανθή όνομα δηλωτικό της Άνοιξης καθόλου τυχαία επιλογή για την ηρωίδα του βιβλίου. «Μαλλιά καστανά, ίσια, που αν τα άφηνε ελεύθερα να σκεπάζουν τους ώμους της, αλλά που προτιμούσε να τα πιάνει σε μια χαμηλή αλογοουρά - ίσως γιατί έτσι φαινότανε πιο καθαρά ο λαιμός της  γραμμωμένος, λαιμός κύκνου». Μετά τη Γαλλική σχολή με τα όποια κλισέ της, ακολουθεί σπουδές εφαρμοσμένων τεχνών, στην εξέλιξη της ιστορίας θα βρεθεί αντιμέτωπη με την κα. Έλσα Ζακόμπ που την παγιδεύει, όμως απεγκλωβίζεται γρήγορα ξεδιπλώνοντας την επιθυμία της να δραπετεύσει….
Η αφήγηση μας οδηγεί παλιότερα όπου όλα ήταν διαφορετικά. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 90 όπου δεν είχαμε ακόμη «αλλάξει» εποχή. Η τότε οικονομική κατάσταση, η εικόνα του κέντρου της Αθήνας όπως κάποιοι πρόλαβαν να την γνωρίσουν,  οι ανθρώπινες σχέσεις έχοντας στο νου το πλαίσιο της εποχής αλλά και ταυτόχρονα τόσο διαχρονικές συνθέτουν το χωροχρονικό σκηνικό του έργου.
Αριστοτεχνικά δομημένο το κείμενο που διαβάζουμε με χαρακτήρες που φωτίζονται ιδιαίτερα όπως αυτοί της Ανθής και του Δημήτρη, αλλά και έμμεσα σε δεύτερο φόντο αλλά ουσιαστικοί για την εξέλιξη,  ενεργοποιούν ένα αδρό φως η Αλίκη (η φίλη της Ανθής), η μητέρα της, αλλά και ο στοργικός, τρυφερός της πατέρας, τα παιδιά της…. Το φως δυναμώνει ιδιαίτερα σε τόνους του κόκκινου και του έντονου μπλε όταν ο Μανουήλ θα έρθει στη ζωή της Ανθής να την αλλάξει, είναι ένας χαρακτήρας που ενώ παίζει σημαντικότατο ρόλο στην εξέλιξη του έργου εντούτοις δε ξεδιπλώνεται το πλαίσιο της δικής του ζωής αλλά αποκαλύπτονται μόνο όσα στοιχεία σχετίζονται με την ηρωίδα του βιβλίου. «Τα όνειρα ταξιδεύουν στο χρόνο» θα γράψει ο συγγραφέας και για την Ανθή ένα από αυτά γίνεται αληθινό για να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα, μια νέα κατάσταση, μια νέα συνθήκη που πρέπει να βρει διέξοδο.
Μπορεί ο Μανουήλ να είναι η δεύτερη άνοιξη,ο άλλος μεγάλος έρωτας που το όνειρο συμβολικά μαρτυρεί; Ο φωτογράφος, ο καλλιτέχνης, η ελεύθερη ψυχή που δεν έχει διαμορφώσει τόσο νωρίς τη ζωή του όσο η Ανθή, μπορεί να άλλαξε την Ανθή να τη γαλήνεψε από την διπλή ζωή του Δημήτρη αλλά η ίδια η Ανθή δεν μπορεί και να αφήσει τα παιδιά της, τη ως τώρα ζωή της, για μια άλλη ζωή με αυτόν. Κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται την ώρα που πρέπει… με το χρόνο κάποια άλλα εξίσου σημαντικά καταλαμβάνουν θέση στην καρδιά μιας γυναίκας και δεν της αφήνουν χώρο. Ωστόσο, η γιάγιά της την έχει προειδοποιήσει να έχει τα μάτια ανοικτά και να καταλάβει. «Μη βιάζεσαι!...Αλλά να ξέρεις πως ο μεγάλος έρωτας μόνο μια φορά περνά από την πόρτα μας…Κοίτα να είσαι ξύπνια εκείνη τη στιγμή! Διαφορετικά… ». Από τη μια η γιαγιά τονίζει από την άλλη ένα άλλο στοιχείο, ένα όνειρο κάτι αλλάζει στο μόνο ένας…..”
Πράγματι αν η Ανθή όταν αισθάνθηκε ότι είδε το Μανουήλ την πρώτη φορά που πήγε στην έκθεσή του με φωτογραφίες από τα μέρη μας και ένιωσε κάτι διαφορετικό, ιδιαίτερο, είχε προσπαθήσει να τον γνωρίσει, τότε ίσως να είχε τον μεγάλο έρωτα ζήσει από την πρώτη στιγμή. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο Δημήτρης ήταν αυτός που την προσέγγισε, που την είδε και της μίλησε σε εκείνη τη συνάντηση των πρωτο ετών. Ίσως να ήταν για αυτόν η πρώτη άνοιξη και η Ανθή να μην κατάλαβε για την ίδια ποια ήταν τελικά. Τα πάντα πρέπει να γίνονται τη σωστή στιγμή.
Όλα όσα βέβαια σημειώνονται εδώ είναι σκέψεις από τα σημεία που δίνει το κείμενο. Ο κάθε αναγνώστης βλέπει, νιώθει διαφορετικά πράγματα, τον αγγίζουν διαφορετικά σημεία του έργου. Το ίδιο συμβαίνει και με το συγγραφέα μας. Όταν τελείωσε το έργο και κάθισε να το διαβάσει προσπαθώντας να αποστασιωποιηθεί όσο αυτό είναι δυνατόν,  του γεννήθηκε η ανάγκη να σημειώσει στο τέλος κάποιες σκέψεις για το ίδιο το έργο του. Θέλησε να προστατέψει την Ανθή, το Δημήτρη που τους αφήνει πλέον από την δική του στοργική αγκαλιά στα χέρια οποιουδήποτε αναγνώστη. Πρόκειται για ιδιαίτερο μέρος του βιβλίου και εξαιρετικά πρωτότυπο που μου άρεσε πολύ αλλά που σας προτείνω να το διαβάσετε και εσείς στο τέλος. Θα σας αποσυμφορίσει από την εξέλιξη και πλοκή του έργου.
Θα ολοκληρώσω την ανάλυση μου με το όνειρο το οποίο έχω σημειώσει από την αρχή κινεί τα νήματα του έργου. Η Ανθή γνωρίζει για ένα όνειρο που έχει δει η μητέρα της, ένα όνειρο το οποίο είναι σαν μια αράχνη που πλέχει καθώς διαβάζει ο αναγνώστης έναν ιστό γνωστό αλλά παράλληλα πρωτότυπο και ιδιαίτερης τεχνοτροπίας. Δύο γυναίκες δίδυμες (ξέρετε είναι η πρώτη φορά που σε μυθιστόρημα διαβάζω για δίδυμες) φέρουν ένα μύνημα στο όνειρο αυτό, ένα ερωτηματικό πλανάται από την  σελίδα 24 ήδη διότι μόνο η μία φέρει λουλούδια, την άνοιξη, η άλλη  είναι θλημέννη…. Δεν θα σας αποκαλύψω το γιατί αλλά δεν μπορώ να μην σας πω ότι όταν η μητέρα της Ανθής συνειδητοποίησε τι έφερνε η δεύτερη κοπέλα με συγκίνησε ιδιαίτερα.
 Ξέρετε όταν διαβάζει ένας αναγνώστης ένα βιβλίο ξέρει καλά ότι όσα διαβάζει δεν είναι δικές του ιστορίες αλλά όταν κάτι πάει να του θυμίσει κάτι δικό του, χτυπά ευαίσθητες χορδές της ψυχοσύνθεσης του. Η ασθένεια με όποιον τρόπο και αν εμφανίζεται, όσο κι αν θεραπεύεται ή όχι δεν παύει να είναι ένα θέμα που λίγοι συγγραφείς καταπιάνονται και το παρουσιάζουν τόσο αριστοτεχνικά όπως ο Κοντολέων.
Όπως έχω ήδη πει, ο Κοντολέων το θέμα της ασθένειας το έχει παρουσιάσει και σε άλλα έργα του, σε αυτό που έχουμε στα χέρια μας, το ότι το πράγματεύεται κατά τη γνώμη μου, το εξαγνίζει και οι ήρωες παιρνούν από στάδια αρχαίας τραγωδίας καθώς γίνεται η αποκάλυψη και επέρχεται η κάθαρση.
Θα ολοκληρώσω της παρουσίαση αυτή δανειζόμενη τίτλους βιβλίων του Μάνου Κοντολέων και απευθυνόμενη στην Ανθή.
Μα στάθηκες, Ανίσχυρος άγγελος στις επιθυμίες της, Το 33 το αντιμετωπίζεις. Καλέ πνίγομαι θα πεις κάποια στιγμή μα με μια Μάσκα στο φεγγάρι θα βρεις Το πρωτο λουλούδι της Άνοιξης, το Δημήτρη σου και θα ζήσεις Μια ιστορία του Φιοντόρ. Ίσως Ελίτσα ή παπaρούνα, Δύο ιστορίες που ρωτάνε θα μπερδευτείς. Μέλι κόλησε στα χείλη και μια Γεύση πρικραμύγδαλου θα αφήσεις το πρώτο φιλί στο Δημήτρη. Είναι Τα πολύτιμα δώραΣκανταλιές και ανοησίες γύρω από γλυκό κεράσι ή μάλλον Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο. Η Ανθή αποτελεί το κορίτσι με το κόκκινο μπαλόνι, την αγάπη με όποια μορφή της.
 Όμως έχουμε την ευκαιρία να μας ταξιδέψει με τα λόγια του ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων και έχω την αίσθηση ότι έχω ήδη πει πάρα πολλά και έχουμε χάσει λεπτά δικής του αφήγησης, προσέγγισης, ανάλυσης. Κύριε Κοντολέων, σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς για όσα προσφέρετε στα παιδιά, αλλά και σε εμάς τα μεγαλύτερα παιδιά.

Ρεσβάνη A. Βασιλική

Εκπαιδευτικός
(κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Βιβλιόπολις, στην Καλαμάτα 8/12/2014)

10.12.14

...μια συγκινητική ιστορία αγάπης που ξανανθίζει πετυχαίνοντας τελικά το θαύμα.


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ «ΜANOΛΟ ΜΑΝΟΛΙΤΟ»
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, Δευτέρα, 8/12/2014, 12 μ.μ.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΟΝΕΩΝ 24ου Δ.Σ. και ΒΙΒΛΙΟΠΟΛΙΣ

Καλησπέρα σας,

Είναι μεγάλη χαρά και τιμή να φιλοξενούμε σήμερα εδώ στην Καλαμάτα, μετά από πρωτοβουλία του βιβλιοπωλείου «Βιβλιόπολις» και Συλλόγου Γονέων του 24ου Δημοτικού Σχολείου Καλαμάτας έναν πολυδιαβασμένο και καταξιωμένο συγγραφέα, τον Μάνο Κοντολέων. Μεγάλη χαρά και τιμή και για εμένα προσωπικά που μου δόθηκε η ευκαιρία να σας γνωρίσω από κοντά κ. Κοντολέων και να αναφερθώ στο έργο σας και ειδικότερα στο βιβλίο σας, το «Μανόλο Μανολίτο», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε  από τις εκδόσεις «Πατάκη» το 2013.
Ωστόσο θα ήθελα να σας εκμυστηρευτώ ότι δυσκολεύτηκα πολύ να βρω έναν πρόλογο όχι μόνον αντάξιό σας αλλά και έστω και λίγο διαφορετικό από τα τόσα πολλά και καλά που έχουν γραφτεί για σας  σε παρόμοιες παρουσιάσεις από άξιους συναδέλφους τόσο δικούς σας όσο και δικούς μου. ΄Εχοντας την αναγνωστική εμπειρία αρκετών από τα πολλά και εξαιρετικά βιβλία σας, βιβλία που ξεφυλλίζουν την παιδική και εφηβική ηλικία με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο, δε θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω με όσα σημαντικά γράφτηκαν για το έργο σας..
       ΄Ετσι, θα σταθώ σε κάποια από αυτά που με εκφράζουν και θα ήθελα να τα ακούσουν οι μικροί και μεγάλοι μας φίλοι:

«Τα βιβλία του Μάνου Κοντολέοντα- γράφει η
Αλεξάνδρα Ζερβού
Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας
στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου.- είναι κάτι σαν χτύπημα στον ώμο αφυπνιστικό και συνθηματικό, κάτι σαν επιδέξιο, αποφασιστικό και μετρημένο σπρώξιμο στο κατώφλι της ζωής, ή μάλλον στον σκοτεινό και δαιδαλώδη διάδρομο της εφηβείας, όπου παραμονεύουν εμπειρίες τραυματικές, σκιές και φαντάσματα. Είναι μια ώθηση για το ξεκίνημα και τη συνέχιση τούτης της πορείας που καταλήγει στην ενηλικίωση, την αυτογνωσία, τη συμφιλίωση με τα πράγματα, με τους άλλους και με τον εαυτό μας, στην αρχή της ωριμότητας, όχι μόνο της ηλικιακής, αλλά της ωριμότητας μ' όλες τις έννοιες που μπορεί να πάρει η λέξη»

«Στα έργα του συγγραφέα, - μας λέει Δημήτρης Γαρουφαλής με τα λόγια ενός δασκάλου - γεμάτα πλήθος σύγχρονων μηνυμάτων, αγωνία, περιπέτεια, αλλά και πολλές διασκεδαστικές ιστορίες είναι παντού φανερή η αγάπη και η μόνιμη μέριμνά του για τα παιδιά, και γενικά τους νέους ανθρώπους. Πηγαίνοντας στην πλευρά των παιδιών πασχίζει να γίνει εκφραστής των σκέψεών και των συναισθημάτων τους, του μοναδικού συχνά αιτήματος τους, της αγάπης της κατανόησης και της αληθινής αποδοχής από τους άλλους - συνομήλικους ή μεγαλύτερους»
Και τώρα ..λίγα βιογραφικά: Ο Μάνος Κοντολέων με καταγωγή από τη Σμύρνη, γεννήθηκε  στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια, γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια και κριτικά σημειώματα, ενώ συνεργάζεται ή έχει συνεργαστεί με πολλές εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς με πολλά έργα του να έχουν διασκευασθεί για το θέατρο και την τηλεόραση. Βιβλία του έχουν κατά καιρούς βραβευτεί από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και περιλαμβάνονται σε διάφορες ανθολογίες πεζογραφίας και δοκιμίου
Έχει τιμηθεί δύο φορές (1997 και 2009) με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και υπήρξε υποψήφιος για τα Διεθνή Βραβεία Άντερσεν και Λίνγκστριγκ.
Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία στην Γερμανία και στην Ταϊλάνδη. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει πάνω από 60 βιβλία του: άλλα από αυτά ανήκουν στην παιδική λογοτεχνία, άλλα στην λογοτεχνία για νέους και άλλα στη λογοτεχνία που απευθύνεται σε ενήλικες αναγνώστες.
Ο Μάνος Κοντολέων ζει σε μια γειτονιά δίπλα σε ένα ποτάμι και έχει ένα σκυλί, που το λένε Σοκολάτα.

Αυτή λοιπόν ακριβώς η γειτονιά, παιδιά, μια γειτονιά δίπλα σε ένα ποτάμι αποτελεί και το σκηνικό του βιβλίου «Μανόλο Μανολίτο» που θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε σήμερα. Είναι αυτό, που κρατάω στα χέρια μου, με ένα ατμοσφαιρικό εξώφυλλο της ζωγράφου ΄Ιριδας Σαμαρτζή που της ανήκει άλλωστε και όλη η εικονογράφησή του βιβλίου.. Στο εξώφυλλο λοιπόν διαγράφονται τρεις φιγούρες, οι τρεις βασικοί μας ήρωες χωμένοι μέσα στο δάσος να περπατούν δίνοντάς μας μία εντύπωση ότι το εξερευνούν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα μυστηρίου.
Προχωρώντας στα ..ενδότερα του βιβλίου ο αναγνώστης μαθαίνει πολύ περισσότερα για τους τρεις αυτούς πρωταγωνιστές:  το Μανόλο, τον  ευαίσθητο συγγραφέα  ο οποίος και αφηγείται την ιστορία και οποίος στις εξερευνήσεις του στηρίζεται  πάντα πάνω σ’  ένα ραβδί από ξύλο οξιάς και  το Μανολίτο, ένα αξιολάτρευτο και πανέξυπνο αγοράκι που αγαπά κι αυτό όπως κι ο Μανόλο, τα βιβλία. Κρίκος μεταξύ αυτών των δύο η λευκή σκυλίτσα, η Νύχτα που μια νύχτα κούρνιασε στον φιλόξενο κόρφο του Μανόλο και με το πέρασμα του χρόνου μεγάλωσε μαζί με τους δύο φίλους συνοδεύοντάς τους στους όλο και πιο μακρινούς περιπάτους τους, στις όχθες ενός ποταμού , σε μια γειτονιά που στάθηκε η αφετηρία της γνωριμίας τους.
Κι αν μας φαίνεται αρχικά λίγο αταίριαστη αυτή η σχέση, διαπιστώνουμε τελικά πως ναι, μπορεί να υπάρξει φιλία και μάλιστα δυνατή, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους τόσο διαφορετικής ηλικίας. Ο μικρός ρουφάει το απόσταγμα της γνώσης και της πείρας του μεγαλύτερου..ο μεγαλύτερος απολαμβάνει τη φρέσκια και έκπληκτη ματιά του μικρού μπροστά στον καινούργιο κόσμο που ανοίγεται μπροστά του , απολαμβάνει τις απορίες του , τα ερωτήματα που περιμένουν απάντηση.
          Όταν έρθει η ΄Ανοιξη και ενώ η σχέση τους γίνεται όλο και πιο δυνατή, οι δύο φίλοι θα συναντήσουν μία μυστηριώδη γυναίκα, την αρχετυπική φιγούρα της μάνας γης, της μάνας Φύσης η οποία περιτριγυρισμένη από πολύχρωμες πεταλούδες μιλάει για την εμπειρία της από τους ανθρώπους: «Άλλοι από εσάς με προστατεύουν, άλλοι αδιαφορούν για μένα κι άλλοι με εκμεταλλεύονται» ένας βαθύς αναστεναγμός αναστάτωσε τις πεταλούδες που πήραν να πετούν ολόγυρά της. «Ξέρω μερικούς» συνέχισε η Κυρά «που με θεωρούν κακιά κι εκδικητική, μα κι άλλους που λένε για μένα πως έχω μεγάλη καρδιά και όλα τα συγχωρώ..» κι οι πεταλούδες πήγαν και ακούμπησαν στο φουλάρι της και αυτό φιλοξένησε τα χρώματά τους πάνω στη λευκή του επιφάνεια»
Κάπως έτσι λοιπόν  η Κυρά Φύση θα αρχίσει να αφηγείται τις ιστορίες της, ιστορίες γεμάτες ευωδιές, ψιθύρους κι αρώματα: τη γέννηση της ΄Ανοιξης με τις πεταλούδες που κουβαλάνε τα όνειρα των παιδιών, την καλοκαιριάτικη ιστορία σε ένα ξερό και άνυδρο τοπίο, τη φθινοπωρινή ιστορία για ένα ξερό φύλλο, την ιστορία του χειμωνανθού, που έχει επάνω του την εικόνα και τη μνήμη της εποχής που μόλις έχει φύγει.  Και οι σελίδες αυτές με την ανάγλυφη παρουσίαση των τεσσάρων εποχών και των βαθιών αλλαγών που καθεμιά τους κρύβει, περιστοιχίζονται από τις υπέροχες ζωγραφιές της εικονογράφου.
Αλλά το ονειρικό ταξίδι δεν τελειώνει εδώ.  Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η περιπλάνηση των δύο φίλων γίνεται ακόμη πιο συναρπαστική καθώς ανακαλύπτουν ένα ερειπωμένο σπίτι και το χωράφι με τα 36  ξερά δέντρα, 36 αμυγδαλιές που δε λένε να ανθίσουν κι ας είναι άνοιξη.. 36 αμυγδαλιές ..θλιμμένες.. Α ναι..και μια κουτσή γκρίζα γάτα..
 Μανόλο και Μανολίτο θα ξετυλίξουν μαζί το νήμα του μυστηρίου. Σε αυτό τους βοηθούν ένας ..γερασμένος άγγελος,  μία δερμάτινη καφέ σάκα και ένα παλιό μπλε τετράδιο. Μαζί τους θα ανακαλύψουμε κι εμείς μια συγκινητική ιστορία αγάπης που ξανανθίζει πετυχαίνοντας τελικά το θαύμα.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου τόσο φρέσκου όσο κι ο αέρας ένα κρύο ηλιόλουστο πρωινό μέσα στο δάσος, είναι φανερό πως ο Μάνος-Μανόλο αυτοβιογραφείται καθώς συχνά πυκνά προβληματίζεται για την επίπονη διαδικασία της έμπνευσης, της γραφής, και της δημιουργίας: «Συγγραφέας είμαι. Κι αν δε γράφω ιστορίες αστυνομικές, δε σημαίνει πως δε μου αρέσει να κρατώ ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη μου. Και τον ονειρεύομαι να γυρίζει με λαχτάρα τις σελίδες μέχρις ότου του αποκαλύψω όχι ποιος ήταν ο κλέφτης ή ο δολοφόνος, αλλά αυτός που πολύ πόνεσε ή πολύ χάρηκε, αυτός που πολύ αγάπησε, λαχτάρησε, γέλασε. Αυτός που πολλά γνώρισε και ένιωσε..»
Επίσης δε μας κρύβει, νομίζω, καθόλου, την ανάγκη του, να επανακαθορίσει τη σχέση του με το παιδί. Ο Μανόλο-συγγραφέας παίρνει ενέργεια από τη νιότη του μικρού του φίλου Μανολίτο, πλάθοντας  εντέλει με απλά υλικά μια ιστορία μέσα από την οποία αλληλοσυμπληρώνονται -ακόμη και αντιστρέφοντας τους ρόλους- οι εκπρόσωποι δύο γενεών . «Εγώ, ο σοφός συγγραφέας που ισχυρίζεται πως τα πάντα γνωρίζει και όλα τα έχει δει… Εγώ λοιπόν, μπροστά σε αυτό το αγόρι γίνομαι συχνά ένα παιδί, και μάλιστα μικρότερο από εκείνον. Και τον ακολουθώ στα παιχνίδια που αυτός διαλέγει να παίξουμε. Παρατηρώ το τι θα πει, το τι θα κάνει. Το κάθε τι!» και σε ένα άλλο σημείο πάλι παρατηρεί: «αν και ενήλικας, αντί να προστατεύσω ένα παιδί, αφηνόμουνα να με παρασύρει η δική του διάθεση για περιπέτεια και δράση».
Τέλος, με το γνωστό του του ευρηματικό  όσο και γοητευτικό τρόπο ο Μ. Κοντολέων καταφέρνει να μας μεταδώσει το αισιόδοξο μήνυμα πως, «όπως η φύση ζει μέσα στον κυκλικό χρόνο, έτσι και οι ηλικίες των ανθρώπων από μικρό, σε μεγαλύτερο και από εκεί σε μεγάλο και ελεύθερο, ανανεώνουν την ίδια την ανθρώπινη φύση και δεν την αφήνουν να σβήσει και να χαθεί» επισημαίνει η Διαμάντη Αναγνωστοπούλου. «Γιατί ό, τι αγαπάμε πάντα έρχεται ξανά! Και πάντα ζει» είναι το μήνυμα του αγαπημένου μας συγγραφέα.
Αλλά νομίζω πως πολύ μίλησα και αρκετά πράγματα σας αποκάλυψα από τη μαγεία αυτού του βιβλίου του Μάνου Κοντολέων «Μανόλο Μανολίτο». Καιρός τώρα να το ζωντανέψουν τα ίδια τα παιδιά..

Eύη Ντινοπούλου,

καθηγήτρια φιλόλογος του Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας

9.12.14

«Ξεκίνησα να γράφω για να αμφισβητήσω τη λήθη»

Εφημερίδα Πελοπόννησος της Κυριακής
23 Νοεμβρίου 2014


Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη


O αυθορμητισμός και το ένστικτο τον ώθησαν στην περιπέτεια της γραφής. Έκτοτε κύλησαν τα χρόνια, ήρθαν βιβλία, περί τα εξήντα -για μικρούς και μεγάλους-, βραβεύσεις… Ο Μάνος Κοντολέων, την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου, παρουσίασε στο «Πολύεδρο» το νέο του μυθιστόρημα «Δυο φορές άνοιξη» (εκδ. Πατάκη). Για το ξεκίνημά του, το βιβλίο του και τα θέματα που θίγει μιλάει στην «ΠτΚ». Μοιράζεται τις απόψεις του για τον έρωτα, τις επιθυμίες, την πατρότητα. Τονίζει την ανάγκη για περισσότερη λογοτεχνία και τέχνη στη ζωή μας, αυτοέλεγχο στη χρήση του διαδικτύου, ενώ αρνείται να πιστέψει στο σκοτεινό μέλλον των νέων.



Από μικρός δημοσιεύατε κείμενά σας στη «Διάπλαση των Παίδων». Τι ώθησε το παιδί που ήσασταν να αποφασίσει ότι θα γίνει συγγραφέας;
Όλα ξεκίνησαν όταν ένα μικρό γατάκι που είχα πέθανε. Ηταν η πρώτη φορά που αισθανόμουνα το τι σημαίνει να χάνεις κάτι που αγαπάς και λογικό ήταν να συγκλονιστώ. Και κάτι αυθόρμητο με έκανε να καθίσω και να μεταφέρω πάνω στο χαρτί συναισθήματα και γεγονότα. Και πάλι κάτι αυθόρμητο με ώθησε να το στείλω αυτό το κείμενο για να δημοσιευθεί. Ολα έγιναν, όλα ξεκίνησαν χωρίς κάποιον προγραμματισμό. Αργότερα κατάλαβα σε τι με έσπρωχνε το ένστικτό μου να κάνω. Κι έτσι σήμερα λέω πως ξεκίνησα να γράφω για να αμφισβητήσω τη λήθη. Η Τέχνη πολεμά τον Θάνατο.

«Δυο φορές Ανοιξη» το νέο σας μυθιστόρημα. Ανθή, η ηρωίδα σας, στα 19 ερωτεύεται τον Δημήτρη -μετέπειτα σύζυγό της- και μια 12ετία αργότερα τον φωτογράφο Μανουήλ. Ο πρώτος έρωτας της δημιουργεί μια αίσθηση ότι εκεί έξω υπάρχει και κάτι άλλο που την περιμένει. Συμβαίνει και στη ζωή… Μήπως πρέπει να ακούμε προσεκτικότερα τα εσωτερικά μας «καμπανάκια»;
Να τα ακούμε… Μα πώς θα είμαστε σίγουροι πως μας λένε την αλήθεια; Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα κάτι αναφέρω για τις επιθυμίες… Να τις αφήνουμε να ανθίζουν, προτείνω.

Πράσινα μάτια κι οι δυο. Τρυφερό πράσινο σε απόχρωση ανοιξιάτικου φύλλου του άντρα της, «ίδιο με τη θάλασσα που υπόσχεται ταξίδια-παραδείσια νησιά, λησμονημένα ναυάγια» του Μανουήλ. Είναι αυτή η υπόσχεση του «συναρπαστικού»- που την έλκει και τη συγκρατεί συγχρόνως;
Συχνά όλους μας κάτι μας τραβά στο να ζήσουμε μια περιπέτεια και την ίδια στιγμή μια πιθανή εμπλοκή μας σε κάτι τέτοιο μας τρομάζει. Μας γοητεύει ότι δεν έχουμε κατακτήσει. Μα δεν είναι σίγουρο πως και πάντα θέλουμε να αφεθούμε σε μια τέτοια κατάκτηση.

Η ηρωίδα σας ερωτεύεται ούσα σύζυγος και μάνα. Κατά πόσο δικαιούται να ζήσει ένας άντρας ή μια γυναίκα έναν έρωτα που τον/την ολοκληρώνει, όντας γονιός;
Πάντα πίστευα πως είναι οι σύζυγοι που χωρίζουν και όχι οι γονείς. Οχι, δεν μπορώ να δεχτώ πως η ιδιότητα του γονιού μπορεί να γίνει καταπιεστική. Η ηρωίδα μου με την τελική της απόφαση καθόλου δεν οδηγεί τον εαυτό της σε μια φυλακή. Πράττει ελεύθερα. Παραμένει ο εαυτός της. Αλλά το να μένουμε αυτό που θέλουμε και να είμαστε δεν είναι πάντα γλυκό. Μα και το πικρό μια γεύση προσφέρει.

Ένα έτερο -κοινωνικό- θέμα που θίγετε, είναι η μεταμόσχευση οργάνου, όπως σημειώνετε. Τι σας έκανε να γράψετε γι' αυτό;
Αυτή η, ας πούμε, εμπλοκή στην εξέλιξη της υπόθεσης του έργου, μου έδωσε την ευκαιρία να προεκτείνω τους προβληματισμούς μου πέρα από τη γυναίκα-μάνα ηρωίδα μου και στους άντρες ήρωές μου και να τους βάλω μπροστά στη συνειδητοποίηση του ρόλου του άντρα-πατέρα.

Ελεύθερος σαν το πουλί ο ένας, παιδί ο άλλος -οι άντρες ήρωές σας- αρχικά, για να αποδειχθεί στη συνέχεια η δύναμη του «πατρικού φίλτρου» αμφοτέρων. Κατά πόσο αναγνωρίζεται από την ελληνική κοινωνία η σημασία της πατρότητας και των ευθυνών της και κατά πόσο αυτό επηρεάζει τον άντρα να συνειδητοποιεί τον ρόλο του ως πατέρα;
Ποτέ δε θέλησα να αποποιηθώ όχι μόνο τις ευθύνες της πατρότητας, αλλά και τις χαρές της, Ισως γιατί κάτι παρόμοιο είχε κάνει και ο δικός μου πατέρας. Αλλά αναγνωρίζω το γεγονός πως στην κοινωνία μας αυτός ο ρόλος αν και έχει «αναβαθμισθεί» τόσο από τους ίδιους τους άντρες όσο και από τις συντρόφους τους, ακόμα παραμένει στο επίπεδο του δεύτερου... βιολιού. Ή αν θέλετε να το εκφράσω διαφορετικά, ακόμα τα περισσότερα ζευγάρια προτιμούν να παίζουν με πατροπαράδοτο τρόπο τους γονείς. Εκείνη για το σπίτι, αυτός για την αγορά. Αλλάζουν, βέβαια, οι συνθήκες... Μα αλλάζουν κάπως αργά και σίγουρα επιφανειακά.


Πάμε στα παιδιά. Έχετε γράψει γι' αυτά περί τα 35 βιβλία. Από τις επισκέψεις σας στα σχολεία, ποιες οι εντυπώσεις σας από τους μαθητές αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα σε σχέση με το βιβλίο;
Είναι βέβαιο -το δείχνει η αύξηση των νέων τίτλων που εκδίδονται- πως το παιδικό βιβλίο έχει βρει τον τρόπο να εισχωρεί στην καθημερινότητα των οικογενειών και της σχολικής ζωής. Μα τα παιδιά μας αντιδρούν όπως αντιδρούμε κι εμείς οι μεγάλοι. Αν εμείς καταναλώνουμε τη λογοτεχνία, το ίδιο θα κάνουν κι αυτά. Τώρα για το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είμαι ο ειδικός για να μιλήσω. Συγγραφέας είμαι κι όχι εκπαιδευτικός. Εκείνο, πάντως, που μπορώ να πω είναι πως θα ήθελα η τέχνη γενικότερα και η λογοτεχνία πιο συγκεκριμένα να είχαν ένα πιο δυναμικό παρών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αλλά και μέσα σε όλες τις άλλες κοινωνικές μας δραστηριότητες.


Από το 1979, που εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο, μέχρι σήμερα, έχετε εντοπίσει αλλαγές στο αναγνωστικό κοινό ως προς τα διαβάσματά του;
Κάθε εποχή έχει το δικό της προφίλ σε όλες τις εκφράσεις της καθημερινότητας όσων τη ζούνε. Μα, παράλληλα, μοιάζει σε πολλά και με τις προηγούμενες περιόδους. Οι συγγραφείς πάντα μιλάμε για τα ίδια θέματα, φωτίζοντάς τα άλλοτε διαφορετικά κι άλλοτε παρόμοια με τον τρόπο που τα φώτιζαν οι παλαιότεροι λογοτέχνες. Και το αναγνωστικό κοινό άλλοτε τη νέα συγγραφική ματιά την αποδέχεται κι άλλοτε την αμφισβητεί. Ζούμε σε μια εποχή κατανάλωσης… Λογικό δεν είναι τα μυθιστορήματα που προσφέρονται προς γρήγορη κατανάλωση να έχουν και τη μεγαλύτερη αποδοχή από τους περισσότερους; Μα κάτι τέτοιο δεν μπορώ να πω πως με ενθουσιάζει.

Στην εποχή μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν σημαντική θέση στη ζωή ενηλίκων και ανηλίκων. Η άποψή σας για την ανάγκη επικοινωνίας αυτού του είδους;
Την ώρα που τόσες πληροφορίες σχετικά με θέματα άλλοτε σημαντικά κι άλλοτε απλά φτάνουν στον καθένα από εμάς, την ίδια ώρα ο καθένας μας ζει με ένα τρόπο που ολοένα και περισσότερο τον κρατά μακριά από τους άλλους. Αλλά οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να μοιραζόμαστε με τους άλλους σκέψεις και συναισθήματα. Νομίζω πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτή την ανάγκη μας καλύπτουν. Αλλά πολύ συχνά το μέσο μετατρέπεται σε σκοπό. Αυτοέλεγχος, λοιπόν. Και ας καταλάβουμε πως το διαδίκτυο έχει πια μπει μέσα στη ζωή μας και ακόμα περισσότερο στη ζωή των παιδιών μας. Οχι να το αγνοούμε ή να το πολεμούμε. Μα να το ελέγχουμε και να το εξανθρωπίζουμε.

Η ιστορία του βιβλίου σας διανύει ένα διάστημα (1986-2012) από τα «πάνω» στα «κάτω» της Ελλάδας. Τα «δείγματα» που βλέπετε σήμερα, σας κάνουν αισιόδοξο ή όχι για τη μελλοντική μας πορεία;
Σε προσωπικό επίπεδο… Δεν σας κρύβω πως φοβάμαι. Αλλά από την άλλη, σκέφτομαι τους γονείς μου που ζήσανε μια προσφυγιά, έναν πόλεμο, μια κατοχή, έναν εμφύλιο… Και μετά στρέφω το βλέμμα στα παιδιά μου, στον εγγονό μου… Δεν μπορώ να πιστέψω πως το μέλλον τους θα είναι τόσο σκοτεινό. Τελικά η ανθρωπότητα έχει κάνει πολλές κατακτήσεις. Δεν γίνεται να πεταχτούν όλες τους στο όνομα μιας ιδεολογίας που βασίζεται μόνο στην οικονομία.

Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτή την εποχή;
Έχω τελειώσει ένα ακόμα μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει μέσα στην ερχόμενη άνοιξη. Θέμα του… Όχι, δε θα το αποκαλύψω. Όπως δεν θα σας φανερώσω τίποτε και για το τι είναι αυτό που μόλις πριν από λίγες μέρες έχω ξεκινήσει. Έτσι κι αλλιώς, μου αρέσει να ψάχνω νέες καταστάσεις και νέες τεχνικές. Και να ξαφνιάζω… Ελπίζω ευχάριστα.

Ερωτας, επιθυμίες, πολλαπλές ευκαιρίες
Σε όλα σας τα βιβλία πρωταγωνιστεί ο έρωτας. Τι σημαίνει, αλήθεια, για εσάς;
Μα Έρωτας για μένα σημαίνει Ζωή. Πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα, όλοι μας είμαστε ερωτευμένοι με την ίδια τη ζωή μας. Παθιασμένοι, θα έλεγα. Οποιοι δεν αισθάνονται έτσι, ίσως να αναπνέουν, αλλά στην ουσία είναι νεκροί.

«Επιθυμίες -κι αυτές που αργοσβήνουνε κι αυτές που ζητάνε να ανθοφορήσουν». Από τη μια η ικανοποίηση που δίνουν, από την άλλη ο φόβος υποταγής σ' αυτές. Εσείς πώς «λειτουργείτε» με τις επιθυμίες σας;
Λοιπόν… Ναι, δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τώρα, αλλά έτσι πρέπει να είναι. Τις περισσότερες από τις επιθυμίες μου κατάφερα να τις δω να ανθίζουν. Αλλά μήπως πάλι -τώρα το σκέφτομαι κι αυτό- επέλεξα επιθυμίες που δεν ήταν και τόσο απαιτητικές;

Δεύτερη άνοιξη, δεύτερη ευκαιρία. Πιστεύετε στις δεύτερες ευκαιρίες;
Μόνο στις δεύτερες;… Σε πολλαπλές ευκαιρίες πρέπει κανείς να πιστεύει. Ή, αν θέλετε, να πιστεύει πως πάντα θα υπάρχει μια διέξοδος. Ακόμα… Και οι βάρβαροι μπορεί να είναι μια λύση (έτσι για να θυμηθώ τον Καβάφη).

Είστε κάτοχος δύο κρατικών βραβείων. Τι σημαίνουν για εσάς και ποια άλλα «δώρα» σάς έχει χαρίσει η πολύχρονη ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
Κάθε βραβείο είναι μια χαρά. Μια αναγνώριση. Αλλά μπορεί αυτό που εσένα χαροποιεί και ικανοποιεί, έναν άλλο να πληγώνει και να απογοητεύει. Γι' αυτό ας σταθούμε πολύ απόμακρα από την όποια βράβευση. Και αν κάτι πρέπει να τονίσουμε είναι η χαρά της δημιουργίας και της επαφής. Η πρώτη έχει να κάνει με τον ίδιο τον συγγραφέα και μόνο. Η δεύτερη συνδέει τον συγγραφέα με τον αναγνώστη του. Και οι δυο είναι μοναδικές και μη διαπλεκόμενες.

Συμφωνείτε με την Μπλανς Ντυμπουά, δηλώνοντας «δεν θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω!» εξ ου και προσθέτετε «δεν γράφω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια». Η μαγεία είναι συνυφασμένη με τη ζωή ενός συγγραφέα;
Η ζωή ενός συγγραφέα για τον ίδιο μπορεί να είναι σχιζοφρενική. Από τη μια η δική του καθημερινότητα και από την άλλη η καθημερινότητα των ηρώων του. Ζει και στις δυο αυτές συνθήκες. Και κάτι τέτοιο μπορεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Οπότε ο συγγραφέας αναζητά τον τρόπο να συνδυάσει την αλήθεια με τη φαντασία. Και μέσα σε αυτόν τον τόσο προσωπικό του κόσμο, τοποθετεί δίπλα στους ήρωές του και πρόσωπα της πραγματικής του ζωής. Κι έτσι για τους δικούς του μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που από τη μια τους στηρίζει και από την άλλη τους καταπιέζει. Μα την ίδια τη στιγμή είναι και οι δικοί του που από την μια τον καταπιέζουν κι από την άλλη τον στηρίζουν.

http://www.pelop.gr/?page=article&DocID=210454&srv=26

Ένα βιβλίο είναι ένα ερωτικό σώμα, που περιμένει να το ερωτευτούν...

Καλαμάτα, Βιβλιόπολις, 8-12-2014



Είχα την τύχη να συναντήσω για πρώτη φορά τον Μάνο Κοντολέων πριν μερικά χρόνια, όταν τον είχαμε καλέσει να μιλήσει στα παιδιά της Λέσχης Ανάγνωσης του 2ου Γυμνασίου. Αυτή ήταν η πρώτη άνοιξη, του 2011. Τον περασμένο Απρίλιο, ξανασυναντηθήκαμε πάλι στο σχολείο μου με άλλα παιδιά βέβαια αυτή τη φορά και με άλλο διδακτικό στόχο. Αυτή ήταν η δεύτερη άνοιξη, του 2014. Ελπίζω ότι δεν προδίδω τις προσδοκίες του αρχίζοντας με αυτό το μικρό λογοπαίγνιο. Μας ζήτησε ο συγγραφέας να πούμε τις σκέψεις μας πάνω στο βιβλίο του, και είναι μεγάλη η τιμή αυτή, αλλά θα κάνω μια μικρή παρασπονδία και θα πω τις σκέψεις που μου γέννησε αυτό το βιβλίο.
Ας πούμε ότι ένα βιβλίο είναι ένα ερωτικό σώμα, που περιμένει να το ερωτευτούν. Και ο αναγνώστης είναι ο εραστής που επιθυμεί να κάνει δικό του αυτό το σώμα. Σαν τον Δημήτρη που «δεν άφησε τα μπράτσα της να καλύψουν ό,τι αυτός ήθελε να απολαύσει», έτσι επιτίθεται ο αναγνώστης στο βιβλίο. Σαν την Ανθή που «ανασήκωσε την πλάτη από το χαλί και ζήτησε να δει, να οσμιστεί, να αγγίξει». Ένας πόλεμος ερωτικός διεξάγεται μεταξύ αναγνώστη και αναγνώσματος, όπου αναζητείς το νόημα κι αυτό συνέχεια σου ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια. Μέχρι που φτάνεις στο σημείο όπου αντιλαμβάνεσαι ότι το νόημα δεν θα στο προσφέρει το βιβλίο. Εσύ πρέπει να του το προσφέρεις. Εσύ πρέπει να μπεις μέσα στον κόσμο του, με σεβασμό.
Η Ανθή είναι μερικά χρόνια νεότερή μου, αλλά η διαφορά δεν είναι σπουδαία. Εγώ και η Ανθή ζήσαμε τις ίδιες εποχές, τα ίδια τραγούδια, την ίδια ιστορία, την ίδια Ελλάδα. Μαζί παρακολουθήσαμε τους πρωθυπουργούς να διαδέχονται ο ένας τον άλλον, τους Ολυμπιακούς του 2004 να αλλάζουν την Αθήνα, τη μόδα των ινδικών επίπλων, τη σημερινή κρίση. Θα μπορούσε να είναι η φίλη της φίλης ενός φίλου μου. Και όμως δεν ξέρω αν είδαμε όλη αυτήν την ιστορία με τον ίδιο τρόπο. Για την ακρίβεια, καθόλου δεν ξέρω πώς είδε αυτή την ιστορία η Ανθή. Ποιες είναι οι πολιτικές της πεποιθήσεις; Αν έχει. Η πεθερά της πάντως είχε.
Η Ανθή είναι περίπου συνομήλική μου, αλλά είναι μια γυναίκα της γενιάς μου; Θυμάμαι συμφοιτήτριές μου που γέννησαν το πρώτο τους παιδί πριν πάρουν πτυχίο, αλλά το πτυχίο το πήραν. Ξέρω κοπέλες που μικροπαντρεύτηκαν, αλλά δούλεψαν επίσης από μικρές. Δεν ξέρω γιατί η Ανθή άργησε τόσο πολύ να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Η μάνα της αναλόγως ήταν πολύ πιο δυνατή. Τότε που έπρεπε, εκείνη διάλεξε τη ζωή της• στο βαθμό που το μπορούσε. Η κόρη πήρε τη ζωή της μάνας της και τη συνέχισε• όπως κληρονόμησε και το όνειρό της.
Μου αρέσει που η Ανθή είναι σιωπηλή. Αυτή η σιωπή προκύπτει από μια ποιότητα εσωτερική. Σκέφτεται διαρκώς, η μέσα της φωνή είναι πολύ δυνατή τώρα που χάρη στον συγγραφέα την ακούσαμε. Με εξοργίζει που η Ανθή είναι σιωπηλή. Αυτή η σιωπή είναι αδυναμία. Η Ανθή πολέμησε σκληρά και με αξιοπρέπεια με τον εαυτό της και με την αδυναμία της.
Τελικά, όλοι ζούμε τη ζωή μας μέσα από τις ζωές των άλλων; Η Ανθή πέρασε 40 χρόνια περίπου αναζητώντας το νόημα ενός οράματος που δεν της ανήκε. Λες και ανομολόγητα είχε πειστεί ότι το ανθρώπινο ον καθορίζεται μεταφυσικά από μυστηριώδη πεδία υπερφυσικών δυνάμεων. Υποψιάζομαι όμως ότι στο τέλος, όταν πια παίρνει τον πράσινο μαρκαδόρο για να γράψει τις ημερομηνίες πάνω στα άλμπουμ με τις φωτογραφίες, αποφασίζει να κλείσει τον κύκλο δίνοντας η ίδια νόημα στη μυστηριώδη ρήση• έχει πια αποφασίσει ότι το ανθρώπινο ον καθορίζεται μεταφυσικά από τις επιλογές του και μόνο.


Σταύρος Αράπογλου, φιλόλογος του 2ου Γυμνασίου Καλαμάτας