Τους ήχους που κάνανε τα φύλλα όταν αναπνέανε και τα λουλούδια όταν ανασαίναν, τους είχε ακούσει από τότε που ήταν παιδί και περπατούσε στους κήπους. Αλλά δεν το είπε ,μήτε στους δικούς του, μήτε και στους φίλους του. Το κράτησε μέσα του –πολύτιμο μυστικό που το μοιραζότανε μόνο με τον εαυτό του.
Μετά –όταν πια μεγάλωσε- μαζί με αυτούς τους ήχους, άκουγε και τα ψιθυρίσματα της πέτρας που πλενότανε από τη βροχή και τους αναστεναγμούς του χώματος καθώς από την κάψα του ήλιου πέρναγε στη δροσιά του φεγγαρόφωτου.
Και μια μέρα, όλοι αυτοί οι ήχοι ενωθήκανε και γίνανε τραγούδι, τραγούδια, μελωδίες. Και δίχως να μπορεί πια ο ίδιος να κρυφτεί από τους δικούς του και τους φίλους του –δίχως να μπορεί, μα δίχως και να το θέλει- άρχισε να μουρμουρίζει το ρυθμό, τους ρυθμούς, τις μελωδίες.
Έτσι το πρόσεξαν και οι άλλοι. Και τον ρωτήσανε από πού ακούει τα τραγούδια αυτά και δεν τον πιστέψανε όταν τους είπε πως του τα μαθαίνουνε τα φύλλα, τα λουλούδια, η πέτρα και το χώμα. «Γιατί», τον ρωτούσανε, «μόνο εσύ τα ακούς όλα αυτά; Κι εμείς τα βλέπουμε, τα μυρίζουμε, κι εμείς τα αγγίζουμε… Γιατί, λοιπόν, κι εμείς να μην τα ακούμε;»
Αυτός ανασήκωνε τους ώμους του. «Δεν ξέρω!» τους απαντούσε. Και στ΄ αλήθεια δεν το ήξερε. «Αλλά τι σας νοιάζει αν δεν τα ακούτε. Τα τραγουδώ εγώ για σας! Δεν σας φτάνει;», τους απάντησε. Όχι, δεν τους έφτανε. Αυτά που ακούγανε να βγαίνουν από το στόμα του, ήταν όμορφα, αλλά πιο όμορφη, πιο μαγική ήταν η έκφραση που ζωγραφιζότανε στο πρόσωπό του. Αυτό που ο ίδιος άκουγε θάταν κάτι το θεϊκό –έτσι σκεφτόντουσαν οι άλλοι. Και θέλανε το ίδιο άκουσμα να χαϊδέψει και τα δικά τους τα αυτιά. Κι αφού κάτι τέτοιο δε γινότανε, αποφάσισαν να τον αγνοήσουν.
Έφυγε, λοιπόν, αυτός και πήγε στα δάση, στις λίμνες και στα βουνά. Με τρυφερά κοτσάνια καστανιάς, με υγρά πέταλα λευκού νούφαρου, με στρογγυλεμένες από τα νεροβρόχια πέτρες –με τέτοια κι άλλα παρόμοια υλικά έφτιαξε ένα Όργανο. Και το άφησε μια νύχτα και μια μέρα κάτω από τη σκιά ενός βράχου. Και έτσι μέσα στο Όργανο πήγαν και χωθήκαν πυγολαμπίδες και το στολίσανε. Και την επόμενη νύχτα και την μέρα την επόμενη το ακούμπησε σε μια λακκούβα στολισμένη με ανεμώνες του βουνού και χαμομήλια του κάμπου. Κι έτσι μέσα στο Όργανο μπήκανε πεταλουδίτσες και το χρωματίσανε.
Και την τρίτη νύχτα αυτός το πήρε και το έκανε προσκεφάλι του και ήταν εκείνη τη νύχτα που μέσα στο Όργανο πήγαν και κρύφτηκαν τα πιο όμορφα όνειρά του -το φιλί που σαν παιδάκι πήρε, το χάδι που λαχτάραγε, μεγάλος πια, να δώσει. Κι όταν ξημέρωσε, μέσα στην αγκαλιά του το κράτησε και διάλεξε βρύα από τη λίμνη και έτσι υγρά όπως ήταν τα άπλωσε, τα λέπτυνε, τα έκανε χορδές που τις στερέωσε πάνω στο Όργανο και τις κούρδισε ακούγοντας τους κτύπους της καρδιά του.
Λοιπόν, με το Όργανο στα χέρια του, πήγε και βρήκε όσους θέλανε να ακούσουν τη μελωδία που μόνο αυτός άκουγε. Και τους είπε «Να, τώρα δε σας τραγουδά το στόμα μου, αλλά το Όργανο που φτιάχτηκε από αυτά που λένε σε μένα τη μουσική τους». Μαζεύτηκαν γύρω του πολλοί και άκουσαν, αλλά και πάλι δεν πιστέψανε πως το τραγούδι δεν ήταν από τον ίδιο παιγμένο. «Δώσε και σε μας το Όργανο και θα δεις πως κι εμείς την ίδια μουσική θα παίξουμε». Κι αυτός τους έδωσε το Όργανο, αλλά στα χέρια των άλλων παρέμενε βουβό.
Και τότε όλοι θυμώσανε μαζί του. Και του είπαν πως κάτι άλλο συμβαίνει που τους το κρατά κρυφό. Και έτσι τον αφήσανε μοναχό κι αγνόησαν και πάλι τους ρυθμούς που αυτός τους χάριζε για να συντροφεύουν τις μέρες τους. Μα όταν οι άνθρωποι φύγανε, τον πλησιάσανε τα ζώα. Αυτά δεν του ζητούσαν να τους μάθει το μυστικό που δεν υπήρχε. Καθόντουσαν γύρω του και δεχόντουσαν το δώρο που τους χάιδευε τα αυτιά και έφτανε μέχρι βαθιά μέσα στα σπλάχνα τους.
Ναι, με τη συντροφιά των ζώων, πια, έμεινε. Με αυτά τριγύριζε και για αυτά και μόνο λες κι είχε φτιάξει το Όργανό του. Αλλά όσο κι αν γλυκά τον έγλυφε η γλώσσα της αρκούδας, όσο κι αν απαλά τον δρόσιζε η φτερούγα του χελιδονιού, όσο κι αν ευχάριστα τον ανατρίχιαζε το τρίψιμο στο πόδι του της γάτας, αυτός έμενε μελαγχολικός. Γιατί ήταν άνθρωπος και ήθελε ότι πιο πολύτιμο δικό του να το μοιραστεί με άλλους ανθρώπους.
Όταν, λοιπόν, μελαγχολούσε, μελαγχολική γινότανε κι η μουσική του και μελαγχολικά σύννεφα καλύπτανε τον ουρανό και μελαγχολική βροχούλα δρόσιζε τους κήπους και μέσα στα σπίτια οι άνθρωποι μαζευόντουσαν και χαίρονταν τις φλόγες στο τζάκι και ψήνανε κάστανα και μετά κάτω από τα σεντόνια τους βρισκόντουσαν και ο ήχος της βροχής στις στέγες τους νανούριζε γλυκά. Μα δεν ξέρανε, δεν φανταζόντουσαν πως αυτός και το όργανό του ήταν που τους χάριζαν τον γλυκό τους ύπνο.
Αλλά δεν ήταν πάντα ο ίδιος έτσι θλιμμένος. Ήταν φορές που τα παιχνίδια των ζώων και τα πεταρίσματα των πουλιών και τα ζουζουνίσματα των εντόμων, τον κάνανε να χαίρεται και τότε μέσα από το Όργανο έβγαιναν χαρούμενες νότες και τότε ο ήλιος ταξίδευε ολόχρυσος από την ανατολή στη δύση και οι άνθρωποι τέτοιες λιόλουστες μέρες, βγαίνανε από τα σπίτια τους και τρέχανε στις παραλίες και στα πάρκα και χορεύανε και παίζανε και μετά κουρασμένοι, καθώς νύχτωνε, γυρνούσαν στα σπίτια τους και κοιμόντουσαν και βλέπανε όνειρα πολύχρωμα σαν τα λουλούδια που είχαν μαζέψει. Μα δεν ξέρανε, δεν φανταζόντουσαν πως αυτός και το όργανό του ήταν που τους χάριζαν τον πολύχρωμο ύπνο τους.
Αλλά, αυτός πάντα μόνος. Και ήρθε η ώρα που η μοναξιά τον πλήγωσε βαθιά. Σε μια ακρογιαλιά είχε βρεθεί κι εκεί στα βότσαλα είχε καθίσει και μπροστά του η θάλασσα, πίσω του τα δέντρα, πιο πίσω τα βουνά. Και βράδιασε και τα ζώα που τον συντροφεύανε βρήκαν φωλιές και κούρνιασαν κι αυτός μόνος πάνω στα βότσαλα και στα πόδια του να σβήνει το κύμα. Και ήταν τόση η πίκρα του που πήρε το όργανό του κι άρχισε να παίζει τη μουσική που τούτη τη φορά δεν έβγαινε από τα δέντρα, τα νερά, τις πέτρες και το χώμα, αλλά από την ίδια του την καρδιά και μόνο. Και από τα μάτια του στάξανε δάκρυα που πέσαν δίπλα στα βότσαλα και γίνανε αμέσως μικρές, λευκές, ολοστρόγγυλες πετρούλες. Κι ήταν ότι κάλυψε τη φύση όλη, όχι μόνο η πιο θλιμμένη μουσική που είχε ακουστεί, αλλά και η πιο μαγική. Τόσο μαγική που μπροστά του συνέβηκε το θαύμα…
Το φεγγάρι έγινε τόσο φωτεινό όσο ο ήλιος. Η θάλασσα τόσο τρυφερή όσο το νερό μιας πηγής. Τα βότσαλα τόσο λεία που θύμισαν χάδι… Και μετά το φεγγάρι πήρε τη μορφή μιας γυναίκας και του χαμογέλασε και του άπλωσε τα διάφανα χέρια της και «Έλα, μαζί μου!» τον προσκάλεσε κι αυτός άφησε πάνω στα βότσαλα το Όργανο και τα δικά του χέρια μπλεχτήκανε με τα δικά της και καθώς αυτή τον τράβαγε προς τα ουράνια, «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε και χάρηκε που άκουσε σα μουσική και σαν τραγουδάκι εκείνη να το προφέρει το όνομά της –«Σελήνη!... Σελήνη!... Σελήνη!»
Περάσαν μέρες. Μέρες δίχως γλυκές βροχές και δίχως τρυφερές λιακάδες. Κι άνθρωποι δεν κοιμόντουσαν πια με συντροφιά όνειρα γλυκά και πολύχρωμα. Και πιάσανε να λένε τι τάχα να είχε συμβεί και κάποιος είπε, σκέφτηκε πως ίσως κάτι όλα αυτά να είχανε να κάνουν με εκείνον που έπαιζε τη μουσική που αυτοί δεν μπορούσαν να παίξουν. Και τότε ξεκίνησαν να τον βρούνε.
Στην παραλία τους οδήγησαν τα ζώα και τα πουλιά. Κι όταν φτάσανε είδαν το Όργανο να το χαϊδεύει το κύμα και να το μουλιάζει. Άχρηστο για όλους πια. Μα δίπλα του, όσοι σκύψανε, είδαν κάτι πετρούλες λευκές, ολοστρόγγυλες που μόλις τις αγγίξανε αισθάνθηκαν κάτι από όσα αισθάνονταν όταν βλέπανε τα όνειρά τους τα χαμένα. Και τις κράτησαν τις πετρούλες μέσα στις παλάμες τους, τις χώσανε στις τσέπες του, τις κρέμασαν στο λαιμό τους, στολίσανε μ΄ αυτές τα δάχτυλά τους . Και τις είπανε μαργαριτάρια.
(προδημοσίευση)