22.3.18

Γιατί να διαβάζουμε -και να ξαναγράφουμε- τους κλασικούς









του Δημήτρη Κόκκινου, ΕΔΙΠ Παιδαγωγικού Τμήματος Παν/μίου Αιγαίου 

Αφού συγχαρώ το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών για την αποψινή εκδήλωση και ευχαριστήσω τα μέλη του για την ευγενική τους πρόκληση, θα ξεκινήσω, χωρίς περιστροφές, από μια διαπίστωση: είναι μια ευτυχής συγκυρία για το χώρο του παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα όταν συγγραφείς όπως ο Μάνος Κοντολέων και εικονογράφοι όπως ο Βαγγέλης Παυλίδης συναντιούνται δημιουργικά με αφορμή κάποιο έργο. Κι απόψε έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε δυο τέτοια έργα. Για την ακρίβεια τις διασκευές δυο βιβλίων που συνιστούν την επιτομή του κλασικού στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Του Δον Κιχώτη και του Γαργαντούα.
Ο Ίταλο Καλβίνο στο γνωστό του δοκίμιο: «Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς» παίζει -όπως συνήθιζε- με τη γραφή παραθέτοντας και σχολιάζοντας κάποιους ορισμούς του κλασικού στη λογοτεχνία. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρει: «κλασικά είναι εκείνα τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια μας κουβαλώντας τα ίχνη των αναγνώσεων που έχουν προηγηθεί της δικής μας και σέρνουν πίσω τους τα ίχνη που άφησαν στην κουλτούρα ή στις κουλτούρες που διέτρεξαν». Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι υπάρχουν επιμέρους διαφοροποιήσεις στην αίσθηση του κλασικού, ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο. Ωστόσο, καθοριστικά κριτήρια παραμένουν η καταξίωση και η επιδραστικότητα ενός κειμένου στο αναγνωστικό κοινό μέσα στον χρόνο, η διάδοση του σε διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς και οι εξωκειμενικές διαστάσεις που προσλαμβάνει. Κοντολογίς, κλασικό είναι ένα κείμενο που γονιμοποιεί ως ιδέα, ως αναφορά, ως απόσπασμα ή ως σχόλιο μεταγενέστερα κείμενα καθώς και άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις όπως για παράδειγμα το θέατρο, τον κινηματογράφο, τον χορό ή ακόμη και την pop κουλτούρα. Ένα κλασικό βιβλίο συνομιλεί αδιάκοπα μέσω των αναγνωστών του με όσα κείμενα προηγήθηκαν και με όσα θα το ακολουθήσουν. Αυτή την ώσμωση στη θεωρία της λογοτεχνίας την ονομάζουμε διακειμενικότητα. Πέρα όμως από αυτήν την αλληλεπίδραση, διαπερνώντας τα στεγανά που θέλουν την τέχνη ως μια αποστειρωμένη πνευματική λειτουργία για λίγους εκλεκτούς, τα κείμενα, με τους χαρακτήρες, τις ιστορίες και τις ιδέες τους επηρεάζουν όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής και της έκφρασης του ανθρώπου.  
Τα παραπάνω ισχύουν και για τα δυο βιβλία που επέλεξε να διασκευάσει ο Μάνος Κοντολέων. Πιο συγκεκριμένα, ο Δον Κιχώτης θεωρείται, όπως τονίζει ο θεωρητικός Χάρολντ Μπλουμ, η απαρχή της τέχνης του μυθιστορήματος στην ιστορία της λογοτεχνίας. Και οι περιπέτειες του Ιππότη της Ελεεινής Μορφής από τη Μάντσα, εδώ και τετρακόσια και πλέον χρόνια, έχουν επηρεάσει όσο ελάχιστα κείμενα τη σκέψη και το έργο μεταγενεστέρων στοχαστών. Αναφέρουμε επιγραμματικά ανάμεσά τους: τον Ουγκώ, τον Φλωμπέρ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Φρόυντ, τον Κάφκα και τον Μπόρχες.  
Στην γλώσσα μας η εμφάνιση του Δον Κιχώτη γίνεται με σημαντική καθυστέρηση, εξελίσσεται με αργό ρυθμό και είναι διαμεσολαβημένη. Η πρώτη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά προέρχεται από κύκλους λογίων Φαναριωτών  στην περιοχή της Μολδοβλαχίας,  γύρω στο 1730, είναι σε αποσπασματική και χειρόγραφη μορφή, ενώ δεν βασίζεται στο ισπανικό πρωτότυπο αλλά σε ιταλική μετάφραση[1]. Ακολουθεί το 1852 η πρώτη έντυπη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά που τυπώνεται σε τυπογραφείο της Σμύρνης και στηρίζεται αυτή τη φορά σε μια γαλλική διασκευή του κειμένου[2]. Λίγα χρόνια μετά, το 1860 εκδίδεται στην Αθήνα η πρώτη ελληνική διασκευή από άγνωστους δημιουργούς. Υπάγεται στη σειρά «Βιβλιοθήκη των παίδων», γεγονός που συνδέει για πρώτη φορά το έργο με το χώρο των παιδικών αναγνωσμάτων. Ακολουθούν οι δυο μεταφράσεις που γνώρισαν στους Έλληνες τον Δον Κιχώτη. Εκείνη του Σκυλίσση το 1864, βασισμένη πάλι σε γαλλική διασκευή, ενώ το 1921, για πρώτη φορά από το ισπανικό πρωτότυπο, κυκλοφορεί η αυθεντική μετάφραση του Καρθαίου, η οποία κυριάρχησε στις προθήκες των ελληνικών βιβλιοπωλείων κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Η Αλεξάνδρα Σαμουήλ στην εξαιρετική μελέτη της με τίτλο «Ιδαλγός της Ιδέας» μελετά με μεγάλη εμβρίθεια την περιπλάνηση του βιβλίου του Θερβάντες στην ελληνική λογοτεχνία και τις μεταφραστικές του περιπέτειες. Από τα στοιχεία που συνήγαγε προκύπτει ότι μετά τον Καρθαίο έχουμε έξι μεταφραστές[3] που ανέλαβαν το εγχείρημα να αποδώσουν τα δύο βιβλία είτε μέρος αυτών στα ελληνικά. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο έχουμε τουλάχιστον δεκαοκτώ παιδικές διασκευές του. Με σημαντικότερες αυτες του Γρηγορίου Ξενόπουλου (1912),  του Κώστα Βάρναλη (1956), της Γεωργίας Δεληγιάννη-Αναστασιάδη (1968), της Μαρίας Αγγελίδου (2003), της Αγαθής Δημητρούκα (2005) και φυσικά του Μάνου Κοντολέοντος (2017) που παρουσιάζουμε απόψε. Πέρα από τον εντυπωσιακό αριθμό των παιδικών διασκευών που επιβεβαιώνουν τον κλασικό χαρακτήρα του έργου, μια δεύτερη διαπίστωση που μπορεί να κάνει κάποιος, είναι η διεισδυτικότητα που παρουσιάζουν τα κείμενα αυτά στον χώρο του παιδικού βιβλίου, πολλές φορές προτού καν ακόμη μεταφραστεί αυτούσιο το πρωτότυπο κείμενο.
Με ανάλογη λογοτεχνική βαρύτητα, τα βιβλία του Ραμπελαί και ιδιαίτερα τα δυο πρώτα ο Πανταγκριέλ και ο Γαργαντούας δημιούργησαν μεγάλη αίσθηση (και τις συνακόλουθες αντιδράσεις) ήδη από τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας τους καλλιεργώντας με ανατρεπτικό πνεύμα τις αξίες της Αναγέννησης και του Ανθρωπισμού. Πολλοί ήταν οι δημιουργοί που επηρεάστηκαν από το έργο του μεταξύ των οποίων ο Βολταίρος, ο Ντιντερό, ο Λώρενς Στερν, και ο Μπαλζακ. Και όπως συνέβη και με τον Δον Κιχώτη, η ζωή των αφηγηματικών ηρώων  του Φρανσουά Ραμπελαί μεταλαμπαδεύτηκε στους χώρους του θεάτρου, της όπερας, της μουσικής, του κινηματογράφου και των εικαστικών τεχνών. Ενώ η πραγματεία με τον τίτλο «Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του» που έγραψε για το έργο του ο Ρώσος θεωρητικός Μιχαήλ Μπαχτίν -και που μόλις πρόσφατα αποδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά- αποτελεί ένα από τα κείμενα που καθόρισαν τη θεωρητική σκέψη του 20ου αιώνα μέσα από την ανάλυση του περίφημου καρναβαλικού πνεύματος που υπονομεύει και ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη, το φόβο και τη σοβαροφάνεια.   
Όπως φαίνεται και από διάφορες μελέτες[4], σχετικά με τα παιδικά αναγνώσματα στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, το έργο του Ραμπελαί στη χώρα μας το τυλίγε για αιώνες ένα μεγάλο πέπλο σιωπής. Η πρώτη διστακτική απόπειρα μετάφρασης κάποιων αποσπασμάτων από το πρωτότυπο γίνεται το 1950 από τον Σπ. Σκιαδαρέση. Ωστόσο το πλήρες κείμενο του Γαργαντούα αποδόθηκε για πρώτη φορά ολόκληρο στη γλώσσα μας από τον Φίλιππο Δρακονταειδή μέσα από έναν μεταφραστικό άθλο το 1988[5], δηλαδή με καθυστέρηση περίπου 450 χρόνων. Πως εξηγείται όμως αυτή η μακραίωνη σιωπή;
Κατά τη Σεσιλ Ιγγλέση Μαργέλου βασίζεται σε δυο κυρίως στοιχεία: Το πρώτο σχετίζεται με τη γλώσσα, με το δυσνόητο και δυσμετάφραστο λογοτεχνικό ιδίωμα του Ραμπελαί που αναμειγνύει τη λόγια και τη δημοτική γλώσσα της εποχής του με στοιχεία από «ντοπιολαλιές, επαγγελματικά ιδιόλεκτα, λογοπαίγνια, νεολογισμούς, λατινισμούς κι ελληνισμούς». Αυτή η πολυγλωσσία καθιστά τη μετάφραση του κειμένου ένα εγχείρημα σχεδόν ακατόρθωτο. Το δεύτερο συνδέεται με ένα πηγαίο πνεύμα υπερβολής και ελευθεριότητας συνοδευόμενο από μια «χυμώδη αθυροστομία» που απενοχοποιεί το ανθρώπινο σώμα και τις ανάγκες του μέσα από ένα καλοκάγαθο και γάργαρο απελευθερωτικό γέλιο. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά εξηγούν -νομίζω ξεκάθαρα- για ποιον λόγο απέναντι στις 19 συνολικά εκδόσεις αυθεντικών μεταφράσεων του Δον Κιχώτη στην ελληνική γλώσσα μπορούμε να αντιτάξουμε μία μονάχα πλήρη μετάφραση του Γαργαντούα. Και παράλληλα σε σχέση με τις επίσης 19 παιδικές διασκευές του βιβλίου του Θερβάντες έχουμε μόνο τέσσερις του βιβλίου του Ραμπελαί: του Γιάννη Σφακιανάκη (1948), της Αργυρώς Κοκορέλη (2003), του Χάρη Σακελλαρίου (2004) και του Μάνου Κοντολέοντος (2017). Γεγονός που εξηγείται εύλογα από την φήμη που συνοδεύει αιώνες τώρα τη γραφή του ως αιρετική και ακατάλληλη για παιδιά.    
Μιλήσαμε πρωτύτερα για την έννοια του κλασικού στη λογοτεχνία. Τι είναι όμως αυτό που κάνει ένα κείμενο να ζει ανά τους αιώνες και να διασπείρεται σε διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς επιδρώντας πάνω τους με πολλαπλούς τρόπους; Στην μαθητεία της όποιας τέχνης είναι κοινό μυστικό ότι το μονοπάτι που οδηγεί στην αυθεντική έκφραση και την πνευματική δημιουργία είναι βαθύτατα προσωπικό. Πρόκειται λοιπόν για ένα σύνθετο ερώτημα που αγγίζει ποικίλες πτυχές της θεωρίας και της ιστορίας της λογοτεχνίας. Κι ακόμη συνδέεται άμεσα με θέματα που άπτονται των ερευνητικών τομέων της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας. Θα μπορούσαμε, παραφράζοντας τον ορισμό του Καλβίνο, να αναφέρουμε ότι κλασικό είναι ένα αφήγημα του οποίου γνωρίζει κάποιος τους ήρωες ή την ιστορία προτού ακόμη το διαβάσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον χώρο του παιδικού βιβλίου, όπου, εκτός από τα παιδιά-μαθητεύομενους αναγνώστες, έχουμε και τους ενήλικους συναναγνώστες τους, συνήθως τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, που τους μυούν σε αυτό. Έτσι ένα σημαντικό μέρος των παιδιών και των ενηλίκων του πλανήτη μας,  γνωρίζει τον Πινόκιο και κάποιες από τις περιπέτειες του χωρίς να έχει διαβάσει -ακόμη τουλάχιστον- το βιβλίο του Κάρλο Κολόντι. Εστιάζοντας λοιπόν σε αμιγώς ενδοκειμενικά στοιχεία -γιατί για την τύχη ενός βιβλίου παίζουν παράλληλα ρόλο και εξωκειμενικοί παράγοντες- θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: Στις περισσότερες περιπτώσεις δυο αναγκαίες συνθήκες συναρτώνται: Ένας αφηγηματικός χαρακτήρας με αρχετυπικό υπόβαθρο και συμβολικές προεκτάσεις συνδυάζεται με μια ιστορία που έχει πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα πλοκή.
Ο Ουμπέρτο Έκο στο δοκίμιό του «Σχετικά με ορισμένες λειτουργίες της λογοτεχνίας» αναφέρει ότι οι λογοτεχνικοί ήρωες των κλασικών κειμένων «βρίσκονται ανάμεσά μας. […] κομμάτι της συλλογικής μνήμης […] Πλάστηκαν από τη λογοτεχνία και τράφηκαν από τα δικά μας πάθη, είναι πια εκεί και πρέπει να λογαριαστούμε μαζί τους. […] Μετακινούνται από κείμενο σε κείμενο (και μέσα από προσαρμογές σε ποικίλες μορφές, από το βιβλίο στο φιλμ ή στο μπαλέτο, από την προφορική παράδοση στο βιβλίο).
Στην περίπτωση των βιβλίων που παρουσιάζουμε απόψε οι δυο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες συνιστούν σύμβολα που ενσαρκώνουν ψυχικές ποιότητες και συγκρούσεις που ενυπάρχουν σε κάθε ανθρώπινο όν. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Στην περίπτωση του Δον Κιχώτη έχουμε το αρχέτυπο του ιδεαλιστή και ονειροπόλου ανθρώπου που συγκρούεται με την ωμή πραγματικότητα και αυτή τον τσακίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά, ώσπου να ξανασταθεί στα πόδια του και να ριχτεί και πάλι σε νέες περιπέτειες. Ένας ήρωας κωμικός όπως τον έβλεπαν οι αναγνώστες κατά τον 16 και 18 αιώνα αλλά και τραγικός όπως τον αντιλήφθηκαν οι αναγνώστες του 19 και του 20 αιώνα. Στην περίπτωση του Γαργαντούα έχουμε το αρχέτυπο του ανθρώπου που ζει καθ’υπερβολη, συμφιλιωμένος με το σώμα του και τις αισθήσεις του, απολαμβάνοντας τις χαρές της ζωής και της γνώσης, ικανοποιώντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, απελευθερωμένος από φόβους κι ενοχές. Κατά πόσο οι συγκεκριμένοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, που θέλησε να ξαναζωντανέψει μέσα από το δικό του λόγο ο Μάνος Κοντολέων και μέσα από τις δίκες του εικόνες ο Βαγγέλης Παυλίδης, μπορούν να μιλήσουν στο σύγχρονο ελληνικό αναγνωστικό κοινό -παιδικό ή ενήλικο- και να του προσφέρουν ένα όραμα ζωής στα χρόνια της κρίσης που ζούμε είναι κάτι που μπορεί καθεμία και καθένας εύκολα να το αντιληφθεί.
Και στο σημείο αυτό προκύπτει το ακόλουθο εύλογο ερώτημα: Γιατί άραγε αντί να ανατρέξουμε στο πρωτότυπο ή σε κάποια από τις γνήσιες μεταφράσεις του εμείς και τα παιδιά μας να προτιμήσουμε να διαβάσουμε μια διασκευή; Ας ξεκινήσουμε από μια θεμελιώδη διαπίστωση: η διαδικασία του να παίρνει κάποιος ένα πρωτότυπο κείμενο και να το μεταμορφώνει ξαναγράφοντας το είναι μια πάγια πρακτική στην ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας -και όχι μόνο- όπως δείχνουν σχετικές μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε τι αποσκοπεί; Συνήθως στο να γίνει πιο προσιτό, πιο ελκυστικό, πιο σύγχρονο για κάποιο συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό. Ωστόσο η επέμβαση αυτή στο πρωτότυπο κειμενικό σώμα δεν γίνεται χωρίς ρίσκο και χωρίς τίμημα.
Η Αλεξάνδρα Ζερβού στο βιβλίο της «Στη χώρα των θαυμάτων», τονίζει τους κινδύνους που ενέχει το εγχείρημα της διασκευής ενός κλασικού κειμένου. Άλλοτε αφαιρώντας κι άλλοτε πάλι προσθέτοντας στοιχεία, η ευθύνη που αναλαμβάνει ο διασκευαστής είναι μεγάλη και δυστυχώς είτε στο όνομα του κέρδους είτε στο όνομα μιας ηθικοπλαστικής και διδακτικής αντίληψης της λογοτεχνικής εμπειρίας πολλά και σημαντικά βιβλία έχουν κυριολεκτικά κατακρεουργηθεί από τις βίαιες επεμβάσεις και τις αλλοιώσεις που δέχτηκαν στο κειμενικό τους σώμα. Βιβλία που, χάνοντας το ύφος και το πνεύμα τους, απέμειναν με ένα άψυχο και άνευρο κέλυφος, αυτό της στεγνής παράθεσης μιας διαδοχής περιπετειών σε μια απρόσωπη γλώσσα, όπως διαπιστώνει ο Γάλλος θεωρητικός Ζεράρ Ζενέτ, ο οποίος υποστηρίζει ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουμε μια ξεκάθαρη λογοκρισία που επενεργεί σε οτιδήποτε κρίνεται ότι μπορεί να δυσκολέψει, να κουράσει, να ξενίσει και να ταράξει ένα παιδί.
Είναι όμως πάντοτε ζημιογόνες οι διασκευές του αυθεντικού κειμένου; Μάλλον όχι. Στην περίπτωση ενός υπεύθυνου και επαρκούς συγγραφέα παρέχουν τη δυνατότητα να δουλέψει κανείς πάνω σε ένα υπάρχον αφηγηματικό μοτίβο όπου μπορεί να χτίσει κάτι νέο και ολοκληρωμένο με τα υλικά της δικής του γλώσσας και του δικού του ψυχισμού, ανανεώνοντας έτσι τον λογοτεχνικό χαρακτήρα και τις περιπέτειές του. Κατά τον ίδιο τρόπο που πάνω σε ένα γνωστό μουσικό θέμα κάποιος νεότερος δημιουργός χτίζει μια δική του σύνθεση με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Βασική προϋπόθεση, να έχεις μελετήσει καλά το αυθεντικό κείμενο, οι χαρακτήρες του να αντλήσουν από μέσα σου το απαιτούμενο ψυχικό υλικό, τις εμπειρίες της ζωής σου για να τραφούνε και να ζωντανέψουν. Κι ακόμη, να μην αφήσεις να σε απορροφήσει το πρωτότυπο, να μην είσαι ένας αδιάφορος μιμητής αλλά αυθεντικός δημιουργός που κρατώντας ζωντανό το πνεύμα του κειμένου να καταφέρεις να το αποδώσεις με τα δικά σου σύγχρονα μέσα και με το δικό σου ύφος προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του δικού σου καιρού.
Και τούτο το μεγάλο στοίχημα, μπροστά στο οποίο οι περισσότερες διασκευές καταποντίζονται, οι δυο δημιουργοί που μας τιμούν απόψε με την παρουσία τους το έχουν ξεκάθαρα κερδίσει. Ο Βαγγέλης ο Παυλίδης με το βαθιά προσωπικό του στυλ και με μια λιτή στο πνεύμα αλλά εξαιρετικής ποιότητας εικονογράφηση συνομιλεί με τη δουλειά του αυτή με τις εικονογραφήσεις ξακουστών δημιουργών της ζωγραφικής τέχνης όπως ο Γκυστάβ Ντορέ, ο Φρανσίσκο Γκόγια, ο Σαλβαντόρ Νταλί και ο Πάμπλο Πικάσο. Με ανάλογο τρόπο ο Μάνος Κοντολέων, στο μετερίζι της δικής του τέχνης, επέλεξε να αναμετρηθεί με δυο ιερά τέρατα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και κατόρθωσε να αναστήσει με τα δικά του πνευματικά και αφηγηματικά υλικά δυο τόσο εμβληματικές αφηγηματικές περσόνες όπως ο Δον Κιχώτης και ο Γαργαντούας αποδίδοντας τες στο εδώ και στο τώρα. Στην περίπτωση του, διακρίνει κανείς έναν συγγραφέα κυρίαρχο των τεχνικών του μέσων ο οποίος παρέχει στον εαυτό του την απαιτούμενη απόσταση, τις απαραίτητες ελευθερίες ώστε να δημιουργήσει από το παλιό κάτι νέο. Με αυτή την λογική τον βλέπουμε και να μεταθέτει την αφηγηματική φωνή, στα δυο βιβλία, σε πρόσωπα που δεν υπάρχουν στα πρωτότυπα βιβλία: Στη διασκευή του Γαργαντούα αφηγητής είναι ένα επινοημένο πρόσωπο που αφιερώνει τη ζωή του στην ανατροφή και την φροντίδα του χαρούμενου γίγαντα. Ενώ στη διασκευή του Δον Κιχώτη, αφηγητής είναι ένας πανέξυπνος και λαλίστατος σκύλος, ο Τριστάνος που ακολουθεί τον ήρωα σε όλες του τις περιπέτειες και τον καταλαβαίνει καλύτερα από ότι όλοι οι άνθρωποι γύρω του. Ο Τριστάνος δεν είναι παρά ένα αφηγηματικό προσωπείο του Μάνου Κοντολέοντος που αποτίει ένα φόρο τιμής στον πιο αρχετυπικό ονειροπόλο, ο οποίος «ότι φαντάστηκε το έζησε σαν αλήθεια και ότι ονειρεύτηκε το αφήνει κληρονομιά στους άλλους». Με αυτό τον τρόπο ξαναδιαβάζει με σεβασμό τον αρχικό λογοτεχνικό μύθο και τον επανερμηνεύει μέσα από τη δική του ματιά διεκδικώντας το σημαντικότερο στοιχείο σε κάθε δημιουργία: την αυθεντικότητα. Διατηρώντας ζωντανό το πνεύμα του πρωτότυπου κειμένου και ακολουθώντας το προσωπικό του ύφος γραφής, τη δική του ζωντανή και ρέουσα γλώσσα κατορθώνει να ζωντανέψει τους δυο κλασικούς λογοτεχνικούς ήρωες και τις περιπέτειές τους αναβαπτίζοντας τους στα ταραγμένα νερά της δικής μας εποχής με τους δικούς της αναγνώστες και τα δικά της χαρακτηριστικά.
Επέλεξα να μην φορτώσω την αποψινή παρουσίαση με αφηγηματικές αναλύσεις. Σας προτρέπω να ανακαλύψετε τους αναγνωστικούς θησαυρούς που κρύβουν τα βιβλία διαβάζοντας τα εσείς και τα παιδιά σας. Τότε είναι πολύ πιθανόν και να συμβεί αυτό που μας δείχνει, σε τελική ανάλυση, πότε μια διασκευή είναι επιτυχημένη: να σας αγγίξουν τόσο, που να νιώσετε την ανάγκη να ανατρέξετε κάποια στιγμή και στην ανάγνωση των ίδιων των κλασσικών κειμένων του Ραμπελαί και του Θερβάντες. Κλείνοντας, θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας μια προσωπική εντύπωση. Διαβάζοντας τα δυο βιβλία που διασκεύασε ο Μάνος Κοντολέων και εικονογράφησε με τόση μαεστρία ο Βαγγέλης Παυλίδης αισθάνεσαι ότι διαπνέονται από μια ιδιαίτερη αφηγηματική πνοή, έναν άνεμο ξεσηκωτικό, απελευθερωτικό που παρακινεί τον αναγνώστη να ζήσει την μοναδική ζωή που του δόθηκε με ελευθερία, αξιοπρέπεια, χαρά και όνειρο. Να απελευθερωθεί από τα συντηρητικά στερεότυπα, τις αναστολές και τους φόβους που τον καταδικάζουν σε μια σκυμμένη και θλιμμένη ζωή. Και μόνο για αυτή τους την προσφορά, εδώ και δεκαετίες, γενιές και γενιές παιδιών τους οφείλουν πολλά. Για αυτό το ανεκτίμητο δώρο σε ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει μια κοινωνία: των μυαλά των μελλοντικών γενεών, τους ευχαριστούμε μέσα από την καρδιά μας κι ευχόμαστε να είναι καλά και να συνεχίζουν να μας χαρίζουν απλόχερα την ομορφιά, την μαγεία και την ελευθερία της δημιουργίας, που τόσο έχουμε ανάγκη στις μέρες μας.

Ρόδος, 16 Μαρτίου 2018



[1] Του Λορέντσο Φραντσοζίνι, (1677).
[2] Ζαν Πιερ ντε Φλοριάν, σε μετάφραση Θεόδωρου Κατραμίζ (1798).
[3] Ιουλία Ιατρίδη, Κώστα Κουλουφάκος, Ηλίας Ματθαίου, Δημήτρης Ρήσος, Αγαθή Δημητρούκα, Μελίνα Παναγιωτίδου.
[4] Βλ. Ντενίση, Ντελόπουλος
[5] Ενώ επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις της Εστίας το 2004 συμπληρωμένο από το πρώτο βιβλίο, εκείνο του Πανταγκρυέλ.