27.12.23

Η Τέσυ Μπάιλα για το "Σαν Μήδεια" στο culturenow

 


Την Μήδεια κανείς δεν την αγάπησε

Το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που βασίζεται σε ηρωίδες που γνωρίσαμε μέσα από τις αρχαίες τραγωδίες υπογράφει ο Μάνος Κοντολέων με το νέο του βιβλίο, με τίτλο «Σαν Μήδεια», που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδ. Πατάκη, ύστερα από τα «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Aμμο» και «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας».

Τη Μήδεια επέλεξε ο Μάνος Κοντολέων για να ολοκληρώσει τη μυθιστορηματική του τριλογία με κεντρικές ηρωίδες γυναικεία πρόσωπα από τους μύθους της αρχαιότητας και των τραγωδιών, σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό τα γυναικεία πάθη ανά τους αιώνες και να αντλήσει το ενδιαφέρον του για τις γυναίκες εκείνες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους.

Παρουσιάζοντας τις ηρωίδες αυτές μέσα σε ένα νέο πολυπρισματικό πλαίσιο αναδεικνύει τα αίτια και τα αιτιατά των πράξεων αυτών και τα ερμηνεύει. Στην περίπτωση της Μήδειας ωστόσο η παιδοκτονία γίνεται η αφετηριακή πρόκληση για μια βαθιά προσέγγιση των ψυχολογικών διακυμάνσεων της ηρωίδας, γεγονός που διαφαίνεται σε όλο το έργο. Ο συγγραφέας εισχωρεί στη συνείδηση της Μήδειας, αντιμετωπίζει ο ίδιος την σαρωτική φόρτιση του ψυχισμού της και παραδίδει στην δική μας κρίση τις σκέψεις και τα όνειρα αυτής της γυναίκας που το όνομά της ταυτίστηκε παγκοσμίως με την ερωτική εκδίκηση και τη μήνη κατά της παιδοκτονίας.

Παίρνοντας ως βάση τη Μήδεια του Ευριπίδη, γραμμένη το 431 π.Χ αλλά και του Ζαν Ανούιγ το 1946 και αντλώντας πληροφορίες από τα κείμενα αυτά και δοκιμάζοντας να εξορύξει τη δική του εκδοχή και να φωτίσει την προσωπικότητα της Μήδειας από μια νέα οπτική, ο Κοντολέων παρουσιάζει τη γυναικεία ταυτότητα και τις έμφυλες ισορροπίες που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας ισότιμης σχέσης ανάμεσα στα φύλα, μιας σχέσης που θα οδηγεί στη συνοδοιπορία των ανθρώπων και στην ανάγκη ανασύστασης, τελικά, της κοινωνίας, θέμα που πραγματεύεται ουσιαστικά σε όλη του την τριλογία. Οι θεωρίες περί μαγείας και ερωτικής προδοσίας δεν τον καλύπτουν. Εκείνο που καθορίζει τις πράξεις της δικής του Μήδειας, όπως συνέβη και στην Κασσάνδρα και στην Κλυταιμνήστρα του, είναι η ανάγκη του ανθρώπου να διαφεντέψει τη μοίρα του σε έναν κόσμο όπου θριαμβεύει η αλαζονεία της εξουσίας και οι γυναίκες γίνονται βορά στην πατριαρχική δομή μιας κοινωνίας που καθορίζει τις νοοτροπίες δημιουργώντας διακρίσεις.

Όπως η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη έτσι και η Μήδεια του Κοντολέων ακροβατεί ανάμεσα στην ανθρώπινη και στη θεία δίκη αλλά δεν τιμωρείται από αυτή. Στο πρόσωπό της ο Κοντολέων βλέπει την ανάγκη της σύγχρονης κοινωνίας να αποδεχτεί την υπαρκτική ετερότητα και να βαδίσει πλάι της κι έτσι η Μήδεια μετατρέπεται σε ένα σύμβολο κυριαρχίας της ανθρωπιάς σε μια κοινωνία που παρακμάζει και φθίνει. Σε μια κοινωνία που χρειάζεται επειγόντως να κρίνει ορθολογικά τα δεδομένα και να προσαρμοστεί στη διαφορετικότητα, στη συνύπαρξη, στη συνοδοιπορία, στην ισοτιμία των φύλων, των ανθρώπων και των πεπρωμένων, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρει να βαδίσει μπροστά με σθεναρά βήματα. Όταν μέσα στα μάτια του όποιου άλλου μπορεί να δει κατάματα τον εαυτό της και να τον αγκαλιάσει.

Η γλωσσική αισθητική του Κοντολέων, η ρυθμικότητα της αφήγησης, οι στοχασμοί, η τρυφερότητα της γραφής συνδυασμένη με τη χρήση λέξεων που φτάνουν ατόφιες από την αρχαιότητα στις μέρες μας, χωρίς ωστόσο να βαραίνουν το κείμενο, διαχέονται και σε αυτό το έργο του Κοντολέων και κάνουν το κείμενο να ρέει δημιουργώντας ταυτόχρονα εικόνες που αναφερόμενες στο παρελθόν αντανακλούν το σήμερα.

Ο Κοντολέων κοιτά το παρόν μέσα από τη παρελθόν, στηριζόμενος αυτή τη φορά στη Μήδεια και το διερευνά στο πλαίσιο της σύγχρονης οπτικής και αισθητικής. Στις διαχρονικές αξίες των αρχαίων συμβόλων αναζητά τη διαχρονικότητα των κοινωνικών εκτιμήσεων και καυτηριάζει την παρακμή και τη φθορά τους υπογράφοντας ταυτόχρονα ένα ακόμα εξαιρετικό μυθιστόρημα.

ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ / 26-12-2023 / 17:27

www.culturenow.gr


20.12.23

Ζωρζ Σαρή "Τα στενά παπούτσια"

 

«Εφηβικός έρωτας σε στενά παπούτσια»

 

Το μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή «Τα στενά παπούτσια» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1979. Και ήταν την αμέσως επόμενη  χρονιά που κι εγώ το διάβασα και μάλιστα με τη ματιά ενός νέου άνδρα που ξεκινούσε την δική του καριέρα στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.

Δεν μπορώ να θυμάμαι με λεπτομέρειες ποιες ήταν οι αντιδράσεις μου από εκείνη την ανάγνωση -κι άλλωστε δεν πρέπει να ήταν και το πρώτο έργο της Σαρή που διάβαζα- σίγουρα πάντως με είχαν εντυπωσιάσει κάποια στοιχεία του, τα οποία τότε δεν τα είχα, ίσως, συγκεκριμενοποιήσει, μα που τώρα μπορώ με βεβαιότητα να ισχυριστώ πως επηρέασαν τη δική μου συγγραφική τεχνική.

Κι αυτό είναι σημαντικό για ένα νέο λογοτέχνη -να έχει την τύχη τα πρώτα βήματα της καριέρας του να του τα ενορχηστρώνουν προηγούμενοι καλοί, πολύ καλοί τεχνίτες. Και η Ζωρζ Σαρή υπήρξε μεγάλος μάστορας της γραφής.

Μα προτού προχωρήσω σε κάποιες σύντομες επισημάνσεις μου πάνω στο έργο «Τα στενά παπούτσια», αξίζει να τονίσω πως με την ευκαιρία της ανακήρυξής, από τις Εκδόσεις Πατάκη, του 2023 ως ‘Έτους Ζωρζ Σαρή’, φάνηκε και το μεγάλο έλλειμα που υπάρχει στον τομέα της έρευνας και της κριτικής σε έργα που ανήκουν στην παιδική και νεανική λογοτεχνία.

Η Ζωρζ Σαρή, όπως βέβαια και η Άλκη Ζέη, αλλά και κάποιοι ακόμα συγγραφείς -άνδρες και γυναίκες- βιβλίων για παιδιά και νέους, αν και καθόρισαν με τα βιβλία του το σύγχρονο πρόσωπο αυτού τους είδους της λογοτεχνίας, ελάχιστα θεωρητικά κείμενα έχουν γραφτεί γι αυτούς. Κάτι που βέβαια δεν ισχύει  για συγγραφείς της ίδιας περιόδου που έγραψαν λογοτεχνία για ενήλικες.

Η έλλειψη θεωρητικών κειμένων παρεμποδίζει την εδραίωση στη συνείδηση όχι μόνο του κοινού, αλλά και των νέων συγγραφέων πως η ελληνικό παιδική λογοτεχνία έχει μια άξια προσοχής παρουσία με παρελθόν που καθορίζει το παρόν της και ασφαλώς και το μέλλον της.

Η κριτική γραφή μπορεί να είναι δευτερογενής, αλλά παράλληλα εδραιώνει την υγιή εξέλιξη της πρωτογενούς λογοτεχνικής έκφρασης.

Και έτσι, λοιπόν, αποκτά μια σημαντική διάσταση το γεγονός πως το 2023 εορτάσαμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Σαρή, όπως βέβαια και της Ζέη. Αν μη τι άλλο οδήγησε στην δημιουργία κειμένων που προσεγγίζουν το έργο των δυο αυτών εμβληματικών συγγραφέων, ενώ παράλληλα -κι αυτό είναι κατά την άποψή μου το ίδιο σημαντικό- δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε και άλλους καλούς συγγραφείς μας που είτε πιο παλιά είτε πιο πρόσφατα έφυγαν από τη ζωή αφού όμως πρώτα είχαν ολοκληρώσει ένα σημαντικό έργο (πρόχειρα αναφέρω τους: Γαλάτεια Σουρέλη, Αγγελική Βαρελά, Βούλα Μάστορη, Παντελή Καλιότσο, Ι.Δ. Ιωαννίση κ.α)

Αλλά ας επανέλθω στα Στενά Παπούτσια και στον τίτλο αυτού του άρθρου – ‘Εφηβικός έρωτας σε στενά παπούτσια’.

Είναι το έκτο νεανικό μυθιστόρημα της Σαρή. Και μπορεί κανείς να πει πως είναι μια συνέχεια του μυθιστορήματος εκείνου με το οποίο έκανε την είσοδο της στο χώρο της λογοτεχνίας –πρόκειται, ασφαλώς, για το «Ο θησαυρός της Βαγίας».

Είναι ακόμα εκείνο το μυθιστόρημα που κυκλώνει περισσότερο τις ιδιωτικές στιγμές μιας από τις κεντρικότερες ηρωίδες της Σαρή -αναφέρομαι στη Ζωή που ασφαλώς και έχουμε κάθε δικαίωμα να αποδεχτούμε πως είναι η μυθιστορηματική περσόνα της ίδιας της συγγραφέα.

Το πρώτο στοιχείο που με κάνει να ξεχωρίζω -όχι ποιοτικά, αλλά μορφολογικά- αυτό το έργο από τα άλλα, είναι το ότι η αφήγηση γίνεται από ένα ώριμο πλέον άνδρα, τον Παναγιώτη Χαλδαίο.

Στα νεανικά μυθιστορήματα συνηθίζεται η αφήγηση να υλοποιείται -πρωτοπρόσωπα ή και τριτοπρόσωπα- από ένα έφηβο. Εδώ η Σαρή πρωτοτυπεί. Και επιλέγει να εμπιστευθεί τις αναμνήσεις ενός ώριμου αρσενικού που πέρασε μαζί με την ηρωίδα της, τη Ζωή -συγγραφικό της alter ego, υπενθυμίζω- δυο καλοκαίρια στο νησί της Αίγινας, κάποια χρόνια λίγο πριν από τον πόλεμο του ’40.

Και η εμπιστοσύνη της την κάνει να τολμά να αμφισβητήσει τα όποια στερεότυπα που ισχυρίζονται πως οι ανήλικοι δεν μπορούν αν κατανοήσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ενηλίκων κι έτσι διαβάζουμε: Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι. Θυμάμαι μόνος. Η γυναίκα μου δεν είναι από τη Βαγία. Η μάνα μας πέθανε. Οι αδελφές μου στα σπίτια τους, η καθεμιά στο δικό της, ο Σώζος στο καμαράκι του κοιμάται από νωρίς. Λογαριάζω τα χρόνια που πέρασαν από κείνο το καλοκαίρι του 1935. Σαράντα ολόκληρα χρόνια. Πολύ λίγα για την ιστορία του κόσμου, πάρα πολλά για την ιστορία ενός ανθρώπου.

Με αυτά τα συναισθήματα ο αφηγητής εξιστορεί ένα καλοκαίρι που τον σημάδεψε. Μιας  και σε εκείνο το καλοκαίρι από τη μια του δόθηκε η δυνατότητα να αφήσει το μικρό χωριό του και σπουδάσει στην Αθήνα και από την άλλη να γνωρίσει τον έρωτα.

Αυτό είναι το κεντρικό θέμα στα Στενά Παπούτσια. Ο έρωτας στην πρώιμη εφηβεία. Και μάλιστα μέσα από τις αφηγήσεις ενός αγοριού που ετοιμάζεται να γίνει άνδρας. Κι ακόμα οι αντιδράσεις ή ακόμα και οι αποδοχές αυτού του μη συνειδητού ερωτικού καλέσματος ενός αρσενικού από ένα επίσης έφηβο κορίτσι.

Στο εισαγωγικό σημείωμα, η Ζωρζ Σαρή ευχαριστεί όσους τη συντρόφευσαν εκείνο το καλοκαίρι και όσους με τις αφηγήσεις τους της θύμισαν γεγονότα και ανθρώπους. Δεν φανερώνει αν η ηρωίδα της είναι η ίδια εκείνη -αν με άλλα λόγια ο Παναγιώτης Χαλδαίος υπήρξε ο πρώτος της εφηβικός έρωτας.

Αλλά σημασία αυτό δεν έχει και τόσο. Η ουσία είναι πως μέσα από τη γραφή της καταφέρνει να περιγράψει με καθόλου ανόητη αφέλεια το παιχνίδι αρσενικού – θηλυκού, να σκιτσάρει αποτελεσματικά την αρσενική αθώα παρόρμηση κατάκτησης και την ίδια στιγμή να χρωματίζει με μια πρώιμη  θηλυκότητα τα υπολανθάνοντα ερωτικά τερτίπια της ηρωίδας της.

Μα υπάρχει και κάτι ακόμα που κάνει αυτό το μυθιστόρημα να διαθέτει μια διαχρονική αλήθεια. Οι κοινωνικές διαφορές όχι μόνο δεν αποσιωπώνται, αλλά και τονίζονται, όπως και αφήνεται να υπονοηθεί πως ποτέ δεν ξεπεράστηκαν, όχι για λόγους επιφανειακούς, μα για αιτίες που καθορίσανε το μέλλον εκείνων που ζήσανε και ενηλικιώθηκαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Μια εφηβεία σε στενά παπούτσια, λοιπόν. Όπως και πάντα τελικά είναι τα παπούτσια των εφήβων ασχέτως εποχών και κοινωνικών τάξεων.

Θα πρόσθετα δε ακόμα πως είναι εκείνο το μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή που έχει προικιστεί με την εμπειρία της ως ηθοποιού.

Για τον κάθε συγγραφέα είναι σημαντικό να κατέχει εκείνες τις δυνατότητες με τις οποίες και πλάθει -όπως ένας ηθοποιός ερμηνεύει- τις αντιδράσεις των ηρώων του. Και ακόμα είναι το ίδιο καίριο να γνωρίζει τους τρόπους να περιγράφει το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζονται γεγονότα και εκφράζονται σχέσεις.

Αυτά όλα τα συναντάμε μέσα στα Στενά Παπούτσια και δεν έχει κανείς παρά να ανατρέξει στις σελίδες εκείνες όπου καταγράφεται το παιχνίδι του ‘γάμου’ της Ζωής με τον Παναγιώτη, για να πειστεί πως με πεζογραφικό τρόπο η Ζωρζ Σαρή έγραψε ένα σύντομο θεατρικό μονόπρακτο -πρωταγωνιστές, δεύτεροι ρόλοι, σκηνικά, ήχοι, φωτισμοί.

Το βιβλίο «Τα στενά παπούτσια» είναι ένα  έντιμο μυθιστόρημα που προικίστηκε από ολοζώντανους, διαχρονικούς ήρωες να το υποστηρίζουν μέχρι τις μέρες μας και να είναι έτοιμοι να το εντάξουν στα κλασικά μυθιστορήματα για νέους.

 

1117 λέξεις

https://diastixo.gr/epikaira/567-zorz-sari/21590-kontoleon-zorz-sari-18122023

Συνέντευξη για το 'Σαν Μήδεια" στο Fractal


 


Συνέντευξη στη Γεωργία Χαδρά

-Μιλήστε μας για τον τίτλο του νέου σας βιβλίου.  Γιατί επιλέξατε την παρομοίωση «Σαν Μήδεια» για τον τίτλο;

* Ο  αρχικός τίτλος ήταν «Υγρό, σκοτεινό θηλυκό σαν Μήδεια». Η φράση θεωρήθηκε κάπως μεγάλη για να είναι τίτλος, αλλά και ίσως παραπλανητική. Οπότε αποφασίστηκε να κρατηθεί μόνο το «Σαν Μήδεια», που υπονοεί ό,τι το μυθιστόρημα αναφέρεται σε πράξεις οι οποίες καθορίστηκαν από την προσωπικότητα της ίδιας της Μήδειας. Μα αναγνωρίζω πως η απόλυτη κατανόηση αυτού του ‘σαν’ προαπαιτεί και την ανάγνωση του έργου μου, ώστε να μπορέσει κάποιος να καταλάβει την διαφορετική ερμηνεία που επιχειρώ σχετικά με τις αποφάσεις της Μήδειας. Ελπίζω πως στη συνέχεια της συζήτησής μας να μου δοθεί η ευκαιρία να γίνω περισσότερο σαφής.

 

- Είναι το τρίτο βιβλίο και ουσιαστικά ολοκληρώνετε την τριλογία σας με τις κεντρικές ηρωίδες από την Αρχαία Τραγωδία. Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε και την επιλέξατε;

* Και με τα τρία αυτά έργα μου θέλησα να καταθέσω μια προσωπική, ως ένα βαθμό, προσέγγιση κεντρικών ηρωίδων των αρχαίων τραγωδιών. Η Κασσάνδρα του πρώτου μυθιστορήματος για μένα είναι το σύμβολο του συνετού ανθρώπου που ενώ ο ίδιος βλέπει που οδηγεί το τυφλό πάθος των άλλων, δεν καταφέρνει να τους πείσει. Η Κλυταιμνήστρα, του δευτέρου έργου, είναι για μένα το σύμβολο μιας ηγέτιδας που δεν μπόρεσε να εκφράσει το θηλυκό πρόσωπο της εξουσίας. Τώρα, με το τρίτο, προτείνω ένα διαχωρισμό ανάμεσα στη σχέση άντρα – γυναίκας και σε εκείνη του αρσενικού – θηλυκού. Η πρώτη έχει κοινωνικό πρόσημο, ενώ η δεύτερη αποτελεί την ίδια τη δημιουργία της ζωής.

Σε κάθε περίπτωση θεωρώ πως αν αυτά τα πρόσωπα, αυτές οι γυναίκες έχουν καταφέρει να παραμένουν ‘ζωντανές’ μέχρι τις μέρες μας, είναι γιατί προσφέρονται σε συνεχώς νέες, μικρές ή πιο μεγάλες, επαναγνώσεις. Η δε Μήδεια ίσως περισσότερο στις μέρες μας, όπου εμφανίζεται μια έντονη βία μέσα στις σχέσεις των ανθρώπων και τα έμφυλα πρότυπα ή αναιρούνται ή και επαναπροσδιορίζονται.

 

-Εστιάζετε  στην ψυχολογία της γυναίκας και στην ουσία δημιουργήσατε μια Μήδεια που γίνεται σιγά σιγά αγαπητή στον αναγνώστη ή τουλάχιστον αντιλαμβανόμαστε τους λόγους που την οδήγησαν στην αποτρόπαια πράξη της.  Ήταν αυτός ο σκοπός σας ; Να εξηγήσετε δηλαδή κάτω από ποιες συνθήκες και  συναισθήματα έδρασε;

* Όπως σας είπα θέλησα και στην περίπτωση της Μήδειας να αναζητήσω τους λόγους που οδήγησαν στην πλέον αποτρόπαιη πράξη, αυτή της παιδοκτονίας. Η ερωτική ζήλεια, όπως και η εκδίκηση μιας προδομένης γυναίκας  δεν με έπειθαν. Από την άλλη δεν μπορούσα να αγνοήσω το γεγονός πως στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, η Μήδεια όχι μόνο δεν τιμωρείται, αλλά ο θεός Ήλιος την παίρνει μαζί του. Οπότε ποια μπορεί να ήταν μια άλλη προσέγγιση  των συναισθημάτων της;  Μετά από πολλές μελέτες, αλλά και σύγχρονες εκδοχές ανεβασμάτων της τραγωδίας, μα κυρίως με τον προβληματισμό που μου δημιούργησε η σκηνή του φόνου στην ταινία Medea του Λαρς φον Τρίερ, κατέληξα στη δική μου ερμηνεία και έτσι είδα τη Μήδεια όχι ως γυναίκα μέσα σε μια κοινωνία, αλλά ως τελευταία απόγονο μια θηλυκής θεότητας που επιζητά  την ένωσή της με κάποιον καθαρό απόγονο διαχρονικής αρσενικής ταυτότητας και την δημιουργία μαζί του ενός νέου ανθρώπινου γένους

-Ποια είναι η πιο ξεχωριστή πλευρά της Μήδειας;

* Μα ολόκληρη μια ξεχωριστή οντότητα είναι. Επιζητά τη γονιμοποίησή της. Θέλει τα πλάσματα που θα γεννήσει να έχουν το ήθος που πρέπει να διαθέτουν οι γνήσιοι απόγονοι αρχέγονων θεών όπως ο Ουρανός και η Γαία. Θέλει να συνεργαστεί με τον Ιάσωνα γι αυτόν τον σκοπό. Στο πρόσωπο του εραστή της βλέπει τον ίδιο τον θεό Ήλιο, ενώ εκείνη είναι η Σελήνη. Είναι υγρή και σκιερή και ζητά το φως για να γονιμοποιήσει τα σπλάχνα της.

 

-Το βιβλίο σας έχει πάθος , έρωτα , πόθους ,μάχες, αίμα και θάνατο. Μου άρεσε επίσης που εμφανίζετε την ανθρώπινη πλευρά της. Πόσο δύσκολο είναι να αντιμετωπίσει κάποιος τα δαιμόνια του εαυτού του και της μοίρας του;

* Πολύ εύστοχα θέτε το θέμα. Γιατί τι άλλο είναι -ή έστω θα έπρεπε να είναι- η ανθρώπινη πλευρά μιας γυναίκας  από την ανάγκη για την ελευθερία έκφρασης του θηλυκού εαυτού της και με αυτόν να σαγηνεύσει εκείνον με τον οποίο θα φέρει στη ζωή τους απογόνους της; Αλλά και πόσο δύσκολο να αντιμετωπίσει τους άλλους που θέλουν να την κρατήσουν μέσα στη μιζέρια μιας προγραμματισμένης μοίρας. Αλλά ας το πω με άλλα λόγια -για μένα η Μήδεια είναι η διαχρονική εκπρόσωπος της θηλυκής αξιοπρέπειας

 

-«Υπέκυψε-η πρώτη φορά τότε ήταν και από τότε κι άλλες ακολούθησαν που υπέκυπτε στη γοητεία εκείνου του επίλεκτου άρρενος. Δηλαδή, αν και ταγμένο θηλυκό η ίδια , αγνοούσε την πτώση και αντιδρούσε σαν γυναίκα;»

Αναρωτήθηκα διαβάζοντας αυτές τις φράσεις πόσο βαθιά καταφέρατε να μπείτε στην ψυχή της ;

*Δεν είμαι εγώ που μπορώ να πως το πόσο βαθιά μπήκα στην ψυχή της. Αυτό είναι κάτι που θα το κρίνει ο αναγνώστης του έργου. Εγώ εκείνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι πως τόσο στην περίπτωση της Μήδειας, όσο και στις περιπτώσεις και προηγουμένων ηρωίδων άλλων έργων μου, προσπάθησα με κάθε τρόπο όχι μόνο να μπω μέσα στις ψυχές τους, αλλά να μετατρέψω τη δική μου ύπαρξη στην ύπαρξη καθεμιάς από αυτές. Αλλά πάντα αυτό είναι και ένα από τα στοιχήματα του συγγραφέα. Την ώρα που πλάθει ένα νέο χαρακτήρα, να λησμονεί -όσο αυτό είναι μπορετό- τον δικό του.

 

-«Και τώρα ξανά το έργο δικό της. Και η απόφασή της βαμμένη στο κόκκινο του αίματος, στο κόκκινο του φόνου. Μπορεί το μέλλον να προαναγγέλλεται από το παρελθόν, αλλά ο χρόνος είναι πάντα το τώρα και ο τόπος θα είναι πάντα το εδώ». Βαθιά φιλοσοφημένες φράσεις. Μπορείτε να μας τις αναλύσετε λίγο περισσότερο;

* Οι πράξεις του παρελθόντος είναι εκείνες που πάνω τους θα στηριχτούν όσες θα ακολουθήσουν, οι του μέλλοντος δηλαδή. Αλλά ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον υπάρχει το παρόν. Μπορεί να είναι στιγμιαίο, αλλά έχει τη δυνατότητα να αλλάξει την πορεία των γεγονότων. Να το εκφράσω διαφορετικά; «Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» μας υπενθυμίζει ο Σολωμός. Που σημαίνει πως μπορεί το στιγμιαίο παρόν να αναστρέψει τους σχεδιασμούς του παρελθόντος και να δημιουργήσει ένα νέο μέλλον.

 

-Στο τέλος του βιβλίου ο Ιάσωνας απευθύνεται στη Μήδεια. Της λέει «Σ’ αγάπησα» κι εκείνη του αποκρίνεται με παράπονο «Σαν άντρας». Αυτό άραγε συνδέει την παρομοίωση του τίτλου  με την αγάπη του Ιάσωνα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα αντρικά όρια;

* Να που δίνετε και μια άλλη ερμηνεία στον τίτλο. Σας ευχαριστώ!

 

-Σε κάθε κεφάλαιο έχετε μια φράση από τη Μήδεια του Ζαν Ανουίγ. Σε αυτή στηριχτήκατε περισσότερο;

* Ναι. Αφού βασίστηκα πρώτα στο κείμενο του Ευριπίδη, θέλησα -το είπα και πιο πριν- να αναζητήσω τη Μήδεια και άλλων δημιουργών. Αυτή του Ανούιγ με βοήθησε να πλησιάσω περισσότερο τον ψυχισμό του Ιάσωνα. Γιατί πέρα από τις θεωρίες, ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα πάθους και συγκρούσεων. Έπρεπε, λοιπόν, να στραφώ και προς την πλευρά εκείνου. Ο Ανούιγ με βοήθησε μιας και ο δικός του Ιάσωνας έχει κάτι το γήινο… Το ανθρώπινο. Δεν τον δικαιολογεί, αλλά τον καταλαβαίνει… Μπορούμε να ισχυριστούμε πως ήταν ένας άντρας που χωρίς βαθύτερες σκέψεις αφέθηκε στη γοητεία μιας θηλυκής προσωπικότητας; Αν ναι, τότε έχει και αυτός ένα μερίδιο στην κατανόησή μας; Δεν ξέρω… Αυτό ας το πούνε και πάλι οι αναγνώστες μου. Ο δικός μου ρόλος έχει τελειώσει πλέον.

 

-Πρώτα γράψατε την «Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο», στην συνέχεια «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας και τέλος το βιβλίο «Σαν Μήδεια». Σας δυσκόλεψε κάποια από τις τρεις τραγικές ηρωίδες και αν ναι ποια;

* Και οι τρεις, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο. Η Κασσάνδρα γιατί ήταν η πρώτη και μαζί της έμπαινα σε άγνωστα νερά. Μα από την άλλη ήταν και μια προσωπικότητα που την είχα δίπλα μου από τον καιρό της νεότητάς μου. Η Κλυταιμνήστρα, όσο κι αν σας ξαφνιάζει, ήταν πλέον μυθιστορηματική. Πολλά τα γεγονότα της ζωής της που πάνω τους ένα μυθιστόρημα μπορεί να απλωθεί. Απλώς στην δική της περίπτωση χρειάστηκα και τη συνδρομή εκείνου που τη σκότωσε, του γιου της δηλαδή. Άλλη αυτή μορφή δυσκολίας -να μιλήσεις για μητροκτονία. Πάντως σίγουρα η πιο απροσπέλαστη ήταν η Μήδεια. Δεν είναι εύκολο, θα έλεγα πως είναι σπαρακτικό να προσπαθήσεις να αναπτύξεις ένα έργο βασισμένο σε ηρωίδα που σκοτώνει τα παιδιά της. Αλλά ίσως και γι αυτό η  όλη προσπάθεια τελικά με συνεπήρε.

 -Γιατί είναι πάντα επίκαιρα τα πρόσωπα από την Αρχαία Τραγωδία;

*Όλα όσα καθορίζουν τις σχέσεις μας, όλες οι βασικές αρχές και ιδέες του πολιτισμού μας έχουν υπάρξει και έχουν διατυπωθεί στις Αρχαίες Τραγωδίες. Παράλληλα τα πρόσωπα αυτών των έργων έχουν θα έλεγα μια διπλή ταυτότητα -αυτή του ανθρώπινου πάθους και την άλλη του διαχρονικού συμβόλου. Από τον Προμηθέα έως τον Οιδίποδα, από την Εκάβη έως την Κασσάνδρα, από την Ελένη έως την Κλυταιμνήστρα και από τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα έως τον Έκτορα και τον Πρίαμο -όλοι τους είναι και σύμβολα, μα και άνθρωποι της εκάστοτε σύγχρονης καθημερινότητας. Τολμώ να ισχυριστώ πως όλη τη Λογοτεχνία και το Θέατρο από τη μια και όλη η Ψυχολογία και η Φιλοσοφία από την άλλη πάνω στα θέματα και τους χαρακτήρες των Αρχαίων Τραγωδιών έχουν χτιστεί.

-Τι συμβολίζει σήμερα η Μήδεια;

*Το αίτημα της ισότητας των φύλων, μα και το πάθος της ανθρώπινης ψυχής να ολοκληρώσει τον προορισμό της.

 

-Ποιος θα είναι ο επόμενος γυναικείος χαρακτήρας που θα σας απασχολήσει;

* Έχω την εντύπωση πως ο επόμενος χαρακτήρας που θα με απασχολήσει συγγραφικά δεν θα είναι γυναικείος. Ίσως είναι θέμα ατομικής ανάγνωσης της ηλικίας μου… Όσο μεγαλώνει κανείς, λένε πως γίνεται και περισσότερο εγωκεντρικός.

 Σας ευχαριστώ πολύ ,είναι μεγάλη χαρά και τιμή αυτή η συνέντευξη

*Κι εγώ σας ευχαριστώ για τα όσα με κάνατε να βάλω σε μια σειρά σχετικά με το «Σαν Μήδεια». Όταν έχεις ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα, αξίζει να επανέρχεσαι σε αυτό. Είναι, κατά κάποιο τρόπο,  μια πορεία αυτογνωσίας.

20/12/2023

(1600 λέξεις)

https://www.fractalart.gr/manos-kontolewn-interview/

12.12.23

Μια ευχή που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε (Αφιέρωμα στο ηλεκτ. περιοδικό 'Αναγνώστης')

 


Μια από τις τελευταίες μέρες εκείνου του Ιουλίου, η Κώστια κι εγώ παντρευτήκαμε. Απόφαση δίχως λογική αν σκεφτεί κανείς πως ακόμα δεν είχα πάρει το πτυχίο μου και πως στο τέλος  Οκτώβριου θα παρουσιαζόμουνα στην Κόρινθο για να κάνω τη στρατιωτική μου θητεία.

Αλλά είχαμε με τόσο κέφι φτιάξει το σπιτικό μας που θέλαμε να το χαρούμε χωρίς κάποια άλλη απασχόληση να μας κρατά μακριά από αυτό.

Κι έτσι έγινε. Για τρεις μήνες γλεντούσαμε -άλλοτε οι δυο μας, άλλοτε με φίλους, άλλοτε με συγγενείς. Κάτι σαν τα παραμύθια που συχνά ισχυρίζονται πως μετά τους γάμους του βασιλόπουλου και της βασιλοπούλας τα γλέντια κράτησαν για μήνες πολλούς.

Αλλά το τέλος του Οκτώβρη κάποια στιγμή έφτασε κι εγώ θέλησα μόνος μου να ανέβω στο λεωφορείο που θα με μετέφερε έξω από την πύλη του στρατοπέδου.

Πέρασα τις σαράντα μέρες μέχρι το πρώτο επισκεπτήριο, αναζητώντας  απομονωμένους ευκαλύπτους και -ακουμπώντας την πλάτη στον κορμό τους- γέμιζα μπλοκάκια με εντυπώσεις και περιγραφές της νέας μου καθημερινότητας.

Μπλοκάκια που τα έδινα στην Κώστια όταν πια οι επισκέψεις επετράπησαν και εκείνη ερχότανε τις Κυριακές να με δει μαζί με τα δικά της μπλοκάκια.

Μεσολάβησαν και μερικές άδειες δύο ημερών. Και στην τελευταία από αυτές -έχοντας τη διαβεβαίωση ‘υψηλά ιστάμενου’ προσώπου πως παρά το ότι ήμουνα σχεδόν πτυχιούχος Πανεπιστημίου θα φρόντιζε εκείνος να με κρατήσει στην Αθήνα ως απλό στρατιώτη- μαζί με την Κώστια αγοράσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας, διαλέξαμε και τις μπάλες με τις οποίες θα το στολίζαμε και περιμέναμε την επόμενη άδεια μου (τριήμερη μιας και θα ήταν μέσα στα Χριστούγεννα) για να περάσουμε μαζί οι δυο μας τα πρώτα ολότελα δικά μας Χριστούγεννα στο σπιτικό μας.

Είχα πλέον επιστρέψει στο στρατόπεδο όταν λίγες μέρες πριν από τις Γιορτές βγήκαν τα αποτελέσματα και μας μαζέψανε όλους τους νεοσύλλεκτους για να ακούσουμε ποιοι από εμάς θα γινόντουσαν αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί και άμεσα θα αναχωρούσαν, ποιοι θα έμεναν  απλοί στρατιώτες και θα εξακολουθούσαν για κάποιες μέρες ακόμα να παραμένουν στην Κόρινθο.

Αδιάφορος άκουγα τα ονόματα και τις Σχολές. Αδιάφορος μιας και ήμουνα σίγουρος για το ότι θα παρέμενα απλός στρατιώτης. Κι όμως… Κάποια στιγμή, μέσα στο παγωμένο απόγευμα, άκουσα και το δικό μου όνομα και ακόμα άκουσα πως την επόμενη μέρα θα έφευγα για την ΣΕΑΠ (Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού) που ήταν στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Είμαι σίγουρος πως κάποιο κλαρί ευκάλυπτου έπεσε στο κεφάλι μου! Ολότελα ζαλισμένος δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πως εκεί που περίμενα να κάνω Χριστούγεννα μαζί με την αγαπημένη μου, τώρα έμελλε να τα περάσω μέσα σε ένα θάλαμο μαζί με άλλους δύστυχους νεοσύλλεκτους σαν και του λόγου μου και μάλιστα σε θάλαμο κτηρίου εντός της πλέον αυστηρής Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών, της περιβόητης ΣΕΑΠ (Σήμερα Έρχεσαι Αύριο Πεθαίνεις).

Κάποια στιγμή σύρθηκα και μπήκα στη σειρά για να βρω μια θέση να τηλεφωνήσω τα νέα σε όλη την οικογένεια. Κι αμέσως μετά ξεκίνησα να μαζεύω μέσα στον στρατιωτικό σάκο όλα τα υπάρχοντα ενός στρατιώτη.

Πρωί μας βάλανε στο τραίνο και προς το μεσημέρι φτάσαμε στον Πειραιά. Εκεί στο λιμάνι με περίμενε η Κώστια μαζί με άλλες ακόμα νέες ή μεγαλύτερες γυναίκες που είχαν μαζευτεί να αποχαιρετήσουν τα δικά τους η καθεμιά …μελλοθάνατα παιδιά ή συντρόφους.

Λίγα λόγια προφτάσαμε να ανταλλάξουμε.  Μας χώσανε στο καράβι και οι πιο τυχεροί (ένας από αυτούς κι εγώ) βρήκαμε καμπίνα, οι υπόλοιπο στο σαλόνι-  περιμέναμε τον απόπλου… Που όμως λόγω έντονης θαλασσοταραχής καθυστερούσε.

Η νύχτα βρήκε το καράβι πάντα αραγμένο και το ξημέρωμα εγώ καθώς από το φιλιστρίνι είδα τα κτήρια του Πειραιά, σκέφτηκα πως κάποιο θαύμα έχει γίνει και η μετάθεση με κάποιον τρόπο ακυρώθηκε… Μπορεί ακόμα κι ένας σεισμός να είχε γκρεμίσει τα κτήρια της Σχολής.

Αλλά όλες οι ελπίδες μου τρέξανε να κρυφτούνε καθώς οι σειρήνα του καραβιού σήμανε την αναχώρησή του.

Πιάσαμε το λιμάνι του Ηρακλείου προχωρημένο δεκεμβριάτικο -για αυτό και αρκούντως σκοτεινό- απόγευμα. Μας υποδέχτηκαν οι Βητάδες (οι μαθητές της προηγούμενης ΕΣΟ) και μέσα σε μια παγωμένη ατμόσφαιρα -κάτι ανάμεσα σε επερχόμενη κακοκαιρία και τρόμο για το άγνωστο- ανεβήκαμε σε φορτηγά, κάποια στιγμή φτάσαμε στην Σχολή, μας χώρισαν σε λόχους και διμοιρίες, μας δείξανε τους θαλάμους μας… Κοιμηθήκαμε.

Δεν θυμάμαι αν είδα κάποιο σημαδιακό όνειρο.

Πάντως, μετά το εγερτήριο κι ενώ καθισμένοι γύρω από στενόμακρα  τραπέζια πίναμε τσάι και μασουλούσαμε φέτες ψωμιού με μαρμελάδα, από τα μεγάφωνα ακούστηκε το όνομά μου. Να πάω έπρεπε από το Α’ Γραφείο.

Ψαρωμένος (κατά τη συνήθη στρατιωτική έκφραση) βιάστηκα να παρουσιαστώ σε κάποιον λοχαγό ο οποίος, με θαυμασμό στο βλέμμα, μου ανακοίνωσε πως μπορούσα να φορέσω τη στολή εξόδου και να φύγω με διανυκτέρευση.

«Η γυναίκα σου έχει έρθει και ο Διοικητής της Σχολής σου δίνει άδεια με διανυκτέρευση, να περάσει το Χριστούγεννα μαζί της…» ο λοχαγός τώρα χαμογέλασε πονηρά και κατέληξε «Α, ρε τυχερέ… Όμορφη Νύχτα Χριστουγέννων σε περιμένει!»

Χαιρέτησα, βγήκα από το γραφείο και σε λίγο κι από την πύλη του στρατοπέδου κρατώντας την άδεια στο ένα χέρι. Στο άλλο τη διεύθυνση του σπιτιού που μου είχαν δώσει λέγοντάς  μου πως εκεί θα με περίμενα η Κώστια.

Αναγνώρισα που θα πήγαινε –ήταν το σπίτι όπου έμενε η Χρύσα, παλιά συμμαθήτρια της γυναίκας μου. Και πράγματι, η Χρύσα μαζί τον Τάκη, τον άντρα της με περίμεναν για να μου δώσουν στο χέρι το ακουστικό  για να μιλήσω με την Κώστια.

Κι έμαθα πως εκείνο το ‘υψηλά ιστάμενο’ πρόσωπο για να εξιλεωθεί από την αποτυχία της μετάθεσης είχε κανονίσει να πάρω άδεια με το που είχα πατήσει το πόδι του στη Σχολή.

Μα και κάτι ακόμα μου είπε -μέσα σε γοερούς λυγμούς- η Κώστια. Πως μιας και λόγω μεγάλης κακοκαιρίας τα πλοία παρέμεναν δεμένα στο λιμάνι, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει αεροπλάνο… Αλλά αυτό το μέσο μεταφοράς η Κώστια δεν τολμούσε να το χρησιμοποιήσει.

«Δεν αντέχω…» σπάραζε εκείνη και εγώ με τη σειρά μου  δεν άντεχα να την ακούω τόσο δυστυχισμένη και πήρα να την παρηγορώ.

Αργότερα, η Χρύσα και ο Τάκης  πρότειναν να με πάρουν μαζί τους στο ρεβεγιόν που οι ίδιοι θα πηγαίνανε.

Αρνήθηκα. Προτίμησα να μείνω μέσα στην χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα του σπιτικού τους και αντί για χριστουγεννιάτικα τραγούδια, εκεί δίπλα στο φωτισμένο δέντρο, άρχισα να ακούω τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι.

Ήταν η πρώτη φορά που θα άκουγα αυτά τα τραγούδια.

Πήρα τηλέφωνο την Κώστια. Τα ακούγαμε μαζί

Και το,  Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει, έγινε για μας, εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων,  το πιο προσωπικό μας χριστουγεννιάτικο τραγούδι.

Και είναι ακόμα!

(1051 λέξεις)

https://www.oanagnostis.gr/manos-kontoleon/




11.12.23

Γρηγόρης Χαλιακόπουλος "Το φάντασμα της βιβλιοθήκης"

 

«Το φάντασμα της βιβλιοθήκης»

Εικονογράφηση Γρηγόρης Χαλιακόπουλος

: Απόστολος Βέττας

Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο

 

Το να δημιουργηθεί ένα βιβλίο για παιδιά που είναι και μια λογοτεχνική αφήγηση και παράλληλα μια καταγραφή γνώσεων σε συγκεκριμένο πεδίο, είναι μια προσπάθεια με αρκετό ρίσκο. Κι αυτό γιατί από τη μια πρέπει να διαθέτει όλη εκείνη την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της λογοτεχνίας και από την άλλη την αυστηρή συγκρότηση παροχής εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών, χωρίς να ‘γέρνει’ προς τον διδακτισμό.

Ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος έχοντας ιδιαίτερη εμπειρία και στο χώρο της δημοσιογραφίας και σε εκείνον της λογοτεχνίας, δημιούργησε και στο παρελθόν βιβλία που συνδυάζουν επιτυχώς αυτές τις δυο ταυτότητες.

Αναφέρομαι σε εκείνους τους τίτλους έργων του που μέσα από μια λογοτεχνική αφήγηση, μας κάνουν γνωστά τα έργα και τις ζωές προσωπικοτήτων του απώτερου ή και πρόσφατου παρελθόντος (Κοσμάς Αιτωλός, Καβάφης, Βελισσάριος, Βενιζέλος, Δανάη κ.α)

Το ίδιο επιχειρεί και με το τελευταίο του αυτό έργο «Το φάντασμα της βιβλιοθήκης»

Εδώ το πρόσωπο που μας κάνει γνωστό είναι ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Και ο αναγνώστης θα γνωρίσει αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο των γραμμάτων μας, μέσα από την αφήγηση ενός σημερινού ενήλικα που όταν ήταν ο ίδιος παιδί και ζούσε σε χωριό της Ιθάκης, είχε την τύχη να βρεθεί μέσα σε μια βιβλιοθήκη και εκεί να συναντήσει… Το φάντασμα του Μαβίλη.

Έχουμε, λοιπόν, ένα μυθιστορηματικό εύρημα που αβίαστα θα μας οδηγήσει στο να ασχοληθούμε με το έργο και τη ζωή ενός σημαντικού ποιητή.

Η έκδοση (πάντα με την άψογη φροντίδα του Καλειδοσκόπιου) στην ουσία χωρίζεται σε δυο μέρη.

Στο πρώτο έχουμε την εξιστόρηση του ενήλικα αφηγητή για ό,τι του είχε συμβεί όταν ήταν μικρός. Πρόκειται για μια αφήγηση στρωτή, συνετή, συχνά θυμίζει τον τρόπο που ένας παππούς θα αφηγείτο στον εγγονό του κάτι από το παρελθόν του. Με τρόπο αβίαστο οδηγεί τον νεαρό αναγνώστη προς τη γνωριμία του έργου του ποιητή καθώς πρώτα χρησιμοποιεί μια άλλη πλευρά αξιοσύνης του Μαβίλη, αυτή της καλής γνώσης του σκακιού. Κι έτσι το αγόρι που του αρέσει να παίζει πολεμικά παιχνίδια με τους φίλους του στις αλάνες του χωριού του, ανακαλύπτει ένα άλλον ‘πόλεμο’, αυτόν που τα άσπρα πιόνια αντιμετωπίζουν τα μαύρα. Πόλεμο σκέψης και αναίμακτο.

Έξυπνο συγγραφικό εύρημα που ξεφεύγει από την παγίδα του στυγνού διδακτισμού και παράλληλα οδηγεί στην ανάγνωση του δεύτερου μέρους του βιβλίου, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η με σωστές επιλογές και επισημάνσεις παρουσίαση του έργου και της ζωής του Μαβίλη.

Οι εικόνες του Απόστολου Βέττα, στο πρώτο μέρος, διαθέτουν μια εικονογραφική άποψη που παραπέμπει σε παλιές εικονογραφήσεις ή και γκραβούρες που περιγράφουν με τον τρόπο τους τόσο το μικρό χωριό του αφηγητή όσο και τον ίδιο τον Μαβίλη. Στο δεύτερο μέρος έχουμε μια σειρά φωτογραφιών που συνοδεύουν τις πληροφορίες τόσο για τη ζωή του ποιητή όσο και για την εποχή που έδρασε. Σε επιλεγμένα σημεία και με διακριτικότητα παρατίθενται και αποσπάσματα του ποιημάτων του Μαβίλη.

Μια πολλαπλά ιδιαίτερη έκδοση.

https://www.periou.gr/manos-kontoleon-grigoris-chaliakopoulos-to-fantasma-tis-vivliothikis-eikonografisi-apostolos-vettas-ekdoseis-kaleidoskopio/

(470 λέξεις)

10.12.23

"Το αγόρι με τις δυο καρδίες" στο Θέατρο Άλμα

 

"Το αγόρι με τις δυο καρδιές” των Χάμεντ και Χεσαάμ Αμίρι σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά



Η καλλιτεχνική παιδεία στη χώρα μας μπορεί θεωρητικά να εντάσσεται μέσα σε σχολικά προγράμματα, αλλά η ουσιαστική επαφή του παιδιού και εφήβου με τη λογοτεχνία, το θέατρο, τις εικαστικές τέχνες και τη μουσική είναι ελλιπέστατη, αν όχι ίσως και ανύπαρκτη. Και κάτι τέτοιο ως αποτέλεσμα του διαχωρισμού της Παιδείας από τον Πολιτισμό.

Και αυτή η σημαντική έλλειψη γίνεται ακόμα περισσότερο εμφανής στα χρόνια της εφηβείας και της πρώιμης νεότητας. Ελάχιστα είναι τα λογοτεχνικά κείμενα που μπορεί να έχουν τη θεματική (μα και την ικανότητα) που θα ενδιέφερε ένα άτομο 13 έως 17 χρονών· ακόμα λιγότερες οι θεατρικές παραστάσεις· σχεδόν μηδαμινές οι παρεμβάσεις ζωγραφικής και κλασικής μουσικής στην εφηβική κουλτούρα. Κι όμως, μέσα από την Τέχνη (και κυρίως τη λογοτεχνία και το θέατρο) μπορεί να διαμορφωθεί εποικοδομητικά ο πνευματικός και ψυχικός κόσμος του μελλοντικού ενήλικα, ενώ παράλληλα βοηθιέται και μια χωρίς ακρότητες εκρηκτική έκφραση της εφηβείας.

Κάτω από αυτό το σκεπτικό αναζητώ άρτια λογοτεχνικά και θεατρικά έργα για εφήβους και όχι μόνο. Και χαίρομαι όταν ή τα διαβάζω ή τα παρακολουθώ. Η crossover Τέχνη (λογοτεχνία και θέατρο) έχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο να παίξει στην εποχή μας.

Ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στη συγκίνηση και το χιούμορ, στις ενδοοικογενειακές σχέσεις και τις ποικίλες συμπεριφορές όσων εμπλέκονται στη διακίνηση προσφύγων.

Μια τέτοια χαρά μού πρόσφερε και η παρακολούθηση του έργου Το αγόρι με τις δυο καρδιές των Αφγανών συγγραφέων Χάμεντ και Χεσαάμ Αμίρι, σε θεατρική προσαρμογή του Φιλ Πόρτερ, που παρουσιάζεται στο θέατρο Άλμα σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, μουσική Μίλτου Πασχαλίδη, σκηνικά του Εδουάρδου Γεωργίου και κοστούμια της Έλλης Εμπεδοκλή.

Έργο με σαφείς πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, καθώς βασικός του άξονας είναι ο φωτισμός της ζωής του πρόσφυγα. Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα –στην ουσία περιγράφει τις περιπέτειες της πενταμελούς οικογένειας των δυο συγγραφέων από τη φυγή τους απ’ το Αφγανιστάν έως τη μόνιμη εγκατάστασή τους στη Μεγάλη Βρετανία–, καταφέρνει να συμπυκνώσει σε μια διάρκεια λιγότερη των δυο ωρών όλο το δράμα μιας προσφυγικής πορείας σε διάφορες χώρες της Ασίας και της Ευρώπης. Και παράλληλα ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στη συγκίνηση και το χιούμορ, στις ενδοοικογενειακές σχέσεις και τις ποικίλες συμπεριφορές όσων εμπλέκονται στη διακίνηση προσφύγων.

Το έργο (αναφέρεται σε γεγονότα πριν από είκοσι περίπου χρόνια, τα οποία όμως –και δυστυχώς– δεν έχουν διαφοροποιηθεί) διέγραψε το 2022 μια επιτυχημένη πορεία σε σκηνές του Λονδίνου και τώρα συνεχίζει να βρίσκει την ίδια ανταπόκριση και από το αθηναϊκό κοινό, κι αυτό γιατί η σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά τού χαρίζει έναν γρήγορο, νεανικό –θα τον έλεγα– ρυθμό, τα σκηνικά του Εδουάρδου Γεωργίου τη δυνατότητα να πείσουν για τις απανωτές στάσεις μιας προσφυγικής πορείας, τα κοστούμια της Έλλης Εμπεδοκλή να σχολιάσουν με τον τρόπο τους τις διαφορετικές δυνατότητες προσαρμογής του ξένου στον νέο τόπο ανάλογα με την ηλικία και τις προηγούμενες προσλαμβάνουσες, η μουσική του Μίλτου Πασχαλίδη να φέρει κοντά ποικίλους λαϊκούς πολιτισμούς.

Και βέβαια, όλα αυτά αναδεικνύονται καθώς υποκριτικά τα υποστηρίζει αποτελεσματικά μια ομάδα παλαιότερων και νεότερων ηθοποιών – Χρήστος Διαμαντούδης, Βαγγέλης Ζάπας, Έλενα Μαρσίδου, Βασίλης Τριανταφύλλου, Γιώργος Ψυχογυιός.

Εντέλει μια άρτια θεατρική παράσταση, που με ευαισθησία θέλει να ενημερώσει ένα πλατύ κοινό –μα κυρίως τους νέους– για τις όχι πάντα ιδιαίτερα φωτισμένες παραμέτρους του πρώτου ζητήματος της σύγχρονης εποχής· του προσφυγικού.

Και είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις του Τάκη Τζαμαργιά από το δελτίο τύπου της παράστασης: «Δεν πρόκειται για άλλη μια ιστορία προσφύγων, πρόκειται για έναν ύμνο στην αγάπη και στην αλληλεγγύη, για τον διαχρονικό αγώνα του ανθρώπου να προσδιορίσει τον υπαρξιακό του χώρο και χρόνο όπου κι αν βρίσκεται».

Συντελεστές

Κείμενο: Hamed & Hessam Amiri

Θεατρική διασκευή: Φιλ Πόρτερ

Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς

Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος

Σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου

Κοστούμια: Έλλη Εμπεδοκλή

Κίνηση: Αγγελική Τρομπούκη

Μουσική/Τραγούδι: Μίλτος Πασχαλίδης

Στίχοι: Ελένη Φωτάκη

Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης

Σχεδιασμός video: Goran Gagic

Βοηθός σκηνοθέτη: Νεφέλη Βλαχοπαναγιώτη

Βοηθοί σκηνογράφου: Ξένια Κούβελα, Αναστασία Καρούσση

Βοηθός ενδυματολόγου: Ασημίνα Κουτσογιάννη

Εταιρεία παραγωγής: Φωτόνιο Τέχνης και Πολιτισμού

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Χρήστος Διαμαντούδης, Βαγγέλης Ζάπας, Έλενα Μαρσίδου, Βασίλης Τριανταφύλλου, Γιώργος Ψυχογυιός

www.diastixo.gr (10/12/2023)

(670 λέξεις)

8.12.23

Πεν Γουόρεν "Αγριότοπος"

 

Robert Penn Warren

«Αγριότοπος»

Μετάφραση: Άννα Μαραγκάκη

Εκδόσεις Πόλις

 

Διακεκριμένος άνθρωπος των Γραμμάτων στις ΗΠΑ, ο Robert Penn Warren (1905-1989) ασχολήθηκε τόσο με την πεζογραφία, όσο και με την ποίηση και την κριτική. Τιμήθηκε με σημαντικά βραβεία και έχει αναγνωριστεί ως ο συγγραφέας εκείνος που έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με τη διερεύνηση της έννοιας της τιμής και της ελευθερίας, όπως επίσης με τα όρια της ευθύνης  και της ενοχής του ανθρώπου.

Στην Ελλάδα έγινε γνωστός με την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά» (Εκδόσεις Πόλις, 2020)

Τώρα, με την έκδοση και του έργου του «Αγριότοπος» δίνεται η ευκαιρία στον έλληνα αναγνώστη να γνωρίσει περισσότερο αυτόν τον συγγραφέα που πέρα από τους κεντρικούς άξονες της προβληματικής του (ευθύνη και ενοχή), τον χαρακτηρίζει επίσης μια ιδιαιτέρων αξιώσεων δυναμική στις περιγραφές συναισθημάτων.

«Όλα ήταν θέμα τύχης, μιας τύχης τυφλής. Σαν τη ζωή την ίδια. Ξαπλωμένος στο ράντζο του, αναρωτήθηκε πόσο άραγε ν΄ άξιζε η δική του ζωή. Κάποιοι άλλοι είχαν πληρώσει το τίμημα για να ζήσει εκείνος. Σκέφτηκε τότε πως δεν ήταν λογικό  αυτό * ήταν τελείως παράλογο. Ξαπλωμένος  στο ράντζο του, σκέφτηκε πόσο λίγο απείχε το να πεθάνει  από το να ζήσει κανείς»

Κεντρικό πρόσωπο του έργου ο Άνταμ Ρόζεντσβάϊγκ, ένας νεαρός εβραίος και Γερμανός που έχοντας εισπράξει τραυματικά την παραδοχή του ιδεαλιστή, μα και αγωνιστή, πατέρα του πως η ζωή του πήγε χαμένη, αποφασίζει να ολοκληρώσει ο ίδιος ό,τι ο γονέας άφησε ανολοκλήρωτο και έτσι φτάνει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για να πολεμήσει κάτω από τη σημαία των Βορείων που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των μαύρων.

Ο Άνταμ όμως, λόγω μιας εκ γενετής πάθησης του ποδιού του, δεν θα μπορέσει να καταταγεί στο στρατό των Βορείων και μετά από κάποιες περιπέτειες θα βρεθεί να είναι ένας απλός βοηθός ενός προμηθευτή του στρατού.

Μα έτσι, από τις εμπειρίες που αποκομίζει, πολύ γρήγορα συνειδητοποιεί πως οι ιδέες περί δικαιοσύνης πολύ λίγο -ή έστω προσχηματικά- υπήρξαν η αιτία της εμφύλιας σύρραξης. Είναι τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που καθορίζουν την πορεία της Ιστορίας.

Αλλά μια τέτοια γνώση δεν είναι αρκετή να τον κάνει να πάψει ο ίδιος να είναι αγκιστρωμένος σε μια ηθική προσέγγιση του άλλου. Και με την αφέλεια του ιδεαλιστή, αλλά και με το πείσμα μιας αθωότητας, διασχίζει τα πεδία των μαχών και από τη μια προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως «Έπρεπε, ωστόσο, να έρθω. Έπρεπε να έρθω, γιατί…» και από την άλλη υποστηρίζει τις αρχικές του αποφάσεις μιας και «Γιατί πρέπει κανείς να ανακαλύψει αν υπάρχει κάποια αλήθεια στον κόσμο»

Ο ήρωας του Warren μας θυμίζει τον πρίγκηπα Μίσκιν από τον ‘Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Όπως ο Μίσκιν, έτσι κι ο Άνταμ από τη μια είναι γεμάτος συμπόνια για τον άλλον, και από την άλλη συνεχώς αναστοχάζεται πάνω σε κεντρικά ζητήματα ηθικής και ατομικής ευθύνης. Και βέβαια παραμένει πιστός και πείσμων σε μια ‘δημιουργική’ ανασφάλεια: «Αναρωτήθηκε αν παραήταν δειλός για να αντικρίσει τον πόνο-  δειλός με αυτήν την εξαίσια, εκλεπτυσμένη δειλία να αποφεύγει τον πόνο των άλλων επειδή τον κάθε πόνο τον έπαιρνε μέσα του».

Τα βήματα που ακολουθεί τον φέρνουν συνέχεια μπροστά σε τέτοιας μορφής αναστοχασμούς. Αλλά είναι και αυτά τα ίδια βήματα που προσφέρουν την ευκαιρία στον Warren να ξεδιπλώσει την ιδιαίτερη ικανότητά του να περιγράφει τη Φύση και να τη συνδέει με τα έργα των ανθρώπων: «Έριξε μια ματιά έξω, στην περιοχή όπου είχε καταλύσει ο λόχος. Το ψιλόβροχο μούσκευε την παγωμένη λασπουριά του δρόμου. Πίσω  απ΄την γκρίζα καταχνιά της βροχής, ο Άνταμ διέκρινε τη μακριά σειρά των παραπηγμάτων… Η καμινάδα της αντικρινής παράγκας είχε στην κορυφή της ένα βαρέλι με κομμένο πάτο. Μέσα σε αυτή την πηχτή ατμόσφαιρα, ωστόσο,  μια τέτοια κατασκευή δεν έμοιαζε να βοηθάει. Ο καπνός ανέβαινε απ΄ εκείνη την καμινάδα το ίδιο ράθυμα όσο από κάθε άλλη* το ίδιο μελαγχολικά πλανιόταν στο ψιλόβροχο, πριν προσγειωθεί ξανά στα μουσκεμένα πανιά της στέγης»

Το μυθιστόρημα ‘Αγριότοπος» προσφέρει μια μοναδική αναγνωστική μέθεξη καθώς χρησιμοποιεί ένα σημαντικό γεγονός του παρελθόντος όχι τόσο για να το επαναδιαπραγματευθεί -αν και εντέλει το κάνει- όσο για να στήσει πάνω του μια διαχρονική αναζήτηση της προσωπικής ευθύνης του ανθρώπου, μα και της μοίρας του. Και για να καταλήξει πως: «Στο τέλος, κάνουμε πάντα ό,τι εξαρχής σκοπεύαμε να κάνουμε»… Καθώς προσπαθούμε να φανούμε αντάξιοι της ανωνυμίας μας και των δεινών μας, που ως άνθρωποι καθώς είμαστε και μέσα στην πλάνη μας, έχουμε υπομείνει (παράφραση της τελευταίας πρότασης του έργου)

Δύσκολη πρέπει να ήταν η μεταφορά του κειμένου από τα αγγλικά στα ελληνικά. Δεν μπορώ να ξέρω ποιες τεχνικές αντιστοίχισης ανάμεσα στις δυο γλώσσες χρησιμοποίησε η Άννα Μαραγκάκη. Μα το αποτέλεσμα καλύπτει απόλυτα ότι ο έλληνας αναγνώστης τελικά αποκομίζει και απολαμβάνει.

(Βιβλιοδρόμιο, 9/12/2023)

(766 λέξεις)

6.12.23

Ζαν - Φρανσουά Σενεσάλ "Η λεωφόρος"

 

Ο Ζαν – Φρανσουά Σενεσάλ είναι ένας γαλλόφωνος καναδός συγγραφέας βιβλίων για παιδιά και νέους, από τους πλέον ταλαντούχους και βραβευμένους αυτού του είδους συγγραφείς του Καναδά.

Το μυθιστόρημά του «Η λεωφόρος» είναι το πρώτο βιβλίο του που μεταφράζεται στην Ελλάδα.

Κεντρικός χαρακτήρας και αφηγητής ο Κρις -ένας δεκαοχτάχρονος νεαρός με νοητική στέρηση.

Ο Κρις τη μέρα των γενεθλίων του διαπιστώνει πως η μητέρα του -με την οποία όλα τα προηγούμενα χρόνια και ζούσε- έχει φύγει από το διαμέρισμα τους  παίρνοντας μαζί της όλα τα προσωπικά της αντικείμενα. Και καθώς ο πατέρας του ποτέ δεν έχει εμφανιστεί, ο Κρις  θα πρέπει μόνος του -ως ενήλικο άτομο- να βρει τους τρόπους να επιβιώσει.

Το καταφέρνει σταδιακά και με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων που ζούνε ή στο ίδιο με αυτόν συγκρότημα ή στη γύρω περιοχή. Βέβαια, μαζί με εκείνους που θα σταθούν δίπλα του, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που του συμπεριφέρονται άσχημα και επιζητούν να τον εκμεταλλευτούν.

Μα ο Κρις μπορεί μεν να έχει το σώμα ενός νεαρού άντρα και το μυαλό ενός δεκάχρονου παιδιού, αλλά τελικά δείχνει πως είναι ικανός να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα του και να βρει απλές δουλειές που του προσφέρουν τα χρήματα για να ζει, μα και να του ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή του.

Εκείνο που δεν μπορεί να ξεπεράσει είναι η απουσία της μητέρας του -μιας γυναίκας που άντεξε να μένει δίπλα στο ειδικών αναγκών παιδί της μόνο έως ότου αυτό ενηλικιωθεί. Μετά θα το εγκαταλείψει αναζητώντας τη δική της -και σίγουρα εγωκεντρική- ελευθερία από κάθε υποχρέωση

Ο Κρις αφηγείται τα συναισθήματά του από την φυγή της μητέρας και την απουσία του πατέρα, τις μικρές μα και συχνά σοβαρές δυσκολίες της ζωής του, τους φόβους του και τις κρίσεις του για τους άλλους -όλους αυτούς που αποτελούν το περίγυρό του. Οι εσωτερικοί του μονόλογοι περιλαμβάνουν και κρίσεις για όσους ζούνε στην ευρύτερη περιοχή του σπιτιού του και μέσα από αυτές, το μυθιστόρημα τελικά αποκτά μια μικρή ομάδα ολοκληρωμένων χαρακτήρων που ο καθένας του έχει ένα δικό του ψυχισμό.

Ο Ζαν – Φρανσουά Σενεσάλ καταφέρνει να περιγράψει με τη βοήθεια μιας γλώσσας που δεν είναι τόσο απλοϊκή όσο κάποιος θα περίμενε λόγω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, τα συναισθήματα μα και τον τρόπο πρόσληψης του κόσμου εκ μέρους ενός ατόμου που μπορεί να τον χαρακτηρίζει νοητική στέρηση αλλά όχι και αδυναμία κατανόησης των γεγονότων. Κι άλλωστε ένας λογοτεχνικός ήρωας δεν χρειάζεται να πείσει για την αληθοφάνειά του μέσω μιας ρεαλιστικής απεικόνισης* εκείνο που πρέπει να προσφέρει είναι η εντελώς δική του αλήθεια. Κι έτσι ο Κρις του Σενεσάλ μετατρέπεται σε ένα κάτοπτρο που εντός του ο χωρίς νοητική στέρηση αναγνώστης μπορεί να δει με άλλο φωτισμό τον κόσμο μέσα στον οποίο ο ίδιος ζει.

Αυτό που επίσης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη, είναι ο τρόπος που η κοινωνία μιας άλλη χώρας αντιμετωπίζει τα άτομα με ιδιαιτερότητες, όπως όμως και όσα δεν εναρμονίζονται με  την από τους πολλούς αναγνωρισμένη ως σωστή αντιμετώπιση ενός προβλήματος.

Αν γυρίσεις μια μέρα, μαμά, ελπίζω να μη θυμώσεις όταν δεις τα σχέδια μου μέσα στο τετράδιό σου. Δεν πρέπει ούτε να ζηλέψεις τον κόσμο που ζωγράφισα εκεί μέσα. Κανείς δεν  θα μπορέσει να σε αντικαταστήσει, αυτό είναι το μόνο βέβαιο, θα πρέπει να το συνηθίσεις αλλά δεν είσαι η μόνη που μπορεί να με αγαπήσει, μαμά, θα πρέπει να το συνηθίσεις αυτό.

Υπάρχει μια κατανόηση και ένας σεβασμός εκ μέρους των ‘υγειών’ απέναντι σε όσους έχουν μια μορφή αναπηρίας, μια αναγνώριση της κάλυψης των αναγκών τους σε ζητήματα όπως αυτά της σεξουαλικότητας και του έρωτα. Μα και μια έμμεση πλην σαφής παραδοχή του δικαιώματος ενός ανθρώπου στην αντικειμενική ερμηνεία μιας αρνητικής πράξης του, όπως αυτής της άρνησης της γονικής μέριμνας.

Τελικά «Η λεωφόρος» μπορεί να ανήκει στην κατηγορία της λογοτεχνίας για νέους, αλλά αυτό δε σημαίνει πως και δεν διεκδικεί να αναγνωσθεί ως ένα μυθιστόρημα ιδιότυπης ενηλικίωσης -κάθε άτομο και ασχέτως πνευματικής η σωματικής αναπηρίας ενηλικιώνεται και απαιτεί τη δική του θέση μέσα στον κόσμο.

Η μεταφορά στη γλώσσα μας ενός εσωτερικού μονόλογου ατόμου τόσο ιδιαίτερου όπως ο ήρωας του συγκεκριμένου μυθιστορήματος απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια. Η μετάφραση της Άννας Κοντολέων διαθέτει και τα δύο.

https://018.bookpress.gr/kritikes/vivlia-gia-efivous/15828-i-leoforos-tou-zan-fransoua-senesal-kritiki-mythistorima-enilikiosis-gia-to-thayma-kai-to-trayma-tis-diaforetikotitas??utm_source=Newsletter&utm_medium=email

(695 λέξεις)

28.11.23

Ίλι Ντεμνέρι «Θυμάμαι»

 

Ίλι Ντεμνέρι

«Θυμάμαι»

Μετάφραση: Ελεάνα Ζιάκου

Εκδόσεις Πληθώρα

 

                          




Ο Ιλί Ντεμνέρι γεννήθηκε στα Τίρανα το 1961.

Σπούδασε αρχικά σκηνοθεσία στην πατρίδα του και στη συνέχεια στο Παρίσι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές. Στη γαλλική πρωτεύουσα πλέον ζει μαζί με την οικογένειά του.

Η συλλογή μικρών κειμένων κάτω από τον τίτλο «Θυμάμαι» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πληθώρα, είναι μια επιλογή κειμένων από τους δυο τόμους με το ίδιο τίτλο που ο συγγραφέας έχει στο παρελθόν εκδώσει.

Η βασική ιδέα συγγραφής αυτών των κειμένων -συχνά μπορεί να αποτελούνται και από λίγες, ελάχιστες φράσεις- είναι το πως μπορεί να περιγραφεί η περίοδος μιας πόλης και μιας χώρας μέσα από τις μνήμες ενός ανθρώπου που έζησε εκείνη την περίοδο σε εκείνη τη χώρα.

Η ατομική μνήμη είναι η εμπειρία του καθένα μας. Εμπειρία και γνώση* συναισθήματα και ιδεολογικές τοποθετήσεις. Ο καθένας μας είμαστε δημιούργημα των όσων έχουν εγγραφεί στη μνήμη μας.

Μα όσο κι αν οι μνήμες κάθε ανθρώπου μπορεί να είναι διαφορετικές από τις αντίστοιχες άλλων, στην ουσία όλες τους έχουν δημιουργηθεί από τις επεμβάσεις ενός κοινωνικο-πολιτικού συστήματος στη ζωή μας.

Οπότε η μνήμη καθενός περιγράφει και την εποχή που έζησε. Και μάλιστα, έχει τη δυνατότητα να την περιγράψει από μια  αρκετά διαφορετική σκοπιά απ΄ ότι οι επίσημες καταγραφές της Ιστορίας.

Θυμάμαι που ψυθιριζόταν ότι, όταν ο Πρωθυπουργός Μεχμέτ Σέχου είχε πει στον Σκεντέρ Σαλάκου (δημοφιλή αλβανό κωμικό ηθοποιό) «Έλα, πες μας κανένα απ΄τα καυστικά ανέκδοτά σου», επωφελούμενος της ιδιότητας του ως κωμικού, ο Σκεντέρ αποκρίθηκε: «Να, Σύντροφε Πρωθυπουργέ, πριν το λέγαμε Χασάπικο και μέσα έβρισκες κρέας. Τώρα το λέμε Κρεοπωλείο και μέσα βρίσκεις μόνο τον χασάπη» (σελ. 22)

Αυτές οι μικρές αναμνήσεις ξεκινάνε όλες με τη λέξη ‘Θυμάμαι’  κι άλλοτε έχουν μια σκωπτική διάθεση, όπως αυτή που μόλις πριν αντιγράφτηκε, και που μέσα από αυτήν περιγράφεται ένα ολόκληρο σύστημα, μα άλλοτε πάλι το ‘Θυμάμαι’ οδηγεί το υποκείμενο σε πλέον προσωπικές στιγμές.

Θυμάμαι το δωμάτιο μου τον χειμώνα. Πολύ κρύο. Γδυνόμουν πιο γρήγορα κι από χαρακτήρα ταινίας του Τσάπλιν και χωνόμουν βιαστικά στο κρεβάτι… τα σκεπάσματα, ακόμα πιο παγωμένα. Μπρρ…! Και τώρα που το θυμάμαι με πιάνουν ρίγη.(σελ. 23)

Κι έτσι μέσα από τις εντελώς προσωπικές αναμνήσεις  του συγγραφέα, ο αναγνώστης κυκλοφορεί σε μέρες προηγούμενης εποχής.

Χαρακτηριστά ο αλβανός συγγραφέας Ντασνόρ Κοκονόζι, στο σημείωμα του που παρατίθεται στο τέλος της συλλογής, μεταξύ των άλλων σημειώνει: Στην ουσία πρόκειται για εποχή που θα άξιζε να ξεχαστεί, αν δεν ίσχυε ταυτόχρονα το αξιοσημείωτο γεγονός ότι όσοι τη βιώσαν δεν είχαν επιλέξει με τη βούλησή τους το πολιτικό καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί στην Αλβανία

Και νομίζω πως με αυτήν την επισήμανση γίνεται ολοφάνερο το πόσο το άτομο μπορεί να αποτελέσει και το αντίστροφο είδωλο του συνόλου.

Σε κάθε περίπτωση, τη λογοτεχνία της γειτονικής χώρας δεν την γνωρίζουμε με επάρκεια, όση πιστεύω πως θα της άξιζε, μιας και μιλάμε για έναν λαό που και παρελθόν έχει και το μέλλον του διεκδικεί. Παρελθόν και μέλλον άρρηκτα δεμένα με τα αντίστοιχα δικά μας.

Οι Εκδόσεις Πληθώρα επιζητούν να καλύψουν κάπως αυτό το κενό πληροφόρησης. Στην προσπάθειά τους αυτή σημαντική η βοήθεια της μετάφρασης του ‘Θυμάμαι΄, που την υπογράφει η Ελεάνα Ζιάκου.

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/21440-ili-ntemneri-thimame

(516 λέξεις)

25.11.23

Συνέντευξη για το 'Σαν Μήδεια" στο bookpress

 

Συνέντευξη με τον συγγραφέα Μάνο Κοντολέων με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Σαν Μήδεια» (εκδ. Πατάκη) με το οποίο ολοκληρώνεται η τριλογία του με κεντρικές ηρωίδες μεγάλες γυναικείες μορφές από την Αρχαία Τραγωδία: Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια. 

Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο

Δίχως να έχω πρόχειρα στοιχεία, πρέπει να είναι από τους λίγους άντρες συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί τόσο πολύ με τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Ο Μάνος Κοντολέων, έπειτα από τόσα χρόνια στη λογοτεχνία, δικαίως, μπορεί να θεωρεί πως ελάχιστα πράγματα που αφορούν τον άνθρωπο δεν έχουν περάσει από τα βιβλία του.

Προσφάτως κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Σαν Μήδεια (εκδ. Πατάκη), με το οποίο κλείνει μια τριλογία με ηρωίδες που προέρχονται από το αρχαίο δράμα, κι εκείνος τις μετέφερε στο σήμερα με έναν δικό του –δημιουργικό– τρόπο. Μας μίλησε γι’ αυτό το εγχείρημα, αλλά και για τη συνολική του πορεία στα Γράμματα.

Μήδεια, Κλυταιμνήστρα, Κασσάνδρα. Τρεις γυναίκες με έντονη προσωπικότητα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η τριλογία προέκυψε ή ήταν ένα συγγραφικό σχέδιο που το συλλάβατε ως τέτοιο εξαρχής;

Όχι. Όλα ξεκίνησαν από την Κασσάνδρα. Όπως αναφέρω και στο σημείωμα του συγγραφέα που υπάρχει στο μυθιστόρημα Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο, η συγκεκριμένη πριγκίπισσα της Τροίας με είχε συγκλονίσει από τα εφηβικά μου χρόνια. Στο πρόσωπό της από τότε διέκρινα τη μοίρα και το δράμα του ανθρώπου που μπορεί να σκέφτεται με λογική αλλά δεν μπορεί να πείσει τους πολλούς που πράττουν παρορμητικά και δίχως βαθύτερο προβληματισμό. Μια εντελώς σύγχρονη μορφή – αυτή είναι για μένα η Κασσάνδρα. Και κάτω από αυτή τη διάθεση κάποια στιγμή θέλησα πάνω της να στήσω ένα ολότελα δικό μου μυθιστόρημα.

Ολότελα δικό μου με την έννοια πως δεν έμεινα στα ελάχιστα που για την Κασσάνδρα γνωρίζουμε, αλλά στηριζόμενος και σε άλλες πηγές και επιστρατεύοντας τις αρχές της ψυχολογίας της εποχής μας, έπλασα μια εντελώς δική μου μυθιστορηματική ηρωίδα. Μα η επαφή μου με την Ιλιάδα και τις Αρχαίες Τραγωδίες, με έκανε να θελήσω αυτά τα συγγραφικά του «πειράματα» να τα δω να συνεχίζονται και να εφαρμόζονται πρώτα στην Κλυταιμνήστρα και τώρα στη Μήδεια. Γιατί σε αυτές τις δύο; Μα γιατί τα όσα γι' αυτές γνωρίζουμε, τους χαρίζουν όχι μόνο μια διαχρονικότητα, αλλά και μια επικαιρότητα. Αυτή της βίας.

Η επανερμηνεία των αρχαίων μύθων δεν είναι κάτι ξένο. Εντούτοις πολλές από αυτές τις προσπάθειες ισοπεδώνουν την αρχική σύλληψη. Τα δικά σας βιβλία, αντίθετα, επιδιώκουν μια συνομιλία. Πώς δουλέψατε και στα τρία βιβλία;

Το καθένα με τον τρόπο που ορίζανε οι τρεις ηρωίδες. Για την Κασσάνδρα σας είπα. Η Κλυταιμνήστρα για μένα δεν είναι μόνο η βασίλισσα που φτάνει στο φόνο για να διατηρήσει την εξουσία, μήτε και η προδομένη σύζυγος. Είναι κυρίως η γυναίκα εκείνη που ζει μια τραγική στιγμή – να τη σκοτώνει το ίδιο το παιδί της. Αλλά μια τέτοια προσέγγιση αυτομάτως έφερε στο μυθιστορηματικό προσκήνιο και τον μητροκτόνο – τον Ορέστη. Που κι αυτός είχε την τραγική μοίρα να σκοτώνει τη μάνα του. Η περιγραφή του πώς αυτοί οι δυο άνθρωποι έφτασαν σε μια τέτοια στιγμή, είναι στην ουσία και όλο το μυθιστόρημα που αποφάσισα να το ονομάσω Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας.

Τώρα, όσον αφορά τη Μήδεια, εδώ θέλησα να ψάξω –και το έψαξα, πιστέψτε με, πολύ– το γιατί από τη μια έχουμε μια παιδοκτόνο και από την άλλη μια γυναίκα που δεν τιμωρείται από τη θεία δίκη. Τελικά προτείνω μια δικιά μου ερμηνεία – αυθαίρετη ίσως, αλλά από την άλλη πιστεύω πως μέσα στο μυθιστόρημά μου Σαν Μήδεια την τεκμηριώνω.

Τώρα που έχετε ολοκληρώσει την τριλογία, ποια από τις τρεις ηρωίδες έθεσε τα πιο δύσκολα ερωτήματα σ’ εσάς; Ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο;

Νομίζω πως από αυτά που μέχρι τώρα σας είπα, είναι φανερό πως εκείνη που περισσότερο μου αντιστάθηκε ήταν η Μήδεια. Για να πλάσω τη δική μου εκδοχή του φόνου, αναγκάστηκα να φτάσω στις αρχές της Δημιουργίας, έτσι όπως περιγράφεται στη Μυθολογία μας.

Η Μήδεια είναι ακόμη παρεξηγημένη στις μέρες μας; Για πολλούς ενσαρκώνει την ιδέα της αρνητικής ηρωίδας...

Ναι, είναι παρεξηγημένη. Μα από την άλλη και ιδιαίτερα ελκυστική. Ιδίως στην εποχή μας που οι σχέσεις των φύλλων επαναπροσδιορίζονται. Που η βία έχει απλωθεί μέσα στην καθημερινότητά μας. Που ενώ όλοι λέμε πως αποδεχόμαστε την οποιαδήποτε διαφορετικότητα, από την άλλη μας τρομάζει ο «άλλος». Η Μήδεια με μια έννοια μπορεί να συμβολίζει τον «άλλον». Αλλά ίσως κι εκείνη να αντιμετώπιζε κάποιον δικό της «άλλον».

Είναι εμφανές στο βιβλίο σας πως η εξήγηση της παιδοκτονίας λόγω ερωτικής εκδίκησης δεν είναι επαρκής. Τη βρίσκετε κοινότοπη; Πολύ προφανή για να είναι η μόνη ορθή;

Ακριβώς αυτό – πολύ προφανής για να είναι η μόνη ορθή. Κι ενώ αναζητούσα το τι άλλο μπορεί να πυροδότησε την πράξη της Μήδειας, έτυχε να δω την ταινία του Λαρς Φον Τρίερ, σε σενάριο του Ντράγιερ, «Medea». Στην ταινία αυτή ο θάνατος των παιδιών παρουσιάζεται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Στην ουσία είναι ο μεγάλος γιος που ζητά από τη μητέρα να τον βοηθήσει πρώτα να κρεμάσουνε το μικρότερο παιδί και στη συνέχεια να τον σηκώσει για να μπορέσει μόνος του να περάσει τη θηλιά στο λαιμό του. Η Μήδεια υπακούει μα και συμφωνεί. Πάντα σπαράζοντας. Καταλαβαίνεται πως μια τέτοια προσέγγιση θέτει το ζήτημα του «γιατί» σε μια άλλη βάση. Και εγώ αισθάνθηκα απελευθερωμένος να μορφοποιήσω τη δική μου άποψη, που στην ουσία στηρίζεται στον διαχωρισμό της σχέσης άρρενος – θήλεος με εκείνη του άνδρα – γυναίκας.

 

 

Σε ποια Μήδεια στηριχθήκατε περισσότερο; Στου Ευριπίδη, στου Ανούιγ ή του Τρίερ;

Η Μήδεια των Τρίερ-Ντράγιερ μου πρόσφερε μια ελευθερία να τολμήσω τη δική μου ερμηνεία. Μα στη συνέχεια και καθώς σχεδίαζα πια όλο το μυθιστόρημα, διαπίστωσα πως για λόγους οικονομίας αλλά και –κυρίως– υποστήριξης της θέσης μου, θα έπρεπε να μην σταθώ στα γεγονότα που αφορούν τις πράξεις Μήδειας και Ιάσονα από την ώρα που φεύγουν από την Κολχίδα έως τη μέρα που φτάνουν στην Κόρινθο. Είναι γεγονότα ασφαλώς έντονα, αλλά θα χρωμάτιζαν τη μυθιστορηματική εκδοχή της Μήδειας με αποχρώσεις γοτθικού μυθιστορήματος. Κι άλλωστε δεν είναι τυχαίο που ο Ευριπίδης μόνο με τις μέρες στην Κόρινθο μας μιλά. Το ίδιο κάνει και ο Ανούιγ. Προσωπικά λατρεύω τον Ευριπίδη, αλλά εδώ προτίμησα την πλέον ανθρώπινη εκδοχή του Ανούιγ. Γι' αυτό και φράσεις από το δικό του έργο έχω ως μότο στα επιμέρους κεφάλαια.

Υπάρχει ένα αίτημα στις μέρες μας για συνύπαρξη των φύλων επί ίσοις όροις. Ο φεμινισμός μπαίνει, πλέον, σε νέες βάσεις. Το βιβλίο σας είναι στην καρδιά του έχει αυτό το αίτημα. Ήταν αυτό το ζητούμενό σας;

Θα έλεγα πως ναι… Και όχι μόνο στο Σαν Μήδεια. Ένας σύγχρονος προβληματισμός πάνω στη σχέση του φεμινισμού τόσο με τις εφαρμογές της εξουσίας, όσο και με τις εκφράσεις του έρωτα υπάρχει και στα άλλα δυο που προηγήθηκαν. Ξέρετε είναι θαυμαστό το ότι τέτοιες σκέψεις μας δημιουργούνται καθώς διαβάζουμε κείμενα γραμμένα αιώνες πιο πριν. Και στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω πως όλα αυτά τα πρόσωπα –αρχετυπικά πλέον για τον Δυτικό Πολιτισμό– στην ουσία τα γνωρίζουμε έτσι όπως τα «έπλασαν» κάποιοι συγγραφείς. Προσωπικά με συνεπαίρνει η διαπίστωση πως ένας ολόκληρος πολιτισμός έχει δομηθεί πάνω σε πρόσωπα–ήρωες θεατρικών έργων. Μια τρανταχτή απόδειξη της θεμελιώδους επέμβασης της Τέχνης στις κοινωνικές εξελίξεις.

Τελικά πόσο συχνά η πεζογραφίας μας αναζητά τους ήρωές της στα πρόσωπα των αρχαίων τραγωδιών;

Στο βαθμό που γνωρίζω, θα έλεγα μάλλον σπάνια. Με έχει απασχολήσει το γιατί και μάλιστα έχω κάποια στιγμή δημοσιοποιήσει αυτές τις σκέψεις μου. Θα έλεγα πως οι πεζογράφοι μας έχουν μια δισταχτικότητα στο να αγγίξουν αυτά τα πρόσωπα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με το θέατρο. Εκεί οι σκηνοθέτες τολμούν να προτείνουν τις δικές τους ερμηνείες. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Μήπως ο κόσμος του θεάτρου είναι πιο τολμηρός, ενώ αυτός της λογοτεχνίας μας πιο συντηρητικός;

Μπορούμε να βρούμε «μικρές» Μήδειες στις μέρες μας; Ζουν τριγύρω μας και δεν τις βλέπουμε;

Το όνομα της Μήδειας, όπως κι αυτό της Κασσάνδρας, χρησιμοποιείται πολύ συχνά και με εντελώς λάθος τρόπο. Όπως η Κασσάνδρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί πως μάντευε μόνο το κακό, αλλά αντίθετα μπορούσε να δει με τη λογική αυτό που οι άλλοι δεν μπορούσαν να αποδεχτούνε, έτσι και το να ονομάζουμε Μήδεια κάθε γυναίκα που έχει σκοτώσει τα παιδιά της είναι μια εύκολη στάση, μια προκατασκευασμένη και προαποφασισμένη θέση της εξουσίας των πολλών απέναντι στο δράμα του ενός.

Το κλισέ λέει πως οι άντρες συγγραφείς δεν μπορούν να διαχειριστούν τους γυναικείους χαρακτήρες. Εσείς έχετε αρκετές γυναίκες στα βιβλία σας. Τι απαντάτε;

Πως είναι... κλισέ. Από άντρες συγγραφείς γνωρίσαμε μια Καρένινα, μια Μποβαρύ, μια Νόρα, μια Μπλανς, μια Φραγκογιαννού… Δεν ξέρω για τους άλλους πεζογράφους, αλλά εγώ προσωπικά προτιμώ να ανιχνεύω τον εσωτερικό κόσμο εκπροσώπων του άλλου φύλου –των άλλων φύλων να πω καλύτερα, καθώς η εποχή μας έχει κάνει σαφές πως άλλο το βιολογικό και άλλο το κοινωνικό φύλο– μιας και ένας καλός τρόπος να αναγνωρίσεις τον ίδιο σου τον εαυτό είναι να προσπαθήσεις να τον δεις με τα μάτια των άλλων. Και για να το πετύχεις αυτό πρέπει να πλησιάσεις πολύ αυτούς τους άλλους… Τις άλλες, για να είμαι πιο κοντά στην ερώτησή σας.

Έχετε τέσσερις δεκαετίες ευδόκιμης πορείας στα γράμματα. Τι κρατάτε, τι αφήνετε ή τι θα αλλάζατε;

Η ερώτηση αυτή με κάνει να επιστρέψω στην παιδική, στην εφηβική, στη νεανική εποχή μου. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσει ο απολογισμός. Και ομολογώ πως από τότε, αυτό που ήθελα να γίνω τελικά με τον δικό μου τρόπο έγινε. Από παιδί ως λογοτέχνη έβλεπα τον ενήλικο εαυτό μου. Τώρα τί είδους λογοτέχνη, αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Πάλεψαν μέσα μου η ποίηση και η πεζογραφία. Νίκησε η δεύτερη, αλλά αυτή η εξέλιξη έγινε καθώς ανακάλυπτα πως μέσω του πεζού λόγου μπορούσα να επικοινωνήσω άμεσα και ουσιαστικά και με την προσωπική μου ευαισθησία με το παιδί μου. Κι ενώ είχαν δημοσιευθεί σε διάφορες συλλογές τα πρώτα μου διηγήματα για ενήλικες, ξαφνικά τα πρώτα μου βιβλία ήταν για παιδιά.

Από εκεί και πέρα αυτή η διπλή κατά κάποιον τρόπο συγγραφική ταυτότητα έγινε και το αποτύπωμά μου μέσα στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του τόπου μας. Ένα αποτύπωμα που μου έχει χαρίσει και μεγάλες χαρές, μα και κάποιες πικρίες. Αυτή –ας την πούμε– η συγγραφική μου ιδιαιτερότητα, ασφαλώς και δεν είναι η μοναδική στη χώρα μας. Όπως βέβαια και πολύ συχνά απαντούμενη σε λογοτεχνίες άλλων χωρών. Αλλά είτε το θέλουμε είτε όχι η χώρα μας είναι μικρή και όπως κάθε τι το μικρό δείχνει δισταγμό να αναγνωρίσει το κάπως διαφορετικό, όταν μάλιστα δεν πριμοδοτείται από ποικιλόμορφα κέντρα εξουσίας… Μα για επιστρέψω στην ερώτηση σας… Κρατώ τα πάντα και τίποτε δεν θα άλλαζα μήτε και αφήνω. Δεν μου αρέσουν οι προδοσίες.

 https://bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines/18854-manos-kontoleon-i-mideia-einai-pareksigimeni-alla-kai-elkystiki?fbclid=IwAR0WIaiM02g7vPLN4ogNYQ1cMFeqbtvUhk6LaUP68aaJfi_R8EIYbE62JIA