Ως αναγνώστης μου
αρέσει να διαβάζω μυθιστορηματικές βιογραφίες.
Ως συγγραφέαw,
όμως, ποτέ ένα ιστορικό πρόσωπο δεν με οδήγησε στην απόφαση να στηριχτώ στη ζωή
του και να δημιουργήσω ένα δικό μου έργο.
Ώσπου μια μέρα -λίγα
χρόνια πιο πριν- θυμήθηκα εκείνους τους μυθιστορηματικούς ήρωες που ως
παιδί και έφηβος είχα γνωρίσει και είχαν
σταθεί μια από τις μεγάλες αιτίες και τη λογοτεχνία να αγαπήσω και εγώ ο ίδιος
να αποφασίσω να ασχοληθώ με τη συγγραφή.
Και για να γίνω πιο
σαφής, ας αναφέρω ενδεικτικά τον Ρομπέν των Δασών, την Ρεβέκκα, τον Γιάννη
Αγιάννη και τον Ιαβέρη, τους Τέσσερεις (!) Σωματοφύλακες και την Μυλαίδη… Κι
άλλους αρκετούς, ακόμα.
Και σκέφτηκα πως
όπως για μένα έτσι και για πολλούς άλλους αναγνώστες αυτοί όλοι οι ‘χάρτινοι’
ήρωες υπήρξαν και πρότυπα που πάνω τους στηρίχτηκαν oi μελλοντικές
προσωπικότητες όσων ως παιδιά τους διάβαζαν. Άρα, τί σημασία αν δεν πέρασαν από
τη ζωή με σάρκα και οστά; Ζήσανε μέσα στο τυπωμένο χαρτί. Οπότε…
Ναι -αποφάσισα- να ξεκινήσω
μια μυθιστορηματική βιογραφία ενός από
αυτούς.
Κι όπως ο κάθε άλλος
μυθιστοριογράφος ιστορικών προσωπικοτήτων που ως ένα βαθμό στηρίζεται στα
ιστορικά γεγονότα, ενώ ως ένα άλλο βαθμό αυθαιρετεί, καθώς αναπλάθει από το
άτομο που κάποτε έζησε ένα ήρωα που εντός ενός λογοτεχνικού έργου ζει (πχ πόσο
ο «Μαγγελάνος» που ο Τσβάιχ έγραψε στα χρόνια του Μεσοπόλεμου είναι ταυτόσημος
με τον Μαγγελάνο που έζησε γύρω στα 1500
μ.Χ.;), έτσι κι εγώ τόλμησα να ανασυνθέσω με την ιδιότητα του μυθιστοριογράφου
τις ζωές δυο -ίσως είναι οι πρώτοι μυθιστορηματικοί ήρωες της Δύσης-
διαχρονικών ηρώων. Γαργαντούας του Ραμπελαί και Δον Κιχώτης του Θερβάντες.
Για να μπορέσω να
αναπλάσω τις δυο αυτές προσωπικότητες αποφάσισα να δημιουργήσω εγώ το πρόσωπο
εκείνο που θα αφηγείτο τις ζωές τους. Κι έτσι κάτω από την κατά κάποιο τρόπο
καθοδήγηση για μεν τον Γαργαντούα ενός
υπηρέτη του και για τον Δον Κιχώτη του πιστού σκύλου του, ολοκλήρωσα τις
μυθιστορηματικές βιογραφίες τους.
Στο βαθμό που
γνωρίζω, αυτή την τεχνική διασκευής κλασικών κειμένων, στην Ελλάδα τουλάχιστον,
δεν έχει κάποιος πιο πριν χρησιμοποιήσει. Είναι μια ενδιαφέρουσα -πιστεύω-
τεχνική καθώς αφ’ ενός χαρίζει στον συγγραφέα μια ελευθερία συγγραφής, ενώ αφ’ ετέρου δεν τον αφήνει και να αυθαιρετήσει.
Μετά από τα δυο αυτά
πρώτα βιβλία, αποφάσισα να αναζητήσω τους νέους μου ήρωες σε ακόμα πιο παλιά χρόνια. Κι έτσι κατέληξα
στον θρύλο του Τριστάνου και της Ιζόλδης.
******
Η ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης
ακούστηκε για πρώτη φορά, ως προφορική αφήγηση, τον 11ο αιώνα. Ήταν μια από τις
διηγήσεις που πρόσφεραν ψυχαγωγία στους κουρασμένους από τις συνεχείς διαμάχες
ιππότες.
Πολύ σύντομα όμως αγαπήθηκε και από ένα πλατύτερο κοινό και
άρχισε να καταγράφεται από διάφορους συγγραφείς της εποχής εκείνης.
Σε κάθε της πάντως παραλλαγή παρέμενε μια ιστορία έρωτα, αλλά
και προκαταλήψεων, όπως και σατιρικού σχολιασμού πολιτικών καταστάσεων.
Σήμερα
έχουν φτάσει στα χέρια μας δυο κυρίως αποσπασματικές μορφές αυτής της ιστορίας,
έτσι όπως τις κατέγραψαν ο Μπερούλ και ο Τομάς. Πάνω στο έργο του Τομάς, ο
Γερμανός ποιητής Γκόττφριντ φον Στράσμπουργκ συνέθεσε μια δική του μυθιστορηματική
διασκευή που θα αποτελέσει, εκεί γύρω στο 1857, τη βάση για το λιμπρέτο της
ομώνυμης όπερας του Βάγκνερ.
Πολλές
ακόμα διασκευές έχουν υπάρξει.
Το
1900 ο Μπεντιέ διέσωσε όλα τα σωζόμενα κείμενα και θέλησε να τα συνδυάσει σε
μια ενιαία μορφή.
* * *
Τηρουμένων
των αναλογιών, ο έρωτας του Τριστάνου και της Ιζόλδης είναι προάγγελος στη
λογοτεχνική ιστορία της Δύσης του έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Τι άραγε, όμως, είναι
εκείνο που κρατά ζωντανό αυτό τον θρύλο που αναφέρεται σε έναν μεγάλο, όσο και
τραγικό, έρωτα μιας τόσο μακρινής εποχής;
Και πόσο τελικά μπορεί να
αποτελέσει τη βάση για μια νέα διασκευή προσαρμοσμένη στις αναγνωστικές
διαθέσεις ενός σύγχρονου νεανικού και όχι μόνο κοινού;
Σε αυτά τα ερωτήματα ζήτησα
τη συμβολή του δικού μου αφηγητή. Που τούτη τη φορά ήταν ένας… Γλάρος.
Οι γλάροι είναι ιδιότυπα
πουλιά και πάνω σε ένα από αυτούς τόλμησα να εναποθέσω δικές μου σκέψεις και
δικές μου ανησυχίες. Και έτσι του εμπιστεύθηκα την αφήγηση αυτής της
ερωτικής (αν και όχι μόνο) ιστορίας. Και
μάλιστα να δώσει και τον υπότιτλο στο βιβλίο :
«Τριστάνος και
Ιζόλδη – Μια Ιστορία των Γλάρων»
Ο
σημερινός αναγνώστης είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με ιστορίες που στηρίζονται
σε θρύλους του Μεσαίωνα και με πρόσωπα που έλκουν την καταγωγή τους από ήρωες
εκείνων των χρόνων -από τις πλέον επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές είναι κάποιες
όπως το Game of Thrones
ή το Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών..
Θεωρώ, λοιπόν, πως μπορεί με άνεση να πλησιάσει τον κόσμο
μέσα στον οποίο ζήσανε ο Τριστάνος και η Ιζόλδη. Μα παράλληλα προσπάθησα με τη
δική μου διασκευή να φωτίσω τις πράξεις και τις προθέσεις των κεντρικών
προσώπων του μεσαιωνικού κειμένου με τον προβληματισμό ενός συγγραφέα που
γράφει τον 21ο αιώνα.
Οι χαρακτήρες των
λογοτεχνικών έργων του μακρινού παρελθόντος πιστεύω πως μπορούν να φτάσουν ως
τις μέρες μας και να προσαρμοστούν στον τρόπο σκέψης και στις αναζητήσεις ενός
αναγνώστη που παρακολουθεί τις τηλεοπτικές σειρές που πιο πριν ανέφερα. Την
ίδια βέβαια στιγμή που και θα διατηρούνε όλον εκείνο τον δυναμισμό
συναισθημάτων που τις κράτησε σε μια διαχρονική επικαιρότητα.
Κεντρικός φορέας, λοιπόν, αυτής της λογοτεχνικής διασκευής είναι ένας γλάρος.
Μέσα από τη δικιά του –συχνά σκωπτική– ματιά ακολούθησα τους
δυο ερωτευμένους νέους και με τους δικούς του σχολιασμούς θέλησα να αποδείξω
πως τα μεγάλα συναισθήματα, αλλά και οι ποταπές προθέσεις, πάντα υπάρχουν, αλλά
είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε αυτά που πιστεύουμε πως αξίζει να
υποστηριχτούνε.
Για λόγους συγγραφικού ήθους θεωρώ το έργο μου αυτό ως
διασκευή κάποιου άλλου. Μα στην ουσία υπάρχω μέσα στις λέξεις και στις φράσεις
του με τόσο προσωπικό τρόπο όπως και σε κάθε άλλο κείμενο που θα είχα γράψει
και θα αφορούσε την μυθιστορηματική εξιστόρηση του πάθους ανθρώπων που κάποτε
ζήσανε.
Μα -το είπαμε- και οι διαχρονικοί λογοτεχνικοί ήρωες
αποτελούν μέρος της εξέλιξης της ανθρώπινης σκέψης, σχεδόν το ίδιο αποτελεσματικά
όπως και τα πρόσωπα που με τις πράξεις
τους σφράγισαν την ανθρωπότητα και τον
Πολιτισμό της.