30.10.20

Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος για ....

 

Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε

ν έκρυψα ποτέ ότι τα κείμενα του Κοντολέων ήταν που με οδήγησαν στον κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας. Εκτιμώ το έργο του απεριόριστα και κάθε του βιβλίο είναι για εμένα γιορτή. Σήμερα βρίσκεται στην πιο ώριμη φάση της καριέρας του και μας χαρίζει βιβλία που πατώντας στέρεα στο παλιό ανοίγουν δρόμους στο νέο. Τέτοιο είναι και «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε». Διαβάζοντάς το είναι σαν να ακούς να αφηγείται ένας παραδοσιακός αφηγητής, ενώ η τεχνική και η θεματολογία είναι εντελώς σύγχρονη. Το κείμενο αυτό δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένη ηλικία αναγνωστικού κοινού. Σαν το καλό παραδοσιακό παραμύθι μπορεί να διαβαστεί απ’ όλους. Στα μικρότερα παιδιά μπορεί να δραματοποιηθεί και οι έξι ιστορίες να φτάνουν κάθε μέρα σε ανάλογο φάκελο. Κείμενο αλληγορικό, γεμάτο συμβολισμούς, θυμίζει «Παραμύθι χωρίς όνομα». Ο Ηγεμόνας κι η Αρχόντισσα συνειδητοποιούν ότι οι κάτοικοι του νησιού τους έχουν ξεχάσει τις παλιές ιστορίες και δεν δημιουργούν νέες. Ο τόπος σαπίζει και οι λέξεις που αγαπάνε έχουν ξεχαστεί. Κάνουν λοιπόν διαγωνισμό και ζητούν από τους νησιώτες να γράψουν ιστορίες με λέξεις που αγαπάνε. Έτσι θα διαλέξουν τον διάδοχό τους. Λαμβάνουν έξι ιστορίες (τις οποίες διαβάζουμε κι εμείς) και καταλήγουν σε μια απόφαση που … γυρίζει σελίδα στην ιστορία και φέρνει νέα ήθη στην εξουσία. Ένα βιβλίο τόσο κλασικό όσο και σύγχρονο, το οποίο κυκλοφορεί στη σειρά Μυθιστορήματα Φαντασίας, φιλοσοφεί πάνω στο ήθος της εξουσίας και στην αξία της συμμετοχής σε αυτήν όλων των πολιτών με οδηγό την αγάπη, σε μια εποχή που κυριαρχεί η ρητορική του μίσους και η εξουσία στηρίζεται στιςψεύτικες πληροφορίες και στο διχαστικό λόγο.

https://www.diptyxo.gr/product-display/3703/nisi-me-tis-lexeis-poy-agapane?fbclid=IwAR1Qil-JV6wRQ0asM3JA_Zaz_y5WjTilnJOsNYnVR21NPSRSukTxHMPo0UY


Β. Ηλιόπουλος


Νίκος Δαββέτας 'Άντρες χωρίς άντρες'

 


Νίκος Δαββέτας

«Άντρες χωρίς άντρες»

 

 Ο Νίκος Δαββέτας συνηθίζει να χρησιμοποιεί ένα ιστορικό γεγονός ή μια ιστορική περίοδο για να στήσει πάνω τους τη μυθιστορηματική πλοκή των έργων του.

Από  το Ολοκαύτωμα (‘Η εβραία νύφη’) και τη σχέση Μπελογιάννη -  Πικάσο (‘Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη’) ως μια βομβιστική επίθεση στο Λονδίνο (‘Ωστικό κύμα’) -μα και σε άλλα έργα του- οι επιλογές του φανερώνουν ένα πεζογράφο που θέλει να φωτίσει την Ιστορία με τις αποχρώσεις μια λογοτεχνικής αναζήτησης.

Δεν στέκεται με παγωμένη αυστηρότητα απέναντι στις έρευνές του. Χωρίς να τις αγνοεί ούτε και να τις παραλλάζει, τις πλάθει με μια συγγραφική αυτονομία μιας και ο τελικός του στόχος είναι αυτός που πρέπει να διαθέτει κάθε πεζογράφος -να πλάθει ζωντανούς ήρωες, άσχετα αν δε θα διαθέτουν οι ίδιοι σάρκα και οστά αλλά θα είναι σε χαρτί πάνω τυπωμένοι.

Για το νέο του μυθιστόρημα –‘Άντρες χωρίς άντρες’- ο ίδιος εξηγεί, στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, πως αφορμή για να ξεκινήσει τη συγγραφή του  υπήρξε μια αβέβαιη αναφορά, σε αποχαρακτηρισμένο έγγραφο της Ασφάλειας  από την περίοδο της δικτατορίας, για ένα έμμισθο πληροφοριοδότη που αποτάχτηκε λόγω  ομοφυλοφιλίας.

Η μικρή αυτή σημείωση σε επίσημο έγγραφο οδήγησε τον Δαββέτα να θελήσει να στήσει την προσωπικότητά αυτού του ανθρώπου. Και βέβαια, η απόφασή του τον έφερε να ερευνήσει πρώτα και μετά να καταγράψει κοντά εβδομήντα χρόνια της σύγχρονης ιστορίας μας.

Πιστεύω πως η ένταξη του κεντρικού προσώπου σε μια  κοινωνική και πολιτική ομάδα (παρακρατική  και ακραία δεξιά) θα ήταν μονόδρομος για τον Δαββέτα. Και μέσα από τον τρόπο δράσης και σκέψης ατόμων αυτής της κατηγορίας θα γινότανε η ακτινογράφηση της εποχής.  

Μα ένας μυθιστοριογράφος  θα πρέπει να ‘βλέπει΄ πολυεδρικά και να καταγράφει πολυσυλλεκτικά.

Ασφαλώς και ο Δαββέτας το γνώριζε αυτό και αποφάσισε να το υλοποιήσει καταφεύγοντας στον τρόπο δόμησης του έργου.

Το πρόσωπο από το οποίο ξεκίνησε η απόφαση συγγραφής, ο αναγνώστης θα το γνωρίσει όχι κατά τη διάρκεια των χρόνων της δράσης του, αλλά ηλικιωμένο πλέον και ετοιμοθάνατο να εξομολογείται στο γιο του τις σκοτεινές πτυχές της ζωής του, τόσο της πολιτικής, όσο και της οικογενειακής, μα και της σεξουαλικής.

Και στη συνέχεια θα είναι αυτός ο γιος που την εξομολόγηση του πατέρα του θα την αφηγείται στον καλύτερο του φίλο.

Μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση – να ποια είναι η δομή του μυθιστορήματος. Αλλά με αυτόν τον τρόπο έχουμε στη ουσία δυο αφηγήσεις -πατέρα και γιου- που η μια άλλοτε συμπληρώνει την άλλη και άλλοτε την αμφισβητεί.

Η πολυσυλλεκτικότητα έτσι επιτυγχάνεται, αλλά και διευρύνεται. Στην ουσία αποδεικνύεται πως η Ιστορία δεν είναι μόνο όσα συνέβησαν αλλά  και εκείνα τα οποία οι επόμενες γενιές κληρονομούν και με τον τρόπο τους αντιδρούν απέναντί τους.

Αληθινά ενδιαφέρουσα μορφή αφήγησης, που όμως στη συγκεκριμένο μυθιστόρημα επαυξάνεται.

Η αφήγηση γίνεται  από το γιο -εκπρόσωπο της νέας γενιάς- προς τον φίλο του, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε ο δεύτερος να ξεκινήσει και ο ίδιος μια δική τους αναψηλάφηση του πατρικού κληροδοτήματος.

Στην περίπτωσή του αυτό το κληροδότημα προέρχεται από διαφορετική κοινωνική και πολιτική ομάδα- αυτήν της προοδευτικής στάσης και αντίστασης.

Κι έτσι το έργο ολοκληρώνει την εποχή που θέλει να καταγράψει καθώς κυκλώνει από δυο διαφορετικές αφετηρίες τα γεγονότα.

Αλλά πέρα από το παρελθόν, υπάρχει και το παρόν -το έργο μπορεί να ξεκινά πριν από τα μέσα του 20ου αιώνα, αλλά φτάνει στις μέρες μας και στα σύγχρονα προβλήματα που ταλανίζουν άτομα και χώρα.

Εδώ τον λόγο τον έχουν οι δυο γιοι. Αυτοί είναι και οι δυο άτομα καλλιεργημένα με πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες και δράση. Μα ενώ προέρχονται από διαφορετικές οικογενειακές καταβολές, στην ουσία με τον ίδιο παθητικό τρόπο βιώνουν την πολλαπλή κρίση -γράφοντας για τα έργα των πατεράδων τους , ενώ οι ίδιοι στην ουσία δεν συνεχίζουν την Ιστορία με την όποια μορφή της.

Στο σημείο αυτό ας υπενθυμίσω πως πολύ πρόσφατα έχουμε διαβάσει και άλλα έργα σύγχρονων ελλήνων πεζογράφων που ανασκαλεύουν τις πολύ βαθιές συνδέσεις της σχέσης πατέρα  - γιου. Πρόχειρα υπενθυμίζω τα : ‘Είμαι όσα έχω ξεχάσει’ του Ηλία Μαγκλίνη, ‘Ολομόναχος’ του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ‘Αίμα νερό’ του Χάρη Βλαβιανού κ.α.

Ο Νίκος Δαββέτας,  με ένα τρόπο όπου η εγκεφαλική δόμηση συνταιριάζεται με την ενδοσκοπούμενη  αφήγηση, φέρνει στο εκδοτικό προσκήνιο ένα έργο αυτοαναφοράς εκείνου του ατόμου που στο μέσον πλέον του βίου του, ανακαλύπτει πως δεν διαθέτει το κληροδότημα που θα δικαιούτο, άρα και δεν έχει την κληρονομιά που το ίδιο έχει υποχρέωση να κληροδοτήσει στους επιγόνους του.

 Πρώτη ανάρτηση:

 https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/12443-dabbetas-nikos-patakis-antres-choris-antres-kontoleon


29.10.20

"Χωρίς πρόσωπο" της Κατερίνας Μαλακατέ

 



Κατερίνα Μαλακατέ

«Χωρίς πρόσωπο»

Μεταίχμιο

 

Πάνω σε έναν καβγά με τη μητέρα του, ο 23χρονος Διονύσης αυτοπυροβολείται. Επιζεί, αλλά το μισό του πρόσωπο έχει διαλυθεί. Θα ζήσει στη σκιά, χωρίς μύτη, στόμα, μάγουλα, με μόνη συντροφιά τους γονείς του. Δυσκολεύεται να φάει και να μιλήσει και για αρκετό καιρό ζει μέσα στα σόσιαλ μίντια, κρυμμένος πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του. Ώσπου ένα βράδυ τον βρίσκει η ελπίδα, μια γιατρός τού στέλνει υλικό για την εγχείρηση που θα τον σώσει — μεταμόσχευση προσώπου.

Μπορεί όμως το πρόσωπο ενός άλλου να σου δώσει πίσω τα χαμένα χρόνια;

Ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται ζητήματα βιοηθικής, αλλά και τον έρωτα, την οικογένεια, τους μητρικούς και πατρικούς δεσμούς, τις σχέσεις την εποχή του διαδικτύου -αυτό είναι με λίγες λέξεις το θέμα του «Χωρίς πρόσωπο», έτσι όπως παρουσιάζεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης.

Η Κατερίνα Μαλακατέ γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και σπούδασε  φαρμακοποιός. Είναι παντρεμένη κι έχει δυο γιους. Από το 2009 διατηρεί το βιβλιοφιλικό ιστολόγιο www.diavazontas.blogspot.gr, ενώ είναι συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου - καφέ Booktalks. Έχει ακόμα άλλα τρία προσωπικά βιβλία κυκλοφορήσει ενώ κείμενά της έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες συλλογές διηγημάτων.

Το θέμα αυτό του μυθιστορήματος είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και νομίζω πως κανείς άλλος έλληνας συγγραφέας δεν έχει ως τα τώρα ασχοληθεί με αυτό.

Από το https://www.yourplasticsurgeon.gr αντιγράφω:

Η αλλομεταμόσχευση προσώπου αποτελεί την πλαστική επέμβαση αποκατάστασης σοβαρά παραμορφωτικών δυσμορφιών ενός λήπτη μεταφέροντας το πρόσωπο από πτωματικό δότη.

Η πρώτη μεταμόσχευση προσώπου πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία το 2005.

Από το 2005 έως το 2016 πραγματοποιήθηκαν παγκοσμίως 37 μεταμοσχεύσεις προσώπου (ποτέ έως τώρα στην Ελλάδα).

Η κύρια διαφορά του προσώπου ως αλλομοσχεύματος σε σύγκριση με άλλα όργανα (π.χ. μεταμόσχευση νεφρού ή καρδιάς) είναι η αυξημένη αντιγονικότητα του και η αυξημένη τάση απόρριψης από το ανοσοποιητικό σύστημα του λήπτη, αλλά και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες της ανοσοκατασταλτική αγωγής, όπως  η εμφάνιση νεοπλασμάτων βαριές λοιμώξεις και η νεφροτοξικότητα.

Με βάση αυτά τα δεδομένα η Κ. Μ. θέλησε να γράψει  ένα μυθιστόρημα και με -είναι σαφές αυτό- ιδιαίτερη μελέτη του όλου ζητήματος,  παρακολουθεί τις αντιδράσεις του ήρωά της από την ώρα του τραυματισμού του έως την στιγμή της αποδοχής της νέας του μορφής.

Ως μυθιστορηματικός ήρωας, ο Διονύσης προσφέρει στο συγγραφέα του την ευκαιρία να αναζητηθούν οι σχέσεις του ατόμου με το πρόσωπό του, με τους άλλους, η ποικιλία των αντιδράσεών του και οι επιλογές της καθημερινότητάς του.

Γίνεται προφανές πως αλλιώς πρέπει να αισθάνεται εκείνος στον οποίο μεταμοσχεύτηκε ένα όργανο ζωτικό μεν για τη ζωή του αλλά ‘κρυμμένο μέσα στο σώμα του΄, από τον άλλον που το μόσχευμα που δέχεται είναι και το πρώτο στοιχείο που οι άλλοι θα προσέξουν.

Σημείωσα πιο πριν πως η Κ. Μ. πρέπει με ιδιαίτερη συνέπεια να μελέτησε όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν κάποιον που υφίσταται μια τέτοια μεταμόσχευση. Και με ιδιαίτερη ευαισθησία αυτές τις γνώσεις τις μετέφερε στο πλάσιμο της προσωπικότητας του ήρωά της.

Παράλληλα θέλησε το όλο ζήτημα να το τοποθετήσει μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον από τη μια, αλλά και εντός της σύγχρονης κοινωνίας που τη χαρακτηρίζει η χρήση  (δυνατότητες και προκλήσεις του διαδικτύου)

Έτσι αφήνει χώρο να εκφραστούν και άλλα πρόσωπα που ζούνε δίπλα στον κεντρικό της ήρωα και με τον ένα ή τον άλλον τρόπο επεμβαίνουν στις αντιδράσεις του . Η μητέρα του κατά κύριο λόγο, μια γιατρός που του προτείνει στην αρχή τη μεταμόσχευση και στη συνέχεια γίνεται η ερωμένη του, η γυναίκα του δότη, αλλά και ακόμα ο αδελφός και ο πατέρας του Διονύση, όπως και ο ψυχαναλυτής του.

Πιστεύω πως η απόφαση της Κ.Μ. να συμπεριλάβει στο έργο της τις αντιδράσεις πολλών άλλων πέρα του βασικού πάσχοντος, στηρίχτηκε στην ιδέα πως αυτό που είμαστε και το κάθε τι που  πράττουμε, έχουν  άμεση σχέση με  ό,τι οι άλλοι είναι και πράττουν ως προς εμάς.

Με άλλα λόγια -σε μια καθαρώς προσωπική ανάγνωση- διάβασα τους μονολόγους των περιφερειακών ηρώων περισσότερο ως απόψεις  που ο ήρωας είχε γι αυτούς, παρά ως απόλυτα δικές τους σκέψεις και συναισθήματα.

Σε κάθε περίπτωση το μυθιστόρημα κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον αυτού που το διαβάζει, τον κάνει να αναλογιστεί συνθήκες που δεν τις είχε πιο πριν αντιμετωπίσει και βέβαια τον οδηγεί σε ένα βαθύ προβληματισμό των σχέσεων του εσωτερικού κόσμου μας με αυτόν που οι άλλοι καθορίζουν για εμάς.

 

 

(Πρώτη ανάρτηση diastixo 29/10/2020)


23.10.20

Το Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε

 



Ο Ηγεμόνας και η Αρχόντισσα διοικούν εδώ και πολλά χρόνια το Νησί.  Καθώς οι ίδιοι γερνούνε συνειδητοποιούν πως  το Νησί καταστρέφεται έτσι όπως οι κάτοικοί του το εκμεταλλεύονται με λάθος τρόπο.

Το ίδιο το ζευγάρι δεν έχει φυσικούς απογόνους και αποφασίζει να ανακαλύψει τον διάδοχό του μέσα  στους άξιους  υπηκόους που τυχόν έχουν απομείνει.

Ανακοινώνουν πως η επιλογή θα γίνει ανάμεσα σε όσους στείλουν ανώνυμα μια ιστορία που θα περιέχει Λέξεις που Αγαπούνε.

Λαμβάνουν έξι φακέλους και διαβάζουν έξι ιστορίας που όμως μιλάνε γι αυτά που γεννιούνται από τις Λέξεις που Αγαπάνε.

Ο Ηγεμόνας και η Αρχόντισσα  διαβάζουν (μαζί με τους αναγνώστες του βιβλίου) όλες τις Ιστορίες. Δυσκολεύονται να επιλέξουν. Ζητάνε να γνωρίσουν εκείνους που τις έγραψαν.

Και όταν αυτό συμβεί, τότε ο Ηγεμόνας και η Αρχόντισσα κατανοούν πως ο σωστός διάδοχος, αυτός που θα σώσει όλο το Νησί, δεν μπορεί να είναι μόνο ένας, αλλά όλοι εκείνοι που έγραψαν τις Ιστορίες. Όλοι μαζί.

Μια νέα πρόταση διακυβέρνησης αξίζει να εφαρμοστεί. Η Δημοκρατία.

(Εξώφυλλο και εικόνες της Κατερίνας Βερούτσου)

 

17.10.20

Γιόζεφ Ροτ "Ο Τσίπερ και ο πατέρας του"

 

Joseph Roth

«Ο Τσίπερ κι ο πατέρας του»

Μετάφραση – Επίμετρο: Πελαγία Τσινάρη

Εκδόσεις Ροές

 

     


    

 Ο εβραϊκής καταγωγής γερμανόφωνος συγγραφέας Joseph Roth (1894 – 1939) έζησε μια πολυτάραχη ζωή και μεταξύ των άλλων (αφηγήματα, άρθρα κλπ) έγραψε κάποια ιδιαιτέρως καλά μυθιστορήματα με τα οποία κατάφερε να αποτυπώσει όλο το κλίμα της εποχής της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων στο κέντρο της Ευρώπης.

Τα μυθιστορήματά του, την εποχή που ζούσε, προσέχθηκαν και από το πλατύ κοινό και από τους συγχρόνους του συγγραφείς και κριτικούς -ο ίδιος ο Στέφαν Τσβάιχ είχε θετικά εκφραστεί γι αυτόν.

Πρόλαβε να αφήσει τη Γερμανία αρκετά πριν την επικράτηση του Ναζισμού, μα πέθανε σε απόλυτη ένδεια και σχεδόν ξεχασμένος στο Παρίσι.

Τα τελευταία χρόνια και σε παγκόσμιο επίπεδο τα μυθιστορήματά του επανέρχονται στην επικαιρότητα και είναι αλήθεια περίεργο κάτι τέτοιο μιας και ο Joseph Roth περιγράφει ένα κόσμο που δεν υπάρχει πλέον. Όμως αν αναλογιστούμε πως οι ήρωες του είναι στην ουσία πρόγονοι αυτών που και σήμερα κυριαρχούν στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ευρώπης, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε αυτό που ακριβώς ανακαλύπτει ένας σύγχρονος αναγνώστης στις ζωές ατόμων που έζησαν τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.

Υπάρχει όμως και μια ακόμα διάσταση στα έργα του Roth που έρχεται να ενεργοποιήσει τη συναισθηματική (και όχι μόνο) ταύτιση του σημερινού αναγνώστη με τους ήρωές του.

Ο Roth από τη μια εκφράζει την αγάπη του προς  εκείνο τον κόσμο που μέσα του ανδρώθηκε, μα αμέσως μετά απέναντι στον ίδιο αυτόν κόσμο δείχνει να είναι θυμωμένος ή πικραμένος, σίγουρα να του καταλογίζει μια προδοσία.

Ο κόσμος που μας άνδρωσε και στη συνέχεια μας πρόσδωσε -αυτός είναι ο κόσμος του Roth και σαφέστατα δείχνει όμοιος  με μια πολύ πιο σύγχρονη, κοντινή μας εποχή.

Στην Ελλάδα νομίζω πως έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν αν όχι ακόμα όλα , πάντως τα περισσότερο από τα έργα του. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχει «Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ».

Στην ίδια ενότητα με αυτό μπορεί κανείς να εντάξει και το «Ο Τσίπερ και ο πατέρας του», αν και αυτό το τελευταίο ο ίδιος ο Roth τον θεωρούσε νουβέλα.

Σίγουρα χαμηλότερης μυθιστορηματικής  έντασης, αλλά έτσι δυναμώνει την άποψη πως τα μικρότερα έργα ενός συγγραφέα είναι αυτά που επιβεβαιώνουν το μέγεθος του ταλέντου του.

Η πλοκή του έργου είναι μάλλον απλή. Οι διάφορες φάσεις που ενώνουν  μα και χωρίζουν ένα  πατέρα -τυπικό εκπρόσωπο ενός κόσμου που φεύγει- με τον γιο του -εκφραστή της νέας γενιάς που κληρονομεί την ήττα και το αδιέξοδο. Γύρω τους μια καθημερινότητα που πνίγει και σχέσεις (οικογενειακές, ερωτικές, κοινωνικές) που μονίμως φυτοζωούν ή και προδίδουν.

Και εδώ ακριβώς είναι αυτό που σε συναρπάζει στο έργο. Οι ψυχογραφικές επισημάνσεις που ενώ δίνουν ζωντάνια στους πρωταγωνιστές, παράλληλα είναι και καταγραφές των κοινωνικών συνθηκών που οδήγησαν τον 20ο αιώνα να γίνει ο αιώνας της απόλυτης φρίκης.

Ο ίδιος ο Roth ασφαλώς και δεν έζησε το δράμα που το γερμανικό όραμα του Γ’ Ράιχ για παγκόσμια επικράτηση οδήγησε την ανθρωπότητα. Μα μπόρεσε να το υποψιαστεί και μάλιστα αρκετά χρόνια πιο πριν (τη  συγκεκριμένη νουβέλα τη γράφει το 1927).

Ασφαλώς και πρόκειται για ένα καθαρό και κλασικό εκπρόσωπο του τρόπου συγγραφής των μυθιστορημάτων της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Αλλά ειδικά στο «Ο Τσίπερ και ο πατέρας του» υπάρχει και μια δομή που προαναγγέλλει τις νέες τεχνικές αφήγησης που θα ακολουθήσουν.

Το γενικό, το κοινωνικό στοιχείο δεν φωτίζεται εις βάρος του ατομικού. Αντίθετα, οι προσωπικές στιγμές και αντιδράσεις ενώ σκιαγραφούν με επάρκεια και ζωντάνια τους χαρακτήρες, την ίδια ώρα καταγράφουν τις πολιτισμικές και πολιτικές συνθήκες που τις έχουν δημιουργήσει.

Με άλλα λόγια μυθιστόρημα (ή έστω νουβέλα) που γέρνει προς το ψυχογράφημα.

Ακόμα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το πως ο συγγραφέας (η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο) κρατά το ρόλο του αφηγητή  και κλείνει το μάτι στον αναγνώστη  του καθώς παίζει μαζί του κάνοντας τον να υποψιαστεί πως υπάρχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Τέλος -και πάντα διατηρώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στην προσωπική άποψη και στην εξ αποστάσεως αποτίμηση- πολύ συχνά γίνεται κριτική τόσο ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού όσο και μιας  -νέας για την εποχή εκείνη- μεθόδου προώθησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Όλα αυτά νομίζω πως ερμηνεύουν την επιστροφή στις αναγνωστικές προτιμήσεις μας προς τα έργα ενός συγγραφέα που χωρίς να είναι από τους μεγάλους μυθιστοριογράφους της εποχής του, έδωσε έργα ικανά να αναπνέουν τόσο χρόνια μετά τη γέννησή τους.

Ιδιαίτερα κατατοπιστικό το επίμετρο της Πελαγίας Τσινάρη που υπογράφει και τη συνετή μετάφραση του έργου.

(Βιβλιοδρόμιο Νέων 17/10/2020)