7.2.10

Η αρχή
























Αύριο, σε χώρους της Βιβλιοθήκης Λασκαρίδη, θα γιορταστούν -με την ευκαιρία της έκδοσης της συλλογής μου "Πολύτιμα Δώρα" - τα τριάντα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο.
Αλλά σήμερα, θέλησα να θυμηθώ μια άλλη επέτειο -εκείνο το κείμενο από το οποίο όλα ξεκινήσανε.
Πενήντα χρόνια από εκείνη την πρώτη μου εμφάνιση...
Το μοιράζομε μαζί σας.

Στο μικρό γατάκι

Είχα ένα όμορφο γατάκι με δύο όμορφα ματάκια.
Το τρίχωμά του είχε τέτοιες αποχρώσεις, που έμοιαζε σαν ένα παιχνιδιάρικο τιγράκι.
Συχνά κοιμότανε στην αγκαλιά μου ευτυχισμένο από τα χάδια μου, ή έπαιζε μαζί μου χαρούμενο.
Μια μέρα αδιαθέτησε λιγάκι κι έχασε το κέφι του. Και είπαμε όλοι στο σπίτι: «Οι γάτες είναι εφτάψυχες, ας μη φοβόμαστε».
Μα οι μέρες περνούσαν και το γατάκι όλο χειροτέρευε.
Άρχισα τότε να ανησυχώ. Προσπαθήσαμε με διάφορα γιατρικά να το σώσουμε, αλλά ήταν πια αργά. Ώσπου μια μέρα, με τη λύπη ζωγραφισμένη στα ματάκια του, άφησε να πετάξει η ψυχούλα του.
Με πόνο το έθαψα στον κήπο του σπιτιού μου και από πάνω έβαλα μια γλάστρα με βασιλικό για να θυμάμαι το μέρος όπου κείται το μικρό κορμάκι του.
Είμαι τόσο λυπημένος που δε θα ξανακούσω την περίεργη φωνούλα του και δε θα ξαναδώ τα πράσινα ματάκια του!
Όλοι θα σε θυμόμαστε, μικρό μου γατάκι, καλέ μου Ποκοπίκο.


(Περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, τ. 25, 21/5/1960, ψευδώνυμο Αρχιδούξ)

"Η κόρη του λοχαγού"





Α. Πούσκιν
Η κόρη του λοχαγού

μετάφραση από το ρωσσικό: Νίκου Σ. Αλεξίου
Κέδρος, Αθήνα 1955


Εδώ και κάποια χρόνια ανήκω σε μια λέσχη ανάγνωσης.
Τη χρονιά αυτή αποφασίσαμε να διαβάσουμε (κάποιοι από εμάς θα ξαναδιαβάζαμε) έργα κλασικά, από αυτά που λέμε πως είναι σταθμοί της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κι έτσι στις δεκαπενθήμερες συγκεντρώσεις μας βρεθήκαμε να συζητάμε άλλοτε για τον Ντοστογιέφσκι, άλλοτε για τον Ντίκενς και για τον Κάφκα, τον Σταντάλ, τον Καμύ...
Πέρα από τις επί μέρους παρατηρήσεις μας, σε εκείνο που όλοι λίγο πολύ συμφωνήσαμε ήταν πως κάποια έργα κλασικά μπορεί σήμερα να δείχνουν γερασμένα, αλλά το ότι την εποχή που γράφτηκαν ήταν πρωτοπορειακά, αυτό τα κάνει να διατηρούν μια αξία ακόμα και μέχρι τις μέρες μας.
Αλλά πέρα από αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς πως τα κλασικά μυθιστορήματα διαθέτουν μια κλασική δομή ανάπτυξης του μύθου τους και μια κάπως ουμανιστική ανάλυση των χαρακτήρων των κεντρικών προσώπων τους.
Αυτά τα δυο στοιχεία τα κάνουν να κρατάνε ακόμα και σήμερα το ενδιαφέρον του αναγνώστη τους.
Μέσα στο κλίμα αυτό, λοιπόν, βρήκα κάπου καταχωνιασμένο στη βιβλιοθήκη μου το μυθιστόρημα του Πούσκιν "Η κόρη του λαχαγού" και ξεκίνησα να το διαβάζω. Δεν το άφησα από τα χέρια μου έως ότου να φτάσω στην τελευταία του σελίδα.
Ομολογώ πως δε θυμάμαι να το είχα στο παρελθόν διαβάσει, μήτε και κανένα άλλο έργο του ρώσσου αυτού συγγραφέα.
Τί ήταν αυτό που με κέρδισε;
Πρώτα απ΄ όλα η πλοκή -α, ναι τα μυθιστορήματα θέλουν δράση, τελικά.
Ο ιδεαλισμός των ηρώων -μήπως έχουμε, στη σημερινή εποχή, ανάγκη από μεγάλες ίδέες; Μεγάλες όχι ως εθνικές αλλά ως ανθρώπινες.
Η απόφαση του συγγραφέα να φωτίζει πολυδιάστατα τους ηρωές του - ο κακός δεν είναι πάντα και δίχως αξιοπρέπεια, ο ηρωϊκός τύπος κάπου , κάπου γίνεται ανθρώπινος και σπάει.
Πίσω από τα γεγονότα τα πολιτικά ζητήματα υπάρχουν -μακρινά πια για ένα σημερινό αναγνώστη, αλλά δοσμένα με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να κατανοήσει όχι τόσο την εποχή, όσο τις αντιδράσεις των ανθρώπων.
Να σταθώ και στη μετάφραση- μεστά ελληνικά.
Πούσκιν, λοιπόν... Αλήθεια, πόσοι από τους νέους φίλους της λογοτεχνίας των ενθέτων και των εκθέσεων, ασχολούνται μαζί του;

ΠΟΥΣΚΙΝ ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΣΕΡΓΚΕΓΕΒΙΤΣ Ο μεγαλύτερος Ρώσος ποιητής. Γεννήθηκε το 1799 στη Μόσχα. Σπούδασε στο αυτοκρατορικό λύκειο Τσαρσκόγιε Σελό και αμέσως μετά διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του ποιητή τον μετέτρεψαν σε κύριο εκφραστή της επαναστατημένης αριστοκρατίας. Τα σατιρικά του συγγράμματα κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και από την σάτιρα του δεν ξέφυγε ούτε ο ίδιος ο Τσάρος. Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια να απομακρυνθεί από τη Μόσχα και να πάει στο Αικατερινοσλάβ. Μιά περιπέτεια με την υγεία του, τον έφερε γιά νοσηλεία στην Κριμαία και τον Καύκασο. Στη συνέχεια πήρε μετάθεση στην Οδησσό γιά να καταλήξει στο χωριό Μιχαϊλόφσκογε. Το 1826 επέστρεψε στη Μόσχα και από το 1831 και μετά εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη. Θαυμαστής του Μπάυρον επηρεάστηκε από το πνεύμα του ρομαντισμού σε όλη την συγγραφική του πορεία. Τις πρώτες του ποιητικές συλλογές τις εξέδωσε την περίοδο της θητείας του στο Υπουργείο Εξωτερικών. Αναγένννηση, Ντορίντα, Ωδή στην λευτεριά, Χωριό, Ο Ρουσλάν και η Λιουντμίλα, κ.α. Την περίοδο της συνεχής μετακίνησης του από το Αικατερινοσλάβ εώς την Οδησσό γράφει: Το στιλέτο, Τους αδερφούς ληστές, Τους Τσιγγάνους και τον Αιχμάλωτο του Καυκάσου. Όταν επέστρεψε στη Μόσχα το 1826 έγραψε τις Στροφές, Στους φίλους μου, το μήνυμα στη Σιβηρία και το Ταξίδι στο Ερζερούμ. Ακολούθησαν τα: Οι δαίμονες, Ο φιλάργυρος Ιππότης, ο Πέτρινος μουσαφίρης, Το αριστούργημα του, Η κόρη του λοχαγού, Ο μπρούντζινος καβαλάρης, Φθινόπωρο και Ευγένιος Ονιέγκιν (η συγγραφή του κράτησε οκτώ χρόνια), κ.α. Πέθανε το 1837 στην Πετρούπολη. Σκοτώθηκε κατά την διάρκεια μονομαχίας του με θαυμαστή της γυναίκας του.