5.9.08

Βίλα Κομπρέ


Αλέξης Σταμάτης
«Βίλα Κομπρέ»
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη

Με το έβδομο αυτό μυθιστόρημά του, ο Αλέξης Σταμάτης επιβεβαιώνει όλα τα θετικά και όλα τα αρνητικά στοιχεία της μυθιστορηματικής τεχνικής του.
Ως θετικά αναφέρω την έντονη πλοκή, την ευέλικτη γλώσσα, την παραστατική περιγραφή των τόπων δράσης.
Ως αρνητικά θεωρώ την παρέμβαση του ίδιου του συγγραφέα στις αντιδράσεις των προσώπων του έργου.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Ο Σταμάτης διαθέτει μια εκρηκτική φαντασία, μια ικανότητα να αφηγείται ιστορίες περίπλοκες. Έτσι όμως λες και παρασύρεται ο ίδιος από τις ικανότητές του αυτές και ξεχνά πως τις περιπέτειες που καταγράφει τις ζούνε πρόσωπα που, όπως όλες οι μυθιστορηματικές περσόνες το ίδιο κι αυτά, αναπνέουν και παθιάζονται όχι γιατί απλώς το θέλει ο δημιουργός τους, αλλά γιατί τους το επιβάλει από τη μια η ανθρώπινη φύση τους έτσι όπως αντιδρά στα γεγονότα και από την άλλη η ψυχική τους ιδιαιτερότητα έτσι όπως στον καθένα διαφορετικά είναι διαμορφωμένη.
Αυτά ως γενικές παρατηρήσεις.
Στο μυθιστόρημα αυτό, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει την πορεία προς την αυτογνωσία του 28χρονου Θάνου, καθώς θα αναζητεί το μυστικό που έκρυβε ο πρόσφατα πεθαμένος πατέρας του (η αναζήτηση αυτού του είδους είναι μια από τις αγαπημένες μυθιστορηματικές αφετηρίες του Αλέξη Σταμάτη).
Ο ίδιος ο Θάνος έχει φύγει από το χωριό του, εκεί κοντά στα είκοσί του χρόνια και μη έχοντας τίποτε επιτύχει στην πρωτεύουσα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας αποτυχημένος κοινωνικά και υπαρξιακά νέος άντρας. Εκείνος όμως άλλα πίστευε –‘Τίποτε από εμένα δε φαίνεται, ήθελε να νομίζει’, σημειώνει ο συγγραφέας.
Αυτό εκείνος πίστευε –ή μάλλον ο συγγραφέας του θέλει να κάνει τον αναγνώστη του να το νομίζει. Ο ίδιος ο Θάνος έχει συνειδητοποιήσει το ότι είναι ένας τριαντάρης σε πλήρη αδιέξοδο και για να βρει σκοπό στη ζωή του ξεκινά μια περιπέτεια αναζήτησης που θα τον φέρει από μια παράξενη βίλα προαστίου της Αττικής έως στα βάθη της αφρικάνικης ζούγκλας.
Τελικά μέσα από πλάνες, φόνους, ενοχές, έρωτες και πάθη –τόσο άλλων όσο και δικών του- θα συμφιλιωθεί με την ανάμνηση του πατέρα του, αλλά και ο ίδιος θα μπορέσει να χαρεί τον απλό έρωτα και τη απλή ζωή.
Μέσα σε αυτόν τον καμβά εξιστόρησης ο Αλέξης Σταμάτης βρίσκει τρόπους να παρασύρει τον αναγνώστη του στα ενδότερα μιας αθηναϊκής βίλας που μας παραπέμπει με το όνομά της στον Προυστ, ενώ οι βασικοί της ένοικοι έντονα θυμίζουν τις ηρωίδες του Ντίκενς από το «Μεγάλες Προσδοκίες», στα στέκια του αθηναϊκού λούμπεν, στις ίντριγκες των μεγαλοαστών, αλλά και στα όσα μπορεί να σου δώσει ένα ταξίδι μέσα στη αφρικάνικη ζούγκλα.
Μάστορας της αφήγησης, ξέρει να στολίζει τη δράση με υπαρξιακούς προβληματισμούς. Αλλά δεν την ενώνει με αυτούς.
Ως παράδειγμα γι αυτή την άποψη μου, αναφέρω τη χρήση της φράσης ‘τίποτε από εμένα δε φαίνεται’. Πρόκειται για φράση που ο Γιώργος Χειμωνάς βάζει στα χείλια του Άμλετ, στην ελεύθερη και τόσο γοητευτική απόδοση του έργου του Σαίξπηρ. Ο Αλέξης Σταμάτης θεμελιώνει το χαρακτήρα του ήρωά του πάνω σε αυτή τη δήλωση. Αλλά λόγια που εκφράζουν μια βαθιά αυτογνωσία δεν μπορούν να προϋπάρχουν της πορείας προς αυτήν. Και, εν τέλει, δεν είναι ο Θάνος που μας πείθει πως ‘τίποτε από εκείνον δε φαίνεται’, αλλά μάλλον ο Πολύβιος, ο πατέρας του, που αν και βιολογικά απών από τη δράση του έργου καταφέρνει να είναι το μυθιστορηματικό πρόσωπο με τις πιο κρυμμένες πτυχές της προσωπικότητάς του.
Ο Αλέξης Σταμάτης με σταθερούς βηματισμούς και όχι και τόσο αργούς, μπορεί να θεωρηθεί πως κατάφερε να γίνει μάλλον ο πλέον επιτυχημένος μυθιστοριογράφος της γενιάς του. Δικαιολογημένη η επιτυχία. Η στέρεη δομή, ο καταιγισμός γεγονότων, οι ζωντανές περιγραφές, οι παθιασμένες αντιδράσεις και μια κινηματογραφική ματιά τη δημιούργησαν.
Θάλεγα πως ο Σταμάτης μοιάζει να διεκδικεί τη θέση που ο Καραγάτσης είχε στη γενιά του 30. Και πιστεύω πως μπορεί να την κατακτήσει.
Φτάνει μόνο να προσέξει αυτό που ο ίδιος γράφει σε μια από τις τελευταίες σελίδες της ‘Βίλας Κομπρέ’ – ‘Ο άνθρωπος αληθεύει απ΄ τη στιγμή που έχει να μεταβιβάσει ένα μήνυμα σ΄ εκείνον που έρχεται ύστερα απ΄ αυτόν. Ένας πατέρας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στο γιο του…’.
Ναι, έτσι ακριβώς. Όπως άλλωστε και ένας συγγραφέας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στον αναγνώστη του.
(Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να δημοσιευθεί στο Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ. Λόγοι ... "γραφιοκρατικοί" οδήγησαν τελικά στη μη δημοσιευσή του και στη θέση του τυπώθηκε η κριτική του Κώστα Κατσουλάρη)