Ζαν – Πολ Ντιντιελοράν
«Η
ζωή που μένει»
Μετάφραση:
Σταύρος Παπασταύρου
Εκδόσεις
Πατάκη
Με μόνο δυο μυθιστορήματα, ο γεννημένος το 1962 γάλλος συγγραφέας Ζαν – Πολ Ντιντιελοράν, έχει αποδείξει πως μπορεί κανείς να γράψει έργα όπου το χιούμορ να είναι σφιχταγκαλιασμένο με το δάκρυ, το τρυφερό με το άγριο, η φιλοσοφική σκέψη με το καθημερινό συναίσθημα, το ευτελές με το πολύτιμο, η απαιτητική λογοτεχνία με την αδελφή της που προσφέρει ξεκούραση.
Με
δυο λόγια ο Ζαν – Πολ Ντιντιελοράν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας ταλαντούχος
όσο και έξυπνος συγγραφέας.
Τον
πρωτογνωρίσαμε με το «Ο αφηγητής του πρωινού τρένου» όπου εκεί αντικείμενα που
η ασθμαίνουσα εποχή μας τα πετά δίχως να τα σέβεται, βρέθηκαν να συνυπάρχουν με
άτομα από εκείνα που ζούνε στο καθημερινό αστικό μας περιβάλλον και τα οποία
κανείς δεν τους δείχνει την προσοχή που αξίζουν. Σελίδες που τυχαίως διασώθηκαν
από την πολτοποίηση βιβλίων θα σταθούν οι αφορμή δυο νέοι, κοινωνικά ξεχασμένοι,
να ανακαλύψουν τον έρωτα.
Στο
«Ο αφηγητή του πρωινού τρένου» διαβάσαμε μια μυθιστορηματικά δομημένη κριτική
της ζωής σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη.
Τώρα,
στο «Η ζωή που μένει» ερχόμαστε αντιμέτωποι με δυο σκληρές εκφράσεις της ζωής.
Τα γηρατειά και τον θάνατο.
Ο
ήρωας του μυθιστορήματος είναι ταριχευτής νεκρών. Η ηρωίδα είναι οικιακή βοηθός
σε σπίτια ηλικιωμένων.
Θα
περίμενε κανείς ένα έργο που στηρίζεται στο γήρας και στον θάνατο να δημιουργεί
μια κλειστή διάθεση και οι όποιοι στοχασμοί προκαλούνται να θλίβουν.
Αλλά
συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο Ντιντιελοράν καταφέρνει να περιγράφει την
φθορά των σωμάτων έτσι όπως κανείς θα περιέγραφε την υφή ενός κίτρινου, ξεραμένου
φύλλου του φθινοπώρου. Δηλαδή ανακαλύπτοντας και προβάλλοντας την ομορφιά.
Κι
αυτή η ομορφιά έχει όλα τα χαρακτηριστικά μια φιλοσοφημένης σκέψης, την τόλμη
να σταθεί και να συζητήσει θέματα όπως αυτά της ευθανασίας, το θάρρος να
καταγράψει την φθορά που οδηγεί στον θάνατο, να σπρώξει δυο ηλικιωμένους να
χρησιμοποιήσουν τη ξεχασμένη ηδονή ενός φλερτ, να ενώσει δυο νέους ανθρώπους
που ακριβώς γιατί εκτιμούν την νεότητά και την ομορφιά τους φροντίζουν όσους
έχουν ήδη χάσει αυτά που και οι ίδιοι κάποια μέρα θα στερηθούν.
Δε
θα σταθώ σε μια σύντομη περίληψη της υπόθεσης. Γιατί στο συγκεκριμένο
μυθιστόρημα βρίσκει απόλυτα την εφαρμογή της η ρήση «στη λογοτεχνία σημασία δεν
έχει το τι λες, όσο το πως το λες».
Αλλά
και πάλι δεν μπορώ να μην αναλογιστώ πάνω στο πόσο άστοχο είναι να τοποθετεί κανείς
ταμπέλες στα λογοτεχνικά έργα, όπως επίσης πόση συγγραφική ωριμότητα απαιτείται
για να τολμάς να χρησιμοποιείς συγχρόνως στερεοτυπικές καταστάσεις μαζί με
πρωτοποριακές επανατοποθετήσεις των ίδιων αυτών των στερεοτύπων.
Θέμα
ατομικού ταλέντου ή κοινωνικής ωριμότητας που στη συγκεκριμένη περίπτωση
μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε και ως γαλλική φινέτσα.
Και
τελικά πόσο πολύτιμη πληρότητα μπορείς να προσφέρεις στον αναγνώστη σου όταν
τον στέλνεις εκδρομή στις όχθες της
λίμνης Λεμάν, μέσα σε μια νεκροφόρα και με επιβάτες δυο ζευγάρια όπου χαίρονται
τον έρωτα την ίδια στιγμή που ρουφάνε την ηδονή τόσο του να είναι νέος όσο και
να είσαι ηλικιωμένος.
Σε
ένα όχημα, όλα αυτά, για νεκρούς. Που όμως στη συγκεκριμένη εκδρομή απουσιάζουν.
Έχει μείνει μόνο η ζωή.
Βιβλιοδρόμιο (10/6/2021)