Από την παρουσίαση του μυθιστορήματος "Δυο φορές Άνοιξη" στο βιβλιοπωλείο της Πάτρας ΄Πολύεδρο' (14/11/2014)
Καταρχάς, θέλω να
ευχαριστήσω το Πολύεδρο για την ευκαιρία που μου δίνει να μιλήσω για την
«επαφή» μου με το καινούριο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, «Δυο φορές Άνοιξη»
εκδ. Πατάκη. Για μένα είναι ιδιαίτερη χαρά, διότι πρόκειται για έναν εξαιρετικά
αγαπητό και επιτυχημένο συγγραφέα και αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από την
αποδοχή του στο ευρύ κοινό, αλλά κυρίως στην αποδοχή που έχει από ένα δύσκολο
αναγνωστικό κοινό, τα παιδιά.
Γνωρίζουμε πολύ
καλά, ότι όλα έχουν λεχθεί στα μυθιστορήματα, στα διηγήματα, ποιήματα και στα
υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη. Θέματα όπως ο έρωτας, η αγάπη, ο θάνατος και ούτω
καθεξής, είναι βασικές έννοιες που προβάλλονται συνέχεια. Αυτό, όμως, που
καθιστά ικανό έναν συγγραφέα ή ποιητή είναι ο τρόπος με τον οποίο τα
παρουσιάζει, τα εκφράζει. Ο τρόπος αυτός έγκειται στην ιδιαιτερότητα της
γραφής, στην πρωτοτυπία, στις επιρροές και βιώματα, στις ιδέες που όλα αυτά
διαφέρουν από συγγραφέα σε συγγραφέα και από ποιητή σε ποιητή. Υπό αυτές τις
συνθήκες, θεωρώ ότι ο Μάνος Κοντολέων είναι ένας συγγραφέας που ξεχωρίζει για
τον τρόπο που χειρίζεται τις θεματικές στα έργα του και όχι μόνο. Αναφύεται η
απλότητα που σε συνδυασμό με την ποιητική του έκφραση, σε κάθε έργο του,
προσπαθεί να γνωρίσει , μαζί με τους πρωταγωνιστές του, τον κόσμο που ο ίδιος
πλάθει, σαν ένα παιδί που εξερευνεί με παρθενικό τρόπο τον κόσμο στον οποίο
καλείται να ζήσει.
Ας εστιάσουμε,
όμως, στο εν λόγω έργο που συγκαταλέγεται στο ονομαζόμενο ερωτικό μυθιστόρημα.
Οι ζωές δύο νέων ανθρώπων, της Ανθής και του Δημήτρη καθώς και των οικείων
τους, συναντιούνται και πριν οι αυτοί νέοι κλείσουν τα είκοσι τους χρόνια, μία
απρόσμενη εγκυμοσύνη της Ανθής τους οδηγεί στο γάμο και σύντομα στη γέννηση
ενός δεύτερου παιδιού. Τα χρόνια περνούν και ενώ ο Δημήτρης εξελίσσεται
επαγγελματικά η Ανθή βιώνει την πλήξη
τις καθημερινότητας, την απομάκρυνση από τις δικές της ανάγκες και επιθυμίες, νιώθοντας ανελεύθερη και
εγκλωβισμένη σε έναν τετριμμένο τρόπο ζωής. Μέχρι τη στιγμή που θα βρεθεί στο
δρόμο της ένας νέος φωτογράφος , ο Μανουήλ και θα διαταράξει τις ισορροπίες
της, καθώς θα εισχωρήσει σε νέους κόσμους και θα γνωρίσει το πάθος και τον
έρωτα. Και κάτι ακόμα, το δίλημμα της επιλογής. Ο ερχομός και ενός τρίτου παιδιού
και αυτή τη φορά είναι κορίτσι, θα τη φέρει αντιμέτωπη με άλλους
προβληματισμούς. Ωστόσο, παραμένει στην οικογένεια της, μακριά, όμως, από τις
επιθυμίες της.
«Επιθυμία», μία από
τις πιο βασικές έννοιες του έργου. Τα πρέπει, οι ανάγκες, θέλω, διαδραματίζουν
πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της ζωής των προσώπων, καθώς αυτά καθίστανται
το σημείο αναφοράς, είναι το έναυσμα για την πραγματοποίηση των πράξεων των
ηρώων. Άλλωστε, αυτό συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Εντούτοις, υποχωρούν τα
θέλω των ανθρώπων, θυσιάζονται στο βωμό μιας συμβιβασμένης ζωής χωρίς κάποιο
πάθος (πάθος σε οποιοδήποτε επίπεδο) ή τουλάχιστον χωρίς κάποια ανατροπή;
Κάνουμε λόγο, λοιπόν, για μία ζωή που δεν είναι εν εξελίξει. Και τίθεται και
ένας άλλος προβληματισμός, κατά πόσο μας δίνεται μία δεύτερη ευκαιρία, μία
«δεύτερη άνοιξη» που θα είμαστε παρόντες να την αδράξουμε, ώστε να
απελευθερωθούμε από τα δεσμά της αδράνειας και να περάσουμε στην απέναντι όχθη
της ελπίδας και της δράσης.
Έτσι, σύμφωνα με τα
προαναφερθέντα, θεωρώ πως «Δυο φορές Άνοιξη» είναι η δεύτερη ευκαιρία που μας
δίνεται για να ολοκληρώσουμε κάτι που δεν μπορέσαμε να πραγματώσουμε. Στο
μυθιστόρημα ,όμως , δεν διέκρινα μόνο τις απραγματοποίητες επιθυμίες της Ανθής,
αλλά και τις χαμένες ευκαιρίες της
μητέρας της, Χριστίνας Γκλαβάνη, που τις άφησε για μία υποτιθέμενη καλύτερη ζωή
στην πόλη. Η περιγραφή της μητέρας της Ανθής αποπνέει μία μελαγχολία για το
απραγματοποίητο μαζί με αυτό το πικρό «Πια» που δηλώνεται μέσα στα λόγια της
για την αδυναμία της να εκπληρώσει τα όνειρά της και ίσως την αδημονία να είναι
το παιδί της εκείνο που θα αποτελέσει τη δεύτερη άνοιξη, μία δεύτερη προσπάθεια
,για να ατενίσει το μέλλον και ολοκληρώσει τις επιθυμίες. Θα της δοθεί της
Ανθής η δεύτερη άνοιξη; και αν ναι με ποιον τρόπο;
Το ρεαλιστικό σε
συνδυασμό με το ονειρικό στοιχείο εμφιλοχωρούν στην τέχνη του Μ.Κ. Αρχικά,
άνθρωποι συνηθισμένοι με όλα τα πάθη, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της
καθημερινής ζωής, εικόνες οικείες στον αναγνώστη, εμπλέκονται ποιητικά , αλλά
και με μεταφυσικά στοιχεία, για παράδειγμα το όνειρο της Χριστίνας Γκλαβάνη με
τις δύο όμοιες γυναίκες που συμβόλιζαν δύο φορές την άνοιξη. Ακολούθως, και η
συχνή αναφορά σε διάφορους στίχους από τραγούδια ή η αναφορά σε στίχους της
Μαρίας Πολυδούρη πριν από κάθε μέρος/ θεματική ενότητα, αποδεικνύει την τρυφερή
προσέγγιση του συγγραφέα στα δρώμενα της ιστορίας.
Θα ήθελα, επίσης, να αναφερθώ και σε ένα άλλο
μοτίβο που κρίνω ότι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η αίσθηση της μυρωδιάς, των
αρωμάτων που παίζουν σημαντικό ρόλο στην τέχνη του Μ.Κ. Το διακρίνουμε και σε
άλλα έργα του όπως «Γεύση Πικραμύγδαλου», «Λεβάντα της Άτκινσον», αποδίδοντας
έτσι ένα δικό του άρωμα ζωής και αίσθησης του είναι στην τέχνη του. «Μυρίζει
σαν την πρώτη μέρα της άνοιξης», λόγια αληθινά που δείχνουν την ομορφιά της
ζωής και που φανερώνουν ότι μία από τις πέντε αισθήσεις μας μας οδηγεί σε
νοσταλγικές εικόνες, σε περιγραφές προσώπων και γεγονότων.
Επιπρόσθετα,
παρατηρούμε την άμεση επαφή του συγγραφέα με τη φύση. Άλλωστε αυτό φαίνεται και
από τον τίτλο του μυθιστορήματος. Διακρίνουμε ένα περίεργο παιχνίδι με τα
χρώματα, τα οποία τα αναμειγνύει με τα στοιχεία της φυσικής ομορφιάς.
Ενδεικτικά, αναφέρω το πράσινο χρώμα των ματιών τω δύο ανδρών, του Δημήτρη
είναι «σε απόχρωση ανοιξιάτικου φύλλου» ενώ του Μανουήλ «πράσινο χρώμα της
θάλασσας που υπόσχεται ταξίδια, παραδείσια νησιά, λησμονημένα ναυάγια»Το ίδιο
χρώμα, διαφορετικό όμως βλέμμα. Και επίσης το χρώμα των ματιών του κοριτσιού
που είναι πράσινα και αποκαλύπτεται στο τέλος τι θυμίζουν.
Μέσα από την
απλότητα της γλώσσας, τη ζωντανή και άμεση γλώσσα, ο Μ.Κ. καταφέρνει να μας
κερδίσει με το καινούριο του έργο. Με εύστοχο τρόπο, τοποθετεί τις λέξεις που
γίνονται άθυρμα των λογοτεχνικών του διαθέσεων. Αυτή η απλότητα μαζί με την
ωριμότητα και εκλέπτυνση δε σημαίνει κάτι το πρόχειρο και περιττό. Αντιθέτως,
θέλει κατοχή της τέχνης των μέσων αλλά είναι και μία στάση ηθική, που δεν
περιφρονεί τον άνθρωπο και που τον καθοδηγεί στο δρόμο της κατανόησης. Γλώσσα
που κινητοποιεί τις αισθήσεις μας και που μας παρέχει μία εις βάθος λεπτομερή
περιγραφή των προσώπων, χωρίς να κουράζει και αυτό αποφέρει ένα θετικό
αποτέλεσμα.
Είναι ένα κείμενο
ρεαλιστικό και παράλληλα με στοιχεία μυθιστορηματικά ,το οποίο μας βάζει να
λογιστούμε τι πραγματικά έχει ανάγκη ο καθένας μας. Ένα κείμενο που μας δείχνει
ότι η ζωή μας παρέχει απλόχερα όχι μία φορά αλλά δύο φορές την άνοιξη , αρκεί
να την αντιληφτούμε γρήγορα και να την αποδεχτούμε.
Μαριβάσια
Κολλιοπούλου
Φοιτήτρια του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.