3.2.10

Εύα και Έρση














Έρση Σωτηροπούλου
"Εύα"

Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη

Πριν από κάποια χρόνια –τότε που η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή
Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης- μια ομάδα ελλήνων συγγραφέων, κριτικών και δημοσιογράφων είναι μέσα στο πούλμαν που τους μεταφέρει από το ξενοδοχείο στην Έκθεση.
Κουβέντες διάφορες ακούγονται μέσα στο αυτοκίνητο γύρω από βιβλία και εκδοτικά γεγονότα, όταν ένας κριτικός (γνωστός για τις κάπως εξεζητημένες απόψεις του) απευθύνεται σε συγγραφέα (από αυτές που είναι γνωστές για την κάπως τολμηρή χρήση της γλώσσας) και της λέει: «Γράφεις καλά, αλλά το πρόβλημα με σένα είναι πως δεν έχεις τι να πεις!»
Αυτή η στιχομυθία μου ήρθε στο νου όταν βρέθηκα ανάμεσα σε δυο αναγνώστες του μυθιστορήματος «Εύα» της Έρσης Σωτηροπούλου, που συζητούσαν γι αυτό και εξέφραζαν δυο διαφορετικές απόψεις.
Η Σωτηροπούλου –δήλωνε ο ένας- ξέρει να χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία τη γλώσσα, ξέρει να περιγράφει σύνθετες καταστάσεις και υπαρξιακά αδιέξοδα. Στήνει ατμόσφαιρα. Ανακαλύπτει ευρήματα –όπως εδώ την τόσο δυνατή περιγραφή της σχέσης της ηρωίδας με τον κλέφτη της τσάντας της.
Αλλά –τον διέκοψε ο δεύτερος- όλα αυτά μένουν κάπως μετέωρα, χωρίς να καταφέρνουν να ενώσουν το κεντρικό πρόσωπο με αυτόν που διαβάζει την εξιστόρηση της ζωής του.
Κι αυτό –συνέχισε ο μη ικανοποιημένος αναγνώστης- γιατί τα όσα η Έρση Σωτηροπούλου περιγράφει λες και δεν έχουν παρελθόν, αλλά από κάποιο απλώς δηλωμένο χτες φτάνουν σε ένα άλλο δηλωμένο τώρα.
Μια και βέβαια κάτι τέτοιο ισχύει –ο πρώτος αναγνώστης πήρε και πάλι τον λόγο- και ισχύει μετά από απόφαση της ίδιας της συγγραφέα, μιας και με αυτόν τον τρόπο ίσως να καταγράφεται αποτελεσματικότερα η αποσπασματικότητα που διέπει τις σημερινές σχέσεις και κατ΄ επέκταση τον κάθε σημερινό άνθρωπο. Η αποσπασματικότητα, λοιπόν, της αφήγησης συνοδεύει μια αντίστοιχη αλλοτρίωση συναισθημάτων.
Δεν θέλησα να πάρω αμέσως θέση. Δυο αναγνώσεις, λοιπόν, του ίδιου έργου; -αναρωτήθηκα. Γιατί όχι;
Προσωπικά, πάντως, οφείλω να ομολογήσω, πως κινήθηκα ανάμεσα και στις δυο απόψεις. Η Εύα ήταν στιγμές που με τράβαγε κοντά της κι ήταν πάλι άλλες που λες και με έσπρωχνε έξω από τη ζωή της. Εντούτοις δεν μπόρεσα για μια ακόμα φορά να μη θαυμάσω το ταλέντο της Έρσης Σωτηροπούλου –εκείνες τις περιγραφές του νοσοκομείου, από τη μια αποστασιοποιημένες και από την άλλη σπαραχτικές, δεν τις συναντά κανείς εύκολα σε σημερινά μυθιστορήματα.
Όσο, δε, αφορά, τις απόψεις και τις κρίσεις των δυο αναγνωστών που, σχεδόν, μου τις εξομολογήθηκαν…
Τους χαμογέλασα και «Από ένα σημείο και πέρα όλα υποκειμενικά στη λογοτεχνία», τους είπα.
Ελπίζω να τους έπεισα.