8.5.16

Δάχτυλα πάνω στο σώμα της -ένα χρόνο μετά



Δάχτυλα πάνω στο σώμα της -ένα χρόνο μετά


Γράφει ο Κωστής Μακρής στο




… «Και η Λία ανασαίνει ― ανάσες προσμονής μιας ηδονής. Καθόλου αγχωμένες ανάσες. Μήπως είναι η μυρωδιά εσπεριδοειδών που αναβλύζει λες από τα νύχια της Άλκης;
Οσφραίνεται η Λία και δεν μπορεί να είναι σίγουρη αν κάτι τέτοια είναι αυτό που συμβαίνει.
Μα ό,τι κι αν είναι, το σώμα της μπορεί να το εμπιστευτεί. Να του αφεθεί.»
[σελ. 341]
Δεν έχει περάσει χρόνος από τότε που τέλειωσα τη δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου «Δάχτυλα πάνω από το σώμα της» του Μάνου Κοντολέων, από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Από το τότε το ξαναπιάνω συχνά για να καταγράψω κάποιες σκέψεις μου και να κάνω αυτό που κάνω για μερικά βιβλία που μου αρέσουν, να γράψω δηλαδή με περισσότερα λόγια αυτό το απολύτως υποκειμενικό «μου αρέσει». Κάθε φορά όμως που έλεγα να δημοσιοποιήσω τις σκέψεις μου για το βιβλίο, κάτι τύχαινε.

Όχι δικό μου, προσωπικό. Απλώς συνέβαινε να διαβάσω σκέψεις κάποιου ή κάποιας για το βιβλίο αυτό και σκεφτόμουν: «τι διαφορετικό έχω να πω;». Και σε ποιον να το πω; Στον συγγραφέα; Ή στους πολλούς αναγνώστες που το έχουν ήδη διαβάσει;

Έχουν προηγηθεί αρκετές και αρκετοί, αξιότεροι από μένα, που έγραψαν και μίλησαν για το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων.

Σταχυολογώ, με αλφαβητική σειρά, τα ονόματα: Ευάννα Βερνάρδου, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Στέφανος Δάνδολος, Διονύσης Λεϊμονής, Ηλίας Λαμπρόπουλος, Έλενα Μαρούτσου, Πόλυ Μηλιώρη, Τέσυ Μπάιλα, Ελένη Πριοβόλου, Βασιλική Ρεσβάνη, Μαρία Σκιαδαρέση, Ειρήνη Σπυριδάκη, Μαρία Σφυρόερα, Πασχαλία Τραυλού, Θανάσης Τριαρίδης, Μ. Χαντζή, Γιώργος Χρονάς. Αν ξεχνώ κάποιες και κάποιους ας με συγχωρέσουν και εκείνοι και ο Μάνος Κοντολέων.
 
Ειδικά η ενδελεχής ανάλυση και εργογραφία του Θανάση Τριαρίδη, είχε μπει, κατά τη γνώμη μου, τόσο βαθιά στη «σάρκα» του βιβλίου και του έργου του Μάνου Κοντολέων που αισθανόμουν ―κι ακόμα αισθάνομαι― δέος στη σκέψη ότι έχω κάτι πιο περιεκτικό να πω. Αναφέρω τον Θανάση Τριαρίδη όχι τόσο αξιολογικά, σε σχέση με άλλες εξαιρετικές προσεγγίσεις του βιβλίου, αλλά επειδή ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να «ξεπετσιάζει» τις «πραγματικότητες». Φανταστικές ή μη. Κι αυτό το κάνει μέχρι οι «πραγματικότητες» να ματώσουν.
 
Σήμερα όμως, και με αφορμή την Ημέρα της Μητέρας (Κυριακή 8 Μαΐου 2016) αποφάσισα να γράψω αυτά που σκέφτομαι για «Τα δάχτυλα πάνω στο σώμα της».

Επειδή νομίζω ότι κάτι μπορώ να πω κι εγώ, να προσφέρω μια ίσως λοξή ματιά στον παλαιό ή στον νέο αναγνώστη ενός βιβλίου που δεν ξέρω αν θα είναι best seller αλλά νομίζω ότι θα είναι long seller και σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια.

Κατ’ αρχάς ο ανοιχτός τίτλος: «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της».

Ποιανής το σώμα; Ποιανού τα δάχτυλα;

Από τον τίτλο αρχίζει το λογοτεχνικό παιχνίδι του Μάνου Κοντολέων.

Όταν το σχεδόν προφανές γίνεται το μυστικό όχημα για ένα αποκαλυπτικό ταξίδι προς την ελεύθερη σκέψη και το ελεύθερο σώμα.

Τα δάχτυλα πάνω στο σώμα της ιστορίας ανήκουν σε ένα χέρι ικανό να τραβήξει τη σκοτεινή κουβέρτα που σαν νύχτα ή σαν βαθύ σκοτάδι σκεπάζει τις ανθρώπινες σχέσεις και θολώνει την αυτογνωσία και αυτοδιάθεση των σωμάτων.

Διαβάζοντας το κείμενο στο οπισθόφυλλο μαθαίνουμε, πριν αρχίσουμε να διαβάζουμε το βιβλίο, ότι η Λία, η πρωταγωνίστρια, θα έχει έναν λεσβιακό έρωτα.

Αυτό είναι ήδη αρκετά νεωτερικό για την Ελληνική λογοτεχνία. Η προσέγγιση των γυναικείων ομοφυλοφιλικών σχέσεων από έναν άντρα συγγραφέα, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι συνηθισμένη υπόθεση.

Η Λία είναι μια καθημερινή γυναίκα, γυναίκα της «διπλανής πόρτας», όπως συνηθίζεται να περιγράφεται ένα πρόσωπο που δεν είναι «περιθωριακό», δεν είναι «φρικιό» και ούτε χαρακτηρίζεται από μεγάλα πάθη, εξαρτήσεις, κοινωνικές ή άλλες ιδιαιτερότητες και εμμονές.
Είναι μια «γιατρέσσα των δοντιών». Οδοντίατρος. Μεσαία αστική τάξη.
 …
«Ο οδοντογιατρός είναι ένας γιατρός που δε θα παλέψει ποτέ με τον μέγιστο εχθρό ― τον θάνατο» [σελ. 251]
 Η Λία όμως θα παλέψει με άλλους εχθρούς. Εξίσου δυνατούς.

Έχει να αντιμετωπίσει τις προκαταλήψεις, τα κοινωνικά στερεότυπα και οικογενειακά θέσφατα για το τι είναι η γυναίκα, αν και πόσο ελεύθερη είναι να διαχειρίζεται τη σκέψη της, το σώμα της, τις σεξουαλικές της προτιμήσεις.

Ο Μάνος Κοντολέων στήνει μεθοδικά τις συγγραφικές του παγίδες.

Μια από αυτές είναι το ποιητικό στιλ της γραφής του, αυτή η κάπως ιδιόμορφη σύνταξη και η χαρακτηριστική συναρμογή των λέξεων μέσα στην πρόταση που κι αν ακόμα ―εμένα― δεν με ξετρελαίνει στις πρώτες σελίδες, σιγά σιγά με παρασύρει στον ρυθμό της και τη δέχομαι σαν παραμυθία και σαν ένα ανάποδο νανούρισμα που δεν με οδηγεί στον ύπνο αλλά σε μια βαθμιαία αφύπνιση.

Άλλη παγίδα είναι η απουσία υπερβολικής δραματοποίησης εξαιρετικά βίαιων και οδυνηρών καταστάσεων.
 …
 «Η Όλγα λατρεύει τα ζωντανά σκυλιά… Την τρομάζουν τα ψεύτικα!… Το φαντάζεσαι;» κι έπειτα σοβαρεύει, στοχάζεται… «Δεν ξέρω πώς να βλέπω την κόρη μου… Παιδί δεν είναι πια… Είναι γυναίκα;»

Η Λία χαμηλώνει το βλέμμα.

Γυναίκα;…

[σελ. 254]

Η Όλγα τού πιο πάνω αποσπάσματος έχει ―ως παιδί― κακοποιηθεί και βιαστεί από κάποιον άντρα που ―ίσως― χρησιμοποίησε σαν δόλωμα ένα λούτρινο σκυλάκι.

Η Λία, στα μισά του βιβλίου, χαμηλώνει το βλέμμα και ρωτάει ή αναρωτιέται: Γυναίκα;…

Και ο Μάνος Κοντολέων αρχίζει να ακουμπάει τα δάχτυλα πάνω στο σώμα της και στη σκέψη της.

Είναι τα δικά του δάχτυλα που ψηλαφίζουν με την ενσυναίσθηση του καλού συγγραφέα που ξέρει πώς να μεταπλάθει βιώματα ξένα σε δικά του (ποιος είχε πει «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο»; Νομίζω ο Τερέντιος…), που γράφουν, που πληκτρολογούν και μετρούν τις αντοχές και τις αντιστάσεις της γυναικεία πραγματικότητας όχι μόνο για την Ελλάδα της «κρίσης» αλλά και για την παγκόσμια κρίση σε σχέση με τη θέση της γυναίκας.

Κι εγώ, ο αναγνώστης, αρχίζω και ψυλλιάζομαι ότι μου την έχει στημένη.

Ναι. Με μπέρδεψε λίγο, και με το εξώφυλλο και με το οπισθόφυλλο, αλλά τελικά το αναγνωρίζω…

Δεν είναι «ροζ» το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της».

Είναι ερωτικό και κόκκινο.

Κατακόκκινο. Σαν την πρώτη περίοδο των κοριτσιών που γίνονται γυναίκες.

Σαν το αίμα του ξεπαρθενέματος.

Σαν το αίμα που ξεπηδάει μετά από ένα αντρικό χαστούκι σε γυναικείο μάγουλο.

Κόκκινο σαν την επανάσταση των συνειδήσεων.

Κόκκινο σαν τη φωτιά της γνώσης.

Και, τελικά, είναι ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο.

Άλλωστε, δεν υπάρχει καλό ―με τα δικά μου υποκειμενικά κριτήρια για το τι είναι καλό― βιβλίο, που να μην είναι βαθιά και «εκ βαθέων» πολιτικό. Μπορεί βέβαια να φταίω κι εγώ. Που διαβάζω πάντα ανάμεσα στις γραμμές τα πολιτικά μηνύματα. Αν υπάρχουν…

Και το θέμα-σώμα που πιάνει με τα συγγραφικά του δάχτυλα ο Μάνος Κοντολέων, το σώμα του ίδιου του του βιβλίου, είναι η δική του πολιτική και κοινωνική αλήθεια: η πολιτική ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αντίστοιχη διανοητική , σωματική και σεξουαλική ελευθερία.
 …

«Εκείνη θα καθορίσει το δικό της αύριο»
[σελ. 413]
«Όταν με τα δικά της δάχτυλα κρατά την ταυτότητά της»
[σελ. 414]
 ...

Ποια κρατάει την ταυτότητά της;
Η Λία;
Η Ελληνίδα γυναίκα;
Η κάθε γυναίκα;

Ο κάθε άνθρωπος; Όλοι μας;

Αλήθεια… Μπορεί να ξεπεραστεί η κρίση που βιώνουμε ― και ως χώρα αλλά και ως πλανήτης― αν δεν καταφέρουμε να συμφιλιωθούμε με έννοιες όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ενσυναίσθηση, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός του άλλου;
 
Αυτό το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων θα το κρατήσω στη βιβλιοθήκη μας δίπλα σε άλλα που δεν είναι σε ψηλά ράφια, δεν είναι κρυμμένα.

Δεν θα το κρύψω από τις εγγονές μας. Όπως δεν είχαν κρύψει οι γονείς μου πολλά βιβλία που δεν θα τα σύστηνε ποτέ κανένα κατηχητικό σχολείο σε δεκάχρονα ή δωδεκάχρονα παιδιά.

Θα φροντίσω όμως ―όσο περνάει από το χέρι μου― να είναι έτοιμες να το διαβάσουν.

Όταν, με το καλό, θελήσουν να κρατήσουν στα χέρια τους τις δικές τους ταυτότητες.