Άμστερνταμ
1928, Κυριακή 13/6. Στους Ολυμπιακούς αγώνες εκείνης της χρονιάς αποφασίστηκε η
ελληνική ομάδα, τιμής ένεκεν, να ανοίγει την εναρκτήριο παρέλαση. Για πρώτη,
επίσης, φορά έγινε η αφή της Ολυμπιακής Φλόγας. Και για πρώτη φορά στην ιστορία
των Ολυμπιακών Αγώνων συμμετέχουν και γυναίκες. Η απόφαση αυτή στάθηκε η αιτία,
ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν να παραιτηθεί από τη θέση του Προέδρου της
Ολυμπιακής Επιτροπής.
Κάποτε, κάποτε οι πόλεις σε ξαφνιάζουν. Λες κι έχουν
μια δικιά τους πνοή, ένα παλμό ολότελα ανεξάρτητο από τις διαθέσεις εκείνων που
τις χρησιμοποιούνε, και γίνονται τόποι επαναστάσεων, πεδία πράξεων απρόσμενα
ανατρεπτικών, αρωγοί στη δημιουργία συνθηκών που πρόκειται να μεταβάλλουν την
ιστορία. Οι πόλεις, από μόνες τους. Μ’ εκείνη τη μαγική δυναμική που διαθέτουν.
Έτσι και το Άμστερνταμ.
Μια πόλη παλιά. Πόλη σκοτεινή. Να μουλιάζει μέσα στην
υγρασία των θολών νερών που κυλάνε σε δαιδαλώδη κανάλια. Μια πόλη μουσείο. Πόλη
που αγαπά το στάσιμο νερό και απλώς χρησιμοποιεί την ελευθερία της αλμυρής
θάλασσας. Πόλη των εμπόρων και των σκοτεινών ζωγράφων. Πόλη που οδήγησε στην
τρέλα το φωτεινό πάθος του Βικέντιου. Πόλη που αφέθηκε, ίδια με νωχελική
σουλτάνα της δύσης να την εκμαυλίσουν οι λάμψεις των πετραδιών. Πόλη του
πληρωμένου έρωτα. Πόλη των στενών σπιτιών και των χρωμάτων του πένθους. Αυτή η
πόλη φιλοξένησε τις μεγάλες αλλαγές. Έμελλε να είναι η πόλη που θα έδινε μια
νέα, σύγχρονη πνοή σε μια ιστορία αιώνων. Πόλη της επανάστασης, λοιπόν. Πόλη
του παρελθόντος και του μέλλοντος. Το Άμστερνταμ. Η ίδια πόλη πάντα… Ίδια;
Ανάσαινε θυμάρι
Εκείνη τη χρονιά η Ελλάδα δεν είχε ακόμα επουλώσει την
πληγές της από τη μεγάλη την καταστροφή -τη σφαγή της Μικρασίας. Μια χώρα
τραυματισμένη, ηττημένη, χώρα που αγκομαχούσε να χωρέσει μέσα στα ίδια λιγοστά
εδάφη, τα νεοφερμένα παιδιά της που είχαν μάθει να αναπνέουν σε πλατιές
εκτάσεις. Μια χώρα που αναζητούσε τη νέα της ταυτότητα και επιζητούσε να
επαναφέρει την πίστη στις δοκιμασμένες φιλίες, μετά από την επιβεβαίωση της
ποταπής προδοσίας.
Κι όμως ήταν η χώρα πού ‘χε γεννήσει το Ολυμπιακό
Πνεύμα. Κι επιτέλους της το αναγνωρίζανε. Εκείνη η πόλη που έπαιζε με την
αυτάρεσκη εκκεντρικότητα των υγρών οδών, αυτή ήταν η πόλη που ξαφνικά σαν να
ανάσαινε την μυρωδιά του θυμαριού, της αρμπαρόριζας και της αλμύρας των βράχων.
Αυτή ήταν η πόλη που πρώτη αποφάσισε να προσφέρει την αναγνώριση και το
σεβασμό. Το Άμστερνταμ.
Μια πράξη δικαιωμένη από τα πριν -η ιστορία θέτει τους
νόμους της, ακόμα κι όταν οι άνθρωποι καθυστερούν να τους διαβάσουν. Το
Άμστερνταμ έδωσε την τιμητική θέση. Ίσως γιατί μέσα στα θολά νερά των καναλιών
του σκουριάζανε τα ενθυμήματα της ιστορίας του και δεν ήθελε άλλη πια μούχλα να
πέσει στους μαύρους τοίχους των σπιτιών του. Πρόσφερε την πρώτη θέση στο λευκό
και στο γαλάζιο. Ήταν μια πράξη που πρώτη εκείνη την βίωσε. Και κάτι ακόμα
έμελλε να αξιωθεί. Να δει τις λάμψεις μιας φλόγας αιώνων να φωτίζουν τα πλοιάρια
που φοβόντουσαν την αγριάδα των κυμάτων και προτιμούσανε να διαφεντεύουν τα
μυστικά των έγκλειστων καναλιών.
Η Ολυμπιακή Φλόγα φώτισε για πρώτη φορά κι έτυχε αυτή
η πρώτη λάμψη της να καθρεφτιστεί πάνω σε σκουρόχρωμα νερά, να μεταβάλει σε
κεφάτες πλατείες τους χώρους που σκιάζαν σκυθρωπές εκκλησιές. Μια λάμψη που
αποχαιρέτησε τρυφερά τα κουφάρια των πνιγμένων ζώων. Μια λάμψη που πρόσφερε
στέγη στη μεγάλη άμυλα. Ήταν μια λάμψη που είχε κάνει ένα μακρύ, μακρύ ταξίδι
μέσα στους αιώνες. Μια φλόγα που ξεκινούσε από το παρελθόν και έμελλε να
ταξιδεύει και να ζεσταίνει τις γροθιές των πιο δυνατών και άξιων πλασμάτων της
αθλητικής ιδέας. Μια τέτοια φλόγα στο Άμστερνταμ!
Θολά κανάλια
Μα ναι, οι πόλεις ξέρουν, όταν θέλουν, να ξαφνιάζουν.
Κι ακόμα κάτι άλλο. Το μέγιστο. Το πιο επαναστατικό. Το πιο δίκαιο. Η πόλη των
εμπόρων και των εταίρων, αναγνώρισε την ισότητα. Την υποδέχτηκε και την
κανάκεψε. Της πρόφερε στέγη. Κι έτσι δίπλα στις άλλες τις καθημερινές κουβέντες
των γυναικών που σκύβανε πάνω από τα ανθισμένα περβάζια των παραθυριών τους κι
αφήνανε τα λευκά τους πρόσωπα να γραφτούνε στις επιφάνειες των σκουρόχρωμων
νερών, δίπλα στους υπόγειους αναστεναγμούς των θηλυκών που διαπραγματευόντουσαν
τον έρωτα, δίπλα σε τέτοιους γυναικείους ήχους, ήρθαν και ακούστηκαν οι κραυγές
της προσπάθειας, οι ζητωκραυγές της νίκης, οι αναστεναγμοί της ήττας.
Αναστεναγμοί, ζητωκραυγές, κραυγές -τώρα πια κι από
γυναίκες. Γυναικείοι ήχοι να ξεκινάνε από τα στάδια για να γεμίσουν την ησυχία
των θλιμμένων απογευμάτων, να αλαφιάσουν την ηρεμία των προγραμματισμένων
πρωινών. Να αμφισβητήσουν τη παντοδυναμία του αρσενικού αδάμαντος και να
προτείνουν και την άποψη που την καλύπτει η τρυφερότητα ενός απαλόχρωμου
μαργαριταριού. Και μέσα στους υγρούς δρόμους της πόλης ακούστηκαν σχόλια επαινετικά
και κάποιοι τολμήσανε τις προγνώσεις και όλα αυτά -οι έπαινοι και τα
προγνωστικά- ενωνόντουσαν με ονόματα που δίπλα στην ένδειξη της ταυτότητας
“φύλο” είχαν σημειωμένο: θήλυ -Ρόζενφελντ, Σμιθ, Κάδεργουντ…
Μια
άλλη εποχή ξεκίνησε στο Άμστερνταμ, εκείνους τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928.
Από εκεί ξεκίνησε μια νέα ιστορία που θα είχε στο μέλλον τόσες έντονες
συγκινήσεις να προσφέρει. Συγκινήσεις που ακούγανε σε θηλυκά ονόματα και
θηλυκούς μύθους φτιάξανε -Σιμεόνι, Γκρίφιθ, Κωνσταντίνοβα, Πατουλίδου… Μια νέα
ιστορία, μια νέα σελίδα. Τι κρίμα που αυτή τη νέα σελίδα αρνήθηκε να τη
διαβάσει εκείνος που είχε ξεκινήσει το γράψιμο του βιβλίου στο οποίο
δικαιωματικά η σελίδα αυτή ανήκε.
Αλλά οι άνθρωποι δεν είναι σαν τις πόλεις. Εκείνες
μπορούνε να τολμήσουνε να ζήσουνε μια επανάσταση. Οι άνθρωποι σπάνια δέχονται
να αποφασίσουν πως η ιστορία τους ξεπερνάει.
Ίσως γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν τα όνειρά τους να τα κάνουν ανδριάντες, ενώ
οι πόλεις, κάποτε-κάποτε, τολμούν ν΄ αφήσουν τα θολά νερά των καναλιών τους να
χαθούνε στην τολμηρή γεύση του αλατισμένου νερού. Οι άνθρωποι σπέρνουν τις
ιδέες. Οι πόλεις είναι που αξιώνονται την κυοφορία και τη γέννα.
06/06/2021