12.4.22

Ο άλλος στο Elniplex

 

Ο άλλος, του Μάνου Κοντολέων

Από Απόστολος Πάππος -11/04/2022


Η δύναμη βρίσκεται στις διαφορές, όχι στις ομοιότητες.

Stephen Covey

Η ικανότητα να εξερευνά διαρκώς νέες περιοχές της ανθρώπινης υπόστασης, η δεινότητα να αφουγκράζεται το καινούριο, το τωρινό, και να το συγκεράζει με το πανταχού παρόν, η αφηγηματική επιδεξιότητα του Μάνου Κοντολέων, τον οδηγούν ακόμα μια φορά στη δημιουργία ενός εξαίσιου Young Adult μυθιστορήματος που εξερευνά το εγώ μέσα από πολλαπλούς καθρεπτισμούς.

Περί τίνος πρόκειται

Στην Οδό Λατομείων. Τελευταίο σπίτι του δρόμου. Εκεί έμενε. Ο άλλος. Ο Φώτος. Η Έλσα, τυχαία, παρατήρησε την ομοιότητα. Ασύλληπτη. Ή καλύτερα… «Είναι απίστευτο!… Απίθανο!«, της άρεσε να χρησιμοποιεί δύο απανωτά επίθετα. Ο συμμαθητής της, ο Βάιος, το αγόρι της, ήταν ίδιος σαν μια σταγόνα νερό με ένα άλλο αγόρι. Για δες…!

Ρώτησαν. Έψαξαν. Πήγαν και τον βρήκαν. Εκεί όπου τελειώνει ο πολύς πολιτισμός. Αμηχανία. Ολόιδιοι. Ακόμα και εκείνος ο κοκκινωπός λεκές στο κέντρο του στέρνου. Βάιος. Φώτος. Γεννημένοι κι οι δυο στις 6 Απριλίου 1974. Δεκάξι χρόνων το καλοκαίρι του 1990 που συνέβη αυτό το πρώτο αντάμωμά τους.

Η Έλσα είναι κορίτσι εύπορης οικογένειας. Με ανέσεις και πισίνα, με υπηρέτρια και μπάτλερ. Ο Βάιος δεν στερείται ενός αντίστοιχου κόσμου. Αλλά ο Φώτος ανήκει σε άλλους δρόμους. Ο πατέρας του κυκλοφορεί με ένα τρίκυκλο, είναι ο… παλιατζής της περιοχής. Το σπίτι τους είναι ένα ρημάδι. Τα λημέρια του, οι συνήθειές του, τα ενδιαφέροντα, ο τρόπος που συμπεριφέρεται απλός και λαϊκός, μακριά από το ρεπερτόριο της Έλσας και του Βάιου. Οι δυο κόσμοι θα ανταμώσουν και σαν δυο ξύλα που τρίβονται μεταξύ τους, θα σπιθίσουν τη φωτιά που θα ανάψει. Κι όταν ανάβει φωτιά, υπάρχει και πολύς καπνός. Τα πράγματα δεν έχουν προφανείς αλήθειες και τα κρυμμένα μυστικά δεν θα ξεκαπνίσουν με τόση ευκολία. Όμως παρά τη συνάντησή τους, παρά το φως που αρχίζει να πέφτει στο σκοτάδι που τύλιγε κομμάτια της ζωής τους, παραμένει αναπάντητο…

Ο ένας είδωλο του άλλου σε ανύπαρκτο καθρέφτη.

Ο ένας και ο άλλος…

Ποιος είναι ο ένας;… Ποιος είναι ο άλλος;

Μέχρι τη συνταρακτική αποκάλυψη όλα θα στέκονται πάνω σε ένα τεντωμένο νήμα όπου ισορροπείς δίχως κοντάρι ακροβάτη…

Εστιάζοντας

Δεν προχωρά σε γενικεύσεις και εύκολες αποφθεγματικές διατυπώσεις ο συγγραφέας. Είναι εύκολο να κυλήσεις τη δοκιμαζόμενη φύση που λέγεται έφηβος πάνω σε μια χαριτωμένη ιστορία εφηβικού έρωτα ενδεδυμένου με όμορφες φράσεις που θα αξιοποιηθούν κατόπιν στα κοινωνικά δίκτυα. Νομίζω, όμως, ότι είναι πολύ σημαντικότερο να εξερευνήσεις την ανθρώπινη ψυχή σε σχέση με τα πεδία όπου εκτείνεται. Τρία παιδιά στα δεκάξι τους. Διαφορετικοί κόσμοι, οικογένειες με άλλες αφετηρίες και χρώματα. Δεν πλαισιώνουν απλώς τους τρεις ήρωες. Είναι τα χέρια που κρατούν τα σχοινιά τους, μέχρι να αρχίσουν να κουνιούνται από άλλα χέρια, ίσως των ίδιων.

Μπορείς να ξεφύγεις από την ιστοριογραμμή, από τη μοίρα που χαράζει η οικογένειά σου; Ορίζει ο πλούτος και η κοινωνική θέση το status σου, την εξέλιξή σου, τους συσχετισμούς σου και την ύπαρξή σου στην κοινωνία; Σε ορίζει ως άνθρωπο; Ως πνεύμα; Πώς ανακαλύπτεται ο έρωτας και τι εκτάσεις παίρνει εκεί, στα μέσα των teens; Τι ρόλο έχει ο πειραματισμός στον εφηβικό έρωτα και πόσο μετέωρη είναι η σεξουαλικότητά τους; Μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος, η προσωπικότητα, το περπάτημά του απέναντί μας, ασχέτως των εξωτερικών χαρακτηριστικών, της εμφάνισης; Τι μένει ίδιο και τι διαφοροποιείται αν υποθέσουμε ότι έχουμε έναν κοινό γενετικό κώδικα; Πού μιλά το dna και πού η εκπαίδευση, η αγωγή, το περιβάλλον, το τυχαίο; Το τυχαίο! Τι είναι οικογένεια; Είναι τα παιδιά ιδιοκτησίες και η γονεϊκότητα τίτλος τιμής που μεταβιβάζεται με σπέρμα και αίμα;

Είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτει, δίχως να τα δακτυλογραφεί, το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων. Και μια από τις πιο γοητευτικές παραμέτρους στον Άλλο μα και σε όλο σχεδόν το έργο του συγγραφέα, είναι ότι απουσιάζουν οι ακραίες βεβαιότητες. Όχι στον ηθικό κώδικα ή την ακεραιότητα των ηρώων του, αλλά σε ενότητες όπως ο έρωτας, ο αυτοπροσδιορισμός, η ιδεολογική ταυτότητα, ο πλούτος και η φτώχεια, η ετερότητα.

Ποιος είμαι εγώ και ποιος είναι ο άλλος; Είμαστε οντότητες που μας αρκεί να αυτοπροσδιοριζόμαστε σαν ένα νησί μόνοι μας ή επιζητούμε την τοποθέτησή μας στον κόσμο σε σχέση με τους άλλους; Ο συγγραφέας δεν διστάζει να απαντήσει, αλλά πάντα έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να ισορροπεί, όχι διπλωματικά και πολιτικάντικα, αλλά επί της ουσίας, επί τη βάση ενός «εν οίδα ότι ουδέν οίδα«. Αυτή η πνευματική ταλάντευση που απορρέει από την διαρκή κινητικότητα της σκέψης και την ταπεινότητα των ιδεών καθοδηγεί (και) στον Άλλο τους ήρωές του∙ αυτή είναι το χέρι που κρατά τα σχοινιά στο μαύρο θέατρό τους.

Οι ήρωες, οι τρεις έφηβοι, αλλά και τα οικογενειακά τους πλαίσια που δρουν δευτερευόντως ως προς τον χρόνο εμφάνισης αλλά με πρωτεύουσα σημασία ως προς τις εξελίξεις, είναι άνθρωποι σε πάλη, σε αναζήτηση εαυτού. Κι αν αυτό μοιάζει απολύτως λογικό για τους τρεις εφήβους πρωταγωνιστές, είναι άκρως γοητευτικό για τους ενήλικες της υπόθεσης οι οποίοι τσαλακώνονται και αφήνονται στο έλεος του τώρα με όλο το βάρος του παρελθόντος να ορίζει τον σφυγμό τους. Γιατί ο μεγάλος, ο «εδώ στου δρόμου τα μισά» ευρισκόμενος έχει πολλή ζωή πίσω του για να τον κατατρέχει και να τον προσδιορίζει και ίσως άλλη τόση μπροστά του για να ισορροπήσει ή να καταστραφεί.

Ο κόσμος των εφήβων της ιστορίας είναι ένας τυπικός, θα έλεγα κόσμος. Γιατί οι έφηβοι ήταν παντού και πάντα οι ίδιοι (τουλάχιστον μέχρι την τεχνολογική επανάσταση που βιώνουμε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια). Ανασφάλειες, διστακτικότητες, αμφισβητήσεις, εσωτερικές ταλαντώσεις, αναζήτηση απαντήσεων. Ιχνηλατούν τον εαυτό τους μέσα από τον άλλο, αναζητούν πρόσωπο, βγάζουν τις μάσκες και έπειτα τις ξαναφορούν για να δουν τη δύναμή τους, για να κρύψουν τις αδυναμίες τους. Μα ο Άλλος είναι πάντα εκεί για να καθρεφτιστούμε. Να κοιτάξουμε στο κάτοπτρο των ματιών του και να δούμε τι είμαστε και δεν είμαστε. Είναι ασφαλές; Όχι! Είναι ανθρώπινο; Ναι! Μα έτσι είναι ο έφηβος. Μια χωροχρονική αιώρηση πάνω στο τίποτα που παλεύει να γίνει κάτι.

«Σάρκα σε επιφυλακή«. Αν έπρεπε να βρεις τρεις λέξεις για τον έφηβο, αυτές θα ήταν. Τις βρήκε ο ΜάΓος Κοντολέων πρώτα.

1990. Ο κύκλος των χαμένων ποιητών και ο Τότο Κοτούνιο στη Eurovision. Μα και…

Ο χρόνος δεν μπορεί ποτέ να διορθωθεί.

Οι απρόσεκτοι ψίθυροι ενός καλού φίλου

Στην καρδιά και στο μυαλό

Η άγνοια είναι ευγενική

Δεν υπάρχει παρηγοριά στην αλήθεια

Ο πόνος είναι το μόνο που θα βρεις

ή αλλιώς

Time can never mend

The careless whispers of a good friend

To the heart and mind

Ignorance is kind

There’s no comfort in the truth

Pain is all you’ll find

Πάρε το τ@ίρι σου, αδερφέ, και χόρεψε ένα blues. Ένα αυθεντικό blues. Αυτό είναι η εφηβεία.