Είχα την τύχη να είμαι μέλος της κριτικής επιτροπής του 32ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας.
Πέρα από την ενδιαφέρουσα εμπειρία που απέκτησα καθώς παρακολούθησα πολλές καλές ταινίες νέων ελλήνων κινηματογραφιστών, είχα και την χαρά να ακούσω μια ουσιαστική ανάλυση του μυθιστορήματός μου "Λεβάντα της Άτκινσον"
Η παρουσιάση του βιβλίου έγινε στα πλαίσια των παράλληλων εκδηλώσεων του Φεστιβάλ και συγκεκριμμένα σε ένα από τα λογοτεχνικά μεσημέρια.
Υπεύθυνος αυτών των συναντήσεων είναι ο ποιητής και θεωρητικός του κινηματογράφου Ανδρέας Παγουλάτος, ο οποίος και με ιδιαίτερη ευαισθησία συντόνισε την όλη συζήτηση..
Την παρουσίαση του μυθιστορήματός μου την έκανε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Παύλος Μεθενέτης.
Το κείμενο της ομιλία του είναι το πιο κάτω:
Αισθάνομαι κάπως άβολα, μιλώντας για το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων: ο άνθρωπος είναι μάχιμος γραφιάς, έχει κερδίσει τα γαλόνια του…
Μόνο και μόνο λοιπόν με το θράσος του νεότερου στην υπηρεσία, θα πω μερικά πράγματα.
Λίγοι συγγραφείς έχουν το κουράγιο να προειδοποιήσουν πως το γραφτό τους δεν είναι για όλους – ακόμα κι όταν πράγματι δεν είναι, όπως η «Λεβάντα της Άτκινσον» του Μάνου Κοντολέων. Προσωπικά δεν έχω ξαναδιαβάσει ποτέ μια παράγραφο – απαγορευτική πινακίδα, να λέει αυστηρά πως το μυθιστόρημα είναι για αναγνώστες απαιτητικούς με αναγνωστική παιδεία, ακόμα κι αν αυτή η προειδοποίηση υπάρχει όχι στην αρχή, αλλά στο τέλος του βιβλίου, στο καταληκτικό «σημείωμα του συγγραφέα». Με την ίδια λογική, ποιό βιβλίο να πούμε; ο «Οδυσσέας» του Τζόις, θα έπρεπε να έχει φαρδιά – πλατιά τυπωμένη στο εξώφυλλό του την δαντική επιγραφή: «όποιος μπαίνει εδώ μέσα, ας εγκαταλείψει κάθε ελπίδα»…
Ο Κοντολέων έβαλε ένα δύσκολο στοίχημα με τον εαυτό του, κι ίσως και με το αναγνωστικό κοινό – η αίσθηση που μου έμεινε όταν το τελείωσα είναι ότι το κέρδισε. Συνεπώς, πιστεύω πως το σημείωμα για τη θεατρική καταγωγή του γραφτού του, μάλλον περιττεύει – θα μπορούσε ο Μάνος να δώσει τις πληροφορίες αυτές σε κάποια συνέντευξη ή παρουσίαση, όπως αυτή εδώ….
Και το κέρδισε, όχι κατά τη γνώμη μου γιατί έγραψε ένα ακόμα βιβλίο για τη «φθορά και τον επαναπροσδιορισμό του έρωτα, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει το «κλειστό» μυθιστόρημά του, αλλά για το δεξιοτεχνικό χειρισμό εκ μέρους του αυτού, που ελλείψει καλύτερων όρων, θα μπορούσα να ορίσω ως «θεατρικότητα του χαμένου χρόνου».
Στο πρώτο κεφάλαιο, στην πρώτη σκηνή αν προτιμάτε, έχουμε δύο πρόσωπα επί σκηνής, ή μάλλον τρία. Μαζί με το Μενέλαο και την Κλέα, είναι παρών κι ο Κοντολέων. Σαν να τον βλέπω: περιφέρεται πάνω - κάτω στη χάρτινη σκηνή, εξηγεί λεπτομερώς τα δρώμενα στους θεατές/αναγνώστες, αξιολογεί, ψυχογραφεί, ανατέμνει. Η γέννηση του έρωτά του Μενέλαου και της Κλέας, αρωματισμένη με Λεβάντα της Άτκινσον. Το ταξίδι αυτών των αιθερίων ελαίων στο χρόνο…
Βλέπω τον Μάνο να αναδύεται από τις σελίδες του με ένα μπουκαλάκι κι ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι: καθώς ραίνει τον αναγνώστη με εύοσμες σταγόνες, ο συγγραφέας συγχρόνως πατάει κουμπάκια: ατακάρει η Κλέα, κι ο Κοντολέων αμέσως την παγώνει, πριν αντιφωνήσει ο Μενέλαος. Στο απειροστό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ μιας ερώτησης και μιας απάντησης, ο Κοντολέων, ο Ρυθμιστής του Χρόνου, ανοίγει μία πόρτα, απ’ όπου το παρελθόν των ηρώων εισβάλλει στη σκηνή. Ριγουάιντ, κι ο χρόνος οπισθοδρομεί, φαστ φόργουορντ, κι η δράση τρέχει. Είναι τόσο αναλυτικός στην περιγραφή των συναισθηματικών εκκενώσεων των ηρώων του, που, διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες είχα την αίσθηση πως παρακολουθώ μια επιστημονική διάλεξη, μια παράδοση, με τον εισηγητή να τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του και του συλλογισμούς του με σλάιντς.
Ο Κοντολέων στήνει μια σκηνή για τους ήρωές του, εντός της οποίας οι ίδιοι σκηνοθετούν τον εαυτό τους. Οι θεατρικές σκηνές είναι αλλεπάλληλες, σαν αντικριστοί καθρέφτες, και τα είδωλα των ηθοποιών πολλαπλασιάζονται και μικραίνουν, μέχρι που χάνονται στο άπειρο – στην αιωνιότητα.
Κι ακόμα παραπέρα: μια τρομακτική σκέψη ελλοχεύει στο βιβλίο του Μάνου: Η πολύχρονη εξοικείωση, η τριβή, μεταβάλλει δυο ανθρώπους σε λειασμένες, κατοπτρικές επιφάνειες που αντανακλούν η μία την άλλη. Ο ένας είναι ο αμείλικτος καθρέφτης του άλλου. Αν είναι έτσι όμως, ποια πρόσωπα εικονίζονται; Μήπως δεν υπάρχουν πια πρόσωπα;
Δεν είναι πλέον ο Μενέλαος κι η Κλέα: είναι όλοι οι άντρες κι όλες οι γυναίκες που έχουν ερωτευτεί στην ιστορία του ανθρώπου, καθώς τα συναισθήματα που τους εμφορούν είναι κοινά για όλους: πόθος, έρωτας, αγάπη, οργή, συνενοχή, βία, προδοσία, ανασφάλεια, απογοήτευση, εξουσία, απελευθέρωση. Είναι μια αίσθηση ιλιγγιώδης, καθώς, συχνά, ο αμείλικτος Κοντολέων στέκεται, μ’ αυτό το φοβερό τηλεκοντρόλ του, σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: στα νύχια των ποδιών που έχουν γεράσει, ας πούμε…
Ο ίδιος γράφει στη σελίδα 198 πως «Κάθε παιχνίδι κι ένα θεατρικό έργο είναι. Με πλοκή, ρόλους, ηθοποιούς και σκηνοθέτη. Παιχνίδι κι η ζωή; Αν ναι, τότε ζω σημαίνει υποδύομαι. Κι έχω επιλέξει έναν κάποιον ρόλο, ένα όνειρο – είμαι αυτός που φαίνομαι. Κι επιλέγω τι από εμένα θα φανεί – σαν να λέμε, διαλέγω τον τρόπο που θα υποδυθώ τον ρόλο. Διαλέγω ή άλλοι με επέλεξαν. Και η ερμηνεία μου απόλυτα συνυφασμένη με το εύρος του ταλέντου μου.»
Η Λεβάντα, το ξαναλέω, δεν με τράβηξε γιατί είναι η ιστορία μιας κρίσης στη ζωή ενός ζεύγους μεσηλίκων με δυο παιδιά. Με αιχμαλώτισε γιατί είναι από τα καλύτερα κείμενα που διάβασα, τα πιο σπαραχτικά, για τον χαμένο χρόνο. Είναι αυτή η θεατρικότητα του χαμένου χρόνου, όπως, ίσως αδόκιμα είπα και πρωτύτερα.
Οι ήρωες είναι καταδικασμένοι, γιατί ζητούν πίσω τον χρόνο τους, δηλαδή τον εαυτό τους που έχουν επενδύσει ο ένας στον άλλο. Ο Κοντολέων δίνει ένα κλειδί – μιλά για αυτή την επένδυση, αλλά υπαινικτικά, περιμένοντας από τον αναγνώστη να βρει την κλειδαριά και να το χρησιμοποιήσει. Ό,τι και να κάνουν, όσο και να πολεμήσουν ο ένας την άλλη, με τα στρατηγικά και τακτικά πλεονεκτήματα που μπορεί να δώσει η κοινή συμβίωση και στους δύο, την έχουνε πατήσει: γι’ αυτούς, και για όλους μας δυστυχώς, ο παραγματικός χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Όπως λέει κι ο ίδιος: «ο χρόνος δεν ξεγελιέται – μόνον οι άνθρωποι». Οι πόροι σπαταλήθηκαν, το νερό έρευσε από την υδρία, ο άνεμος φύσηξε, κι επιστροφή δεν υπάρχει. Δεν μπορούν να αποσύρουν τις καταθέσεις που έκανε ο ένας στην τράπεζα του άλλου.
Έτσι, η συμπάθεια προς τους ήρωες είναι δεδομένη. Η ζωή τους αναλώθηκε επί σκηνής – ο δραματουργός τους αγαπά, αλλά δεν τους χαρίζεται. Είναι γεννήματα του περιβάλλοντος και των γονιδίων τους; Είναι σπορά της τύχης, τέκνα της ανάγκης, ή ώριμα τέκνα της οργής; δεν έχει και τόση σημασία τι είναι και τι κάνουν, όσο το ότι είναι θνητοί που φθείρονται.
Αλλά ο Μάνος τους έχει περιγράψει καλά, αλύπητα θα έλεγα. Παρόλο που και τα δυο παιδιά, η στιβαρή Αντιγόνη που φέρνει του μπαμπά, κι ο τρυφερός Δήμος, συναισθηματική φωτοτυπία της μαμάς, έχουν το μερίδιό τους στη σκηνή, οι γονείς, ως πρωταγωνιστές, έχουν την τιμητική τους, ως ενδεικτικοί τύποι των φυλετικών ρόλων στην μεταπολεμική ελληνική κοινωνία:
Πρώτα ο Μενέλαος: το κυρίαρχο αρσενικό που κατακτά το θηλυκό του, για να αλωθεί στη συνέχεια απ’ αυτό, με την πάροδο του πανδαμάτορα χρόνου.
Ένας κουρασμένος, αλλά ποζάτος μεσήλικας, που προσπαθεί να αποδείξει όχι τόσο στη γυναίκα του όσο στον εαυτό του, πως είναι ακόμα ο κύριος και αφέντης της – μια μάλλον θλιβερή φιγούρα, σαν έκπτωτος πρόεδρος λατινομερικάνικης χώρας, που περιφέρεται διαβεβαιώνοντας το συνομιλητή του πως οι πραξικοπηματίες οσονούπω καταρρέουν, κι όπου να’ ναι θα επανέλθει πανηγυρικά ως σωτήρας… Ο ήρωας ανακαλεί τις αναμνήσεις του, όπως ένας τέτοιος έκπτωτος πρόεδρος ξεφυλλίζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από τις παλιές δημόσιες εμφανίσεις του – η νοσταλγία έχει γεύση στάχτης, κι η ερωτογόνος Λεβάντα της Άτκινσον έχει ξεθυμάνει πια.
Ο Μενέλαος! Ο μέντορας, ο καθοδηγητής, ο γλύπτης του πνεύματος της γυναίκας του – ή τουλάχιστον έτσι νομίζει, μέχρι που αυτή αφήνεται να λοξοδρομήσει από την συζυγική λεωφόρο, μπαίνοντας όμως, εν γνώσει της, σε ένα αδιέξοδο στενό. Πώς να τον πώ; Η τρυφερή της περιπέτεια, το μικρό πικρό της μυστικό, πλατωνικός της εραστής είναι ομοφυλόφιλος…Τι βολικό γι’ αυτήν να μην μπορεί να πάει μακρύτερα η βαλίτσα… Λες και το κάνει μόνο και μόνο για να περάσει από το μυαλό του Μενέλαου πως θα μπορούσε να πηδήξει και τους δύο – ίσως και συγχρόνως…
Η Κλέα τώρα! Είναι η «Γυναίκα», με γάμα κεφαλαίο και εντός εισαγωγικών, αιωνίως δολερή, με το Ιερό Δισκοπότηρο ανάμεσα στα σκέλια της – όποιος ιππότης έχει τα κότσια, ας σκοτώσει δράκους για να το κατακτήσει το Χόλι Γκράαλ της, και να ξεδιψάσει με τ’ αθάνατο νερό... Κι αυτή θα τον κανονίσει αργότερα – θα τον ζέψει κανονικά στο άροτρο του κοινού βίου, και το ηρωικό του σπαθί, που τόσα κεφάλια δράκων πήρε, θα γίνει το αλέτρι της βιοπάλης…
Ο πόθος για τον άντρα της περνάει ταχύτατα από τα στάδια του έρωτα και της αγάπης, για να γίνει κάτι σαν υστερόβουλη, αιδήμονα συνενοχή. Σχέση συνδιαλλαγής, με αμοιβαία ωφέλεια: εσύ με ταίζεις, με ντύνεις, φροντίζεις τα παιδιά που σου γέννησα, κι εγώ σου ανοίγω τα πόδια. Και σε κάνω να νιώθεις άντρας. Ο Μενέλαος ο Πορθητής! Κι ο καιρός περνάει τραγανίζοντας λίγο - λίγο ο ένας τη ψυχή του άλλου, με μικρές γλυκές δαγκωματιές.
Είναι τρομακτικό το πώς ο συγγραφέας περιγράφει τις αψιμαχίες και τις συγκρούσεις των ηρώων του: αλληλομαστιγώνονται με τα κοινά τους βιώματα, γδέρνουν ο ένας τον άλλο με ξεραμένες αναμνήσεις ευτυχισμένων στιγμών, που τώρα έχουν αποκτήσει γωνίες και αιχμές που κόβουν. Και το φοβερό είναι ότι γουστάρουν αυτό τον κανιβαλισμό!
Δεν θέλω να πω άλλα για την πλοκή – η χαρά είναι στο ταξίδι, και είμαι σίγουρος πως πολλοί απαιτητικοί και πεπαιδευμένοι αναγνώστες θα στηθούν μπροστά από το σανίδι που έστησε ο Κοντολέων, για να ανεβάσει το έργο του. Δεν θα πω επίσης τίποτα για τα παιδιά του ζεύγους – τους αδικώ, το ξέρω, αλλά οι γονείς τους μου είναι πιο οικείοι. Ίσως και να τους έχω γνωρίσει – μπορεί να είναι γείτονές μου.
Μόνο να παρατηρήσω, ομολογώντας πως είμαι κάπως αθεάτριστος, πως η τελική σκηνή που η Κλέα κάνει την τουαλέτα της στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, είναι η μόνη που δεν μου φαίνεται θεατρική: είναι αυτόχρημα κινηματογραφική, και δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτομαι τη Ρίτα Χέιγουορθ να την παίζει: πιστεύω πως η Λεβάντα της Άτκινσον θα της πήγαινε πολύ, είτε υποδύεται, είτε ζει…
Μόνο και μόνο λοιπόν με το θράσος του νεότερου στην υπηρεσία, θα πω μερικά πράγματα.
Λίγοι συγγραφείς έχουν το κουράγιο να προειδοποιήσουν πως το γραφτό τους δεν είναι για όλους – ακόμα κι όταν πράγματι δεν είναι, όπως η «Λεβάντα της Άτκινσον» του Μάνου Κοντολέων. Προσωπικά δεν έχω ξαναδιαβάσει ποτέ μια παράγραφο – απαγορευτική πινακίδα, να λέει αυστηρά πως το μυθιστόρημα είναι για αναγνώστες απαιτητικούς με αναγνωστική παιδεία, ακόμα κι αν αυτή η προειδοποίηση υπάρχει όχι στην αρχή, αλλά στο τέλος του βιβλίου, στο καταληκτικό «σημείωμα του συγγραφέα». Με την ίδια λογική, ποιό βιβλίο να πούμε; ο «Οδυσσέας» του Τζόις, θα έπρεπε να έχει φαρδιά – πλατιά τυπωμένη στο εξώφυλλό του την δαντική επιγραφή: «όποιος μπαίνει εδώ μέσα, ας εγκαταλείψει κάθε ελπίδα»…
Ο Κοντολέων έβαλε ένα δύσκολο στοίχημα με τον εαυτό του, κι ίσως και με το αναγνωστικό κοινό – η αίσθηση που μου έμεινε όταν το τελείωσα είναι ότι το κέρδισε. Συνεπώς, πιστεύω πως το σημείωμα για τη θεατρική καταγωγή του γραφτού του, μάλλον περιττεύει – θα μπορούσε ο Μάνος να δώσει τις πληροφορίες αυτές σε κάποια συνέντευξη ή παρουσίαση, όπως αυτή εδώ….
Και το κέρδισε, όχι κατά τη γνώμη μου γιατί έγραψε ένα ακόμα βιβλίο για τη «φθορά και τον επαναπροσδιορισμό του έρωτα, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει το «κλειστό» μυθιστόρημά του, αλλά για το δεξιοτεχνικό χειρισμό εκ μέρους του αυτού, που ελλείψει καλύτερων όρων, θα μπορούσα να ορίσω ως «θεατρικότητα του χαμένου χρόνου».
Στο πρώτο κεφάλαιο, στην πρώτη σκηνή αν προτιμάτε, έχουμε δύο πρόσωπα επί σκηνής, ή μάλλον τρία. Μαζί με το Μενέλαο και την Κλέα, είναι παρών κι ο Κοντολέων. Σαν να τον βλέπω: περιφέρεται πάνω - κάτω στη χάρτινη σκηνή, εξηγεί λεπτομερώς τα δρώμενα στους θεατές/αναγνώστες, αξιολογεί, ψυχογραφεί, ανατέμνει. Η γέννηση του έρωτά του Μενέλαου και της Κλέας, αρωματισμένη με Λεβάντα της Άτκινσον. Το ταξίδι αυτών των αιθερίων ελαίων στο χρόνο…
Βλέπω τον Μάνο να αναδύεται από τις σελίδες του με ένα μπουκαλάκι κι ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι: καθώς ραίνει τον αναγνώστη με εύοσμες σταγόνες, ο συγγραφέας συγχρόνως πατάει κουμπάκια: ατακάρει η Κλέα, κι ο Κοντολέων αμέσως την παγώνει, πριν αντιφωνήσει ο Μενέλαος. Στο απειροστό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ μιας ερώτησης και μιας απάντησης, ο Κοντολέων, ο Ρυθμιστής του Χρόνου, ανοίγει μία πόρτα, απ’ όπου το παρελθόν των ηρώων εισβάλλει στη σκηνή. Ριγουάιντ, κι ο χρόνος οπισθοδρομεί, φαστ φόργουορντ, κι η δράση τρέχει. Είναι τόσο αναλυτικός στην περιγραφή των συναισθηματικών εκκενώσεων των ηρώων του, που, διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες είχα την αίσθηση πως παρακολουθώ μια επιστημονική διάλεξη, μια παράδοση, με τον εισηγητή να τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του και του συλλογισμούς του με σλάιντς.
Ο Κοντολέων στήνει μια σκηνή για τους ήρωές του, εντός της οποίας οι ίδιοι σκηνοθετούν τον εαυτό τους. Οι θεατρικές σκηνές είναι αλλεπάλληλες, σαν αντικριστοί καθρέφτες, και τα είδωλα των ηθοποιών πολλαπλασιάζονται και μικραίνουν, μέχρι που χάνονται στο άπειρο – στην αιωνιότητα.
Κι ακόμα παραπέρα: μια τρομακτική σκέψη ελλοχεύει στο βιβλίο του Μάνου: Η πολύχρονη εξοικείωση, η τριβή, μεταβάλλει δυο ανθρώπους σε λειασμένες, κατοπτρικές επιφάνειες που αντανακλούν η μία την άλλη. Ο ένας είναι ο αμείλικτος καθρέφτης του άλλου. Αν είναι έτσι όμως, ποια πρόσωπα εικονίζονται; Μήπως δεν υπάρχουν πια πρόσωπα;
Δεν είναι πλέον ο Μενέλαος κι η Κλέα: είναι όλοι οι άντρες κι όλες οι γυναίκες που έχουν ερωτευτεί στην ιστορία του ανθρώπου, καθώς τα συναισθήματα που τους εμφορούν είναι κοινά για όλους: πόθος, έρωτας, αγάπη, οργή, συνενοχή, βία, προδοσία, ανασφάλεια, απογοήτευση, εξουσία, απελευθέρωση. Είναι μια αίσθηση ιλιγγιώδης, καθώς, συχνά, ο αμείλικτος Κοντολέων στέκεται, μ’ αυτό το φοβερό τηλεκοντρόλ του, σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: στα νύχια των ποδιών που έχουν γεράσει, ας πούμε…
Ο ίδιος γράφει στη σελίδα 198 πως «Κάθε παιχνίδι κι ένα θεατρικό έργο είναι. Με πλοκή, ρόλους, ηθοποιούς και σκηνοθέτη. Παιχνίδι κι η ζωή; Αν ναι, τότε ζω σημαίνει υποδύομαι. Κι έχω επιλέξει έναν κάποιον ρόλο, ένα όνειρο – είμαι αυτός που φαίνομαι. Κι επιλέγω τι από εμένα θα φανεί – σαν να λέμε, διαλέγω τον τρόπο που θα υποδυθώ τον ρόλο. Διαλέγω ή άλλοι με επέλεξαν. Και η ερμηνεία μου απόλυτα συνυφασμένη με το εύρος του ταλέντου μου.»
Η Λεβάντα, το ξαναλέω, δεν με τράβηξε γιατί είναι η ιστορία μιας κρίσης στη ζωή ενός ζεύγους μεσηλίκων με δυο παιδιά. Με αιχμαλώτισε γιατί είναι από τα καλύτερα κείμενα που διάβασα, τα πιο σπαραχτικά, για τον χαμένο χρόνο. Είναι αυτή η θεατρικότητα του χαμένου χρόνου, όπως, ίσως αδόκιμα είπα και πρωτύτερα.
Οι ήρωες είναι καταδικασμένοι, γιατί ζητούν πίσω τον χρόνο τους, δηλαδή τον εαυτό τους που έχουν επενδύσει ο ένας στον άλλο. Ο Κοντολέων δίνει ένα κλειδί – μιλά για αυτή την επένδυση, αλλά υπαινικτικά, περιμένοντας από τον αναγνώστη να βρει την κλειδαριά και να το χρησιμοποιήσει. Ό,τι και να κάνουν, όσο και να πολεμήσουν ο ένας την άλλη, με τα στρατηγικά και τακτικά πλεονεκτήματα που μπορεί να δώσει η κοινή συμβίωση και στους δύο, την έχουνε πατήσει: γι’ αυτούς, και για όλους μας δυστυχώς, ο παραγματικός χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Όπως λέει κι ο ίδιος: «ο χρόνος δεν ξεγελιέται – μόνον οι άνθρωποι». Οι πόροι σπαταλήθηκαν, το νερό έρευσε από την υδρία, ο άνεμος φύσηξε, κι επιστροφή δεν υπάρχει. Δεν μπορούν να αποσύρουν τις καταθέσεις που έκανε ο ένας στην τράπεζα του άλλου.
Έτσι, η συμπάθεια προς τους ήρωες είναι δεδομένη. Η ζωή τους αναλώθηκε επί σκηνής – ο δραματουργός τους αγαπά, αλλά δεν τους χαρίζεται. Είναι γεννήματα του περιβάλλοντος και των γονιδίων τους; Είναι σπορά της τύχης, τέκνα της ανάγκης, ή ώριμα τέκνα της οργής; δεν έχει και τόση σημασία τι είναι και τι κάνουν, όσο το ότι είναι θνητοί που φθείρονται.
Αλλά ο Μάνος τους έχει περιγράψει καλά, αλύπητα θα έλεγα. Παρόλο που και τα δυο παιδιά, η στιβαρή Αντιγόνη που φέρνει του μπαμπά, κι ο τρυφερός Δήμος, συναισθηματική φωτοτυπία της μαμάς, έχουν το μερίδιό τους στη σκηνή, οι γονείς, ως πρωταγωνιστές, έχουν την τιμητική τους, ως ενδεικτικοί τύποι των φυλετικών ρόλων στην μεταπολεμική ελληνική κοινωνία:
Πρώτα ο Μενέλαος: το κυρίαρχο αρσενικό που κατακτά το θηλυκό του, για να αλωθεί στη συνέχεια απ’ αυτό, με την πάροδο του πανδαμάτορα χρόνου.
Ένας κουρασμένος, αλλά ποζάτος μεσήλικας, που προσπαθεί να αποδείξει όχι τόσο στη γυναίκα του όσο στον εαυτό του, πως είναι ακόμα ο κύριος και αφέντης της – μια μάλλον θλιβερή φιγούρα, σαν έκπτωτος πρόεδρος λατινομερικάνικης χώρας, που περιφέρεται διαβεβαιώνοντας το συνομιλητή του πως οι πραξικοπηματίες οσονούπω καταρρέουν, κι όπου να’ ναι θα επανέλθει πανηγυρικά ως σωτήρας… Ο ήρωας ανακαλεί τις αναμνήσεις του, όπως ένας τέτοιος έκπτωτος πρόεδρος ξεφυλλίζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από τις παλιές δημόσιες εμφανίσεις του – η νοσταλγία έχει γεύση στάχτης, κι η ερωτογόνος Λεβάντα της Άτκινσον έχει ξεθυμάνει πια.
Ο Μενέλαος! Ο μέντορας, ο καθοδηγητής, ο γλύπτης του πνεύματος της γυναίκας του – ή τουλάχιστον έτσι νομίζει, μέχρι που αυτή αφήνεται να λοξοδρομήσει από την συζυγική λεωφόρο, μπαίνοντας όμως, εν γνώσει της, σε ένα αδιέξοδο στενό. Πώς να τον πώ; Η τρυφερή της περιπέτεια, το μικρό πικρό της μυστικό, πλατωνικός της εραστής είναι ομοφυλόφιλος…Τι βολικό γι’ αυτήν να μην μπορεί να πάει μακρύτερα η βαλίτσα… Λες και το κάνει μόνο και μόνο για να περάσει από το μυαλό του Μενέλαου πως θα μπορούσε να πηδήξει και τους δύο – ίσως και συγχρόνως…
Η Κλέα τώρα! Είναι η «Γυναίκα», με γάμα κεφαλαίο και εντός εισαγωγικών, αιωνίως δολερή, με το Ιερό Δισκοπότηρο ανάμεσα στα σκέλια της – όποιος ιππότης έχει τα κότσια, ας σκοτώσει δράκους για να το κατακτήσει το Χόλι Γκράαλ της, και να ξεδιψάσει με τ’ αθάνατο νερό... Κι αυτή θα τον κανονίσει αργότερα – θα τον ζέψει κανονικά στο άροτρο του κοινού βίου, και το ηρωικό του σπαθί, που τόσα κεφάλια δράκων πήρε, θα γίνει το αλέτρι της βιοπάλης…
Ο πόθος για τον άντρα της περνάει ταχύτατα από τα στάδια του έρωτα και της αγάπης, για να γίνει κάτι σαν υστερόβουλη, αιδήμονα συνενοχή. Σχέση συνδιαλλαγής, με αμοιβαία ωφέλεια: εσύ με ταίζεις, με ντύνεις, φροντίζεις τα παιδιά που σου γέννησα, κι εγώ σου ανοίγω τα πόδια. Και σε κάνω να νιώθεις άντρας. Ο Μενέλαος ο Πορθητής! Κι ο καιρός περνάει τραγανίζοντας λίγο - λίγο ο ένας τη ψυχή του άλλου, με μικρές γλυκές δαγκωματιές.
Είναι τρομακτικό το πώς ο συγγραφέας περιγράφει τις αψιμαχίες και τις συγκρούσεις των ηρώων του: αλληλομαστιγώνονται με τα κοινά τους βιώματα, γδέρνουν ο ένας τον άλλο με ξεραμένες αναμνήσεις ευτυχισμένων στιγμών, που τώρα έχουν αποκτήσει γωνίες και αιχμές που κόβουν. Και το φοβερό είναι ότι γουστάρουν αυτό τον κανιβαλισμό!
Δεν θέλω να πω άλλα για την πλοκή – η χαρά είναι στο ταξίδι, και είμαι σίγουρος πως πολλοί απαιτητικοί και πεπαιδευμένοι αναγνώστες θα στηθούν μπροστά από το σανίδι που έστησε ο Κοντολέων, για να ανεβάσει το έργο του. Δεν θα πω επίσης τίποτα για τα παιδιά του ζεύγους – τους αδικώ, το ξέρω, αλλά οι γονείς τους μου είναι πιο οικείοι. Ίσως και να τους έχω γνωρίσει – μπορεί να είναι γείτονές μου.
Μόνο να παρατηρήσω, ομολογώντας πως είμαι κάπως αθεάτριστος, πως η τελική σκηνή που η Κλέα κάνει την τουαλέτα της στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, είναι η μόνη που δεν μου φαίνεται θεατρική: είναι αυτόχρημα κινηματογραφική, και δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτομαι τη Ρίτα Χέιγουορθ να την παίζει: πιστεύω πως η Λεβάντα της Άτκινσον θα της πήγαινε πολύ, είτε υποδύεται, είτε ζει…