Στοκχόλμη,
1912
Στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912, στη Στοκχόλμη, ο ινδιάνος Τζιμ Θορπ κατέπληξε
όλους με τις φανταστικές επιδόσεις του στο δέκαθλο και στο πένταθλο Ένα χρόνο
όμως αργότερα, θεωρήθηκε πως ήταν επαγγελματίας αθλητής και του πήραν πίσω τα
μετάλλια. Κάποιοι είχαν ενοχληθεί που δεν ήταν γνήσιος αμερικανός, αλλά
ινδιάνος. Στους ίδιους αγώνες, μια ακόμα μορφή που ξεχώρισε ήταν και ο έλληνας
Κώστας Τσικλητήρας που πήρε το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φόρας και το
χάλκινο στο ύψος άνευ φόρας.
Η
Στοκχόλμη στέκεται με περηφάνια ανάμεσα στα κανάλια του ποταμού της. Μια πόλη
υπέροχα αυστηρή, εξαίσια ήρεμη. Πόλη που γνωρίζει να τιθασεύει ρυθμούς και
ανάσες. Πόλη του ήπιου φωτός και των απόμακρων παγετώνων. Μια πόλη στο άκρο της
Ευρώπης. Και από τη θέση της αυτή να παρακολουθεί, να ακούει, να μυρίζει
παλμούς και ήχους και οσμές των άλλων πόλεων. Να παίρνει τα μηνύματα και να
κρατά τις αποστάσεις. Σοφή πόλη. Πόλη της ειρήνης.
Στην
πόλη αυτή ήρθαν. Δυο άντρες. Ο ένας από τη μακρινή Δύση. Εκπρόσωπος –νόθος;–
μιας χώρας που είχε μετατρέψει τη φυλή του σε μειονότητα. Ο άλλος από το Νότο.
Η δικιά του η πατρίδα είχε παλιά ιστορία κι ένα παρόν που αγωνιούσε να γίνει
αντάξιο του παρελθόντος.
Ο
πρώτος ήθελε να ακουστεί η δόξα των προγόνων του που οριστικά χανόντουσαν από
το προσκήνιο της ιστορίας. Ο δεύτερος ζητούσε να κρατήσει το ενδιαφέρον για την
πατρίδα που κάποτε μύριζε δάφνη και τώρα απέπνεε αίμα και ιδρώτα.
Ο
πρώτος ήθελε να υπενθυμίσει εκείνα που σβήνανε. Ο δεύτερος να δηλώσει αυτά που
δικαιωματικά έπρεπε να έρθουν. Κι οι δυο όφειλαν να νικήσουν. Να στεφθούν
νικητές. Σε αγώνες υπέροχους, αγώνες που συνέπαιρναν τα πλήθη. Δίπλα τους κι
άλλοι υπέροχοι αθλητές, άτομα που είχαν μοχθήσει καθώς οραματιζόντουσαν τον
ατομικό θρίαμβο.
Εκείνοι,
όμως, οι δυο είχαν πάρει πάνω στους ώμους τους το βάρος μιας ιδέας. Ο ένας είχε
το σκουρόχρυσο χρώμα του χώματος των ερήμων της πατρίδας του. Άνθρωπος από
μπρούντζο.
Ο
άλλος πάνω στο δέρμα του κουβαλούσε όλο τον ήλιο της Μεσογείου. Άνθρωπος από
μάρμαρο. Στη Στοκχόλμη το ηλιακό φως είναι ήπιο και το έδαφος έχει αποδεχτεί
την απόλυτη κυριαρχία του πράσινου.
Δύο
φλογεροί ρυθμοί
Τα
μαύρα μαλλιά και των δύο θαμπώσανε τα γαλάζια βλέμματα των θεατών. Κι όταν τα
σώματά τους προσπαθούσανε να βρούνε τους παλμούς της νίκης, μέσα στο στάδιο λες
και παιζόντουσαν οι νότες που θα συλλαβίζαν τους χορούς και τα τραγούδια των
τόπων τους.
Τραγούδια
με δεήσεις σε θεούς και επικλήσεις σε θεϊκά φαινόμενα. Τραγούδια που μιλάγανε
για τους παλιούς πολεμιστές της φυλής και τα κορίτσια που δένανε τα στιλπνά,
μαύρα τους μαλλιά σε σφιχτή πλεξούδα.
Αυτά
τα τραγούδια ακουγόντουσαν όταν ο ένας τους άφηνε κόμπους ιδρώτα να κυλάνε στο
σκούρο χρυσάφι του λαιμού του. Κι όταν ήταν η σειρά του άλλου –εκείνου με τη
γεύση της αλμύρας μέσα στα μάτια– τότε το στάδιο ολόκαιρο αντηχούσε τις νότες
που μιλάνε για τα βουνά των Βαλκανίων και τα κύματα του Αιγαίου.
Δυο
φλογεροί ρυθμοί και οι δυο τους. Δυο πάθη. Δυο πολιτισμοί. Μέσα σε μια πόλη που
άκουγε τα τύμπανα του πολέμου και προετοίμαζε την απομόνωσή της. Μέσα σε αγώνες
που υπερασπιζόντουσαν την ειρήνη και δεν κάνανε τίποτε –τί άλλωστε θα
μπορούσαν;– για να αποτρέψουν τον πόλεμο. Δυο νικητές. Σύμβολα. Πίσω στις
πατρίδες τους, όταν γυρίσανε, τον ένα τον περίμενε ο μεγαλοπρεπής θρίαμβος και
η μικρότητα της προδοσίας.
Ήχοι
παλιοί
Τον
άλλο τον υποδεχτήκανε με τις τιμές που ταιριάζουν σε αρχαίο θεό και μετά ίσως
και να τον ξεχάσανε. Μπορεί και να μην προλάβανε, έστω και για λίγο, να
σταματήσουν στη δόξα τους.
Άλλα,
περισσότερο επείγοντα, θα αποφάσιζαν για το που έπρεπε να στραφεί το βλέμμα της
πατρίδας. Κι αγώνες εκείνοι γίνανε παρελθόν. Σελίδες ιστορίας. Η Στοκχόλμη
ξαναγύρισε τους καθημερινούς ρυθμούς που τους επέβαλε η ροή των νερών του
ποταμού της. Επέστρεψε στην άχλη του χλωμού φωτός.
Αλλά
παρέμενε εκείνο το στάδιο, το φτιαγμένο από πέτρα των καμινιών και γρανίτη.
Μνημείο πια. Λένε, πως ακόμα και σήμερα, αν τύχει και βρεθείς την ώρα που το
φως του ήλιου υποχωρεί στο μισοσκόταδο της σελήνης, μπορεί να ακούσεις αυτές
τις πέτρες να βγάζουν κάποιους ήχους –ήχους που δεν ταιριάζουνε στην πληρότητα
του πάγου.
Ήχοι,
είναι, που αφηγούνται ιστορίες για προγόνους που έγιναν θεοί προτού
εξαφανιστούνε. Μπρούντζινοι ήχοι. Κι, ακόμα, ήχοι που θυμίζουν το θόρυβο που
κάνει το κύμα όταν σπάει στα βράχια της Σαντορίνης και των Κυθήρων. Μαρμάρινοι
ήχοι. Αλλόκοτοι ήχοι. Ήχοι παλιοί και ήχοι αθάνατοι. Ήχοι φτιαγμένοι από το
πάθος ανθρώπων και πολιτισμών. Μένουνε ξεχασμένοι στην παγωμένη Στοκχόλμη. Από
τότε.