Μόναχο, 1972. Ο 43χρονος Πολωνός Γιόζεφ Ζαπέτσκι κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στη σκοποβολή. Αμέσως μετά πηγαίνει στο Νταχάου, όπου πριν από τριάντα χρόνια ο πατέρας του είχε πεθάνει στο εκεί στρατόπεδο συγκέντρωσης και αποθέτει μια ανθοδέσμη λουλούδια. Όταν είχε πάρει την απόφασή του δεν ήξερε, βέβαια, πως εκείνη τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων κάποιες άλλες σφαίρες, βγαλμένες από κάποια άλλα όπλα, θα σκόρπιζαν τον τρόμο, θα αλλοίωναν την ιδέα της διαμαρτυρίας, θα προσπαθούσαν να μετατρέψουν τους αγώνες από σύμβολο ειρήνης σε σύμβολο πολέμου.
Όχι, εκείνος άλλα είχε σχεδιάσει. Τις δικές του σφαίρες, ήθελε για μια διαφορετικής μορφής διαμαρτυρία, να τις δει να χτυπούν το στόχο τους. Γιατί εκείνος ήξερε, είχε γνωρίσει από τα πρώτα του τα παιδικά τα χρόνια, το τι σημαίνει ο τρόμος της σφαίρας, ο φόβος του όπλου, η παραποίηση των ιδεών.
Ναι ήταν παιδί, μικρό αγόρι και είχε προλάβει να γνωρίσει τον σπαραγμό από το χωρισμό του πατέρα, είχε μάθει την αγωνία για το τι μπορεί να ξημερώσει η επόμενη μέρα, ήξερε πως δίπλα στον πόνο και στο αίσθημα της αδικίας, μπορεί κανείς να ακουμπήσει στην επιθυμία της εκδίκησης.
Η εκδίκηση. Με τι χρώμα μπορεί να βάφεται το βλέμμα ενός παιδιού, όταν μαθαίνει πως ο πατέρας του έχει σκοτωθεί με τρόπο απάνθρωπο, σε συνθήκες άγριες, τόσο άγριες όσο μπορεί να χωρέσει η αγριάδα μέσα σε μια και μόνο λέξη: Νταχάου. Το χρώμα της εκδίκησης ποιο είναι, λοιπόν;
Οι σφαίρες και οι στόχοι τους
Το μαύρο της αντίδρασης ή το κόκκινο του αίματος που ζητά την πληρωμή του; Το ψυχρό του κίτρινου ή το λευκό που αγνοεί την ύπαρξη κάθε άλλου συναισθήματος; Το μοβ της υποτακτικής θλίψης; Ασφαλώς και όχι! Μήπως, τότε, το πράσινο μιας ελπίδας για ένα πιο δίκαιο αύριο; Μέσα στα πράσινα λιβάδια φυτρώνουν όλου του κόσμου τα λουλούδια. Μέσα στην πανδαισία ενός πράσινου αγρού, συναντάς όλες τις πολύχρωμες πιτσιλιές που φέρνουν τα λουλούδια.
Τα λουλούδια μπορεί να εκφράσουν τη διαμαρτυρία, μπορεί να συλλαβίσουν τα λόγια του πάθους, να ψελλίσουν τα όνειρα της επόμενης μέρας. Τα λουλούδια έχουν τη δύναμη να δηλώσουν ότι μπορεί να έμεινε στην ψυχή ενός άντρα που κάποτε ήταν ένα παιδί, ένα παιδί που του στερήσανε τον πατέρα. Οι σφαίρες, λοιπόν, αναιρούνται από τα λουλούδια.
Οι σφαίρες μπορούν να χτυπήσουν –πάντα αυτό το σκοπό έχουν– ένα στόχο. Το στόχο τους. Αλλά ο στόχος μπορεί να μην είναι ένα ζωντανό κορμί, μπορεί να είναι ένα χάρτινο είδωλο σώματος, ή μια σειρά ομόκεντρων κύκλων. Ναι, έτσι είναι, έτσι πρέπει να είναι ο στόχος.
Αυτός έγινε ο δικός του στόχος. Μια σειρά ομόκεντρων κύκλων. Το κέντρο βαμμένο στο μαύρο χρώμα. Στο κέντρο να σταμπαριστεί η δήλωση πως η ζωή και συνεχίζεται και μπορεί να γίνει πιο δίκαιη, πιο όμορφη, πιο ειρηνική.
Το άρωμα των λουλουδιών
Μια δήλωση που θα ήθελε να γινότανε με τον τρόπο μιας σφαίρας. Μια σφαίρα που θα ήθελε να την δει να πέφτει κατά τη διάρκεια των εορτών της ειρήνης. Αυτή θα ήταν η δικιά του απάντηση στον πόνο που ένοιωσε όταν ήταν παιδί. Μια απάντηση που θα αρθρωνότανε στη χώρα εκείνη απ’ όπου είχε ξεκινήσει η μεγάλη αδικία που τον είχε χτυπήσει. Αυτό ήταν το σχέδιό του.
Πάνω σε αυτόν το σκοπό δούλευε χρόνια και χρόνια. Πάνω σε μια τέτοια ιδέα στήριζε τα όνειρά του. Όνειρα που γεμίζανε από τον ήχο του όπλου και το άρωμα των λουλουδιών.
Κι έπειτα ήρθε η μέρα που άκουσε τον ήχο του όπλου, αλλά δεν μύρισε το άρωμα των λουλουδιών. Μύρισε το αίμα και τρόμαξε. Μύρισε τον ιδρώτα του πόνου και έφριξε. Μύρισε το χνώτο του θανάτου και ζήτησε κάπου να κρυφτεί.
Αλλά τότε ήταν που θυμήθηκε πως είχε ετοιμάσει μια απλή ανθοδέσμη. Μια ανθοδέσμη με μικρά λουλουδάκια από τους αγρούς της πατρίδας. Τα χρώματά τους του γαλήνεψαν την καρδιά, τα αρώματά τους του σηκώσανε και πάλι το κεφάλι. Και αποφάσισε πως έτσι θα γινότανε, πως μετά απ’ όσα είχαν συμβεί, έπρεπε απαραιτήτως να κάνει αυτό που είχε εδώ και χρόνια σχεδιάσει. Να το επιτύχει.
Διαταγές σιωπηλές
Γύρω του ακουγόντουσαν όχι μόνο οι ήχοι μιας γιορτής, αλλά και οι κραυγές του πόνου. Ήταν μια γιορτή που την είχε φανταστεί πιο αγνή. Διαπίστωνε πως η αγνότητα υποχωρούσε μπροστά στην ιδιοτέλεια της οικονομίας. Και η διαμαρτυρία που είχε γίνει, δεν ήταν διαμαρτυρία αρχών, μα εκδίκηση που υπηρετούσε μια παρανοϊκή σκοπιμότητα. Αλλά εκείνος κάλυψε τα αυτιά του και μπροστά στο βλέμμα του κράτησε μόνο εκείνο εκεί το μαύρο σημαδάκι, το κέντρο των ομόκεντρων κύκλων. Και σημάδευε. Σημάδευ
Οι σφαίρες του ακολουθούσανε την πορεία που αυτός τις διέταζε να πάρουν. Δεν μπορούσαν να μην τον υπακούσουν οι σφαίρες. Γιατί αυτός έδινε διαταγές σιωπηλές, διαταγές που θέλανε να επαναφέρουν στη μνήμη το πατρικό χάδι, να ξυπνήσουν το γρατζούνισμα της πατρικής απουσίας. Ήταν διαταγές που είχαν βουτηχτεί στα χρώματα και στα αρώματα των λουλουδιών που είχαν μαζευτεί για ένα σκοπό.
Κέρδισε. Νίκησε. Ελάχιστοι γράψανε για τη νίκη του. Το δικό του αγώνισμα δεν ήταν από αυτά που τραβούν το ενδιαφέρον και το πάθος του πλήθους. Μοναχικό αγώνισμα. Αγώνισμα του περιθωρίου. Αυτός και ο στόχος . Κι ανάμεσά τους… Ανάμεσα σε αυτόν και το στόχο του, η διαμαρτυρία για την ύπαρξη μια κατάστασης που τον είχε κάνει ορφανό. Για τη μισαλλοδοξία που κάνει, πάντα έκανε και πάντα θα κάνει ορφανά παιδιά.
Η λάμψη του χρυσού μέσα στο Νταχάου
Μια διαμαρτυρία καθαρά δική του και μόνο υπόθεση. Γι’ αυτό και διαμαρτυρία όλων. Βέβαια, οι δημοσιογράφοι δεν το μάθαινε. Δεν τον ενδιέφερε. Αδιάφορο. Μετά την απονομή κάποιος του είπε πως τον περιμένανε για μια συνέντευξη, για μια γιορτή. «Έλα, θα ανοιχτεί κρασί του Ρήνου…». Χαμογέλασε. Αυτός άλλα είχε στο νου του. Πόσο απέχει το Μόναχο από το Νταχάου;
Όσο απέχει το δεκατριάχρονο αγόρι από το σαραντατριάχρονο άντρα. Μια ανάσα δρόμο, ένα όνειρο, ένα πόνο, μια πίστη, μια ελπίδα. Τα λουλούδια της ανθοδέσμης ρίξανε τους υπέροχους συνδυασμούς των χρωμάτων τους πάνω στη γκρίζα μνήμη του τόπου της θυσίας. Κι έπειτα εκείνος, έβγαλε μέσα από την τσέπη του παντελονιού του, το χρυσό μετάλλιο. Μια λάμψη ήρθε να σχίσει την πάχνη εκείνου του Σεπτέμβρη.
Η λάμψη μιας προσπάθειας που ξέφευγε από τον ατομικό θρίαμβο και γινότανε σύμβολο διαμαρτυρίας ενός λαού… Των λαών. Του ανθρώπου. Γι’ αυτό ένα σύμβολο ειρήνης.
Κανείς φωτογράφος δεν ήταν εκεί για να αποθανατίσει αυτή τη λάμψη του χρυσού, αυτήν την πανδαισία των χρωμάτων, μέσα στο γκρίζο, θλιβερό Νταχάου.
Κανείς δεν πρόσεξε τον απλό άνθρωπο. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως η διαμαρτυρία δεν είχε συντελεστεί. Αν ρωτήσεις τα θύματα του πολέμου, θα σου πούνε πως την αισθανθήκανε. Πως τους είχε εκφράσει. Την περιμένανε, άλλωστε, από χρόνια.
https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-monacho-1972-loyloydia-kai-sfaires/