Γιάννης Ξανθούλης
<<Το τανγκό των Χριστουγέννων>>
<<Το τανγκό των Χριστουγέννων>>
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003
Παραμονές Χριστουγέννων του 2002. Ένας μεσήλικας άντρας, κυκλοφορεί στους δρόμους της εορταστικά στολισμένης Αθήνας. Στην τσέπη του μια ιατρική συνταγή, αποτέλεσμα μιας δυσοίωνης για την υγεία του εξέτασης.
Στο φαρμακείο που θα μπει για να εκτελέσει τη συνταγή, ένα νέο ζευγάρι παίρνει κάποια φάρμακα για τη μητέρα του νεαρού.
Ο μεσήλικας άντρας καθώς κοιτά τον νεώτερό του, λούζεται στον ιδρώτα.
Επιστρέφει στο σπίτι του αποφασισμένος να περάσει τη νύχτα όχι με τη συντροφιά των έτσι κι αλλιώς λιγοστών φίλων, αλλά με τις αναμνήσεις του από κάποια άλλα Χριστούγεννα, αυτά του 1970.
Παραμονές Χριστουγέννων του 1970. Σε ένα ακριτικό στρατόπεδο κάπου στον Έβρο.
Ο μεσήλικας του 2002 είναι ακόμα ένας νέος, μόλις αποφοιτήσας από το Πανεπιστήμιο, που κάνει τη θητεία του και που τη σκέψη του την τρώει η κακή, κάκιστη πορεία της υγείας της μητέρας του.
Διοικητής του στρατοπέδου ένας κλασικών προδιαγραφών συνταγματάρχης που έχει μια κόρη και μια όμορφη γυναίκα. Μια γυναίκα που πλήττει μέσα στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα της Λέσχης Αξιωματικών και κάτω από τις τυποποιημένες εκφράσεις ερωτικού πάθους του συζύγου της.
Στο ίδιο στρατόπεδο υπηρετεί και ένας υπολοχαγός. Αυτός δείχνει να είναι μόνιμα κλεισμένος στον εαυτό του, δίκαιος ίσως με τους στρατιώτες, αλλά και απόλυτα ψυχρός, με μόνη έκφραση ευαισθησίας την αδυναμία που δείχνει προς το αδέσποτο σκυλί του στρατοπέδου.
Και θα είναι αυτός ο υπολοχαγός που θα ζητήσει από τον νεαρό στρατιώτη να τον διδάξει μέσα σε δυο και μόνο βράδια το πώς χορεύεται το τανγκό.
Τα μαθήματα θα γίνουν μέσα σε μια ένταση αποτέλεσμα της πίεσης του χρόνου και της αντιπαλότητας των δυο αντρών.
Όταν ανήμερα τα Χριστούγεννα, στη Λέσχη Αξιωματικών θα δοθεί ο καθιερωμένος χριστουγεννιάτικος χορός, ο νεαρός στρατιώτης θα είναι απών, καθώς μια πνευμονία θα τον έχει στείλει στο νοσοκομείο. Μα ο υπολοχαγός θα μπορέσει να χορέψει με τη κυρά αντισυνταγματάρχου.
Ένας χορός δίχως μέλλον;
Επιστροφή στα Χριστούγεννα του 2002, όπου ο μεσήλικας πλέον στρατιώτης του τότε, στο πρόσωπο του νεαρού που θα ζητήσει τα φάρμακα για τη μητέρα του, θα αναγνωρίσει τον γιο του εσωστρεφή υπολοχαγού.
Το τανγκό εκείνων των Χριστουγέννων είχε μια δικιά του συνέχεια. Ο νεαρός δεν γνωρίζει το ποιος πραγματικά ήταν ο πατέρας του. Ο στρατιώτης του τότε δεν θα του το αποκαλύψει, αλλά θα αρπάξει την ευκαιρία για να εκφράσει την απόλυτη κατάφασή του στον έρωτα που μέσα σε λίγες χειμωνιάτικες μέρες άνθισε και μετά έσβησε όπως όλα στη ζωή σβήνουν.
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο καμβάς της ιστορίας που ο Γιάννης Ξανθούλης αφηγείται στο τελευταίο του μυθιστόρημα,
Συγγραφέας ικανός στο να αναπλάθει ατμόσφαιρα να συνθέτει καταστάσεις που κινούνται ανάμεσα στον ρεαλισμό και στο σχεδόν υπερβατικό, και στο νέο του αυτό έργο αποδεικνύει το πόσο καλά ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα, να την κάνει όργανο πειθήνιο, μαζί της να ταξιδεύει σε περιοχές όπου την ώρα που είναι αναγνωρίσιμες, την ίδια ώρα φωτίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν τη μαγεία του πρωτόγνωρου.
Παράλληλα είναι από τους συγγραφείς εκείνους που θέλουν να οδηγούν τους ήρωες έως τα άκρα τους. Άκρα όχι τόσο μέσα στα πλαίσια μια κοινωνικής και μόνο κατάστασης, αλλά κυρίως εντός των πολύ προσωπικών πράξεων και των απολύτως υποκειμενικών συναισθημάτων.
Ας ομολογηθεί πως όλα αυτά και στο <<Τανγκό των Χριστουγέννων>> ο αναγνώστης θα τα βρει.
Ο υπολοχαγός ασφαλώς και εγγράφεται στη μνήμη του αναγνώστη ως ένας από τους πλέον ασυμβίβαστους και εσωστρεφείς χαρακτήρες που εντός των αναγνώσεών του έτυχε να συναντήσει.
Και ο Έβρος, το στρατόπεδο έτσι όπως τα Χριστούγεννα πλησιάζουν με όλη τη συμβατικότητά τους από τη μια , μα και από την άλλη με όλη τους την διαχρονική τρυφερότητα, γίνονται σύμβολα τόπων όπου η φύση παλεύει με την παρουσία του ανθρώπου, όπου η ποίηση των καιρικών φαινομένων ίσως να θέλει να συμβάλει στο περίγραμμα των προσωπικών αδιέξοδων ονείρων.
Αλλά ίσως ο τόπος και η φύση να είναι ότι περισσότερο χαίρεται ο αναγνώστης.
Γιατί τα τρία κεντρικά πρόσωπα λες και οδηγήθηκαν από το συγγραφέα στη σκιά των ίδιων των αποφάσεών τους.
Απολύτως σαφές τίποτε δεν είναι. Ο υπολοχαγός σε κρατά σε εγρήγορση κυρίως και μόνο με το εσωστρεφές πάθος του. Ο νεαρός στρατιώτης άλλοτε σε πείθει ότι είναι ο πυρετός του σώματος που τον κάνει να χάνει τον ειρμό των σκέψεών του, άλλοτε όμως σε βάζει στην υποψία ότι κάτι βαθύτερο του συμβαίνει. Η γυναίκα του συνταγματάρχη δεν ξεφεύγει από το κλασικό πρότυπο της στερημένης και πανταχού συναντόμενης Μαντάμ Μποβαρύ.
Ο Γιάννης Ξανθούλης στρέφει όλη του την προσοχή στην περιγραφή των δυο νυχτών όπου ρυθμοί τανγκό γεμίζουν τον ψυχρό δωμάτιο του αξιωματικού υπηρεσίας και ομολογουμένως μας χαρίζει κάποιες από τις πλέον αισθαντικές και ατμοσφαιρικές σελίδες της ελληνικής σύγχρονης λογοτεχνίας.
Εκεί έχει στρέψει την προσοχή του και υποχρεώνει τα κεντρικά του πρόσωπα αυτό του το όραμα να υπηρετήσουν και μόνο μέσα από ότι αυτό τους προσφέρει να παρουσιασθούνε.
Κάτι σαν ένα διήγημα που απλώθηκε σε μυθιστόρημα; Ή μήπως η απόφαση του συγγραφέα να φωτίζει ότι εκείνος θεωρεί απαραίτητο και να περιμένει από τον αναγνώστη του να ενεργοποιήσει δικά του πρότυπα έτσι ώστε να κατανοήσει τις πράξεις των ηρώων;
Πάντως ένα κείμενο που όπως όλα σχεδόν του Ξανθούλη δεν μπορείς εύκολα να τα ξεχάσεις καθώς νέες αναγνώσεις θα προσπαθήσουν να επικαλύψουν τις παλαιότερες.
Παραμονές Χριστουγέννων του 2002. Ένας μεσήλικας άντρας, κυκλοφορεί στους δρόμους της εορταστικά στολισμένης Αθήνας. Στην τσέπη του μια ιατρική συνταγή, αποτέλεσμα μιας δυσοίωνης για την υγεία του εξέτασης.
Στο φαρμακείο που θα μπει για να εκτελέσει τη συνταγή, ένα νέο ζευγάρι παίρνει κάποια φάρμακα για τη μητέρα του νεαρού.
Ο μεσήλικας άντρας καθώς κοιτά τον νεώτερό του, λούζεται στον ιδρώτα.
Επιστρέφει στο σπίτι του αποφασισμένος να περάσει τη νύχτα όχι με τη συντροφιά των έτσι κι αλλιώς λιγοστών φίλων, αλλά με τις αναμνήσεις του από κάποια άλλα Χριστούγεννα, αυτά του 1970.
Παραμονές Χριστουγέννων του 1970. Σε ένα ακριτικό στρατόπεδο κάπου στον Έβρο.
Ο μεσήλικας του 2002 είναι ακόμα ένας νέος, μόλις αποφοιτήσας από το Πανεπιστήμιο, που κάνει τη θητεία του και που τη σκέψη του την τρώει η κακή, κάκιστη πορεία της υγείας της μητέρας του.
Διοικητής του στρατοπέδου ένας κλασικών προδιαγραφών συνταγματάρχης που έχει μια κόρη και μια όμορφη γυναίκα. Μια γυναίκα που πλήττει μέσα στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα της Λέσχης Αξιωματικών και κάτω από τις τυποποιημένες εκφράσεις ερωτικού πάθους του συζύγου της.
Στο ίδιο στρατόπεδο υπηρετεί και ένας υπολοχαγός. Αυτός δείχνει να είναι μόνιμα κλεισμένος στον εαυτό του, δίκαιος ίσως με τους στρατιώτες, αλλά και απόλυτα ψυχρός, με μόνη έκφραση ευαισθησίας την αδυναμία που δείχνει προς το αδέσποτο σκυλί του στρατοπέδου.
Και θα είναι αυτός ο υπολοχαγός που θα ζητήσει από τον νεαρό στρατιώτη να τον διδάξει μέσα σε δυο και μόνο βράδια το πώς χορεύεται το τανγκό.
Τα μαθήματα θα γίνουν μέσα σε μια ένταση αποτέλεσμα της πίεσης του χρόνου και της αντιπαλότητας των δυο αντρών.
Όταν ανήμερα τα Χριστούγεννα, στη Λέσχη Αξιωματικών θα δοθεί ο καθιερωμένος χριστουγεννιάτικος χορός, ο νεαρός στρατιώτης θα είναι απών, καθώς μια πνευμονία θα τον έχει στείλει στο νοσοκομείο. Μα ο υπολοχαγός θα μπορέσει να χορέψει με τη κυρά αντισυνταγματάρχου.
Ένας χορός δίχως μέλλον;
Επιστροφή στα Χριστούγεννα του 2002, όπου ο μεσήλικας πλέον στρατιώτης του τότε, στο πρόσωπο του νεαρού που θα ζητήσει τα φάρμακα για τη μητέρα του, θα αναγνωρίσει τον γιο του εσωστρεφή υπολοχαγού.
Το τανγκό εκείνων των Χριστουγέννων είχε μια δικιά του συνέχεια. Ο νεαρός δεν γνωρίζει το ποιος πραγματικά ήταν ο πατέρας του. Ο στρατιώτης του τότε δεν θα του το αποκαλύψει, αλλά θα αρπάξει την ευκαιρία για να εκφράσει την απόλυτη κατάφασή του στον έρωτα που μέσα σε λίγες χειμωνιάτικες μέρες άνθισε και μετά έσβησε όπως όλα στη ζωή σβήνουν.
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο καμβάς της ιστορίας που ο Γιάννης Ξανθούλης αφηγείται στο τελευταίο του μυθιστόρημα,
Συγγραφέας ικανός στο να αναπλάθει ατμόσφαιρα να συνθέτει καταστάσεις που κινούνται ανάμεσα στον ρεαλισμό και στο σχεδόν υπερβατικό, και στο νέο του αυτό έργο αποδεικνύει το πόσο καλά ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα, να την κάνει όργανο πειθήνιο, μαζί της να ταξιδεύει σε περιοχές όπου την ώρα που είναι αναγνωρίσιμες, την ίδια ώρα φωτίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν τη μαγεία του πρωτόγνωρου.
Παράλληλα είναι από τους συγγραφείς εκείνους που θέλουν να οδηγούν τους ήρωες έως τα άκρα τους. Άκρα όχι τόσο μέσα στα πλαίσια μια κοινωνικής και μόνο κατάστασης, αλλά κυρίως εντός των πολύ προσωπικών πράξεων και των απολύτως υποκειμενικών συναισθημάτων.
Ας ομολογηθεί πως όλα αυτά και στο <<Τανγκό των Χριστουγέννων>> ο αναγνώστης θα τα βρει.
Ο υπολοχαγός ασφαλώς και εγγράφεται στη μνήμη του αναγνώστη ως ένας από τους πλέον ασυμβίβαστους και εσωστρεφείς χαρακτήρες που εντός των αναγνώσεών του έτυχε να συναντήσει.
Και ο Έβρος, το στρατόπεδο έτσι όπως τα Χριστούγεννα πλησιάζουν με όλη τη συμβατικότητά τους από τη μια , μα και από την άλλη με όλη τους την διαχρονική τρυφερότητα, γίνονται σύμβολα τόπων όπου η φύση παλεύει με την παρουσία του ανθρώπου, όπου η ποίηση των καιρικών φαινομένων ίσως να θέλει να συμβάλει στο περίγραμμα των προσωπικών αδιέξοδων ονείρων.
Αλλά ίσως ο τόπος και η φύση να είναι ότι περισσότερο χαίρεται ο αναγνώστης.
Γιατί τα τρία κεντρικά πρόσωπα λες και οδηγήθηκαν από το συγγραφέα στη σκιά των ίδιων των αποφάσεών τους.
Απολύτως σαφές τίποτε δεν είναι. Ο υπολοχαγός σε κρατά σε εγρήγορση κυρίως και μόνο με το εσωστρεφές πάθος του. Ο νεαρός στρατιώτης άλλοτε σε πείθει ότι είναι ο πυρετός του σώματος που τον κάνει να χάνει τον ειρμό των σκέψεών του, άλλοτε όμως σε βάζει στην υποψία ότι κάτι βαθύτερο του συμβαίνει. Η γυναίκα του συνταγματάρχη δεν ξεφεύγει από το κλασικό πρότυπο της στερημένης και πανταχού συναντόμενης Μαντάμ Μποβαρύ.
Ο Γιάννης Ξανθούλης στρέφει όλη του την προσοχή στην περιγραφή των δυο νυχτών όπου ρυθμοί τανγκό γεμίζουν τον ψυχρό δωμάτιο του αξιωματικού υπηρεσίας και ομολογουμένως μας χαρίζει κάποιες από τις πλέον αισθαντικές και ατμοσφαιρικές σελίδες της ελληνικής σύγχρονης λογοτεχνίας.
Εκεί έχει στρέψει την προσοχή του και υποχρεώνει τα κεντρικά του πρόσωπα αυτό του το όραμα να υπηρετήσουν και μόνο μέσα από ότι αυτό τους προσφέρει να παρουσιασθούνε.
Κάτι σαν ένα διήγημα που απλώθηκε σε μυθιστόρημα; Ή μήπως η απόφαση του συγγραφέα να φωτίζει ότι εκείνος θεωρεί απαραίτητο και να περιμένει από τον αναγνώστη του να ενεργοποιήσει δικά του πρότυπα έτσι ώστε να κατανοήσει τις πράξεις των ηρώων;
Πάντως ένα κείμενο που όπως όλα σχεδόν του Ξανθούλη δεν μπορείς εύκολα να τα ξεχάσεις καθώς νέες αναγνώσεις θα προσπαθήσουν να επικαλύψουν τις παλαιότερες.