15.1.18

Μάνος Κοντολέων: «Αυτούς θα πολεμούσε σήμερα ο Δον Κιχώτης»






Από Γιώργος Κιούσης - Ιανουάριος 8, 2018
http://www.presspublica.gr/manos-kontoleon-aftous-tha-polemouse-simera-o-don-kichotis/


Πέρασε όλη του τη ζωή διαβάζοντας ιπποτικά μυθιστορήματα και τελικά αποφάσισε πως αξίζει κανείς να ζήσει τη ζωή του μέσα από καθημερινά όνειρα. Φόρεσε μια σκουριασμένη πανοπλία, καβάλησε ένα γέρικο άλογο και, με τη συντροφιά ένας απλού και αγαθού χωρικού, ξεκίνησε να πείσει τους άλλους πως το όνειρο μπορεί να γίνει αλήθεια ή και το ανάποδο – η πραγματικότητα να μετατραπεί σε κάτι το μαγικό. Οι περιπέτειές του μας κάνουν άλλοτε να γελάμε κι άλλοτε να δακρύζουμε. Δον Κιχώτης – ένα σύμβολο ελεύθερης σκέψης. Αιώνες τώρα είναι που ζει. Πάντα ολότελα νέος παραμένει. Μια πρωτότυπη και ελεύθερη διασκευή ενός κλασικού αριστουργήματος.  «Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης», εκδόσεις Πατάκη.

Ο ΜΑΝΟΣ Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει περίπου 60 βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια). Παράλληλα ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Είναι συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Κάποια έργα του έχουν διασκευαστεί και παρουσιαστεί στο θέατρο και στην τηλεόραση, ενώ κάποια άλλα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ταϊλάνδη. Βιβλία του έχουν κερδίσει πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ έχει τιμηθεί επίσης δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας. Υπήρξε υποψήφιος για τα Διεθνή Βραβεία Άντερσεν και Άστριντ Λίντγκρεν.


 -Ήταν παιδικός σας ήρωας ο Δον Κιχώτης;

 Διαβάζω μυθιστορήματα από τον καιρό που ήμουνα ένα μικρό αγόρι.Ένα αγόρι που το συναρπάζανε περιπέτειες που κρυβόντουσαν μέσα σε βιβλία όπως Οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης και Οι τρεις σωματοφύλακες.Λογικό, λοιπόν, ήταν οι αντίστοιχες περιπέτειες ενός ιππότη που τον χαρακτηρίζανε, μάλιστα, και ως Ιππότη της Ελεεινής Μορφής να με αφήνανε αδιάφορο. Μεγαλώνοντας έμαθα για τη θέση του ήρωα του Θερβάντες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Φρόντισα να βάλω στη βιβλιοθήκη μου και το πλήρες έργο και μάλιστα σε αρκετές μεταφράσεις του. Αλλά –ναι, το ομολογώ– ο Δον Κιχώτης ποτέ δε μου είχε γίνει μια αγαπητή λογοτεχνική περσόνα. Αλλά… Αλλά εδώ και πολλά χρόνια έχω πάψει να θεωρώ πως αν κάποιον δεν τον αγάπησα, ο υπαίτιος είναι μόνο εκείνος. Κάπου θα φταίω κι εγώ.

 -Πως αποφασίσατε την ελεύθερη διασκευή στο έργο του Θερβάντες;

Είχα ολοκληρώσει την ανάπλαση του Γαργαντούα.  Οπότε,  όταν ήρθε η στιγμή να αναζητήσω ποιος θεμελιώδης ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα συντρόφευε  τον ήρωα του Ραμπελαί, λογικό ήταν να στραφώ στον Ιππότη της Μάντσα και να αρχίσω να αναζητώ αυτό που θα με έκανε να τον δω με μια άλλη ματιά, κάπως –αν και εν τέλει όχι και πολύ– διαφορετική από εκείνη με την οποία διάβαζε το μικρό αγόρι που κάποτε ήμουνα.
 Κι έτσι, ο Δον Κιχώτης μού αποκάλυψε αυτό που ίσως να είναι ό,τι περισσότερο εκτιμώ και αναζητώ να διαπιστώσω αν υπάρχει στη ζωή κάθε ανθρώπου. Η πίστη πως το όνειρο μπορεί να γίνει αλήθεια ή και το ανάποδο – η πραγματικότητα να μετατρέπεται σε φαντασία.
  
-Πόσο χρόνο σας πήρε;

 Σχεδόν ένα χρόνο πέρασα διαβάζοντας  πολλά θεωρητικά κείμενα σχετικά με τον Δον Κιχώτη, διέτρεξα πολλές φορές τις σελίδες του πρωτότυπου μυθιστορήματος, συμβουλεύτηκα πάμπολλες διασκευές για παιδιά.Τελικά αποφάσισα να φωτίσω αυτή τη διαχρονική προσωπικότητα με έναν τρόπο που νομίζω πως –στη γλώσσα μας, τουλάχιστον– κανείς πιο πριν δεν το έχει επιχειρήσει…

 -Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης… Πως δηλαδή;

 Ο δικός μου Δον Κιχώτης δε θέλει να αποτρέψει τον αναγνώστη του από το να πιστέψει σε μια μεγάλη ιδέα που όμως μπορεί να δημιουργεί στενοκεφαλιά και οπισθοδρόμηση – έτσι κάπως είδε ο Θερβάντες την αρρωστημένη προσήλωση των ανθρώπων της εποχής του προς την ιπποσύνη. Όχι! Ο δικός μου ήρωας αυτού του βιβλίου προσπαθεί ακριβώς το αντίθετο. Να πείσει τους άλλους πως αξίζει να ζούνε με έναν τρόπο σκέψης που δεν ομαδοποιεί, αλλά αναπτύσσει τη δημιουργική ατομικότητα.
 Αν και κράτησα σχεδόν ανέπαφη τη δομή των επεισοδίων του αρχικού έργου, εντούτοις κάποια από τα δευτερεύοντα πρόσωπα τα αγνόησα και κάποιων άλλων φρόντισα να αλλάξω θέσεις και απόψεις. Απόλυτα δικό μου δημιούργημα και ο αφηγητής – ο Τριστάνο, ο σκύλος. Κι όλα αυτά σε μια –ασφαλώς– διασκευή για παιδιά. Αλλά μήπως και όχι μόνο;
 Εκείνο το αγόρι που γύρναγε το πρόσωπο στον γέρο ιππότη που φορούσε για κράνος τη λεκάνη ενός μπαρμπέρη, ενώ την ίδια στιγμή ζωγράφιζε τις σιδερόφρακτες πανοπλίες του σερ Λάνσελοτ, δεν είναι το ίδιο άτομο με τον ώριμο συγγραφέα που υπογράφει αυτό το μυθιστόρημα; Ναι, ο ίδιος άνθρωπος είμαι κι αν σε κάτι διαφέρει η σημερινή σκέψη μου με την τοτινή, είναι πως ενώ τότε μόνο την υποψιαζόμουνα, τώρα καλά τη γνωρίζω αυτή τη φράση που έγινε και ο τίτλος της ελεύθερης απόδοσης του έργου του Θερβάντες: Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης
  
-Αν ζούσε σήμερα ο αγαπημένος μας ήρωας με ποιους θα τα έβαζε;

Με τον καθένα που θέλει να συνθλίβει την ικανότητα των ανθρώπων να μπορούν να ονειρεύονται. Με όσους δεν αποδέχονται την ιδιαιτερότητα του όποιου άλλου.  Με εκείνους που διαφημίζουν το σκουπίδι και καταφέρνουν να το πουλήσουν ως διαμαντάκι.

 -Τα προσωπικά μας όνειρα είναι αυτά που ποτέ δε θα μας προδώσουν;

Θα προτιμούσα να αναρωτιόμουνα αν εμείς κάποια στιγμή θα φτάσουμε στο σημείο να προδώσουμε τα προσωπικά μας όνειρα.

-Υπάρχουν ιδαλγοί τις μέρες μας;


Ιδαλγοί με την έννοια των ανθρώπων εκείνων που διαθέτουν μια έμφυτη αξιοπρέπεια και έχουν πάνω τους κάτι το ευγενικό, σίγουρα και υπάρχουν.  Μα ποιοι τους αναγνωρίζουν; Και ποιοι τους ακούνε;

Ανακαλύπτοντας νέες διαστάσεις σε κλασικά αναγνώσματα


Γαργαντούας και Δον Κιχώτης

Γράφει η Τέσυ Μπάιλα στο 

https://www.culturenow.gr/don-kixotis-kai-gargantoyas-anakalyptontas-nees-diastaseis-se-klasika-anagnosmata/



 «Είναι κλασικό ό,τι εμμένει να υπάρχει ως μακρινός θόρυβος, ακόμα και όπου κυριαρχεί η πιο παράταιρη επικαιρότητα», γράφει στους περίφημους αφορισμούς του για τη κλασική λογοτεχνία ο Ίταλο Καλβίνο και αυτή η φράση, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη, περιγράφει απόλυτα τη σημερινή συνθήκη, βάση της οποίας μπορούμε να καταλάβουμε ποιες ιδιότητες ακριβώς ορίζουν ένα έργο ως κλασικό, σε μια επικαιρότητα εντελώς ανεξέλεγκτη.

Ο Μάνος Κοντολέων, θεωρώντας ότι σήμερα, σε μια περίοδο στην οποία η πραγματικότητα με ραγδαίες ταχύτητες απενεργοποιεί οικουμενικές αξίες, ελπίδες και ιδέες με πανανθρώπινο χαρακτήρα, είναι πλέον ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε την πολιτισμική μας ταυτότητα, στηριζόμενοι σε μια πιο στέρεη βάση, στη σταθερότητα εκείνη που μας επιτρέπουν όσα αναγνώσματα άντεξαν στον χρόνο. Βέβαιος ότι για να προχωρήσει ένας πολιτισμός πρέπει να μην αποκοπεί από ό,τι τον ρίζωσε βαθιά στις ανθρώπινες συνειδήσεις, καθώς μόνο αυτό το στοιχείο μπορεί να λειτουργήσει ως προωθητική μηχανή επαναπροσδιορισμού του πολιτισμού αυτού.

Με πλήρη συνείδηση αυτής της ανάγκης ο Κοντολέων στρέφεται σε δυο εμβληματικούς ήρωες με διαχρονική αξία, οι οποίοι κουβαλούν στην πορεία του χρόνου τα ίχνη ενός απίστευτου αριθμού αναγνώσεων, ίχνη ορατά πλέον στον πολιτισμό και στη νοοτροπία των κοινωνιών που τους αγκάλιασαν. Ήρωες, οι οποίοι έχουν αφήσει το στίγμα τους στη ζωή αμέτρητων παιδιών και ενηλίκων και φυσικά στη δική του. Άλλωστε η συνάντησή του συγγραφέα στην παιδική του ηλικία μαζί τους φαίνεται πως έχει καθορίσει τις αναγνωστικές του αναφορές. Στην ωριμότητά του λοιπόν διατηρούν την ικανότητά τους να τον συγκινούν, να κινητοποιούν μέσα του τις δυνάμεις εκείνες που ενεργοποιούν την παροπλισμένη ελπίδα και το κυριότερο εξακολουθούν να είναι σύντροφοί του μέσα στον χρόνο, γι’ αυτό επιλέγει να τους καταστήσει γοητευτικούς με έναν μοναδικό, δικό του τρόπο, προβάλλοντας νέες, απροσδόκητες πλευρές των ιδιοτήτων τους.

Έτσι λοιπόν σκύβει με αγάπη στον Δον Κιχώτη, αγκάλιαζει με στοργή τον Γαργαντούα και τους χαρίζει ξανά γραμμένους με μια πιο σύγχρονη τεχνική, χωρίς να ξεφεύγει καθόλου από τον σεβασμό, τον οποίο έχει νιώσει για τους δημιουργούς τους. Με τη χαρακτηριστικά τρυφερή του γραφή στήνει τους ήρωες από την αρχή και τους παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό που τους αγάπησε, σίγουρος ότι είναι, έτσι κι αλλιώς, κρυμμένοι μέσα στη συνείδηση του, καταγεγραμμένοι ως αλησμόνητοι στο διηνεκές και γι’ αυτό τόσο σημαντικοί.

Και παρόλο που αυτό ακριβώς κάνει το εγχείρημα να καταπιαστεί κανείς συγγραφικά με τα μεγέθη των δημιουργούν αυτών των ηρώων εξαιρετικά δύσκολο, ο Κοντολέων δε μοιάζει να χάνει στιγμή την αυτοπεποίηθησή του, ορμώμενος από μια ισχυρή ευθύνη να δώσει στους ήρωές αυτούς μια νέα διάσταση με σαφή προσανατολισμό στην πλήρη ανάδειξη της διαχρονικότητάς τους  και στην συναίσθηση ότι πρόκειται για φορείς αξιών, οι οποίες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν στις μέρες μας.

Ο ασυμβίβαστος ρομαντισμός, η χαμένη αθωότητα, το αίσθημα της ελευθερίας, η αναγνώριση της ομορφιάς, η πάλη για την αυτογνωσία αναδεικνύονται όχι ως ουτοπικοί ανεμόμυλοι στις μέρες μας αλλά ως πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να επιστρέψουμε για να μπορέσουμε να δούμε την αληθινή διάσταση της ζωής.

Αλλά ο Κοντολέων δεν είναι ένας τυχαίος συγγραφέας. Δεν πιάνει να ξαναγράψει τις περιπέτειες δυο μοναδικών λογοτεχνικών ηρώων που καθόρισαν σε τεράστιο βαθμό την εξέλιξη της λογοτεχνίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάτι τέτοιο δεν τον αφορά και δε θα είχε και κανέναν λόγο να το κάνει.

Τόσο ο Θερβάντες όσο και ο Ραμπελαί επανέρχονται σε μια διασκευή, αποτέλεσμα μιας επίπονης διαδικασίας μελέτης εκ μέρους του συγγραφέα, με έναν τρόπο που στρέφει το αναγνωστικό ενδιαφέρον από την περιπέτεια που προσέχει ένα παιδί, όταν διαβάζει ένα βιβλίο, στις σκέψεις που ενεργοποιούν τις πράξεις τους και στις ιδέες που τις υποκινούν. Στον πάντα ολόδροσο συμβολισμό τους και στην απίστευτη νεότητά τους. Σε όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που καθόρισαν την πορεία τους μέσα στον χρόνο και τον σημάδεψαν αναγνωστικά.


Η πολύχρονη εμπειρία του Κοντολέων, η λογοτεχνική υπευθυνότητα του και η αφηγηματική δύναμη που τον διακρίνει είναι η μεγάλη εγγύηση του αποτελέσματος αυτής της δουλειάς, η οποία κοσμείται από την εξαιρετική εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη.