9.12.14

«Ξεκίνησα να γράφω για να αμφισβητήσω τη λήθη»

Εφημερίδα Πελοπόννησος της Κυριακής
23 Νοεμβρίου 2014


Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη


O αυθορμητισμός και το ένστικτο τον ώθησαν στην περιπέτεια της γραφής. Έκτοτε κύλησαν τα χρόνια, ήρθαν βιβλία, περί τα εξήντα -για μικρούς και μεγάλους-, βραβεύσεις… Ο Μάνος Κοντολέων, την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου, παρουσίασε στο «Πολύεδρο» το νέο του μυθιστόρημα «Δυο φορές άνοιξη» (εκδ. Πατάκη). Για το ξεκίνημά του, το βιβλίο του και τα θέματα που θίγει μιλάει στην «ΠτΚ». Μοιράζεται τις απόψεις του για τον έρωτα, τις επιθυμίες, την πατρότητα. Τονίζει την ανάγκη για περισσότερη λογοτεχνία και τέχνη στη ζωή μας, αυτοέλεγχο στη χρήση του διαδικτύου, ενώ αρνείται να πιστέψει στο σκοτεινό μέλλον των νέων.



Από μικρός δημοσιεύατε κείμενά σας στη «Διάπλαση των Παίδων». Τι ώθησε το παιδί που ήσασταν να αποφασίσει ότι θα γίνει συγγραφέας;
Όλα ξεκίνησαν όταν ένα μικρό γατάκι που είχα πέθανε. Ηταν η πρώτη φορά που αισθανόμουνα το τι σημαίνει να χάνεις κάτι που αγαπάς και λογικό ήταν να συγκλονιστώ. Και κάτι αυθόρμητο με έκανε να καθίσω και να μεταφέρω πάνω στο χαρτί συναισθήματα και γεγονότα. Και πάλι κάτι αυθόρμητο με ώθησε να το στείλω αυτό το κείμενο για να δημοσιευθεί. Ολα έγιναν, όλα ξεκίνησαν χωρίς κάποιον προγραμματισμό. Αργότερα κατάλαβα σε τι με έσπρωχνε το ένστικτό μου να κάνω. Κι έτσι σήμερα λέω πως ξεκίνησα να γράφω για να αμφισβητήσω τη λήθη. Η Τέχνη πολεμά τον Θάνατο.

«Δυο φορές Ανοιξη» το νέο σας μυθιστόρημα. Ανθή, η ηρωίδα σας, στα 19 ερωτεύεται τον Δημήτρη -μετέπειτα σύζυγό της- και μια 12ετία αργότερα τον φωτογράφο Μανουήλ. Ο πρώτος έρωτας της δημιουργεί μια αίσθηση ότι εκεί έξω υπάρχει και κάτι άλλο που την περιμένει. Συμβαίνει και στη ζωή… Μήπως πρέπει να ακούμε προσεκτικότερα τα εσωτερικά μας «καμπανάκια»;
Να τα ακούμε… Μα πώς θα είμαστε σίγουροι πως μας λένε την αλήθεια; Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα κάτι αναφέρω για τις επιθυμίες… Να τις αφήνουμε να ανθίζουν, προτείνω.

Πράσινα μάτια κι οι δυο. Τρυφερό πράσινο σε απόχρωση ανοιξιάτικου φύλλου του άντρα της, «ίδιο με τη θάλασσα που υπόσχεται ταξίδια-παραδείσια νησιά, λησμονημένα ναυάγια» του Μανουήλ. Είναι αυτή η υπόσχεση του «συναρπαστικού»- που την έλκει και τη συγκρατεί συγχρόνως;
Συχνά όλους μας κάτι μας τραβά στο να ζήσουμε μια περιπέτεια και την ίδια στιγμή μια πιθανή εμπλοκή μας σε κάτι τέτοιο μας τρομάζει. Μας γοητεύει ότι δεν έχουμε κατακτήσει. Μα δεν είναι σίγουρο πως και πάντα θέλουμε να αφεθούμε σε μια τέτοια κατάκτηση.

Η ηρωίδα σας ερωτεύεται ούσα σύζυγος και μάνα. Κατά πόσο δικαιούται να ζήσει ένας άντρας ή μια γυναίκα έναν έρωτα που τον/την ολοκληρώνει, όντας γονιός;
Πάντα πίστευα πως είναι οι σύζυγοι που χωρίζουν και όχι οι γονείς. Οχι, δεν μπορώ να δεχτώ πως η ιδιότητα του γονιού μπορεί να γίνει καταπιεστική. Η ηρωίδα μου με την τελική της απόφαση καθόλου δεν οδηγεί τον εαυτό της σε μια φυλακή. Πράττει ελεύθερα. Παραμένει ο εαυτός της. Αλλά το να μένουμε αυτό που θέλουμε και να είμαστε δεν είναι πάντα γλυκό. Μα και το πικρό μια γεύση προσφέρει.

Ένα έτερο -κοινωνικό- θέμα που θίγετε, είναι η μεταμόσχευση οργάνου, όπως σημειώνετε. Τι σας έκανε να γράψετε γι' αυτό;
Αυτή η, ας πούμε, εμπλοκή στην εξέλιξη της υπόθεσης του έργου, μου έδωσε την ευκαιρία να προεκτείνω τους προβληματισμούς μου πέρα από τη γυναίκα-μάνα ηρωίδα μου και στους άντρες ήρωές μου και να τους βάλω μπροστά στη συνειδητοποίηση του ρόλου του άντρα-πατέρα.

Ελεύθερος σαν το πουλί ο ένας, παιδί ο άλλος -οι άντρες ήρωές σας- αρχικά, για να αποδειχθεί στη συνέχεια η δύναμη του «πατρικού φίλτρου» αμφοτέρων. Κατά πόσο αναγνωρίζεται από την ελληνική κοινωνία η σημασία της πατρότητας και των ευθυνών της και κατά πόσο αυτό επηρεάζει τον άντρα να συνειδητοποιεί τον ρόλο του ως πατέρα;
Ποτέ δε θέλησα να αποποιηθώ όχι μόνο τις ευθύνες της πατρότητας, αλλά και τις χαρές της, Ισως γιατί κάτι παρόμοιο είχε κάνει και ο δικός μου πατέρας. Αλλά αναγνωρίζω το γεγονός πως στην κοινωνία μας αυτός ο ρόλος αν και έχει «αναβαθμισθεί» τόσο από τους ίδιους τους άντρες όσο και από τις συντρόφους τους, ακόμα παραμένει στο επίπεδο του δεύτερου... βιολιού. Ή αν θέλετε να το εκφράσω διαφορετικά, ακόμα τα περισσότερα ζευγάρια προτιμούν να παίζουν με πατροπαράδοτο τρόπο τους γονείς. Εκείνη για το σπίτι, αυτός για την αγορά. Αλλάζουν, βέβαια, οι συνθήκες... Μα αλλάζουν κάπως αργά και σίγουρα επιφανειακά.


Πάμε στα παιδιά. Έχετε γράψει γι' αυτά περί τα 35 βιβλία. Από τις επισκέψεις σας στα σχολεία, ποιες οι εντυπώσεις σας από τους μαθητές αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα σε σχέση με το βιβλίο;
Είναι βέβαιο -το δείχνει η αύξηση των νέων τίτλων που εκδίδονται- πως το παιδικό βιβλίο έχει βρει τον τρόπο να εισχωρεί στην καθημερινότητα των οικογενειών και της σχολικής ζωής. Μα τα παιδιά μας αντιδρούν όπως αντιδρούμε κι εμείς οι μεγάλοι. Αν εμείς καταναλώνουμε τη λογοτεχνία, το ίδιο θα κάνουν κι αυτά. Τώρα για το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είμαι ο ειδικός για να μιλήσω. Συγγραφέας είμαι κι όχι εκπαιδευτικός. Εκείνο, πάντως, που μπορώ να πω είναι πως θα ήθελα η τέχνη γενικότερα και η λογοτεχνία πιο συγκεκριμένα να είχαν ένα πιο δυναμικό παρών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αλλά και μέσα σε όλες τις άλλες κοινωνικές μας δραστηριότητες.


Από το 1979, που εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο, μέχρι σήμερα, έχετε εντοπίσει αλλαγές στο αναγνωστικό κοινό ως προς τα διαβάσματά του;
Κάθε εποχή έχει το δικό της προφίλ σε όλες τις εκφράσεις της καθημερινότητας όσων τη ζούνε. Μα, παράλληλα, μοιάζει σε πολλά και με τις προηγούμενες περιόδους. Οι συγγραφείς πάντα μιλάμε για τα ίδια θέματα, φωτίζοντάς τα άλλοτε διαφορετικά κι άλλοτε παρόμοια με τον τρόπο που τα φώτιζαν οι παλαιότεροι λογοτέχνες. Και το αναγνωστικό κοινό άλλοτε τη νέα συγγραφική ματιά την αποδέχεται κι άλλοτε την αμφισβητεί. Ζούμε σε μια εποχή κατανάλωσης… Λογικό δεν είναι τα μυθιστορήματα που προσφέρονται προς γρήγορη κατανάλωση να έχουν και τη μεγαλύτερη αποδοχή από τους περισσότερους; Μα κάτι τέτοιο δεν μπορώ να πω πως με ενθουσιάζει.

Στην εποχή μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν σημαντική θέση στη ζωή ενηλίκων και ανηλίκων. Η άποψή σας για την ανάγκη επικοινωνίας αυτού του είδους;
Την ώρα που τόσες πληροφορίες σχετικά με θέματα άλλοτε σημαντικά κι άλλοτε απλά φτάνουν στον καθένα από εμάς, την ίδια ώρα ο καθένας μας ζει με ένα τρόπο που ολοένα και περισσότερο τον κρατά μακριά από τους άλλους. Αλλά οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να μοιραζόμαστε με τους άλλους σκέψεις και συναισθήματα. Νομίζω πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτή την ανάγκη μας καλύπτουν. Αλλά πολύ συχνά το μέσο μετατρέπεται σε σκοπό. Αυτοέλεγχος, λοιπόν. Και ας καταλάβουμε πως το διαδίκτυο έχει πια μπει μέσα στη ζωή μας και ακόμα περισσότερο στη ζωή των παιδιών μας. Οχι να το αγνοούμε ή να το πολεμούμε. Μα να το ελέγχουμε και να το εξανθρωπίζουμε.

Η ιστορία του βιβλίου σας διανύει ένα διάστημα (1986-2012) από τα «πάνω» στα «κάτω» της Ελλάδας. Τα «δείγματα» που βλέπετε σήμερα, σας κάνουν αισιόδοξο ή όχι για τη μελλοντική μας πορεία;
Σε προσωπικό επίπεδο… Δεν σας κρύβω πως φοβάμαι. Αλλά από την άλλη, σκέφτομαι τους γονείς μου που ζήσανε μια προσφυγιά, έναν πόλεμο, μια κατοχή, έναν εμφύλιο… Και μετά στρέφω το βλέμμα στα παιδιά μου, στον εγγονό μου… Δεν μπορώ να πιστέψω πως το μέλλον τους θα είναι τόσο σκοτεινό. Τελικά η ανθρωπότητα έχει κάνει πολλές κατακτήσεις. Δεν γίνεται να πεταχτούν όλες τους στο όνομα μιας ιδεολογίας που βασίζεται μόνο στην οικονομία.

Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτή την εποχή;
Έχω τελειώσει ένα ακόμα μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει μέσα στην ερχόμενη άνοιξη. Θέμα του… Όχι, δε θα το αποκαλύψω. Όπως δεν θα σας φανερώσω τίποτε και για το τι είναι αυτό που μόλις πριν από λίγες μέρες έχω ξεκινήσει. Έτσι κι αλλιώς, μου αρέσει να ψάχνω νέες καταστάσεις και νέες τεχνικές. Και να ξαφνιάζω… Ελπίζω ευχάριστα.

Ερωτας, επιθυμίες, πολλαπλές ευκαιρίες
Σε όλα σας τα βιβλία πρωταγωνιστεί ο έρωτας. Τι σημαίνει, αλήθεια, για εσάς;
Μα Έρωτας για μένα σημαίνει Ζωή. Πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα, όλοι μας είμαστε ερωτευμένοι με την ίδια τη ζωή μας. Παθιασμένοι, θα έλεγα. Οποιοι δεν αισθάνονται έτσι, ίσως να αναπνέουν, αλλά στην ουσία είναι νεκροί.

«Επιθυμίες -κι αυτές που αργοσβήνουνε κι αυτές που ζητάνε να ανθοφορήσουν». Από τη μια η ικανοποίηση που δίνουν, από την άλλη ο φόβος υποταγής σ' αυτές. Εσείς πώς «λειτουργείτε» με τις επιθυμίες σας;
Λοιπόν… Ναι, δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τώρα, αλλά έτσι πρέπει να είναι. Τις περισσότερες από τις επιθυμίες μου κατάφερα να τις δω να ανθίζουν. Αλλά μήπως πάλι -τώρα το σκέφτομαι κι αυτό- επέλεξα επιθυμίες που δεν ήταν και τόσο απαιτητικές;

Δεύτερη άνοιξη, δεύτερη ευκαιρία. Πιστεύετε στις δεύτερες ευκαιρίες;
Μόνο στις δεύτερες;… Σε πολλαπλές ευκαιρίες πρέπει κανείς να πιστεύει. Ή, αν θέλετε, να πιστεύει πως πάντα θα υπάρχει μια διέξοδος. Ακόμα… Και οι βάρβαροι μπορεί να είναι μια λύση (έτσι για να θυμηθώ τον Καβάφη).

Είστε κάτοχος δύο κρατικών βραβείων. Τι σημαίνουν για εσάς και ποια άλλα «δώρα» σάς έχει χαρίσει η πολύχρονη ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
Κάθε βραβείο είναι μια χαρά. Μια αναγνώριση. Αλλά μπορεί αυτό που εσένα χαροποιεί και ικανοποιεί, έναν άλλο να πληγώνει και να απογοητεύει. Γι' αυτό ας σταθούμε πολύ απόμακρα από την όποια βράβευση. Και αν κάτι πρέπει να τονίσουμε είναι η χαρά της δημιουργίας και της επαφής. Η πρώτη έχει να κάνει με τον ίδιο τον συγγραφέα και μόνο. Η δεύτερη συνδέει τον συγγραφέα με τον αναγνώστη του. Και οι δυο είναι μοναδικές και μη διαπλεκόμενες.

Συμφωνείτε με την Μπλανς Ντυμπουά, δηλώνοντας «δεν θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω!» εξ ου και προσθέτετε «δεν γράφω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια». Η μαγεία είναι συνυφασμένη με τη ζωή ενός συγγραφέα;
Η ζωή ενός συγγραφέα για τον ίδιο μπορεί να είναι σχιζοφρενική. Από τη μια η δική του καθημερινότητα και από την άλλη η καθημερινότητα των ηρώων του. Ζει και στις δυο αυτές συνθήκες. Και κάτι τέτοιο μπορεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Οπότε ο συγγραφέας αναζητά τον τρόπο να συνδυάσει την αλήθεια με τη φαντασία. Και μέσα σε αυτόν τον τόσο προσωπικό του κόσμο, τοποθετεί δίπλα στους ήρωές του και πρόσωπα της πραγματικής του ζωής. Κι έτσι για τους δικούς του μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που από τη μια τους στηρίζει και από την άλλη τους καταπιέζει. Μα την ίδια τη στιγμή είναι και οι δικοί του που από την μια τον καταπιέζουν κι από την άλλη τον στηρίζουν.

http://www.pelop.gr/?page=article&DocID=210454&srv=26

Ένα βιβλίο είναι ένα ερωτικό σώμα, που περιμένει να το ερωτευτούν...

Καλαμάτα, Βιβλιόπολις, 8-12-2014



Είχα την τύχη να συναντήσω για πρώτη φορά τον Μάνο Κοντολέων πριν μερικά χρόνια, όταν τον είχαμε καλέσει να μιλήσει στα παιδιά της Λέσχης Ανάγνωσης του 2ου Γυμνασίου. Αυτή ήταν η πρώτη άνοιξη, του 2011. Τον περασμένο Απρίλιο, ξανασυναντηθήκαμε πάλι στο σχολείο μου με άλλα παιδιά βέβαια αυτή τη φορά και με άλλο διδακτικό στόχο. Αυτή ήταν η δεύτερη άνοιξη, του 2014. Ελπίζω ότι δεν προδίδω τις προσδοκίες του αρχίζοντας με αυτό το μικρό λογοπαίγνιο. Μας ζήτησε ο συγγραφέας να πούμε τις σκέψεις μας πάνω στο βιβλίο του, και είναι μεγάλη η τιμή αυτή, αλλά θα κάνω μια μικρή παρασπονδία και θα πω τις σκέψεις που μου γέννησε αυτό το βιβλίο.
Ας πούμε ότι ένα βιβλίο είναι ένα ερωτικό σώμα, που περιμένει να το ερωτευτούν. Και ο αναγνώστης είναι ο εραστής που επιθυμεί να κάνει δικό του αυτό το σώμα. Σαν τον Δημήτρη που «δεν άφησε τα μπράτσα της να καλύψουν ό,τι αυτός ήθελε να απολαύσει», έτσι επιτίθεται ο αναγνώστης στο βιβλίο. Σαν την Ανθή που «ανασήκωσε την πλάτη από το χαλί και ζήτησε να δει, να οσμιστεί, να αγγίξει». Ένας πόλεμος ερωτικός διεξάγεται μεταξύ αναγνώστη και αναγνώσματος, όπου αναζητείς το νόημα κι αυτό συνέχεια σου ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια. Μέχρι που φτάνεις στο σημείο όπου αντιλαμβάνεσαι ότι το νόημα δεν θα στο προσφέρει το βιβλίο. Εσύ πρέπει να του το προσφέρεις. Εσύ πρέπει να μπεις μέσα στον κόσμο του, με σεβασμό.
Η Ανθή είναι μερικά χρόνια νεότερή μου, αλλά η διαφορά δεν είναι σπουδαία. Εγώ και η Ανθή ζήσαμε τις ίδιες εποχές, τα ίδια τραγούδια, την ίδια ιστορία, την ίδια Ελλάδα. Μαζί παρακολουθήσαμε τους πρωθυπουργούς να διαδέχονται ο ένας τον άλλον, τους Ολυμπιακούς του 2004 να αλλάζουν την Αθήνα, τη μόδα των ινδικών επίπλων, τη σημερινή κρίση. Θα μπορούσε να είναι η φίλη της φίλης ενός φίλου μου. Και όμως δεν ξέρω αν είδαμε όλη αυτήν την ιστορία με τον ίδιο τρόπο. Για την ακρίβεια, καθόλου δεν ξέρω πώς είδε αυτή την ιστορία η Ανθή. Ποιες είναι οι πολιτικές της πεποιθήσεις; Αν έχει. Η πεθερά της πάντως είχε.
Η Ανθή είναι περίπου συνομήλική μου, αλλά είναι μια γυναίκα της γενιάς μου; Θυμάμαι συμφοιτήτριές μου που γέννησαν το πρώτο τους παιδί πριν πάρουν πτυχίο, αλλά το πτυχίο το πήραν. Ξέρω κοπέλες που μικροπαντρεύτηκαν, αλλά δούλεψαν επίσης από μικρές. Δεν ξέρω γιατί η Ανθή άργησε τόσο πολύ να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Η μάνα της αναλόγως ήταν πολύ πιο δυνατή. Τότε που έπρεπε, εκείνη διάλεξε τη ζωή της• στο βαθμό που το μπορούσε. Η κόρη πήρε τη ζωή της μάνας της και τη συνέχισε• όπως κληρονόμησε και το όνειρό της.
Μου αρέσει που η Ανθή είναι σιωπηλή. Αυτή η σιωπή προκύπτει από μια ποιότητα εσωτερική. Σκέφτεται διαρκώς, η μέσα της φωνή είναι πολύ δυνατή τώρα που χάρη στον συγγραφέα την ακούσαμε. Με εξοργίζει που η Ανθή είναι σιωπηλή. Αυτή η σιωπή είναι αδυναμία. Η Ανθή πολέμησε σκληρά και με αξιοπρέπεια με τον εαυτό της και με την αδυναμία της.
Τελικά, όλοι ζούμε τη ζωή μας μέσα από τις ζωές των άλλων; Η Ανθή πέρασε 40 χρόνια περίπου αναζητώντας το νόημα ενός οράματος που δεν της ανήκε. Λες και ανομολόγητα είχε πειστεί ότι το ανθρώπινο ον καθορίζεται μεταφυσικά από μυστηριώδη πεδία υπερφυσικών δυνάμεων. Υποψιάζομαι όμως ότι στο τέλος, όταν πια παίρνει τον πράσινο μαρκαδόρο για να γράψει τις ημερομηνίες πάνω στα άλμπουμ με τις φωτογραφίες, αποφασίζει να κλείσει τον κύκλο δίνοντας η ίδια νόημα στη μυστηριώδη ρήση• έχει πια αποφασίσει ότι το ανθρώπινο ον καθορίζεται μεταφυσικά από τις επιλογές του και μόνο.


Σταύρος Αράπογλου, φιλόλογος του 2ου Γυμνασίου Καλαμάτας