21.3.10

30 χρόνια βιβλία



Λοιπόν,
Οι γονείς μου φέρανε ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ από τη Σμύρνη
Και μου τα χάρισαν.
Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα μαζεύοντας στις ξεχασμένες γειτονιές της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ.
Κι έπειτα γνώρισα αυτούς που θ΄ αγαπούσα
Για όλη μου τη ζωή –και τους χαρίζω
Με τη σειρά μου ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ

Με αυτά τα λόγια τελειώνουν τα Πολύτιμα Δώρα, πράγμα που σημαίνει πως μπορούν να διαβαστούν και ως μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία μου.

Πρώτα απ΄ όλα θέλω να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους της Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Αικατερίνη Λασκαρίδη για τη σημερινή διοργάνωση. Με περιβάλλουν στα πλαίσια της ευρύτερης συνεργασίας μας με αγάπη και ζεστασιά.
Με αγάπη και ζεστασιά πάντα δίπλα μου και ο εγκέφαλος της Βιβλιοθήκης, η φίλη από τα παλιά Καλή Κυπαρίσση και με την ίδια αγάπη και την ίδια ζεστασιά και με εκτίμηση που με τιμά με έχει υποδεχτεί μέσα στη δομή του Ιδρύματος που έχει στήσει, η ψυχή και η καρδιά του, η Μαριαλένα Λασκαρίδου. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.
Να ευχαριστήσω και να συγχαρώ τον Κώστα Χριστοδούλου για τη μουσική που έγραψε ειδικά για τα Σμαράγδια μου και βέβαια τα έξι κορίτσια που τόσο αισθαντικά τα διάβασαν και τον Πάνο Κυπαρίσση που τους τα δίδαξε.
Να ευχαριστήσω ακόμα το τμήμα εκδηλώσεων των Εκδόσεων Πατάκη- ο Δικαίος Χατζηπλής πάντα πρόθυμος. Και την Έλενα Πατάκη που ονειρεύτηκε τα Πολύτιμα Παραμύθια μου να έχουν μια πολύτιμη ποιοτικά μορφή και το όνειρό της το έκανε πραγματικότητα.
Να εκφράσω τη χαρά και τη συγκίνησή μου για τα όσα κατέθεσαν οι δυο ομιλητές.
Την Αγγελική Γιαννικοπούλου που μου έχει δοθεί και στο παρελθόν η ευκαιρία να καμαρώσω και να θαυμάσω την στέρεη και ανεπηρέαστη άποψή της για θέματα της λογοτεχνίας.
Τον Γιάννη Παπαδάτο, δάσκαλο με Δ κεφαλαίο και ακούραστο μελετητή της παιδικής λογοτεχνίας και με τον οποίο μας συνδέει μια τριαντάχρονη σχεδόν φιλία και μια κοινή πορεία πάνω σε όνειρα που τα κάναμε πραγματικότητα
Και βεβαία να ευχαριστήσω όλους εσάς –πολλοί από εσάς είστε αγαπημένοι και παλιοί φίλοι, πάντα δίπλα μου σας έχω συνηθίσει.

http://www.youtube.com/watch?v=tsxKFPeFIzY

Μέσα στο 2009 συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από τη χρονιά –το 1979 ήταν- που κυκλοφόρησαν τα 3 πρώτα μου βιβλία.
Ένα από την Εστία –«6 Παραμύθια»- και δύο από τον Καστανιώτη –«Κάποτε στην Ποντικούπολη» και «Ο Φωκίων ήταν ελάφι».
30 χρόνια είναι μια επέτειος.
Θα μπορούσα να γιόρταζα εφέτος τα 40 χρόνια συγγραφικής μου παρουσίας, αν μετρούσα από το 1969 που έκανα την πρώτη μου επίσημη –κατά κάποιον τρόπο- εμφάνιση με ένα διήγημά μου στη συλλογή νέων πεζογράφων των Εκδόσεων Κάλβος «Διήγημα 69». Αλλά και τα 50 αν μετρούσα από τότε που στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» είδα το πρώτο μου κείμενο να δημοσιεύεται.
Προτίμησα τελικά να κρατήσω σε ποιο ιδιωτικό επίπεδο αυτές τις δυο επετείους και να μείνω στα 30 χρόνια. Άλλωστε δεν είναι και λίγα κι άλλωστε αυτά στην ουσία σηματοδοτούν την παρουσία μου στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας.
30 χρόνια γεμάτα από βιβλία, μα και ανθρώπους.
Γιατί, πιστέψτε με, πίσω από κάθε βιβλίο κρύβονται κάποιοι άνθρωποι και μέσα σε κάθε βιβλίο κάποιοι άλλοι γεννιούνται.
Όμως δεν ήρθε ακόμα η ώρα να μιλήσω για όλους όσους με συντροφεύανε σε Γραφές και Αναγνώσεις. Ούτε για τις μεγάλες διαφοροποιήσεις του ήθους στο χώρο του βιβλίου.
Σήμερα απλώς θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες ας πούμε σημειώσεις μιας τριακονταετίας. Ονόματα ανθρώπων που πολλά τους οφείλω και που δίχως αυτούς –ο καθένας ξεχωριστά και όλοι τους μαζί- ακόμα και κι αν είχα εδώ φτάσει δεν είχα φτάσει ούτε με τον ίδιο τρόπο ούτε από τον ίδιο δρόμο.
Ίσως σας κουράσω, αλλά πρέπει και το θέλω… Ξέρω πως εν τέλει το εγκρίνετε.
Ξεκινώ με εκείνους που έχουν φύγει.
Τη Διδώ Σωτηρίου που στην παραλία των Βασιλικών στην Εύβοια, μου έδινε πολύτιμες συμβουλές για το πώς κανείς χειρίζεται δομή και γλώσσα.
Τον Αντώνη Καλαμάρα που μαζί μου ξεκίνησε την καριέρα του ως εικονογράφος, που μαζί χαρήκαμε την πρώτη μας επιτυχία της Ποντικούπολης και που σχεδιάζαμε να φτιάξουμε ένα δίδυμο συγγραφέα – εικονογράφου…
Τη Μάρω Λοίζου –ήταν η πρώτη φτασμένη συγγραφέας που βρέθηκε δίπλα μου και με αντιμετώπισε ως συγγραφέα, εμένα που το πρώτο μου βιβλίο δεν είχε ακόμα φύγει από τον βιβλιοδέτη του.
Τον Ι. Δ. Ιωαννίδη που μου θύμιζε καθημερινά ένα άλλο συγγραφικό ήθος και μου χάρισε ένα τόπο αναφοράς –τον Άγιο Λαυρέντιο στο Πήλιο.
Το 1979, λοιπόν, ξεκίνησαν όλα.
Αλλά πιο πριν και μέχρι τώρα, πάντα σημαντική παρουσία στη ζωή μου, η πρώτη συγγραφέας που γνώρισα και έγινε φίλη μου –η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη. Στο μυθικό διαμέρισμα της οδού Γρηγοροβίου στον Άγιο Λουκά Πατησίων συνάντησα –εγώ ένας βουβός έφηβος- ποιητές, πεζογράφους και το ρυθμό ζωής κάποιου που γράφει, γράφει, γράφει και διαβάζει, διαβάζει, διαβάζει και ζει, ζει, ζει.
Αλλά πρέπει να βρεθώ στο 1979 και από εκεί να ξεκινήσω.
Να μιλήσω πρώτα απ΄ όλους για τους δυο πρώτους μου εκδότες –σημαντικό ένας νέος συγγραφέας να βλέπει την αποδοχή του στις πράξεις ενός εκδότη.
Η κυρία Μάνια Καραϊτίδη της Εστίας μέσα στο μικρό γραφειάκι της οδού Σόλωνος –όμορφα πρωινά να θυμίζουν ευρωπαϊκό κλίμα.
Στο δικό του μικρό γραφειάκι στο βάθος του στενού μαγαζιού της Ζωοδόχου Πηγής με υποδέχτηκε ο Θανάσης Καστανιώτης.
Και από εκεί ξεκίνησε μια σχέση επαγγελματική και φιλική που σφράγισε όλη των πρώτη συγγραφική μου δεκαετία.
Τεράστια η οφειλή μου στον Θανάση, μεγάλη η τύχη μου και πρέπει να το πω από τώρα πως ακόμα πιο μεγάλη τη λογαριάζω γιατί την ίδια ποιότητα εκδότη την συνάντησα και για δεύτερη φορά… Αλλά θα φτάσουμε κι εκεί.
Αρχές του 80 και δεν ξεχνώ την ατμόσφαιρα δυο περιοδικών –Το Ρόδι με την Δροσούλα του και το Γεια Χαρά που μου χάρισε ένα πολυαγαπημένο ήρωα, τον Εέ και μια πολυαγαπημένη φιλενάδα, την Πόλυ.
Και μ’ άλλους εκδότες καλούς είχα την τύχη να συνεργαστώ μέσα στη δεκαετία του 80 – τον Θανάση Καρακατσάνη της ΑΣΕ, την Αναστασία Παπαδημητρίου της Άγκυρας (που ακόμα διατηρώ εκδοτική συνεργασία), τον Ηλία Καφάογλου και την Πένη Δαλακούρτη που χάρισαν με το Ρόπτρον τους ποιοτική έκδοση σε ένα από τα πιο προχωρημένα κείμενά μου.
Παράλληλα υπήρχε και το Διαβάζω με τον Γιώργο Γαλάντη που εμπιστευότανε τις κριτικές μου απόψεις.
Η δεκαετία του 90 όπως ήταν φυσικό μου πρόσφερε ώριμα έργα και στους τρεις τομείς που έχω ασχοληθεί -για παιδιά, για εφήβους, για ενήλικες.
Και αυτή η ανθοφορία βρήκε τον χώρο της και την προστασία της και την φροντίδα της στις Εκδόσεις Πατάκη.
Ο Στέφανος Πατάκης είναι ο άλλος εκδότης που είχα την τύχη να συνεργαστώ –και συνεργάζομαι πάντα- μαζί του και που είχα την άνεση και τη χαρά να τον βλέπω και ως συνεργάτη και ως φίλο. Ήταν αυτός που όχι μόνο με εμπιστεύθηκε και με τίμησε ως συγγραφέα αλλά και ως σύμβουλό του.
Δίπλα του στάθηκα για να μετατραπούν σιγά -σιγά οι Εκδόσεις Πατάκη σε αυτό που όλοι σήμερα γνωρίζουμε. Μικρό, ίσως, το μερίδιο που μου αναλογεί, αλλά σημαντικό για μένα κυρίως γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να φέρω στην Ελλάδα ένα είδος λογοτεχνίας που στην ουσία δεν υπήρχε –τη λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες. Και χαίρομαι, ειλικρινά, καθώς βλέπω τη σειρά της νεοελληνικής λογοτεχνίας που εγώ της έβαλα τις πρώτες βάσεις, στα χέρια της Άννας Πατάκη να ολοκληρώνεται και έχει πάρει την μορφή που όλοι μας ξέρουμε και εκτιμούμε.
Μέσα σε αυτήν την δεκαετία είδα βιβλία μου να μεταφράζονται, να βραβεύονται, να τιμούμε με Κρατικό Βραβείο, να είμαι υποψήφιος του Βραβείου Άντερσεν. Να συμμετέχω σε Δ. Σ. Οργανισμών, να εκπροσωπώ τη χώρα μου σε Διεθνείς Εκθέσεις, να συνεργάζομαι με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, με τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς…
Η τρίτη δεκαετία –αυτή που μόλις έκλεισε- υπήρξε μια δεκαετία συγγραφικού κατασταλάγματος.
Αισθάνομαι πια ώριμος και χορτάτος. Ώριμος για να αντιμετωπίζω δύσκολα θέματα με απλούς τρόπους, χορτάτος από χαρές αναγνώρισης ώστε να μη παθιάζομαι από το κυνήγι τους.
Στον σύντομο αυτόν απολογισμό πολλούς δεν έχω αναφέρει. Δεν τους έχω ξεχάσει. Όχι, δεν ξεχνώ –δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου. Οι αρχές μου δεν μου το επιτρέπουν.
Τελειώνω. Τελειώνω;
Όχι ακόμα. Πρέπει να μιλήσω –δυο κουβέντες να πω για τους πιο πολύτιμους από τους ανθρώπους που μου στάθηκαν, μου στέκονται, πάντα δίπλα μου.
Από φίλους –πάντα αξιώθηκα να έχω καλούς φίλους, αλλά από τους καλούς οι κάλλιστοι είναι η Πόλυ και ο Άγγελος Μηλιώρης, ο Θανάσης Τριαρίδης.
Ξέρετε πολλές φορές τα μυθιστορήματα σχεδιάζονται μέσα από κουβέντες του συγγραφέα με τους φίλους του. Η Πολύ, ο Άγγελος, ο Θανάσης το γνωρίζουν.
Το γνωρίζει και η Κώστια –πόσες φορές έχω γι αυτήν γράψει! Κρυμμένη θα την βρείτε μέσα σε πολλές ηρωίδες μου, υπαίτια υπήρξε για πολλά από όσα ζήσανε πολλοί από τους ήρωές μου.
Στη δική μου ζωή δεν μπορεί παρά να κυκλοφορεί με ένα και μόνο πρόσωπο –αυτό της Κώστιας μου.
Με ένα και μόνο πρόσωπο υπάρχουν στη ζωή μου η Άννα και ο Δομήνικος. Τους κατάκλεψα τις ζωές και πάνω τους γραπώθηκα για να γράψω έργα παιδικά και εφηβικά και ενήλικα.
Το ξέρω πως είναι αφόρητα βαρύ να έχεις σύζυγο και πατέρα ένα συγγραφέα σαν κι εμένα.
Αλλά –άραγε το κατάλαβαν;- από πολύ νωρίς δεν ήταν μόνο τα τρία μέλη της οικογένειάς μου, μα -και κυρίως- οι αισθήσεις μου με τις οποίες κατάφερνα να κατανοώ πολύπλευρα τον κόσμο.
Ομολογώ πως ανάπνευσα, έζησα μέσα από αυτούς τους τρεις ανθρώπους. Συγγραφικά εννοώ, μιας κι αυτή η διάσταση σήμερα μας ενδιαφέρει.
Αν και οι τρεις τους δεν είχαν υπάρξει στη ζωή μου, συγγραφέας και πάλι θα είχα γίνει. Αλλά άλλα θα ήταν τα βιβλία που θα είχα γράψει.
Αυτό λέγεται –νομίζω- ταυτότητα.
Η Κώστια, η Άννα, ο Δομήνικος –είναι η δική μου ταυτότητα.
Άφησα για το τέλος δυο ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια.
Τον πατέρα μου που καθώς άρχιζε αυτή η τριακονταετία εκείνος έφευγε. Αλλά είχε προλάβει να μου εκφράσει την εμπιστοσύνη μου στα συγγραφικά μου σκιρτήματα –στο γραφείο του έπαιρνε τα πρώτα μου κειμενάκια και τα έδινε να τα δαχτυλογραφούνε, φρόντιζε να ανανεώνει τη συνδρομή μου στη Διάπλαση.
Και την μητέρα μου βέβαια. Υπαίτια για το ότι έγινα συγγραφέας –το έχω κι άλλοτε πει πως ο μαγικός ρεαλισμός που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του έργου μου, δικιά της κληρονομιά είναι.
Εκείνη πρόλαβε να χαρεί την πρώτη δεκαετία, να τη χαρεί και να τρομάξει από αυτή.
Η μοίρα όσων στηρίζουν και εμπνέουν ένα συγγραφέα είναι να γίνονται μοντέλα του… Πειραματόζωά του.
Λυπάμαι μαμά… Λυπάμαι Κώστια. Λυπάμαι Άννα. Λυπάμαι Δομήνικε.
Αλλά αυτός που σήμερα γιορτάζει τα τριάντα χρόνια συγγραφικής του ζωής χαίρεται που υπήρξατε στη συγγραφική ζωή του, γι αυτό και δε ζητά συγνώμη.
Και οι τελευταίες πλέον φράσεις. Αφιερωμένες σε εκείνους που χωρίς τη δικιά τους έκφραση αποδοχής αυτά τα τριάντα χρόνια δεν θα τα γιόρταζα σήμερα. Κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες είναι. Οι αναγνώστες μου. Το δικό τους αίμα είναι που κυκλοφορεί στις φλέβες του κάθε συγγραφέα.
Τους ευχαριστώ.
Σας ευχαριστώ.