4.4.19

Χριστίνα Φραγκεσκάκη: «Υπόγεια εκδρομή»

Τα βιβλία γνώσης για παιδιά αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία της εκδοτικής παρουσίας, που δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής γνώσεων σε άτομα μικρών ηλικιών. Στην ουσία, πρόκειται για βιβλία που προσφέρουν τη γνώση, αλλά με τη διάθεση αυτή η προσφορά να γίνεται με ελκυστικό όσο και τεκμηριωμένο μα καθόλου ακαδημαϊκό τρόπο. Κατηγορία βιβλίων που παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθηση τα τελευταία χρόνια και η οποία καταθέτει μια απρόσμενη αντίθεση ως προς την κυρίαρχη τάση των αντίστοιχων ετών, έτσι όπως τη βλέπουμε αυτήν να καθορίζει το περιεχόμενο των λογοτεχνικών κειμένων για παιδιά.
Ενώ οι ιστορίες για παιδιά (σε έναν τουλάχιστον βαθμό) ολοένα και γέρνουν προς έναν νεοδιδακτισμό, τα βιβλία γνώσεων ολοένα και πιο έντονα αναζητούν το όποιο περιεχόμενό τους να το προσφέρουν απαλλαγμένο από έναν στείρο διδακτισμό. Αυτό το επιτυγχάνουν από τη μια με καταγραφές της πληροφορίας άλλοτε με τρόπο απλό κι άλλοτε με τρόπο σαφώς λογοτεχνικό και από την άλλη με την υποστήριξη ενός ιδιαιτέρως αισθητικά αναπτυγμένου layout των σελίδων, όπου ή εικονογραφήσεις ή φωτογραφίες προσφέρουν μαζί με την τεκμηρίωση και μια αισθητική αγωγή. Το φαινόμενο σαφώς ερμηνεύεται από την ολοένα και πιο έντονη ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά και με την επίσης έντονη διάθεση εικονογράφων μας να επιβεβαιώσουν την εποικοδομητική συνύπαρξη του ταλέντου τους με τις καλές, εξειδικευμένες σπουδές τους.

Αν θέλουμε με έναν άλλο τρόπο να ερμηνεύσουμε αυτό το φαινόμενο διαφοροποίησης μεταξύ βιβλίων αφήγησης και εκείνων της γνώσης, μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι εικαστικοί είναι περισσότερο ικανοί να επιβάλουν την ελευθερία της Τέχνης τους στους εκπαιδευτικούς, απ’ ό,τι οι συγγραφείς έχουν τη διάθεση να εκφράσουν μια αντίστοιχη ανεξαρτητοποίηση. Περίεργο –εκ πρώτης όψεως– κάτι τέτοιο, αλλά πάντα η Τέχνη του Λόγου όσο κι αν προχωρεί σε βαθύτερους προβληματισμούς, σε σχέση με τις Εικαστικές Τέχνες, παραμένει περισσότερο εξαρτημένη από μια διστακτική έως και συντηρητική στάση απέναντι σε άτομα νεαρής ηλικίας.

Σκέψεις όλα τα παραπάνω, που δημιουργήθηκαν από την ανάγνωση του βιβλίου Υπόγεια εκδρομή της Χριστίνας Φραγκεσκάκη.

Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη θεωρώ πως είναι μια ιδιότυπη παρουσία στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά. Κι όχι μόνο γιατί και λογοτεχνία ενηλίκων έχει γράψει, αλλά κυρίως γιατί ακόμα και τα πλέον «παιδικά» κείμενά της τα διακρίνει μια γνήσια λογοτεχνική ταυτότητα, έτσι ώστε με έναν δικό της τρόπο –θα τον χαρακτήριζα «ποιητική πρόζα»– να γεφυρώνει τις λογοτεχνικές αφηγήσεις ως προς το αν απευθύνονται σε μικρούς ή μεγάλους αναγνώστες.

Αυτό συμβαίνει και σε τούτο το βιβλίο – σαφώς βιβλίο γνώσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παροχή πληροφοριών έχει να κάνει με το ποια εικαστικά έργα μπορεί κανείς (μικρός αλλά και μεγάλος) να δει σε 19 στάσεις του μετρό της Αθήνας. Η ιδέα είναι πρωτότυπη, καθώς έρχεται να τεκμηριώσει την ύπαρξη καλλιτεχνημάτων που στο σύνολό τους, τουλάχιστον, δεν είναι στους περισσότερους χρήστες του μετρό γνωστά.

Η Φραγκεσκάκη δημιουργεί με αχνό, ποιητικό τρόπο μια λογοτεχνική ηρωίδα –τη μικρή Νεφέλη– και της χαρίζει τη συντροφιά μιας λέξης – «Έλα». Λέξη μελωδική και φιλική. Λέξη που προσκαλεί, σε αυτή τη διαδρομή από τη μια στάση στην άλλη, τον αναγνώστη (επαναλαμβάνω, μικρό και μεγάλο) να γνωρίσει τα έργα που κοσμούν τις υπόγειες στάσεις, αλλά παράλληλα και να ενημερωθεί για την ιστορία όσων έχουν συμβεί ή και συμβαίνουν στην επιφάνεια.
Και για μια ακόμα φορά η Φραγκεσκάκη αδιαφορεί για προκαθορισμένες τεχνικές αφήγησης και αναζητά τον προσωπικό της τρόπο έκφρασης. Και να πώς αμέσως κιόλας –από την πρώτη τη σελίδα– ξεκινά:

Και ξαφνικά σηκώνεται αεράκι, τι αεράκι δηλαδή, αέρας δυνατός, βοριάς, κι αρχίζουν οι σελίδες του βιβλίου να γυρίζουν, να γυρίζουν, να φεύγουν από τα δάχτυλα της Νεφέλης, να γυρίζουν και να μη σταματούν. Και δε φτάνει αυτό, τώρα οι λέξεις σαλεύουν, έτοιμες είναι να πέσουν, δεν πέφτουν όμως, ισορροπούν και χορεύουν, ναι, καλά ακούσατε, χορεύουν και τραμπαλίζονται. Τα γράμματα ξεκολλούν από τις λέξεις τους, σηκώνονται, ελαφροζυγίζονται, δίνουν μια κι αρχίζουν να πετούν!

Το όλο εγχείρημα ολοκληρώνεται με μια σειρά παιχνιδιών δράσης (υπεύθυνη για αυτά η Καλλιόπη Κύρδη), τα οποία όμως δεν έχουν τη συνηθισμένη, σε τέτοιου είδους συμπληρώματα μιας ιστορίας, απλοϊκή ή και απλοποιημένη μορφή κουίζ πολλαπλών απαντήσεων, αλλά είναι προεκτάσεις της περιγραφόμενης εκδρομής του λογοτεχνικού κειμένου και, βέβαια, η εικονογράφησή τους απόλυτα έχει εναρμονιστεί με το όλο κλίμα και ύφος των σελίδων που έχουν προηγηθεί.

Αλλά όλα τούτα αποκτούν μια εξαίσια εκδοτική παρουσία από τις εικόνες της Ευαγγελίας Γουτιάνου. Εικόνες που καταφέρνουν να συνδυάσουν με εικαστική ελευθερία χρώμα, σχέδια και φωτογραφίες σε ένα τελικό αποτέλεσμα όπου, χωρίς να προδίδεται η αντικειμενικότητα της πληροφορίας, παράλληλα προσφέρεται και η ευκαιρία να πιστέψει ο αναγνώστης (σε αυτή την περίπτωση, κυρίως ο μεγάλος) πως εντέλει η Αθήνα διαθέτει κάποιες ομορφιές, κάποια κρυφά σημεία όπου η πεζή καθημερινότητα στολίζεται με στάσεις εικαστικής αισθητικής.

frageskΜια ακόμα άψογη έκδοση του Καλειδοσκόπιου, που ίσως κάποιοι να τη θεωρήσουν «δύσκολη» για παιδιά. Θα είναι εκείνοι που ξεχνούν πως η αληθινά ουσιαστική γνώση είναι αυτή που τελικά οδηγεί στην καλλιέργεια πνεύματος και συναισθημάτων. Και πως κάτι τέτοιο θα το δούμε να ανθίζει όχι την επόμενη μέρα, μα σε βάθος χρόνου και με συνεχή υπονόμευση του φθηνού και του εύκολου.


Ισμήνη Χ. Μπάρακλη «Το χελιδόνι του Βορρά»





Το μυθιστόρημα «Το χελιδόνι του Βορρά» είναι  το πέμπτο μυθιστόρημα (έχει ακόμα γράψει και τρία παιδικά) της Ισμήνης Χ. Μπάρακλη.
Αλλά είναι το πρώτο που εγώ διάβασα. Και που αμέσως θέλησα να γράψω γι’ αυτό μιας και νομίζω πως πέρα από την ίδια την δική του μυθιστορηματική οντότητα, φέρνει στην επιφάνεια και ένα ακόμα ζήτημα που συνέχεια πλανάται στο χώρο αναγνωστών και κριτικών, αλλά που κανείς δε θέλει να αναφερθεί  σε αυτό ξεκάθαρα.
Αλλά ας δούμε πρώτα το ίδιο το έργο όπως και την έως τώρα εκδοτική παρουσία της Μπάρακλη.
Τα προηγούμενα βιβλία της, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που θα βρει κανείς στη βάση της Βιβλιονέτ, πρέπει να τα διακρίνει μια ματιά που αν και αφορά τις εμπειρίες γυναικών, μάλλον ξεφεύγουν από το να περιγράψουν γεγονότα και σκέψεις κοντινές με το είδος εκείνο που χαρακτηρίζει την κλασική ηρωίδα ενός ‘γυναικείου’ μυθιστορήματος.
Έτσι, μπορώ να θεωρήσω πως και το κεντρικό πρόσωπο σε αυτό το μυθιστόρημα, η Δάφνη, με την ανεξάρτητη ιδιοσυγκρασία της, το πείσμα της και την κοινωνική της τόλμη αποτελεί μια ακόμα έκφραση μυθιστορηματικής περσόνας του κόσμου της συγκεκριμένης συγγραφέα.
Υποθέτω, λοιπόν – και πάνω σε αυτή την υπόθεση στήριξα την ανάγνωσή μου- πως η Ισμήνη Μπάρακλη έχει μια σταθερή συγγραφική ταυτότητα τόσο στη σύλληψη της ιδέας του κάθε έργου της, όσο και στην εκτέλεση του που θα ακολουθήσει.
Στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημα το κεντρικό πρόσωπο μπορεί και πάλι να είναι μια γυναίκα, αλλά η ζωή της άμεσα καθορίζεται από δύο άνδρες, ηλικιακά μεγαλύτερούς της. Από τον πατέρα της και από τον πιο στενό του φίλο. Στην ουσία έχουμε τρεις πρωταγωνιστές που ο καθένας τους εμπλέκεται στις ζωές των άλλων.
Η εξιστόρηση -ο λεγόμενος μυθιστορηματικός χρόνος- ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα και τελειώνει καθώς στο προσκήνιο έρχεται ο 21ος.  Αυτή η εξιστόρηση δε γίνεται με τρόπο γραμμικό. Το όλο μυθιστόρημα είναι δομημένο σε μάλλον ολιγοσέλιδα κεφάλαια που οδηγούν τον αναγνώστη άλλοτε προς τα εμπρός, άλλοτε προς τα πίσω. Άλλοτε εστιάζονται στον ένα από τα τρία κεντρικά πρόσωπα, άλλοτε σε κάποιο άλλο.
Δεν είναι εύκολο να προσπαθήσει κάποιος να συνθέσει μια περίληψη της υπόθεσης του έργου. Τα γεγονότα είναι πολλά, οι τρεις κεντρικοί ήρωες διεκδικούν ο καθένας το δικό του μερίδιο. Κι άλλωστε ενώ τα όσα διαδραματίζονται κρατούν σε αδιάκοπη εγρήγορση το ενδιαφέρον του αναγνώστη -κάποια, μάλιστα, από αυτά είναι ιδιαιτέρως έντονα-  τελικά οι ζωές αυτών των ανθρώπων δεν ξεφεύγουν από εκείνες των απλών ‘δικών’ μας,  συναρμολογούνται  από τα πάθη εκείνα  που η Ιστορία δε θα γράψει γι αυτά,  μιας και πάνω τους η ίδια απλώνει τις ρίζες της.
Με αυτόν τον τρόπο φανερώνεται η τάση της Μπάρακλη να αναζητά τις επεμβάσεις από τη μια της μοίρας και από την άλλη τις ατομικές ευθύνες του κάθε ανθρώπου ως προς τη διαμόρφωση της δικιάς του ζωής. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα δηλώνουν τη δυναμική τους, αλλά όλο το έργο θα το αδικούσε κάποιος αν το χαρακτήριζε ως ιστορικό. Περιλαμβάνει τις  καταγραφές των ζωών απλών ανθρώπων που βρεθήκανε μέσα στο ρου της Ιστορίας.
Ανήκει με άλλα λόγια στο είδος εκείνο των λογοτεχνικών συνθέσεων, και που προσωπικά θα τα χαρακτήριζα «αφηγηματική λογοτεχνία», δηλαδή στην κατηγορία εκείνη των λογοτεχνικών κειμένων που θέλουν (και καλά γνωρίζουν να το εκτελούν) να αφηγηθούνε τις πράξεις πρωτίστως και δευτερευόντως τις σκέψεις.
Νομίζω πως αυτή ακριβώς είναι και η ταυτότητα των έργων της κλασικής λογοτεχνίας, μόνο που στην περίπτωση της Μπάρακλη, τα συνεχή forward και rewind προσφέρουν ένα ιδιαίτερο φωτισμό του αίτιου και του αιτιατού, δίνουν μεγαλύτερο βάρος στα συναισθήματα, αλλά  και απαιτούν μια συνεχή εγρήγορση εκ μέρους του αναγνώστη.
Αληθινά ενδιαφέρον μυθιστόρημα που προσωπικά μου σύστησε μια συγγραφέα που θα θελήσω να την παρακολουθήσω και στο μέλλον.
Αλλά την ίδια στιγμή και καθώς έφτανα στην τελευταία σελίδα, μου δημιουργήθηκε η διάθεση να θέσω ένα ζήτημα που όπως και πιο πριν ανέφερα συνέχεια πλανάται στο χώρο αναγνωστών και κριτικών, αλλά που κανείς δε θέλει να αναφερθεί σε αυτό ξεκάθαρα.
Έχει να κάνει με τη συχνά άδικη και ανερμάτιστη κατηγοριοποίηση κάποιων έργων -κυρίως, αν όχι και μόνο, μυθιστορημάτων- που για διαφόρους λόγους αποκτούν -χωρίς πρώτα να αναγνωστούν- το στίγμα άλλοτε του «ποιοτικού έργου»  κι άλλοτε εκείνο της «ελαφράς λογοτεχνίας».

Ισμήνη Χ. Μπάρακλη

Είναι γεγονός πως πάμπολλα πλέον είναι το μυθιστορήματα που εκδίδονται, όπως επίσης είναι γεγονός πως η πλήρης ανάπτυξη του διαδικτύου έχει πάρει την απόλυτη εξουσία ενημέρωσης από τα χέρια των καθιερωμένων κριτικών του έντυπου τύπου, όπως επίσης και από την επικράτεια των έγκυρων βιβλιοφιλικών ιστοσελίδων. Αλλά την ώρα που η απόλυτη ισχύς των ολίγων τραυματίζεται, την ίδια ώρα αναπτύσσεται και μια ανεξέλεγκτη κατάθεση απόψεων από ανθρώπους που έχουν αποφασίσει να κρίνουν τα λογοτεχνικά έργα σύμφωνα με το δόγμα ‘Μου αρέσει – Δε μου αρέσει’ και τις κρίσεις τους αυτές μπορούν να βρούνε φιλόξενους διαδικτυακούς χώρους να τις αναρτήσουν.
Έχω την αίσθηση πως ανάμεσα στους συντάκτες των δυο πρώτων  κατηγοριών και της τρίτης δεν υπάρχει -ίσως και μην μπορούσε να υπάρξει- επικοινωνία και πόσο μάλλον ταύτιση απόψεων.
Αλλά και την ίδια στιγμή, στον ευρύτερο εκδοτικό χώρο αυτό το ‘ρήγμα’ αποτελεί ένα είδος διαμόρφωσης επιχειρηματικού σχεδιασμού και εμπορικής  εκμετάλλευσης.
Υπάρχουν εκδότες που επιλέγουν τα προς έκδοση βιβλία σύμφωνα με το προφίλ που ήδη οι συγγραφείς τους έχουν δημιουργήσει ή προσφέρονται να δημιουργήσουν* υπάρχουν ακόμα και βιβλιοπωλεία που αποφεύγουν να έχουν στα ράφια τους βιβλία που θα μπορούσε το βασικό κοινό τους να τα χαρακτηρίσει ‘εμπορικά’ ή αντίστοιχα ‘δύσκολα’.
Ασφαλώς δικαίωμα κάθε επιχείρησης να επιλέξει τον τρόπο λειτουργίας της, αλλά κατά πόσο έχει το ηθικό δικαίωμα ένας κριτικός με εμπειρία και θέληση να διαμορφώσει ένα πλουραλισμό στις επιλογές όσων τον διαβάζουν, να επιλέγει -σχεδόν αβασάνιστα- τα προτεινόμενα από αυτόν έργα με βάση όχι την ίδια τους την ποιοτική κλπ. οντότητα, αλλά εξωτερικά στοιχεία;
Θέμα, θεωρώ, μεγάλο και το οποίο διαμορφώνει μια αρρωστημένη κατάσταση στο χώρο γενικότερα του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου και επηρεάζει αρνητικά όλους όσους εμπλεκόμαστε σε μια διαδικασία συγγραφής, έκδοσης, ανάγνωσης και κριτικής. Απλώς το έθεσα και ασφαλώς δεν θεωρώ πως ολοκληρώθηκε ο προβληματισμός του.
Επιστρέφω τώρα στο «Το χελιδόνι του Βορρά», για να τονίσω πως σου κρατά το ενδιαφέρον, πως διαθέτει μια αντικειμενική θεώρηση των ιστορικών γεγονότων, πως η δημιουργός του το έχει προικίσει με έντονους χαρακτήρες και το έγραψε με μια στιβαρή γλώσσα. Αλλά ας μου επιτραπεί επίσης να εκφράσω την διαφωνία μου με το εξώφυλλο. Δεν θέλω να σχολιάσω την αισθητική του (άλλωστε αυτό δεν ήταν που με ενόχλησε). Αναφέρομαι στο ύφος του -τόσο τρυφερό για να καλύψει τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα και που η Ισμήνη Μπάρακλη τα επέλεξε για να μας πει πως σημάδεψαν και τις ζωές εκείνων που πάνω τους στήριξε το συγκεκριμένο έργο της.