Φαντάσου να περπατάς στον δρόμο αμέριμνα και ξαφνικά στο απέναντι πεζοδρόμιο να δεις κάποιον ολόιδιο με εσένα. Και τότε καθώς φυσικά είναι αδύνατον ένα τόσο σοκαριστικό και αξιοπερίεργο γεγονός δεν το προσπερνάς έτσι, προσπαθείς να μάθεις όσα περισσότερα μπορείς. Ποιος είναι αυτός ο άλλος, από πού προέρχεται, ποια μπορεί να είναι η σχέση σας, πώς θα μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις γνωρίζοντας την ύπαρξή του;

Γεννηθήκανε κι οι δυο την ίδια μέρα, την ίδια χρονιά. Ο Βάιος και ο Φώτος.
Μα μέχρι εκείνο το καλοκαίρι, του 1990, δεν είχε τύχει να συναντηθούν.
Και κανείς άλλος δεν τους είχε δει τον έναν δίπλα στον άλλον.
Μέχρι το πρωινό που η Έλσα πρόσεξε την απόλυτη ομοιότητά τους.
Τον έναν τον ήξερε – ο Βάιος ήταν συμμαθητής της· το αγόρι της.
Ο άλλος –αργότερα θα μάθαινε πως τον λέγανε Φώτο– ποιος μπορεί να ήταν;

Αυτή είναι με δύο μόνο λόγια η καρδιά της ιστορίας του νέου νεανικού βιβλίου του Μάνου Κοντολέων. Μια ιστορία όπου το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν και ξαφνικά τα καλά κρυμμένα μυστικά σιγά σιγά φωτίζονται και αποκαλύπτουν πολλές πτυχές ενός άγνωστου γεγονότος. Μα ακόμα και μετά την αποκάλυψη, εξακολουθεί να παραμένει το ερώτημα: Ποιος είναι Εκείνος και ποιος ο Άλλος; Πώς δύο φαινομενικά ίδιοι άνθρωποι, σμιλεμένοι διαφορετικά και μεγαλωμένοι σε εκ διαμέτρου αντίθετα περιβάλλοντα διαμορφώνουν τις προσωπικότητές τους; Αλλά και πέρα από αυτή τη σκοπιά, με επιδεξιότητα ο Μάνος Κοντολέων έρχεται να διερευνήσει τον ιδιαίτερο κόσμο των εφήβων. Έναν κόσμο γεμάτο αμφισβητήσεις, ανασφάλειες, συνεχείς αναζητήσεις.

Με ζωντανούς παραστατικούς διαλόγους, η ιστορία ξετυλίγεται, αποκαλύπτεται σαν ένα τρυφερό σήριαλ μπροστά στα μάτια σου και εσύ πλάθεις τις δικές σου εικόνες πάντα με soundtrack τραγούδια της δεκαετίας τους ’90. Μιας δεκαετίας που ακόμα οι έφηβοι όπως θα μας αποκαλύψει ο ίδιος ο συγγραφέας «την καθημερινότητα των νέων τη χαρακτήριζαν στέκια με μπιλιάρδα και ποδοσφαιράκια, με παραλίες που δεν είχαν ολότελα αλωθεί από την εκμετάλλευση, με γειτονιές λαϊκές». Και έχει δίκιο. Ο νεαρός και νεαρή αναγνώστρια θα γνωρίσουν μια εποχή, όπου η επικοινωνία και η επαφή απαιτούσε προσπάθεια, παρουσία, διάλογο. Και αυτό από μόνο του είναι εξαιρετικό.

Με αφορμή το βιβλίο «Ο άλλος» μιλήσαμε με τον Μάνο Κοντολέων:

Θέλετε να μας συστήσετε λίγο τους βασικούς ήρωες της ιστορίας σας;

Δυο δεκαεξάχρονοι -ο Βάιος και ο Φώτος. Μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Μα δεν είχαν ποτέ συναντηθεί μέχρι εκείνη τη μέρα που η τύχη τα έφερε έτσι ώστε ο ένας να βρεθεί στον δρόμο του άλλου. Δεν είχαν ποτέ τους συναντηθεί γιατί ο καθένας τους προερχόταν από άλλη κοινωνική και οικονομική τάξη, Έχουν άλλες προσλαμβάνουσες, διαφορετικό μέλλον περιμένει τον καθένα τους. Αλλά από τη στιγμή που θα δει ο ένας τον άλλον, όλα θα αλλάξουν στις ζωές και των δυο τους. Και τελικά το παρελθόν θα αναζητήσει δικαίωση από το μέλλον.

Μια ξαφνική δημιουργική έμπνευση η ιστορία σας ή μια εσωτερική, βαθύτερη ανάγκη να μιλήσετε για κοινωνικά θέματα που σας έχουν απασχολήσει;

Όπως κάθε βιβλίο που έχω γράψει, έτσι και αυτό εδώ συνδυάζει και τα δύο. Μια τυχαία κουβεντούλα με τον εγγονό μου καθώς ανηφορίζαμε το καλντερίμι προς την πλατεία ενός χωριού του Πηλίου, στάθηκε η αφορμή να ξεκινήσει το πλάνο ενός μυθιστορήματος που πολύ γρήγορα εμπλουτίστηκε με τις μόνιμες συγγραφικές εμμονές μου -την ταυτότητα, την οικογένεια, τον έρωτα.

Δύο έφηβοι που στην ουσία μεγαλώνουν σε δύο εκ διαμετρικά αντίθετους κόσμους. Πλούτος και φτώχεια. Σε ποιο βαθμό τελικά ορίζει η οικογένεια, ο πλούτος και η κοινωνική θέση την πορεία ενός ανθρώπου στη ζωή του;

Ασφαλώς και όλα όσα αναφέρετε καθορίζουν την πορεία μας στη ζωή. Αλλά παράλληλα θα την καθορίσει και η ατομική μας προσπάθεια, η ευθύνη με την οποία θα αντιμετωπίσουμε το μέλλον μας. Σίγουρα κάποιοι ξεκινάνε τη ζωή τους με περισσότερα εφόδια -κοινωνικά, οικονομικά κλπ- από άλλους. Αλλά όχι μόνο μπορεί στην πορεία εκείνος που υστερεί να αναπληρώσει το έλλειμμα, αλλά και ο άλλος ο προνομιούχος να αποδειχθεί ανίκανος να εκμεταλλευτεί ό,τι του κληροδοτήθηκε. Παρόλα αυτά, ως πολιτικό ον, πιστεύω στις ίσες ευκαιρίες που οφείλει η Πολιτεία να προσφέρει σε όλους μας

Συχνά κάνετε αναφορές στη δεκαετία του ’90. Είναι μια τυχαία επιλογή ή αποτελεί προσωπική αγαπημένη περίοδο που σκέφτεστε με νοσταλγία;

Νοσταλγώ έτσι κι αλλιώς κάθε προηγούμενη εποχή που έζησα. Πάντως στη δεκαετία του ’90 εγώ δεν είχα την ηλικία των ηρώων μου. Αλλά την επέλεξα συνειδητά και κυρίως για δυο λόγους. Ο ένας είχε να κάνει με τη συγγραφική μου διάθεση να αφηγηθώ μια ιστορία που θα ξετυλίγεται μέσα στην ατμόσφαιρα μιας εποχής όπου την καθημερινότητα των νέων τη χαρακτήριζαν στέκια με μπιλιάρδα και ποδοσφαιράκια, με παραλίες που δεν είχαν ολότελα αλωθεί από την εκμετάλλευση, με γειτονιές λαϊκές, αλλά και άλλες καθαρόαιμα μεγαλοαστικές, με τραγούδια που πλέον είναι διαχρονικά. Ο δεύτερος λόγος ήταν γιατί ήθελα να δώσω την ευκαιρία στα πρόσωπα του έργου μου να επικοινωνούν μεταξύ τους με έναν τρόπο πιο άμεσο από ότι σήμερα, όπου κυριαρχεί η ηλεκτρονική επαφή.

Αν και οι ήρωες μοιάζουν κάπου στη μέση της ιστορίας να συνθλίβονται από τις αποκαλύψεις, να διαταράσσονται από τις εξελίξεις και να πνίγονται από τα σκοτεινά τους συχνά συναισθήματα, στο τέλος βλέπουν τη φωτεινή πλευρά τους. Έχει για εσάς σημασία να υπάρχει πάντα ένα αισιόδοξο τέλος; Οι ήρωές σας να τα καταφέρνουν;

Έχετε δίκιο. Μου αρέσει το αισιόδοξο τέλος -προσοχή όχι το happy end- όταν έχω κατά νου αναγνώστες που έχουν ανοιχτό μπροστά τους το μέλλον τους. Όταν γράφω μυθιστορήματα για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες -ή αν θέλετε με μια άλλη ονομασία, μυθιστορήματα cross over- αισθάνομαι κάτι το επαναστατικό να με διακατέχει. Η επανάσταση της εφηβείας -κάπως έτσι. Ε, είναι δυνατόν, ένας επαναστάτης να μην προσδοκά ένα αισιόδοξο τέλος για την επανάστασή του;

Τι είναι αυτό που σας σαγηνεύει στη νεανική λογοτεχνία;

Ομολογώ πως κι εγώ συχνά κάνω αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου. Σίγουρη απάντηση δεν έχω βρει. Μια πιθανότητα είναι η διάθεση να βιώνω συγγραφικά την επανάσταση που πιο πριν ανέφερα. Μια άλλη πάλι είναι το ότι… Ξεγελώ τον εαυτό μου και καθώς περιγράφω συναισθήματα, προβλήματα, αδιέξοδα και έρωτες νεανικούς, έχω την ψευδαίσθηση πως παραμένω νέος.

Υπάρχει όμως και ένας ακόμα λόγος. Έχει να κάνει με τη υποστήριξη της λογοτεχνίας, με την προσπάθεια να υπάρχει στις ζωές των ανθρώπων και όταν ενηλικιωθούν. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, αυτή η ιδιότητα του αναγνώστη πρέπει να εδραιωθεί και στην παιδική ηλικία αλλά και κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να υπάρχουν τα έργα εκείνα που θα συνομιλούν με τους έφηβους, που μέσα σε αυτά ο νέος θα ανακαλύπτει τον εαυτό του. Αυτά τα έργα πρέπει να έχουν τέλεια λογοτεχνική ενσάρκωση -που σημαίνει όμορφη γλώσσα, ειλικρινείς χαρακτήρες, και απόλυτη έλλειψη του όποιου διδακτισμού. Μαζί με κάποιους άλλους -δυστυχώς όχι πολλούς – συγγραφείς το προσπαθούμε. Το πρόβλημα είναι πως το ίδιο το κράτος μάλλον δεν υποστηρίζει αυτή την προσπάθεια. Στην ουσία η λογοτεχνία απουσιάζει από όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα και της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Πιστεύετε πως τα δύο δύσκολα χρόνια που αφήσαμε πίσω μας μπορεί και να ωφέλησαν το βιβλίο;

Αν κρίνω από τις πωλήσεις μάλλον όχι. Αν πάλι αναζητήσω την ωφέλεια στα θέματα με τα οποία ασχολούνται οι συγγραφείς… Μάλλον δεν θα τη βρω. Αλλά ίσως είναι και νωρίς ακόμα να δούμε τα αποτελέσματα στον χώρο του βιβλίου από τη διετία του covid. Και ας σκεφτούμε ακόμα πως από το πρόβλημα μιας πανδημίας έχουμε βρεθεί σε άλλα -πόλεμος, οικονομική κρίση.

Aν μπορούσατε να γράψετε ένα γράμμα σε όλους τους σημερινούς εφήβους και τα παιδιά, για τον τρόπο που τα βιβλία σας συντρόφευσαν όλη σας τη ζωή, διαμόρφωσαν την προσωπικότητα, τι θα γράφατε;

Θα τους έλεγα πως ως προσωπικότητα με διαμόρφωσαν κατά 50% οι γονείς μου κατά 50% όλοι εκείνοι οι συγγραφείς που έργα τους έχω διαβάσει και ακόμα διαβάζω. Και συνεχίζουν να με διαμορφώνουν… Να για παράδειγμα, πρόσφατα διάβασα τη φράση «το διάβασμα μάς κάνει όλους μετανάστες» της Βρετανίδας συγγραφέα Jean Rhys και ομολογώ πως ξαφνικά είδα και από μια άλλη οπτική γωνία ένα μεγάλο θέμα των ημερών μας.