23.8.17

Παραμύθι και μύθος σε μια συναρπαστική σύγχρονη αφήγηση

Μια συναρπαστική λογοτεχνική έκπληξη κρύβεται στο βιβλίο με τον απρόβλεπτο τίτλο «Τσότσηγια ή Ω’ μ» του Μιχάλη Μακρόπουλου που κυκλοφόρησαν μέσα στον Ιούλιου αυτής της χρονιάς  οι Εκδόσεις Κίχλη.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει δώσει στο φως της δημοσιότητας άλλα ακόμα δεκατέσσερα βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά, λευκώματα), ενώ είναι και ένας ιδιαίτερα επιτυχημένος μεταφραστής (μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει Ernest Hemingway, Truman Capote, F.S. Fitzgerald, John Steinbeck,  Stephen King, Saul Bellow κ.α)
Ομολογώ πως το λογοτεχνικό του έργο στο σύνολό του  δεν το γνωρίζω.  Στην ουσία το πρώτο δικό του βιβλίο που διάβασα είναι αυτό που μαζί του ασχολείται τούτο το κείμενό μου.
Τι ήταν  αυτό που με έκανε να θελήσω να διαβάσω ένα βιβλίο συγγραφέα που οι αναγνωστικές μου περιπλανήσεις δεν με είχαν φέρει μέχρι σήμερα κοντά στα λογοτεχνικά του λημέρια;
Ο τίτλος; Ομολογώ πως τον πρόσεξα καθώς σίγουρα είναι εντελώς ασυνήθιστος.  Αλλά δεν μπορώ να πω πως λειτούργησε θετικά σε πιθανή επιλογή μου  η χρήση μιας λέξης –Τσότσηγια. Με έκανε να πιστέψω πως το περιεχόμενο θα έχει να κάνει με την κατά κάποιο τρόπο νέα ηθογραφικής  υφής  προσέγγιση της ελληνικής  ταυτότητας που τώρα τελευταία (μέσα στα χρόνια της κρίσης) συγγραφείς και κοινό την αναζητούν για να στηρίξουν τις ελπίδες τους για ένα ευοίωνο εθνικό  μέλλον.
Αντίθετα με προσέλκυσε το δελτίο τύπου όπου μιλούσε για τα δάνεια από μια γλώσσα και για δομή λαϊκών παραμυθιών, όπως και για το ψηλάφισμα της γένεσης της τέχνης και της μεταφυσικής σκέψης.
Με άλλα λόγια, σχημάτισα την γνώμη πως το βιβλίο αυτό θα πρέπει να αναζητούσε τους δεσμούς που μπορεί να εδρεύουν στο παρελθόν, αλλά που ενεργοποιούν μια σύγχρονη έκφραση τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο.
Και  τελικά ξεκίνησα να διαβάζω ένα από τα πλέον πρωτότυπα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων ετών.
Από τα πλέον πρωτότυπα κείμενα των τελευταίων ετών –μια φράση που αυτό που υπονοεί δεν μπορώ στην ουσία να το υποστηρίξω μιας και είναι πολύ πιθανόν όπως αγνοούσα το συγγραφικά στίγματα του Μακρόπουλου , έτσι και να αγνοώ και τα έργα άλλων σύγχρονων δημιουργών.   Αλλά σε κάθε περίπτωση η πρωτοτυπία της σύλληψης και η ποιότητα στη χρήση της γλώσσας που συνάντησα μέσα σε αυτό το βιβλίο δεν μπορεί να αμφισβητηθούν.
Δυο νουβέλες περιλαμβάνονται στην τόσο καλαίσθητη έκδοση.
«Τσότσηγια» -ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει παραμύθι.
«Ω’  μ» - ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει μύθο.
Για όσους συγγραφείς  -όπως εγώ- έχουνε ιδιαίτερα ασχοληθεί με το είδος της λογοτεχνίας που σήμερα χαρακτηρίζεται ως παιδική,  η διάκριση μεταξύ παραμυθιού και μύθου είναι όχι μόνο εμφανής αλλά και ουσιαστική. Το παραμύθι επιζητά να παρηγορεί άλλοτε το άτομο, άλλοτε την ομάδα* ο μύθος προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο μέσα στον οποίο το ανθρώπινο γένος υπάρχει.
Αυτόν τον διαχωρισμό ο Μιχάλης Μακρόπουλος όχι μόνο φαίνεται να τον γνωρίζει, αλλά και τον μετατρέπει σε θεμελιακό στοιχείο δόμησης των δυο ιστοριών του.
Ας τις δούμε ξεχωριστά την καθεμιά τους.
                                *********************************

«Τσότσηγια»
Στο κείμενο, λοιπόν, με τον τίτλο Τσότσηγια (που σημαίνει Τοσοδούλα) έχουμε το γνωστό εύρημα πολλών λαϊκών παραμυθιών όπου ένα μικρούτσικο παιδάκι προσφέρει τη χαρά στη μάνα που για χρόνια το περίμενε, ενώ  το ίδιο πρόκειται να ζήσει ξεχωριστές περιπέτειες λόγω της μικροκαμωμένης  εμφάνισής του.
Στα λαϊκά παραμύθια το άτομο που έχει πάνω του σημάδια μιας ατυχίας συνήθως καταφέρνει να ανατρέψει τους νόμους της κοινωνίας και να αναγνωριστεί η αξία του. Στο δικό του παραμύθι, ο Μακρόπουλος δίνει τον κεντρικό ρόλο στην μάνα και είναι οι δικές της φροντίδες προς το μικροσκοπικό κορίτσι της που θα  φωτίσουν τη σκληρή μοίρα του ανθρώπου που μπορεί να μην έχει σωματικό κουσούρι, αλλά τον χαρακτηρίζει ένα πολιτικό – κοινωνικό στίγμα. Η μάνα είναι πρόσφυγας από τους Άγιους Σαράντα και έχει πέσει στα χέρια ένας άντρα που μαζί με τους δυο γιους του (από προηγούμενο γάμο) την εκμεταλλεύεται  και της συμπεριφέρεται βίαια.
Το κοριτσάκι , η Τσότσηγια, θα γίνει η βάση που η μάνα θα προσπαθήσει να εδραιώσει λόγους συνέχισης της ζωής. Αλλά όπως σε όλα τα παραμύθια τη λύση την ολοκληρώνει μια παρουσία με μαγικές δυνατότητες, έτσι και  σε αυτή τη σύγχρονη εξιστόρηση των παθών του κοινωνικού παρία τη διέξοδο θα την προσφέρει μια μεταφυσική οντότητα.
Καθώς μάνα και κόρη έχουν κυνηγημένες  χαθεί μέσα στο δάσος, η οπτασία που θα παρουσιαστεί θα τους χαρίσει τη λύτρωση. Ποια θα είναι αυτή; Η σωτηρία με τη μορφή της συνέχισης της ζωής (όπως συμβαίνει συνήθως στα παραμύθια) ή η ανακούφιση με τη μορφή του θανάτου (όπως συμβαίνει συνήθως στην καθημερινότητα);
Είναι αληθινά ευρηματικός ο τρόπος που ο Μακρόπουλος  ανατρέπει το δρόμο που ένα κλασικό παραμυθιακό μοτίβο συνήθως χαράζει. Η ανατροπή φωτίζει το σήμερα και αποδεικνύει πως η παράδοση δεν είναι είδος μουσειακό, αλλά αντίθετα προσφέρεται για να φωτιστεί το παρόν και πως εν τέλει πάντα υπάρχει η ανάγκη μιας αναζήτησης μεταφυσικής  λύτρωσης. Το παραμύθι ως είδος λογοτεχνικό μπορεί να συνεχίσει να αναπνέει και να απευθύνεται σε κάθε μορφής αναγνώστη.
Αυτή η συγγραφική (και ασφαλώς ιδεολογική) θέση υποστηρίζεται από μια γλωσσική έκφραση πλούσιων αποχρώσεων. Δάνεια παραδοσιακής αφήγησης συνυπάρχουν με νεωτερικές εκφράσεις
… Και μια νύχτα πλάγιασε ορεξάτος. Τη χούφτωσε, την πασπάτεψε. Μα έπειτα τράβηξε το χέρι, έφερε το δάχτυλο στα χοντρά του χείλια, που πρωτύτερα βύζαιναν το τσιγάρο και το ρακοπότηρο, και το ‘γλειψε.
«Έχεις γάλα;» τη ρώτησε. Το βυζί σου έτρεξε γάλα».
«Μια στάλα μόνο», του  ‘πε και μετά: «’Ελα», και τον τράβηξε αυτή πάνω της, γιατί έτσι θα λησμόναγε το γάλα, θα κοιμόταν έπειτα του καλού καιρού και το πρωί μήτε που θα το θυμόταν.

«Ω’  μ»

Ο μύθος, λοιπόν,  προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο μέσα στον οποίο το ανθρώπινο γένος υπάρχει.
Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό ο Μακρόπουλος χαρακτηρίζει τη δεύτερη νουβέλα του βιβλίου ως μύθο.
Με μια –πρέπει να το ομολογήσω- απρόσμενη άνεση μας μεταφέρει στην εποχή των Sapiens και Neaderdal.  Ο ήρωάς του, ο Ω’ μ είναι ένας  Sapiens.
Θα τραυματιστεί κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού και έτσι ανήμπορο να ταξιδέψει , οι σύντροφοί του θα τον αφήσουν μέσα σε μια σπηλιά για να πεθάνει, καθώς ο χειμώνας θα έρθει και τα άγρια θηρία τα αναζητούν την λεία τους.
Αλλά ο Ω’ μ θα αναπτύξει όλες εκείνες τις εσωτερικές δυνάμεις  που και τον ίδιο θα βοηθήσουν να επιζήσει, αλλά και θα σταθούν οι αφορμές να δημιουργηθούν από τη μια τα πρώτα δείγματα καλλιτεχνικής έκφρασης και από την άλλη οι πρώτες ανησυχίες για το τι ακριβώς μπορεί να συμβαίνει μετά τον βιολογικό θάνατο.
Χαρακτηριστική και κεντρικού νοήματος η σκηνή όπου ο τραυματισμένος άνδρας  καλείται να αντιμετωπίσει μόνος του τη μοίρα του.
Τώρα δεν είχε ποιον ν΄ αγκαλιάσει, με ποιον να μοιραστεί το φόβο, από ποιον ν΄ αντλήσει σιγουριά. Είχε μονάχα το όνομά του και φώναξε πάλι «Ω’ μ!», θαρρείς και προκαλούσε έτσι τ΄ αστραπόβροντα  και τις μορφές που ξεπηδούσαν επίβουλες μέσ’  από τις σκιές, να τον βλάψουν άμα κόταγαν, αυτόν, τον άνθρωπο, μέσα στον κύκλο της φωτιάς του.
Την αφήγηση μιας περιπέτειας, λοιπόν, μας χαρίζει η δεύτερη νουβέλα. Αλλά μια περιπέτεια που πέρα από τις έντονες στιγμές δράσης και πάλης (ο άνθρωπος απέναντι στη φύση, απέναντι στα ζώα, απέναντι σε άλλους ανθρώπους, απέναντι εν τέλει στον ίδιο του τον εαυτό), περιγράφει τα στάδια κατάκτησης ς του Εγώ και του Άλλου.
Ο Μακρόπουλος αποφάσισε να μετατρέψει σε λογοτεχνία τις απόψεις της ανθρωπολογίας και της βιολογίας. Να αναζητήσει τις πηγές της καλλιτεχνικής έκφρασης και της  δημιουργίας  του θείου. Να συνδέσει το σεξουαλικό ένστιχτο με το συναίσθημα. Και να αναδείξει τελικά  τον μεγάλο πόνο από τη συνειδητοποίηση του θανάτου.
Όλα αυτά να εκφράζονται μέσα από την Τέχνη.
…Κοίταξε τον γέρο πλάι του. Το τσιτωμένο πετσί πάνω στα παΐδια του είχε απομείνει ασάλευτο, τα χείλια του δεν κουνιόνταν, κι ο Ω’ μ ρίχτηκε πάνω στον νεκρό σπαράζοντας.
Με το που χάραξε τον έθαψαν μαζί με το ακόντιο του.
… Ο  Ω’ μ έβαλε το κοκαλένιο σουραύλι του πλάι στο ακόντιο, να συντροφεύει τον γέρο, και τον σκέπασαν.
Η δύναμη του σώματος και η έκφραση των συναισθημάτων –ο άνθρωπος.

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος περιέγραψε μια απόλυτα μακρινή και άγνωστη εποχή με εύπλαστη λογοτεχνική μαεστρία. Και ο μύθος της δημιουργίας του ανθρώπου –του Ω’ μ που όλοι είμαστε-  έγινε μια συναρπαστική σύγχρονη αφήγηση.

Πρώτη ανάρτηση: http://fractalart.gr/tsotsigia/