10.5.23

Αγκουστίνα Μπαστερρίκα «Εξαίσιο πτώμα»

 

Αγκουστίνα Μπαστερρίκα

«Εξαίσιο πτώμα»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη

 

Η Αγκουστίνα Μπαστερρίκα γεννήθηκε το 1974 στην Αργεντινή.

Με τα έως σήμερα τρία μυθιστορήματά της, έχει κατορθώσει να αναγνωριστεί στη χώρα της ως μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες συγγραφικές φωνές.

Το «Εξαίσιο πτώμα» είναι το τρίτο της βιβλίο και γράφτηκε το 2017. Σημειώνω την χρονιά αυτή μιας και ο αναγνώστης του έργου θα πιστέψει πως η πηγή έμπνευσής του  θα υπήρξε η πανδημία του covid 19.

Κι όμως η έμπνευση της Αγκουστίνα Μπαστερρίκα είχε προηγηθεί της πανδημίας.

Δυο λόγια για την υπόθεση του έργου, έτσι όπως τη διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η ξαφνική εμφάνιση ενός θανατηφόρου ιού που προσβάλλει τα ζώα μεταβάλλει αμετάκλητα τον κόσμο: Από τα θηρία μέχρι τα κατοικίδια πρέπει όλα να θανατωθούν συστηματικά, ενώ το κρέας τους δεν μπορεί να καταναλωθεί. Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την κατάσταση με μια δραστική απόφαση: νομιμοποιούν την εκτροφή, την αναπαραγωγή, τη σφαγή και την επεξεργασία ανθρώπινου κρέατος. Ο κανιβαλισμός γίνεται νόμος και η κοινωνία έχει διαιρεθεί σε δύο ομάδες: σ’ αυτούς που τρώνε και σ’ αυτούς που τρώγονται».

Νομίζω πως είναι σαφές πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα δυστοπίας, ασφαλώς όχι το μόνο, αλλά σίγουρα εντελώς ιδιότυπο και τρομερά ρεαλιστικό στις περιγραφές του.

Κεντρικός χαρακτήρας ένας άντρας που έχει την ευθύνη μιας μονάδας επεξεργασίας κρέατος κι έτσι σε καθημερινή βάση έρχεται σε επαφή με όλα τα στάδια μετατροπής ανθρώπινων σωμάτων σε κρέας προς πώληση στις αγορές της πόλης.

Οι σκέψεις του -αυτές είναι που παρακολουθεί ο αναγνώστης- διακρίνονται από μια αδιέξοδη θλίψη λόγω θανάτου του μικρού γιου του. Με άλλα λόγια ο Μάρκος Τέχο ζει κυριολεκτικά μέσα και κάτω από την εξουσία του θανάτου.

Αλλά -από την πρώτη στιγμή αναρωτιέται ο αναγνώστης- πόσο παρόμοιες μπορεί να είναι οι δυο εμπειρίες θανάτου, όταν η μια δημιουργείται από την αναλγησία της επιβίωσης και η άλλη από το τραύμα της απώλειας; Όταν στη μια συμμετέχεις ενεργά, ενώ την άλλη παθητικά την υφίστασαι; Μα και ακόμα, όταν η μια έχει την επικαιρική κάλυψη της πολιτείας και η άλλη τη διαχρονικότητα του φθαρτού της ανθρώπινης ύπαρξης;  Όταν η μια είναι αποτέλεσμα πολιτικής σκοπιμότητας και η άλλη φυσικής νομοτέλειας;

Η Αγκουστίνα Μπαστερρίκα με μια άψογη τεχνική αφήγησης εξαναγκάζει τον αναγνώστη της να συμπαθήσει κατά κάποιο τρόπο τον ήρωά της -άλλωστε ο ίδιος είναι χορτοφάγος- αλλά επιφυλάσσει για το τέλος την ανατροπή αυτής της συμπάθειας.

Ο Τέχο που βιώνει τον θάνατο του παιδιού του ως μια αποτυχία τόσο ατομική όσο και αποτυχία της παντοδυναμίας των επιτευγμάτων της επιστήμης, και αφού θα προσπαθήσει να ενισχύσει τις άμυνές του παρακολουθώντας, με διάθεση αντιστάθμισης της ψυχικά παγωμένης καθημερινότητάς του, την πορεία προς το θάνατο του άρρωστου και ηλικιωμένου πατέρα του, τελικά θα ενταχθεί στο στρατόπεδο των ανθρωποφάγων για να αμφισβητήσει την αδυναμία του ανθρώπου να σχεδιάζει το μέλλον του και τη βιολογική συνέχεια της ύπαρξής του.

Και εδώ είναι ακριβώς ο πυρήνας της θέσης που η συγγραφέας προβάλει και που το έργο της από ένα μυθιστόρημα δυστοπικής πολιτικής φαντασίας, μετατρέπεται σε κείμενο φιλοσοφικού στοχασμού πάνω στον βασικό ένστιχτο της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους.

Γιατί ο κεντρικός ήρωας όσο και αν είναι προβληματισμένος πάνω στις νέες συνθήκες, όσο και αν έχει για λόγους ατομικής επιβίωσης αποδεχτεί ένα συγκεκριμένο ρόλο μέσα στον γενικότερο κρατικό μηχανισμό, όταν θα του δοθεί η ευκαιρία να εκπληρώσει τον ασύνειδο σκοπό κάθε ζωικής ύπαρξης που δεν είναι άλλος παρά η απόκτηση απογόνων, δεν θα διστάσει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει και να ολοκληρώσει αυτόν τον στόχο κάνοντας χρήση των ευκαιριών που η κομβική θέση του μέσα στο νέο σύστημα του παρέχει.

Με άλλα λόγια η Αγκουστίνα Μπαστερρίκα θέτει από τη μια το δίλημμα του ποια είναι η προσταγή που επικρατεί -αυτή της πρόσκαιρης επιβίωσης ή η άλλη της διατήρησης της κυτταρικής μας ταυτότητας μέσω απογόνων και από την άλλη τον προβληματισμό για το αν η όποια ηθική στάση είναι ιδιοτελής ή ανιδιοτελής;

Ο Τέχο δίνει την απάντηση, η ίδια η συγγραφέας δεν δείχνει να θέλει να πάρει θέση, άλλωστε πιο πριν από την τελική φράση του μυθιστορήματος, έχει φροντίσει με άλλες , πολλές  φράσεις, πολλές παραγράφους να υπενθυμίσει τα ανεξέλεγκτα όρια στα οποία μπορεί να οδηγηθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά όταν αισθάνεται πως κινδυνεύουν τα κεντρικά ζητήματα βιολογικής επιβίωσης της. Και τελικά να θέσει το ερώτημα σχετικά με το αν οι πολιτικές αποφάσεις είναι -ή αν αξίζει να είναι- συμβατές με τον σεβασμό της ζωής κάθε είδους;

Μυθιστόρημα απρόσμενο -σε κρατά δέσμιο της αφήγησης αποτρόπαιων πράξεων και εικόνων, λες και επιζητά να κάνει ακόμα πιο επώδυνη την οδό της αυτογνωσίας.

Αλλά και μυθιστόρημα που προσφέρει ευκαιρίες αναστοχασμών κυρίως πάνω στο ζήτημα του κατά πόσο τελικά ο άνθρωπος έχει ξεφύγει από τα όρια του ζωικού βασιλείου  ή παραμένει απλώς το κυρίαρχο θηλαστικό του πλανήτη και που είναι έτοιμο να περιφρουρήσει χωρίς ηθικές αναστολές αυτήν του την κυριαρχία.

Η μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου διαθέτει την αποστασιοποιημένη οντότητα που το θέμα του έργου απαιτεί.

https://www.hartismag.gr/hartis-52/biblia/ena-eksaisio-ptwma?fbclid=IwAR2tTrw0kbhurvrhglTPYb1JJv7udycCQ0V1cJ-XcyU1rfIBrob-qBe9Ffo

(800 λέξεις)

Ελένη Τασοπούλου «Αυτό που κρύβετε στα δέντρα»

 Ελένη Τασοπούλου

«Αυτό που κρύβετε στα δέντρα»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Καστανιώτη

     


 

Η Ελένη Τασοπούλου γεννήθηκε και ζει στο Αγρίνιο και έχει σπουδάσεις Νομικά.

Στην εφηβική λογοτεχνία δίνει το παρόν της με τρία βιβλία που έχει κυκλοφορήσει από το 2019 έως σήμερα.

Ήδη έχει αναγνωριστεί καθώς τα έργα της έχουν τύχει διαφόρων βραβεύσεων και διακρίσεων, αλλά επίσης έχει κάνει εμφανή και τον συγγραφικό προβληματισμό της- πιο συγκεκριμένα στο χώρο μέσα στον οποίο αφήνει τους ήρωές της να κινούνται.

Δεν είναι άλλος από το σχολικό περιβάλλον, κυρίως των διαφόρων βαθμίδων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κι ακόμα δείχνει την προτίμησή της προς χαρακτήρες που κινούνται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής μιας τάξης και συχνά γίνονται στόχος διαφόρων επιθέσεων εκ μέρους των συμμαθητών τους.

Το ίδιο σε γενικές γραμμές είναι το θέμα του τελευταίου  της αυτού μυθιστορήματος.

Η Τασοπούλου δείχνει να γνωρίζει καλά τις συνθήκες που επικρατούν στα σχολεία όπως επίσης πρέπει και να διαθέτει την ικανότητα να περιγράφει με απλότητα και ευθυβολία τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις μιας εφηβικής προσωπικότητας και κυρίως ενός κοριτσιού. Επίσης νομίζω πως προτιμά να χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθώς θεωρεί πως με την αμεσότητα της μπορεί από τη  μια να πλησιάσει πιο καίρια το νεαρό αναγνώστη και από την άλλη να βοηθήσει τη γραφή να  καταγράψει τον ψυχισμό της ηρωίδας της.

Κεντρικό πρόσωπο η δεκαπεντάχρονη Εύα και δίπλα της δυο συμμαθήτριές της. Και οι τρεις από τα παιδιά που δεν είναι αγαπητά μέσα στο σχολικό κόσμο, ενώ παράλληλα η καθεμιά τους έχει και το βάρος ενός οικογενειακού προβλήματος. Αν και εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες δένονται με μια δυνατή φιλία και μαζί αντιμετωπίζουν την συχνά κοροϊδευτική στάση των άλλων παιδιών του σχολείου. Μα κάποια στιγμή η Εύα -ίσως η περισσότερο ασταθής συναισθηματικά- θα κάνει κάτι που θα φανείς ως προδοσία της φιλίας τους.

Από το σημείο αυτό και πέρα, η αφήγηση χάνει τη διάθεσή της να περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις φιλικές συζητήσεις των τριών κοριτσιών και αποκτά ένας άλλο ρυθμό, περισσότερο έντονο, με στοιχεία δράσης και αγωνίας. Αλλά στο τέλος η αρχική συνθήκη δύναμης της φιλίας επιστρέφει και αποδεικνύει πως μπορεί και για χρόνια να διατηρηθεί.

Μυθιστόρημα που σε κερδίζει με την απλότητα, την ειλικρίνεια  του και κυρίως με τους ζωντανούς χαρακτήρες του. Δεν στοχεύει σε βαθύς προβληματισμούς, κυκλοφορεί μέσα στον ιδιόμορφα αντιφατικό όσο και παράτολμο κόσμο των εφήβων και άλλοτε με το φορτισμένο συναίσθημα, άλλοτε με το διακριτικό χιούμορ καταφέρνει να ενώσει τη λογοτεχνία που μπορεί να κερδίσει ένα πλατύ κοινό  μαζί με την άλλη, εκείνη που απαιτεί να αφεθείς στην πολυσήμαντη περιγραφή της φύσης –‘Τα δέντρα όμως υψώνονται περήφανα στον καθαρό ανοιξιάτικο ουρανό, κι από πάνω τους η ήλιος αντανακλά σε κάθε μικρό φύλλο και κλαράκι κι αστραποβολά  στο στρώμα από πευκοβελόνες όπου είμαι στις πεσμένη. Γέρνω πίσω για να πάρω μια ανάσα και το λαμπερό χρυσαφένιο φως του ξεχύνεται κάτω από τα κλειστά μου βλέφαρα. Σιγά, σιγά ο γρήγορος χτύπος της καρδιάς μου καταλαγιάζει και γίνεται ήρεμος, αχνός σαν το νανουριστικό ψιθύρισμα του αέρα στις κορφές από τα κυπαρίσσια’.

Εν τέλει, το «Αυτό που κρύβεται στα δέντρα» είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ενηλικίωσης και μαθητείας γραμμένο από γυναίκα που δείχνει όχι μόνο να ξέρει να παρατηρεί τους τρόπους έκφρασης μιας σημερινής νέας κοπέλας, αλλά και που παράλληλα έχει την πείρα να ανακαλεί τις δικές της εφηβικές εμπειρίες.

 Ελένη Τασοπούλου: «Αυτό που κρύβεται στα δέντρα» (diastixo.gr)

(542 λέξεις)