13.6.14

Η Λότη για τη Ροδιά

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΡΟΔΙΑΣ*
(Ψυχογιός, 2014, Εικ.: Μυρτώ Δεληβοριά)



Ο μικρός Μάνος, μαζί με τον παππού του, τον μεγάλο Μάνο,  περνούν το καλοκαίρι σ’ ένα νησί που δεν έχει όνομα – όλοι το λένε απλά νησί της Ροδιάς. Εκεί ο μικρός θα γνωρίσει μια παρέα παιδιών, τα δεκατέσσερα «σποράκια», που ζουν με τη Ρήγισσα, τη «μανούλα» τους, σ’ ένα δίπατο λευκό σπίτι. ΄Οχι, δεν είναι ορφανοτροφείο σαν τ’ άλλα, είναι ένα μεγάλο σπιτικό γεμάτο αγάπη. Το είχε στήσει σε χρόνια πολέμου και συμφοράς η Ροδιά, η μάνα της Ρήγισσας. Και τώρα εκείνη συνέχιζε τ’ όνειρό της: Να έχουν μια φωλιά και μια αγκαλιά ζεστή να κουρνιάσουν τα παιδιά που χάνουν τους γονείς τους. Η έμπειρη πένα του συγγραφέα μάς χαρίζει ένα έξοχο, τρυφερότατο κείμενο, που μας ξεναγεί ποιητικά στο φανταστικό νησί της ιστορίας αυτής, μας μεταφέρει στα δύσκολα χρόνια που προηγήθηκαν, στον πόνο τον βαθύ της ιδρύτριας που τον μετέβαλε σε αγάπη, και στο έργο της κόρης της, ορφανεμένης κι εκείνης, που το συνεχίζει με τη βοήθεια όλου του νησιού. Ως επίλογος, παρατίθεται ένα σημείωμα σχετικά με τα χωριά SOS, στα οποία και διατίθεται μέρος των εσόδων από την πολυτελή και εξαιρετικά καλαίσθητη αυτή έκδοση – ένας ακόμη λόγος για να φτάσει στα χέρια όσων πιο πολλών παιδιών γίνεται.

Λ.Π.-Α.


* Δημοσιεύτηκε στο ηλ. περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, τ.114, Καλοκαίρι 2014 και

http://lotypetrovits.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html

Στο βιβλιοπωλείο Book Talk στο Παλιό Φάληρο...

Book Talk Βιβλιοπωλείο στο Παλιό Φάληρο, που φιλοξένησε (11 Ιουνίου) μια συνάντηση ενός συγγραφέα με μια αναγνώστρια του.
Η δικηγόρος Μαρίνα Βαμβακά, σχετικά με το "Δυο φορές Άνοιξη" είπε:


Η μητέρα καθισμένη στην πολυθρόνα  πλέκει ζιπουνάκι με ροζ μαλλί για την νεογέννητη κόρη  και όπως γλυκά την παίρνει ο ύπνος  στην πόρτα προβάλουν δυο λευκοντυμένες κοπέλες  με ξέμπλεκα μαλλιά  και φορέματα κεντημένα με κλαριά  αμυγδαλιάς.
 Η μια κρατά ένα μπουκέτο αγριολούλουδα και  το προσφέρει χαρούμενα στη μητέρα,  η άλλη έχει τα χέρια πίσω από την πλάτη και  χαμογελά λυπημένα.  Έπειτα το όραμα χάνεται.   Δύο φορές άνοιξη λέει η έμπειρη γειτόνισσα, η μια με δώρο φανερό κι η άλλη κρυμμένο.   Το αίνιγμα αρχίζει και  άλλοτε σαν μέρα,  σαν  άρωμα,  σαν μελωδία και   σαν ειπωμένη λέξη θα κεντά το υφάδι της  ιστορίας  που στρώνεται κάτω από τα μάτια μας.
Στο άστρο της Άνοιξης λοιπόν  γεννιέται η Ανθή,  ένα όμορφο παιδί  , χιλιοαγαπημένο και τραγουδισμένο με Χατζιδάκι, Μαρούδα, Γούναρη από τους γονείς της που ήρθαν στην Αθήνα από την επαρχία,   τον Απόστολο , υπάλληλο στον ΟΣΕ  και την Χριστίνα Γκλαβάνη,  που χτυπώντας τις μπεσαμέλ της στην κουζίνα ονειρεύεται την ζωή που δεν έκανε.  
Απλοί και γλυκοί  άνθρωποι , ζωή σε λίγα μέτρα  διαμέρισμα στου ζωγράφου  με πυρήνα  την Ανθή.   Η Ανθή  επιμελής μαθήτρια στις καλόγριες , χωρίς καμιά επαφή με αγόρια, μόνο την παραίνεση της πονηρής γιαγιάς  και το ρητό της «σχολείο χωρίς αγόρια, ακροποταμιά χωρίς πλατάνια. 
Τραγούδι στο Τραγούδι η Ανθή μεγαλώνει, γίνεται μια λεπτή κοπέλα με μακρύ λαιμό, τόσο πιο πολύ όμορφη όσο πιο λίγο το ξέρει.  Κι έπειτα σαν την φέτα του ψωμιού με τη μαρμελάδα πορτοκάλι από τις πορτοκαλιές του κήπου της γιαγιάς της, αυτή  που μουδιάζει στον ουρανίσκο,  θα γνωρίσει τον πικρόγλυκο έρωτα με τον Δημήτρη. 
Βρισκόμαστε στην Αθήνα, το 1986 και θα ζήσουμε εδώ  μέχρι το Μάιο του 2012 που ο Μάνος υπογράφει με την λέξη τέλος το βιβλίο.  Ακλουθούμε την Ανθή  να πίνει καφέ στο Μπραζίλιαν,  να τρώει λεμονόπιτα στου Ασημακόπουλου,  να θαυμάζει τα πήλινα της Βερναρδάκη στο Κολωνάκι,  να φιλιέται πίσω από τον Άγιο Διονύσιο.  Η Ανθή ακούει την μουσική που ακούσαμε.      Ένα περίεργο και ευχάριστο αίσθημα  “Athens revisited”  αλά  Μπομπ Ντύλαν,  μας φέρνει σε ίχνη που έχουμε και μείς αφήσει  και μας έχει αφήσει η πόλη.
Με ένα γρήγορο προφορικό λόγο, με μικρές φράσεις στίχους και ρυθμό ποίησης, με ένα παιγνίδι  όπου η ψυχή των ηρώων αλλάζει τον  καιρό στην πόλη,  κάνοντας τη θλίψη βροχή, τη  χαρά λιακάδα,  και  το προμήνυμα  συννεφιά,   ο Μάνος  μας ανοίγει την πόρτα στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του.  Δηλαδή σ  αυτό το χάος που κλείνεται  πίσω από τα  προφανή τα αυτονόητα  τα κατεστημένα ,  πίσω από  την γραβάτα ή το κραγιόν που φοράμε για να βγούμε στον κόσμο.
Όμως καθυστερώ την πλοκή που την αισθάνομαι να με τραβά  από τη μύτη.   Η Ανθή σπουδάζει  στην Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών  γραφίστρια  και γνωρίζεται σ ένα πάρτι εκεί με τον 22άχρονο  Δημήτρη            Χρυσογόνο, που σπουδάζει διακοσμητής.  Παιδί καλής οικογενείας του Κολωνακίου, με μπαμπά γιατρό  και μαμά γόνο πολιτικής οικογένειας, με μεγάλη περιουσία,  μαυρομάλλη πρασινομάτη  και χαριτωμένα θαρρετό, ήδη με εμπειρία στο κυνηγητό κοριτσιών.   Θα τον αγαπήσει  όπως αγαπάει το πρώτο φιλί το  ζευγάρι που κλείνει μέσα του.
 Η εκλεκτή «Παρθενωπή» όπως κοροϊδευτικά συζητούν την παρθενική κατάσταση τους η Ανθή και η παιδική της φίλη Αλικη, θα πετάξει το στηθόδεσμο και θα  σαρωθεί από το πάθος του Δημήτρη.  Δημήτρης και Ανθή  κυρτότητες που ενώνονται με κοιλότητες  στο σύμπλεγμα μιας ηδονής που ο συγγραφέας  φέρνει με λέξεις και εικόνες στο μυαλό μας.
 Ο Δημήτρης  φεύγει για  το στρατό, ενώ έρχεται η αναπόφευκτη εγκυμοσύνη  της Ανθής.   Η μητέρα του Δημήτρη Μάρθα Χρυσογόνου, χήρα, σε ελεύθερη σχέση με τον Λάμπρο Τέλογλου μακρινό εξάδελφο της οικογένειας, κυρία του κόσμου, με έντονο ρεαλισμό και αντίληψη  του «ιστορικού υλισμού»  ως διαφύλαξη της οικογενειακής περιουσίας, με το χαρακτηριστικό οιδιπόδειο της ελληνίδας μάνας  για τον Δημήτρη και φιλοδοξία να τον δει αστεράτο επιστήμονα  προσπαθεί να αποτρέψει  τη φυσική συνέχεια «γάμος».
Θα απορείτε ίσως που αναφέρω τους δεύτερους και τρίτους ρόλους του βιβλίου με   ονοματεπώνυμο και ιστορικό.   Θέλω να σας προετοιμάσω για το γεγονός ότι στο βιβλίο αυτό κάθε πρόσωπο είναι πλασμένο  σταθερό για να αναγνωρίζεται  μαζί όμως και  ρευστό  για να διαφεύγει απρόβλεπτα   από την φόρμα του, όπως κάθε αληθινά ζωντανό  ελεύθερο ον.
Η Ανθή λοιπόν παντρεύεται και νοικοκυρεύεται με τον Δημήτρη σε παραλιακό διαμέρισμα του Π.Φαλήρου.   Δυο 20χρονα παιδιά, που γίνονται γρήγορα γονείς ενός αγοριού.    Ο Δημήτρης  πατέρας κουβαλητής που πιάνει δουλειά στον Τελλογλου με εξαιρετικές επιδόσεις  , η Ανθή  απολαμβάνει την χαρά να είναι μητέρα και να διοικεί το σπίτι της.   Και μέσα στον εκμαυλισμό της συνήθειας,  στο διαχωρισμό των ρόλων που επιφυλάσσει  η  έγγαμη συμβίωση κατά τα γνωστά πρότυπα,  δεν αντιλαμβάνονται  ότι  το πάθος τους σιγοσβήνει, και  οι φυγόκεντρες επιθυμίες τους τους απομακρύνουν.   Ο Δημήτρης   χαριεντίζεται με τις ενζενί του γραφείου,  και στο σπίτι προσφέρει το βαθύ ροχαλητό του εξαντλημένου.  Και η Ανθή ?  Στην αρχή εφαρμόζει κόλπα κοσμοπόλιταν, ατμόσφαιρα, λουλούδια, κεριά και μετά σιγά σιγά αρχίζει να αναρωτιέται γιατί η ανάσα του Δημήτρη της είναι δυσάρεστη.  Το σώμα της  το δανείζει  στις όλο και αραιότερες  αγκάλες  του Δημήτρη  ενώ η ψυχή της διψάει  για  το εύθραυστο  πάθος που έχασε.   Ο μαγνήτης της οικογενειακής εστίας   όμως έχει αυτή την διπλή χάρη,  να εναλλάσσει συνεχώς την έλξη και την άπωση ανάμεσα στο ζευγάρι.
 Ένα δεύτερο αγόρι έρχεται στην οικογένεια.   Την ίδια ώρα ο Δημήτρης  σπάει τον κύκλο του σπιτιού  και κάνει δεσμό με μια όμορφη , πλούσια και ώριμη γυναίκα πελάτισσα του, την Έλσα  Ζακόμπ  που μένει σ ένα παλάτι στην Κηφισιά  .  Η νεότητά του Δημήτρη  δοξάζει τις ρυτίδες της Ελσας  και η  θέση   της Ελσας   την φιλοδοξία του Δημήτρη.  Η Ανθή  μαθαίνει  για τον δεσμό  πάνω σε Τρίτη εγκυμοσύνη της και αποβάλει.  Η αγάπη μένει ,άλλα  η ρωγμή ανάμεσα  στο ζευγάρι γίνεται χάσμα .
Τώρα η Ανθή αλλάζει ρότα στις επιθυμίες της και ο Δημήτρης  σπρωγμένος από ενοχές της παρέχει το μικρό διαμέρισμα του ισογείου για να ξεκινήσει το εργαστήρι της στις γραφικές τέχνες.  Και όπως γίνεται όταν οι επιθυμίες μας πάλλονται γύρω μας  και χτυπούν άγνωστες πόρτες , στην Ανθή ανοίγει  τώρα  η πόρτα του αληθινού έρωτα στο πρόσωπο του Μανουήλ Δαλασσηνού.   Ο Μανουήλ Δαλασσηνός, καλλιτέχνης φωτογράφος, τρυφερός, ποιητικός, χαμένος στα μάτια της από το πρώτο βλέμμα  γίνεται η βάρκα του καλοκαιριού που πλέει στα νερά του Αιγαίου,  ο ανοιχτός ορίζοντας  για ν ανοίξει τα φτερά της.    Κάτω από το βλέμμα του η Ανθή  υφαίνει και ο αργαλειός της  φτιάχνει ποιήματα σε εικόνες, την πρώτη της γραφιστική δουλειά, το πρώτο της βιβλίο .  Κάτω από βλέμμα του Μανουήλ το νεανικό κορμί της θα  βαπτισθεί  στις τέσσερεις εποχές του χρόνου και στην αιωνιότητα της φωτογραφίας .   Μα όταν ο Μανουήλ  της  ζητήσει να τον ακολουθήσει ,  η Ανθή  θα πει όχι.  Μπροστά της βλέπει ένα ογκόλιθο, την ζωή της  με τον Δημήτρης και τα  αγόρια.   Επιστροφή στο σπίτι,  εγκλεισμός.  Η Ανθή   νοιώθει, όπως λέει ο Μάνος να σβήνουν ένα ένα τα λουλούδια πάνω της.   Και ύστερα έρχεται το 1999 το τρίτο παιδί  ένα κορίτσι η Εμμανουέλλα.   Έχουν περάσει κιόλας 13 χρόνια από το πρώτο φιλί .   Η Μάρθα είναι ανάπηρη,  ο Τέλογλου έχει πεθάνει, ο πατέρας της Ανθής παθαίνει Αλτσχάιμερ,  η μητέρα παραστέκεται, η Αλίκη χωρίς σταθερή αναφορά στην ζωή, τα παιδιά  μεγαλώνουν, ένας κόσμος που προχωρά  με τους δικούς του νομούς, με εκείνη τη δόση ευτυχίας και δυστυχίας που κάνει την ζωή περιπατητική .
 Όχι μην χαλαρώνετε, την ώρα  που η ζωή μοιάζει να χωνεύεται,  να αποθηκεύονται οι πικρίες,  να  αφομοιώνεται η τροφή της  πείρας  ο άγνωστος θεός κραδαίνει τη σπάθα σπέρνοντας νέα αδιέξοδα.  Τώρα ισχυρός άνεμος δυστυχίας, ένας κύκλος μεγάλου κινδύνου γύρω από την μικρή Εμμανουέλλα,    σπάει τα τζάμια και  αναποδογυρίζει τα σαλόνια και τα λίβινγκ ρουμ της αστικής ζωής .  Η Ανθή  θα αποκαλύψει τον παλιό δεσμό της με τον Μανουήλ,  Ο  Δημήτρης  Θα πετάξει την μάσκα του αυτάρεσκου αρσενικού, ο Μανουήλ θα προδώσει την νομαδική  ζωής του αγκυροβολώντας  σ ένα νέο πλάσμα.  Και οι τρείς , Ανθή, Δημήτρης και  Μανουήλ προσφέρονται  με όλη τους την ψυχή  και εξιλεώνονται αναδεικνύοντας  την βαθιά ανθρώπινη ουσία τους
Αυτήν που φέρνει  στους ανθρώπους την πραγματική δεύτερη άνοιξη. Την άνοιξη της λαμπερής συνείδησης , της αγάπης που σαν νήμα τυλίγει την δέσμη από  λουλούδια, Λουλούδια του αγρού,  μαργαρίτες, παπαρούνες και ζουμπούλια   για να τρεμοπαίξουν τα βλέφαρα της Εμμανουέλλας ,  για να στάξει το δάκρυ  από τα ματοτσίνορα της Ανθής όταν κλείνει το βιβλίο με ένα χαμόγελο ¨δυο φορές άνοιξη.