29.3.09

Συνέντευξή μου στο www.artmag.gr




Μάνος Κοντολέων:
«Η μαγεία της λογοτεχνίας είναι η υποκειμενικότητα»


Ο συγγραφέας με το πολυσχιδές έργο, που έχει αναγνωριστεί από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, τοποθετείται απέναντι στη σημασία της παιδικής ηλικίας, μας ξεναγεί στον λογοτεχνικό του κόσμο και περιγράφει την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσει με τους αναγνώστες. Παράλληλα, καταθέτει την άποψή του για την επιρροή των έργων τέχνης στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, σχολιάζει το φαινόμενο της επιθυμίας χιλιάδων επίδοξων συγγραφέων να εκδώσουν βιβλίο στη χώρα μας και αναφέρεται στη δημιουργική σχέση του με το διαδίκτυο. Και, εν όψει της κυκλοφορίας του νέου του μυθιστορήματος, επαναφέρει στο προσκήνιο το προσφιλές σ’ αυτόν θέμα του έρωτα, ιδωμένο από διαφορετική σκοπιά αυτή τη φορά…

Το πεζογραφικό έργο σας, όπως και το έργο πολλών σύγχρονων και προγενέστερων διάσημων συγγραφέων και καλλιτεχνών, φέρει το στίγμα της παιδικής ηλικίας. Τι σημαίνει η παιδική ηλικία για εσάς; Θεωρείτε ότι λείπει στις μέρες μας η παιδική ματιά απέναντι στα πράγματα;
-Η παιδική ηλικία είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου. Άρα, μαζί με την εφηβική, είναι πολύ σημαντικές περίοδοι για τον καθένα μας. Αλλά πέρα από αυτό, για κάποιους η δυναμική που υπάρχει μέσα στην παιδική / εφηβική περίοδο συνεχίζει να τους ενεργοποιεί, να επηρεάζει τον τρόπο που ως ενήλικοι βλέπουν και αντιδρούν. Αναφέρομαι στο ξάφνιασμα της πρώτης φοράς, στη μαγεία της ελπίδας, στο πάθος για τον άλλον, μα και στον τρόμο για τους άλλους. Όταν κανείς είναι παιδί και έφηβος, γνωρίζει το τι σημαίνει το πρωτόγνωρο. Ε, για κάποιους, αυτή η αίσθηση του πρωτόγνωρου τούς ακολουθεί και στην ενήλικη ζωή της. Και τότε, πιστέψτε, άλλοτε δημιουργούν κι άλλοτε επαναστατούν. Το νόημα της ζωής το δίνουν οι δημιουργοί και οι επαναστάτες. Αλλά κάτι τέτοια χαρίσματα στις μέρες μας δύσκολα ανθοφορούν. Είναι γιατί θεωρούνται, το καθένα με τον τρόπο του, επικίνδυνα. Η σύγχρονη κοινωνία της κατανάλωσης κάνει το κάθε τι για να τα πνίγει ή –ακόμα πιο αποτελεσματικά- να τα απαξιώνει.

Διερωτάστε σ’ ένα κείμενο διαλόγου με τον εαυτό σας εάν γράφετε από κεκτημένη ταχύτητα ή επειδή δεν τολμάτε να εγκαταλείψετε όσα έχετε κατακτήσει. Έχετε δώσει απάντηση σήμερα σ’ αυτή σας την ερώτηση;
-Όχι. Και μάλιστα κάθε μέρα που περνά, όλο και περισσότερο αναρωτιέμαι. Ολόκληρη η ζωή μου έχει στηθεί πάνω στο γράψιμο. Και είναι δύσκολο, όταν πια δεν είσαι εικοσάρης, να αλλάξεις ριζικά τη ζωή σου. Αλλά από την άλλη, ακόμα και σαν ατολμία να το δω ή σαν συνήθεια, το να γράφεις είναι όμορφο. Εκείνο πάντως που προσπαθώ είναι με κάθε μου νέο βιβλίο να αμφισβητώ τα προηγούμενα –να το διατυπώσω κάπως διαφορετικά : μου αρέσει κάθε φορά να αφήνω τις τεχνικές που έχω κατακτήσει και να παίρνω το ρίσκο να στηριχτώ σε νέες. Ως συγγραφέας, έτσι, δεν γερνώ.

Έχετε δηλώσει πως «οι αναγνώστες μου είναι άνθρωποι που έχω λίγο ή πολύ, ουσιαστικά ή όχι επέμβει στη ζωή τους». Πιστεύετε ότι και ο αναγνώστης από την πλευρά του έχει τη δυνατότητα να εισβάλλει στο μυθιστόρημα, καταθέτοντας τη δική του ερμηνευτική ματιά;
-Ασφαλώς και ναι. Κάθε φορά που ένα λογοτεχνικό κείμενο διαβάζεται και από έναν άλλο αναγνώστη, είναι σα να γράφεται από την αρχή. Ο κάθε αναγνώστης επικοινωνεί μαζί του με τον δικό του τρόπο, τις δικές του προσλαμβάνουσες, τις προσωπικές του εμμονές ή όνειρα. Βέβαια αυτή είναι μια διαδικασία επανα-γραφής της λογοτεχνίας που δεν γίνεται γνωστή, μένει αποκλεισμένη μέσα στη σκέψη και στην ψυχή του αναγνώστη. Η μοναδική φορά που μπορούμε να τη δούμε να κοινοποιείται είναι στην περίπτωση μιας δημόσιας κριτικής αποτίμησης. Αλλά και πάλι, θα πρέπει αυτός ο αναγνώστης που αναλαμβάνει και το ρόλο του κριτικού, να αντιμετωπίζει το έργο όχι σύμφωνα με προκρούστιες διαθέσεις, αλλά με την τάση επικοινωνίας μαζί του. Εξασκώ την κριτική πάνω από τριάντα χρόνια. Ακόμα και οι πιο αυστηρές κρίσεις μου από τη μια κρατούσαν την υποκειμενικότητά τους και από την άλλη εκφράζανε την αναγνώριση προς την κατάθεση ψυχής του ανθρώπου που είχε γράψει το κρινόμενο έργο.

Θεωρείτε ότι ένα λογοτεχνικό έργο, μια ταινία ή ένας πίνακας ζωγραφικής μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά τη ζωή των σύγχρονων ανθρώπων που αντιμετωπίζουν πολλαπλά αδιέξοδα;
-Αυτό θα ήταν το ευκταίο. Αλλά από μόνη της η Τέχνη δεν μπορεί όλα να τα κάνει. Υπάρχει και εκφράζεται μέσα σε ένα πλέγμα και άλλων κοινωνικών εκφράσεων. Οι περισσότερες, σήμερα, από αυτές καλλιεργούν τη χυδαιότητα της κατανάλωσης. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν μπορεί να επέμβει καταλυτικά ένα έργο τέχνης στη ζωή ενός σύγχρονου ανθρώπου, όταν αυτός έχει υποστεί επεμβάσεις από την φτήνια που κυριαρχεί στους δρόμους και μέσα στα σπίτια μας. Αλλά περίοδοι κατάπτωσης και άλλες φορές έχουν υπάρξει. Και η Ιστορία μας διδάσκει πως μετά από αυτές τις περιόδους ήρθαν άλλες που φέρανε την ανάταση. Ελπίζω, λοιπόν… Άλλωστε αν δεν είχα ελπίδα, δεν θα ζούσα και δεν θα έγραφα.

Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει ένα σύγχρονο παραμύθι για να συγκινήσει τα παιδιά, τα οποία στις μέρες μας δομούν την ταυτότητά τους μέσα στις αναπαραστάσεις ενός οπτικού πολιτισμού;
-Είμαι ίσως ο μόνος Έλληνας συγγραφέας που έχει καταθέσει τόσα διαφορετικά είδη της λογοτεχνίας. Παραμύθια, μικρές ιστορίες, διηγήματα για παιδιά, μυθιστορήματα για νέους, αλλά και μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά για ενήλικες. Αυτό δύσκολα έχει γίνει αποδεκτό. Δεν μπορεί να γίνει, φαίνεται, κατανοητό πως είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος από τη μια να γράφει π.χ. για έναν χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει και από την άλλη για τον τρόπο σκέψης ενός ευνούχου. Λοιπόν, εγώ από τη δικιά μου μεριά δεν καταλαβαίνω γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορούν να το κάνουν κι άλλοι, πολλοί συγγραφείς. Περιστοιχίζομαι από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και με όλους θέλω να επικοινωνώ είτε μέσα στην καθημερινότητά μου, είτε μέσα από τα γραπτά μου. Και πάντα εκφράζομαι με το ίδιο συγγραφικό ήθος, το οποίο μπορεί να διαθέτω. Και πάντα αναρωτιέμαι αν μέσα από τα γραπτά μου θα καταφέρω να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες που το καθένα από αυτά απευθύνεται. Αν έχουν αλλάξει οι προσλαμβάνουσες του παιδιού, το ίδιο αλλάζουν και οι προσλαμβάνουσες των ενηλίκων. Αλλά και οι δικές μου δεν αλλάζουν κι αυτές; Διαφορετικά έγραφα το 1979 και διαφορετικά γράφω το 2009.

Υπήρξαν πραγματικά γεγονότα της προσωπικής σας διαδρομής, εγγεγραμμένα μέσα σας, τα οποία ξεπήδησαν απρόσκλητα στο μυθιστορηματικό σας έργο;
-Κάθε φορά και σε κάθε γραπτό μου έρχονται απρόσκλητα, όπως λέτε, γεγονότα της προσωπικής μου διαδρομής. Μπορεί κάποια από αυτά να χαρακτηρίζουν όλο το έργο, μπορεί κάποια άλλα να περνούν μέσα σε ασήμαντες λεπτομέρειες και μόνο εγώ να τα αναγνωρίζω. Εκείνο που βασικά πιστεύω είναι πως ο κάθε συγγραφέας άσχετα για ποιο θέμα γράφει, στην ουσία μιλά για τον εαυτό του. Ακόμα κι αν κάτι αποκρύπτουμε, ακόμα και τότε πάλι για στον εαυτό μας αναφερόμαστε, αφού δικό του κομμάτι αποκρύπτουμε. Η μαγεία της λογοτεχνίας είναι η υποκειμενικότητα. Η υποκειμενικότητα του συγγραφέα έρχεται να συναντηθεί με την υποκειμενικότητα του αναγνώστη.

Πώς σχολιάζετε το φαινόμενο της αποστολής χιλιάδων χειρογράφων στους εκδοτικούς οίκους κάθε χρόνο, καθώς είναι πολλοί οι νέοι άνθρωποι που επιθυμούν να εκδώσουν βιβλίο σήμερα;
-Ναι με έχει προβληματίσει. Ερμηνεύω το φαινόμενο ως μια έκφραση της μοναξιάς του σημερινού ανθρώπου που μέσα από τη γραφή προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τα αδιέξοδά του. Από την άλλη πάλι, καθώς διαπιστώνω τη χαμηλή ποιότητα των περισσοτέρων από αυτές τις προσπάθειες, σκέφτομαι πως καθώς τόσο «ευκολοδιάβαστα» μυθιστορήματα έχουν βρει εκδότη, είναι φυσικό να υπάρχουν πάρα πολλοί που θεωρούν τη λογοτεχνία ως μια εύκολη υπόθεση. Όταν δεν έχεις να αναμετρηθείς με έναν Καραγάτση ή έναν Παπαδιαμάντη, αλλά με την κάποια κυρία ή κάποιον κύριο που «πουλά» μερικές χιλιάδες αντίτυπα, είναι φυσικό να πιστεύεις πως η λογοτεχνική γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παράθεση γεγονότων, άντε και κάποιων συλλογισμών εύκολων και ανώδυνων. Και πως έτσι κι εσύ στρώσεις κ…., την επόμενη χρονιά θα γίνεις πλούσιος και διάσημος. Φαινόμενο, λοιπόν, ή υπαρξιακού αδιεξόδου ή αχαλίνωτης κερδοσκοπίας.

Η σχέση σας με το διαδίκτυο είναι πολύχρονη και εξαιρετικά δημιουργική. Τι μπορεί να προσφέρει το διαδίκτυο σ’ έναν συγγραφέα σήμερα;
-Επικοινωνία και ελευθερία. Σου δίνεται η ευκαιρία να επικοινωνείς με περισσότερους ανθρώπους και η ελευθερία να δημοσιοποιείς την άποψή σου χωρίς την μεσολάβηση κάποιου άλλου. Αλλά όπως όλα, έτσι και το διαδίκτυο έχει και αρνητικά στοιχεία. Συχνά η επικοινωνία χάνεται μέσα στην πληθώρα των πληροφοριών. Και πολλές φορές η ελευθερία μετατρέπεται σε ασυδοσία. Προσωπικά χρησιμοποιώ αυτή τη νέα δυνατότητα. Έχω μια προσωπική ιστοσελίδα και δυο ιστολόγια. Παράλληλα χρησιμοποιώ τις δυνατότητες που μου δίνει το διαδίκτυο για επικοινωνία – τόσο επαγγελματική, όσο και προσωπική. Και βέβαια από το γραφείο μου αισθάνομαι πως μπορώ να μάθω τα πάντα. Ξέρω πως ακόμα είμαστε στην αρχή μιας μεγάλης επανάστασης στο χώρο της επικοινωνίας και αφήνω τον εαυτό μου να ξαφνιάζεται ως ένα παιδί που του έχουν χαρίσει ένα νέο παιχνίδι.

Το επόμενο ερωτικό μυθιστόρημά σας με τίτλο «Λεβάντα της Άτκινσον» θα κυκλοφορήσει μέσα στον Απρίλιο από τις εκδόσεις Πατάκη. Μιλήστε μας για το θέμα του «ώριμου έρωτα», της φθοράς του γάμου και της καταλυτικής παρουσίας του τρίτου προσώπου, με το οποίο καταπιαστήκατε.
-Το 2005 κυκλοφόρησε το θεατρικό μου έργο Η Τέταρτη Εποχή. Ήταν το πρώτο θεατρικό έργο που έγραφα –και μέχρι σήμερα το μόνο– και ο βασικός λόγος που με έκανε να θελήσω να ασχοληθώ με αυτό το λογοτεχνικό είδος, ήταν η διάθεσή μου να πειραματιστώ και σε άλλες φόρμες αφήγησης. Έχω διαβάσει πολλά θεατρικά έργα και έχω παρακολουθήσει πολλές θεατρικές παραστάσεις. Και πάντα αναρωτιόμουν ποιες μπορεί τάχα να είναι οι τεχνικές αφήγησης ενός θεατρικού συγγραφέα, που εντελώς διαφέρουν από εκείνες ενός πεζογράφου. Ο θεατρικός συγγραφέας χρησιμοποιεί βασικά και μόνο τον διάλογο και μέσα από αυτόν πλάθει τους χαρακτήρες του. Ο πεζογράφος έχει περισσότερα όπλα αφηγηματικών τεχνικών που μπορεί να ενεργοποιήσει. Αν και Η Τέταρτη Εποχή ως θεατρικό έργο έχει ξεκάθαρους ήρωες, εγώ αισθανόμουνα πως δεν τους είχα εξαντλήσει. Πιο σωστά: ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτήν την παντοδυναμία του πεζογράφου, της οποίας ένα μεγάλο μέρος ο θεατρικός συγγραφέας το μεταβιβάζει στον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς.
Έτσι αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα αφηγείται την ίδια ιστορία, αλλά με άλλο τρόπο. Και το ονόμασα Λεβάντα της Άτκινσον. Το χαρακτηρίζετε ως ερωτικό μυθιστόρημα. Δεν θα διαφωνήσω μαζί μας. Άλλωστε, εδώ και χρόνια με απασχολεί ο έρωτας στις διάφορες μορφές με τις οποίες εκφράζεται, ως μνήμη παιδική (Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας), ως μνημονική ζήλια (Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο), αλλά και το πώς συνδυάζεται με την εξουσία (Ιστορία Ευνούχου), ή το πώς συνδέεται με τις κοινωνικές αλλαγές (Ερωτική Αγωγή), κι άλλοτε πάλι πώς παρουσιάζεται μέσα στην καθημερινότητα (Σχεδόν Έρωτας). Τώρα θέλησα να τον δω ως καταλυτικό στοιχείο στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η Λεβάντα της Άτκινσον είναι ένα μυθιστόρημα φθοράς του έρωτα, όσο και επαναπροσδιορισμού του. Ακριβώς όπως είναι, μα και πρέπει να είναι, η ερωτική σχέση δυο ανθρώπων που τους συντροφεύει από τη νεότητά τους έως την ωριμότητά τους.
(Τις ερωτήσεις τις έκανε η κ. Ειρήνη Σπυριδάκη)