Ισίδωρος Ζουργός
«Η Αηδονόπιτα»
Εκδόσεις Πατάκη
Το πέμπτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε ο Ισίδωρος Ζουργός, ένας συγγραφέας που μόλις με το προηγούμενό του –το «Η Σκιά της Πεταλούδας»- έγινε γνωστός σε ένα αληθινά ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Σε κάποιο προηγούμενο τεύχος του ΔΙΑΒΑΖΩ, στα πλαίσια ενός άρθρου μου σχετικού με τον τρόπο που εξασκείται η κριτική στην Ελλάδα, είχα χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα άδικης αποσιώπησης εκ μέρους των κριτικών και των διαφόρων επιτροπών λογοτεχνικών βραβείων , την περίπτωση της «Πεταλούδας»
Αλλά το αναγνωστικό κοινό το ανακάλυψε και πάνω από δυο χρόνια το έφερνε –και το φέρνει ακόμα- ανάμεσα στα μυθιστορήματα εκείνα που αναγράφονται στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλίων.
Κι ενώ η κριτική παράμεινε σιωπηλή, ο Ζουργός έγραψε ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό με τον περίεργο τίτλο «Η Αηδονόπιτα»
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του δεν ήταν ιστορικά, αλλά διέθεταν –το καθένα με τον τρόπο του- στοιχεία που αναζητούσαν την ταυτότητα του ατόμου άλλοτε μέσα από τον έρωτα, άλλοτε μέσα από την ανίχνευση της παιδικής ηλικίας κι άλλοτε μέσα από διαχρονικούς θρύλους και μύθους.
Αυτοί οι προσανατολισμοί παραμένουν και στα δυο τελευταία, μόνο που ο θεσσαλονικιός συγγραφέας δείχνει πως θέλει πλέον να τα τοποθετεί σε συγκεκριμένους ιστορικούς χρόνους και γεωγραφικούς τόπους.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, τόσο η «Πεταλούδα», όσο και η «Αηδονόπιτα» δεν είναι γνήσια ιστορικά μυθιστορήματα –για τον Ζουργό δεν είναι το ιστορικό συμβάν που καθορίζει την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων του, αλλά αντιθέτως είναι το άτομο που αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια εποχή και σε ένα τόπο.
Αν η «Πεταλούδα» είχε πολλά θετικά στοιχεία που αποδείκνυαν πως ο συγγραφέας της διαθέτει και σημαντικότατο ταλέντο και γνήσια συγγραφικά οράματα, το νέο αυτό μυθιστόρημα επιβεβαιώνει όλα αυτά, τα διευρύνει, μα και σε κάποια σημεία τα απαρνείται.
Στο προηγούμενο του έργο ο Ζουργός είχε ασχοληθεί με την ιστορία της Μακεδονίας. Τώρα στρέφεται προς την εποχή του 1821 και εστιάζεται κυρίως στα όσα έχουν να κάνουν με την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Κεντρικός ήρωας ένας αμερικάνος φιλέλληνας. Ο Γκάμπριελ, νόθος γιος πλούσιου αμερικάνου γαιοκτήμονα, αφήνει την πατρίδα του καθώς διαπιστώνει πως είναι αδύνατον να μπορέσει να ενωθεί με την αγαπημένη του Ελίζαμπεθ.
Διαθέτοντας μια γερή κλασσική παιδεία, αποφασίζει να φτάσει στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Μέσα από ένας είδους ημερολογίου – ανεπίδοτων επιστολών προς την αγαπημένη του, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει ένα μεγάλο μέρος τόσο της ιστορίας των μυθιστορηματικών προσώπων, όσο και κάποιων ιστορικών γεγονότων. Το υπόλοιπο μέρος δίνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Γκάμπριελ αφού περιπλανηθεί πρώτα σε λιμάνια της Μεσογείου, θα φτάσει σε μια κατακρεουργημένη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1821, θα γνωριστεί με την οικογένεια ενός έλληνα προύχοντα που έχει χάσει την περιουσία του, και στη συνέχεια θα ακολουθήσει την βιασμένη από τους Τούρκους κόρη του άρχοντα και τον ξεπεσμένο οπλαρχηγό άντρα της στην πορεία τους προς αναζήτηση των ελλήνων επαναστατών της κεντρικής Ελλάδας.
Πολύ γρήγορα γίνεται σαφές στον αναγνώστη πως ο Γκάμπριελ έχει αντικαταστήσει τον έρωτά του προς την αμερικανίδα παιδική του φίλη με αυτόν προς την Λαζαρίνα, την παραμελημένη γυναίκα του οπλαρχηγού.
Από εκεί και πέρα το ερωτικό πάθος θα ταυτιστεί με το πάθος για αυτογνωσία και οι δυο εραστές θα βρεθούνε αποκλεισμένοι στο Μεσολόγγι.
Το μυθιστόρημα αφιερώνει αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος του στην εξιστόρηση της ζωής μέσα στην ψυχορραγούσα πολιτεία. Και αμέσως μετά την πτώση και την έξοδο, οι κεντρικοί του ήρωες θα ανακαλύψουν την δική τους προσωπική κάθαρση.
Σε ένα πολυσέλιδο, όπως η «Αηδονόπιτα», μυθιστόρημα, θα περίμενε κανείς από τη μια να έχανε σε κάποια σημεία ο συγγραφέας τον έλεγχο της γλώσσας και από την άλλη να δημιουργούσε δομικές παλινδρομήσεις.
Ο Ζουργός ούτε σε μια σελίδα από τις 590 του έργου δεν χάνει τον έλεγχο πάνω στην γλωσσική του έκφραση –ο λόγος τους είναι άψογος, ελληνικά που δείχνουν και καλή παιδεία και πολύ κόπο και μεγάλη έμπνευση –πχ «Όσο πλησίαζαν τους πρόποδες του μεγάλου βουνού, ένιωθαν πως ο ήλιος που τους έλουζε ήταν σακάτης» ή «Όλη τη νύχτα οι τρύπες της στέγης φανέρωναν μάτια σκόρπια εδώ κι εκεί, άστρα που κρυφοκοίταγαν μέσα στο στάβλο»
Αλλά στον τομέα της δομής, η ίδια του η έμπνευση τον παρασύρει –κάτι που το είχε αποφύγει στην σχεδόν εξ΄ ίσου πολυσέλιδη «Πεταλούδα».
Οι σελίδες που αφορούν την πολιορκία, αν και μεγίστου γλωσσικού κάλλους και με πληθώρα καλοχωνεμένων ιστορικών και λαογραφικών πληροφοριών, σαφώς είναι περισσότερες του δέοντος. Και υπάρχει και το τέταρτο μέρος του έργου, που μας μεταφέρει από το 1826 στο 1869 και που θέλοντας να μας δώσει στοιχεία για την τύχη των κεντρικών προσώπων μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν, στην ουσία αποδυναμώνει αυτό που ο ίδιος ο Ζουργός ήθελε να υπηρετήσει, εκείνο το «Τι είναι αυτό που στις αρχαίες μακάριες ακτές με καθηλώνει» του Χαίλντερλιν και το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα σε κάποιο κεφάλαιο.
Η «Αηδονόπιτα» σε αντίθεση με την «Πεταλούδα» δεν είναι μυθιστόρημα χαρακτήρων, όσο τόπων και γεγονότων. Τα τέσσερα, πέντε βασικά άτομα που πάνω τους στηρίζεται η πλοκή μπορεί να γίνονται αρκούντως γνωστά στον αναγνώστη, αλλά δεν γίνονται οικεία.
Αλλά θεωρώ πως τελικά η «Αηδονόπιτα», κυρίως με την άψογη γλώσσα της και με την παραστατική περιγραφή μιας εποχής, είναι ένα σκαλί πιο πάνω στη συγγραφική πορεία του Ζουργού και σαφώς μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, καθώς περιγράφει μια εποχή με τρόπο που ενώ απόλυτα δείχνει πως σέβεται και αποδέχεται την εικόνα της έτσι όπως μας έχει κληρονομηθεί, δε διστάζει παράλληλα και να την περιγράψει με έναν σχεδόν ανατριχιαστικό ρεαλισμό.
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι ένας συγγραφέας με ταυτότητα και οράματα. Ένας γραφιάς που δεν φοβάται τον κόπο της γραφής. Κλασικός και έλληνας σε μια εποχή μοντερνισμού και διεθνισμού. Και με τον δικό του ευαίσθητο όσο και υπεύθυνο τρόπο, προτείνει να ξαναδούμε την ιστορία μας όχι ανατρέποντάς την, αλλά και όχι στολίζοντάς την με …το αίσθημα εκείνο της μελαγχολικής αυτοπαρηγορίας (λόγια του Παπαδιαμάντη, κι αυτά χρησιμοποιούμενα κάπου μέσα στην «Αηδονόπιτα», ως προμετωπίδα)
«Η Αηδονόπιτα»
Εκδόσεις Πατάκη
Το πέμπτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε ο Ισίδωρος Ζουργός, ένας συγγραφέας που μόλις με το προηγούμενό του –το «Η Σκιά της Πεταλούδας»- έγινε γνωστός σε ένα αληθινά ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Σε κάποιο προηγούμενο τεύχος του ΔΙΑΒΑΖΩ, στα πλαίσια ενός άρθρου μου σχετικού με τον τρόπο που εξασκείται η κριτική στην Ελλάδα, είχα χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα άδικης αποσιώπησης εκ μέρους των κριτικών και των διαφόρων επιτροπών λογοτεχνικών βραβείων , την περίπτωση της «Πεταλούδας»
Αλλά το αναγνωστικό κοινό το ανακάλυψε και πάνω από δυο χρόνια το έφερνε –και το φέρνει ακόμα- ανάμεσα στα μυθιστορήματα εκείνα που αναγράφονται στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλίων.
Κι ενώ η κριτική παράμεινε σιωπηλή, ο Ζουργός έγραψε ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό με τον περίεργο τίτλο «Η Αηδονόπιτα»
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του δεν ήταν ιστορικά, αλλά διέθεταν –το καθένα με τον τρόπο του- στοιχεία που αναζητούσαν την ταυτότητα του ατόμου άλλοτε μέσα από τον έρωτα, άλλοτε μέσα από την ανίχνευση της παιδικής ηλικίας κι άλλοτε μέσα από διαχρονικούς θρύλους και μύθους.
Αυτοί οι προσανατολισμοί παραμένουν και στα δυο τελευταία, μόνο που ο θεσσαλονικιός συγγραφέας δείχνει πως θέλει πλέον να τα τοποθετεί σε συγκεκριμένους ιστορικούς χρόνους και γεωγραφικούς τόπους.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, τόσο η «Πεταλούδα», όσο και η «Αηδονόπιτα» δεν είναι γνήσια ιστορικά μυθιστορήματα –για τον Ζουργό δεν είναι το ιστορικό συμβάν που καθορίζει την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων του, αλλά αντιθέτως είναι το άτομο που αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια εποχή και σε ένα τόπο.
Αν η «Πεταλούδα» είχε πολλά θετικά στοιχεία που αποδείκνυαν πως ο συγγραφέας της διαθέτει και σημαντικότατο ταλέντο και γνήσια συγγραφικά οράματα, το νέο αυτό μυθιστόρημα επιβεβαιώνει όλα αυτά, τα διευρύνει, μα και σε κάποια σημεία τα απαρνείται.
Στο προηγούμενο του έργο ο Ζουργός είχε ασχοληθεί με την ιστορία της Μακεδονίας. Τώρα στρέφεται προς την εποχή του 1821 και εστιάζεται κυρίως στα όσα έχουν να κάνουν με την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Κεντρικός ήρωας ένας αμερικάνος φιλέλληνας. Ο Γκάμπριελ, νόθος γιος πλούσιου αμερικάνου γαιοκτήμονα, αφήνει την πατρίδα του καθώς διαπιστώνει πως είναι αδύνατον να μπορέσει να ενωθεί με την αγαπημένη του Ελίζαμπεθ.
Διαθέτοντας μια γερή κλασσική παιδεία, αποφασίζει να φτάσει στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Μέσα από ένας είδους ημερολογίου – ανεπίδοτων επιστολών προς την αγαπημένη του, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει ένα μεγάλο μέρος τόσο της ιστορίας των μυθιστορηματικών προσώπων, όσο και κάποιων ιστορικών γεγονότων. Το υπόλοιπο μέρος δίνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Γκάμπριελ αφού περιπλανηθεί πρώτα σε λιμάνια της Μεσογείου, θα φτάσει σε μια κατακρεουργημένη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1821, θα γνωριστεί με την οικογένεια ενός έλληνα προύχοντα που έχει χάσει την περιουσία του, και στη συνέχεια θα ακολουθήσει την βιασμένη από τους Τούρκους κόρη του άρχοντα και τον ξεπεσμένο οπλαρχηγό άντρα της στην πορεία τους προς αναζήτηση των ελλήνων επαναστατών της κεντρικής Ελλάδας.
Πολύ γρήγορα γίνεται σαφές στον αναγνώστη πως ο Γκάμπριελ έχει αντικαταστήσει τον έρωτά του προς την αμερικανίδα παιδική του φίλη με αυτόν προς την Λαζαρίνα, την παραμελημένη γυναίκα του οπλαρχηγού.
Από εκεί και πέρα το ερωτικό πάθος θα ταυτιστεί με το πάθος για αυτογνωσία και οι δυο εραστές θα βρεθούνε αποκλεισμένοι στο Μεσολόγγι.
Το μυθιστόρημα αφιερώνει αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος του στην εξιστόρηση της ζωής μέσα στην ψυχορραγούσα πολιτεία. Και αμέσως μετά την πτώση και την έξοδο, οι κεντρικοί του ήρωες θα ανακαλύψουν την δική τους προσωπική κάθαρση.
Σε ένα πολυσέλιδο, όπως η «Αηδονόπιτα», μυθιστόρημα, θα περίμενε κανείς από τη μια να έχανε σε κάποια σημεία ο συγγραφέας τον έλεγχο της γλώσσας και από την άλλη να δημιουργούσε δομικές παλινδρομήσεις.
Ο Ζουργός ούτε σε μια σελίδα από τις 590 του έργου δεν χάνει τον έλεγχο πάνω στην γλωσσική του έκφραση –ο λόγος τους είναι άψογος, ελληνικά που δείχνουν και καλή παιδεία και πολύ κόπο και μεγάλη έμπνευση –πχ «Όσο πλησίαζαν τους πρόποδες του μεγάλου βουνού, ένιωθαν πως ο ήλιος που τους έλουζε ήταν σακάτης» ή «Όλη τη νύχτα οι τρύπες της στέγης φανέρωναν μάτια σκόρπια εδώ κι εκεί, άστρα που κρυφοκοίταγαν μέσα στο στάβλο»
Αλλά στον τομέα της δομής, η ίδια του η έμπνευση τον παρασύρει –κάτι που το είχε αποφύγει στην σχεδόν εξ΄ ίσου πολυσέλιδη «Πεταλούδα».
Οι σελίδες που αφορούν την πολιορκία, αν και μεγίστου γλωσσικού κάλλους και με πληθώρα καλοχωνεμένων ιστορικών και λαογραφικών πληροφοριών, σαφώς είναι περισσότερες του δέοντος. Και υπάρχει και το τέταρτο μέρος του έργου, που μας μεταφέρει από το 1826 στο 1869 και που θέλοντας να μας δώσει στοιχεία για την τύχη των κεντρικών προσώπων μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν, στην ουσία αποδυναμώνει αυτό που ο ίδιος ο Ζουργός ήθελε να υπηρετήσει, εκείνο το «Τι είναι αυτό που στις αρχαίες μακάριες ακτές με καθηλώνει» του Χαίλντερλιν και το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα σε κάποιο κεφάλαιο.
Η «Αηδονόπιτα» σε αντίθεση με την «Πεταλούδα» δεν είναι μυθιστόρημα χαρακτήρων, όσο τόπων και γεγονότων. Τα τέσσερα, πέντε βασικά άτομα που πάνω τους στηρίζεται η πλοκή μπορεί να γίνονται αρκούντως γνωστά στον αναγνώστη, αλλά δεν γίνονται οικεία.
Αλλά θεωρώ πως τελικά η «Αηδονόπιτα», κυρίως με την άψογη γλώσσα της και με την παραστατική περιγραφή μιας εποχής, είναι ένα σκαλί πιο πάνω στη συγγραφική πορεία του Ζουργού και σαφώς μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, καθώς περιγράφει μια εποχή με τρόπο που ενώ απόλυτα δείχνει πως σέβεται και αποδέχεται την εικόνα της έτσι όπως μας έχει κληρονομηθεί, δε διστάζει παράλληλα και να την περιγράψει με έναν σχεδόν ανατριχιαστικό ρεαλισμό.
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι ένας συγγραφέας με ταυτότητα και οράματα. Ένας γραφιάς που δεν φοβάται τον κόπο της γραφής. Κλασικός και έλληνας σε μια εποχή μοντερνισμού και διεθνισμού. Και με τον δικό του ευαίσθητο όσο και υπεύθυνο τρόπο, προτείνει να ξαναδούμε την ιστορία μας όχι ανατρέποντάς την, αλλά και όχι στολίζοντάς την με …το αίσθημα εκείνο της μελαγχολικής αυτοπαρηγορίας (λόγια του Παπαδιαμάντη, κι αυτά χρησιμοποιούμενα κάπου μέσα στην «Αηδονόπιτα», ως προμετωπίδα)
(Δημοσιεύτηκε στο Ε. Τ. της Κυριακής 14/12/2008)
8 comments:
Πράγματι, πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Περιγράφει γεγονότα που διαδραματίζονται σε μια περίοδο για την οποία δεν διαβάζουμε συχνά. Η γλωσσική του έκφραση είναι επίσης ενιαία σε όλο το βιβλίο. Τυχαία και εγώ μόλις σήμερα το τελείωσα και ήταν σκέτη απόλαυση. Ευχαριστούμε για την πολύ περιεκτική κριτική.
autoτέλεια
Λυπάμαι για την καθυστερημένη απάντηση.
Ευχαριστώ για το σχόλιο.Και χαίρομαι που σου άρεσε τόσο το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όσο και ο τρόπος που το προσέγγισα
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την κριτική σας για το τελευταίο μυθιστόρημα του, τυχαίνει και φίλου μου, Ισίδωρου Ζουργού. Πέρα από τα αδιαμφισβήτητα θετικά του στοιχεία, μελέτη και προσοχή στα ιστορικά στοιχεία, γλώσσα που δεν "σκηνοθετεί" διαλόγους περασμένων καιρών και ξεχασμένων τόπων, εμπνευσμένη και ευφάνταστη πλοκή μυθιστοριογραφίας, το νέο πόνημα του συγγραφέα πάσχει από σειρά αφηγηματικών παθήσεων που η θεραπεία τους χρειάζεται χρόνο και επίμονη προσπάθεια. Συγκεκριμένα:
Η ποιητικότητα της γλώσσας του ξεπερνά συχνά τα αποδεκτά, για πεζογράφημα, όρια ανοχής. ο καταιγισμός καλολογικών στοιχείων, ο άσκοπος λυρισμός του κειμένου και η αυτάρεσκη "ανακάλυψη" λέξεων που μοναδικό στόχο έχουν τον εντυπωσιασμό είναι περισσότερο από εμφανής. Παράδειγμα μικρό η χρήση της λέξης "βουστροφηδόν" (δυο φορές στο κείμενο). Την πρώτη φορά που την συναντάμε (σελ 104), χρησιμοποιείται μάλιστα λάθος, καθώς ο ήρωας είναι αδύνατον να κατέβει μια ελικοειδή σκάλα με αυτόν τον τρόπο.
Εμβόλιμες "περιγραφές γεγονότων" που ελάχιστα προσθέτουν στην πλοκή. Παράδειγμα το ναυάγιο στη Ζάκυνθο και η "μακρόσυρτη" σε χρόνο και έκταση μετακίνηση των πρωταγωνιστών από τη Θεσσαλονίκη στο Μεσολόγγι.
Η προσέγγιση, τέλος, των "άλλων", των "εχθρών", ακροβατεί στα όρια της "εθνικόφρονος" αντίληψης των εθνικών μύθων και κινδυνεύει να την αναπαράξει με όρους σχολικών διαγγελμάτων εθνικών επετείων. Στο σύνολο του κειμένου δεν εμφανίζεται πουθενά κάποια "θετική" άποψη ή έστω "αποδεκτή" μορφή των αντιπάλων που είναι συλλήβδην οι κακοί.
Σας στέλνω, κάποιες από τις σκέψεις μου για τον Ισίδωρο Ζουργό και γιατί εκτιμώ την, αντικειμενική, γνώμη σας για τη δουλειά του αλλά, κυρίως, γιατί πιστεύω ότι, αν δουλέψει πάνω στα εμφανή μειονεκτήματα του, μπορεί να αφήσει τη δική του σφραγίδα στην ελληνική λογοτεχνία
Kostas
Πριν ευχαριστήσω για την ανταλλαγή απόψεων -που είναι άλλωστε ένας από του στόχους κάθε κριτικού σημειώματος, θα ήθελα να επισημάνω πως δεν μου αρέσει να συνομιλώ με "σκιές". Υπογράφω με το όνομά μου τα κείμενά μου και δέχομαι την επικοινωνία με κάποιον που διαθέτει έστω και ψευδώνυμο, φτάνει κάπως να δηλώνει τουλάχιστον κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του.
Αλλά κάνω μια παράβαση των αρχών μου γιατί οι παρατηρήσεις σας αν μη τι άλλο έκφράζονται ευγένεια.
Αλλά διαφωνώ για ότι λέτε σχετικά με τη γλώσσα και τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ζουργός. Πιστεύω πως ένας συγγραφέας έχει το δικαίωμα -κάποτε ίσως και την υποχρέωση- να διαθέτει ένα πλούσιο και ακόμα και εξεζητημένο λεξιλόγιο. Δεν υπάρχουν νεκρές λέξεις. Τώρα αν κάποια στιγμή μια από αυτές τη χρησιμοποιήσει λανθασμένα (που και αυτό δεν είναι σίγουρο για την περίπτωση που αναφέρετε) δε νομίζω πως βαραίνει και τόσο πολύ.
Σχετικά με τη ιδεολογική του στάση απένατι στους 'άλλους', έχω να παρατηρήσω πως επίσης είναι δικαίωμα κάθε δημιουργού να έχει τις απόψεις του και να τις υποστηρίζει. Αλλά ας μην ξεχάσουμε πως ο Ζουργός δεν είναι τόσο παραδοσιακός στο αντιτουρκικό του μένος, θάλεγα μάλιστα πως δεν έχει καν μένος. Κι έπειτα μιλά μέσα από τη σκέψη ενός συγκεκριμένου ήρωά.
Κι αν, τέλος, υπάρχουν κάποια σημεία στην αφηγηματική ροή που τη διασπούνε, αυτό κι εγώ το επισημαίνω με τον δικό μου τρόπο έκφρασης, μα και τονίζω πως σε ένα τόσο πολυσέλιγο κείμενο είναι αναμενόμενο να υπάρχουν σημεία κάμψης. Και θυμείτε, παρακαλώ, πως η κλασική λογοτεχνία (την οποία ο Ζουργός φαίνεται και να την εκτιμά και να επιχειρεί να συνεχίζει τους κανόνες της)συχνά διαθέτει κάποιες τέτοιες αφηγηματικές κάμψεις.
Αλλά επίσης τονίζω (παρακαλώ προσέξτε την τελευταία παράγραφο του κειμένου μου) πως ο Ζουργός έχει τη δική του άποψη με την οποία επανατοποθετεί χωρίς να ανατρέπει το '21.
Εν τέλει άλλο είναι να διαφωνείς με τις θέσεις ενός συγγραφέα και άλλο να του δίνεις συμβουλές.
Δεν ήταν στις προθέσεις μου να αποκρύψω κάτι από την ταυτότητα μου, στο μέτρο που δεν εμπεριείχαν στοιχεία που δεν αφορούσαν κανένα.
Ούτε, ακόμη περισσότερο, είναι στις προθέσεις μου να "συμβουλέψω" κάποιον τον οποίο μάλιστα ιδιαίτερα εκτιμώ.
Κριτική κάνω, ως φανατικός και επιμελής αναγνώστης του κ. Ζουργού, δουλειά που δεν πιστεύω ότι μπορούν να μονοπωλούν οι επαγγελματίες του είδους με αφετηρία και προθέσεις, εν πολλοίς, αμφισβητούμενες...
Για το αν ο απόλυτος ήρωας του έργου δεν εκφράζει και δεν επιδιώκει να "περνά" τις απόψεις του συγγραφέα στους αναγνώστες, επιτρέψτε μου να έχω κάποια διαφωνία. Όταν μάλιστα από ενθουσιασμό(;) ισχυρίζεται ότι "ο πόλεμος είναι ο τοκετός της ελευθερίας των λαών" κάτι δεν μου κάθεται καλά.
Όσο για την ταπεινότητα μου είμαι (ήμουν) μάνατζερ (τι χυδαία λέξη) που πάντα διάβαζε, προβληματιζόταν, και όταν τον έπαιρνα, διαφωνούσε. και ενίοτε έγραφε.
Είμαι Θεσσαλονικιός, και «κοντινός» του συγγραφέα με τον οποίο και διαφωνούμε δια ζώσης. Φανταζόμουν ότι σε ‘σας θα συναντούσα έναν «σύμμαχο» αλλά έπεσα έξω. Μάλλον εγώ είμαι πολύ αυστηρός με τον κ. Ζουργό και αυτό πρέπει να με προβληματίσει
kostas
α/ Πάντα πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω στο δικαίωμα του καθενός να εκφράζει τις απόψεις του όπως και όπου θέλει. Αλλά ένα 'προφίλ' -ακόμα κι αν είναι ψεύτικο- κάτι εκφράζει. Η ανυπαρξία -ακόμα και του ψεύτικου- τί εκφράζει;
β/ Οι συμβουλές θα πρέπει να συν-βαδίζουν με τις βουλήσεις αυτών που τους τις αποστέλνουμε. Δαφορετικά είναι παρεμβολές
γ/ Αμφισβητούμενες προθέσεις μπορεί να έχουν όχι μόνο οι επαγγελματίες αλλά και οι μη επαγγελματίες. Όπως, βέβαια, και οι δυο κατηγορίες μπορεί να έχουν ειλικρινείς προθέσεις.
δ/ Ο ήρωας ενός έργου δεν εκφράζει απαραίτητα και πάντα και τις απόψεις του συγγραφέα. Παράδειγμα ο Σαίξπηρ και ο Μάκμπεθ... Κι ο Ντοστογιέφσκι ποιος από τους αδελφούς Καραμαζώφ είναι;
ε/ 'Πόλεμος πατήρ πάντων' έχει πει ο Ηράκλειτος- με τη λέξη 'πόλεμος' εννοούσε την ενέργεια που απελευθερώνεται από μια σύγκρουση και στο 'πάντα' μπορούμε να δεχτούμε ότι περιλαμβάνεται και η ελευθερία
στ/ Φίλος κι εγώ του Ζουργού είμαι. Αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να τον κρίνω με δικαιοσύνη και σύμφωνα πάντα με τα δικά μου κριτήρια -διαβάστε και πάλι (αλλά χωρίς φόβο και πάθος) το κείμενό μου για την 'Αηδονόπιτα"
ζ/ Το που και πότε πρέπει κάποιος να προβληματίζεται είναι καθαρά δική του υπόθεση. Οι αποφάσεις στις οποίες τον οδήγησαν οι προβληματισμοί του είναι ό,τι αφορά τους άλλους.
Σας ευχαριστώ για τον διάλογο
Να ευχαριστήσω κι εγώ με τη σειρά μου για τον διάλογο και τον χρόνο που επενδύσατε σ' αυτόν. Μικρές παρατηρήσεις:
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το κυρίαρχο είναι το τι λέει κάποιος και όχι το ποιος είναι αυτός ο κάποιος (χωρίς να αποκλείεται ως στοιχείο κριτικής και η αφετηρία των λεγομένων του).
Επιμένω ότι άλλο η κριτική διαφωνία και άλλο οι συμβουλές. Εγώ δεν επιδιώκω να συμβουλεύσω και, ως εκ τούτου, δεν απασχολούμαι με τη βούληση του οποιουδήποτε. Προφανώς γιατί δεν ενδιαφέρομαι να παρεμβληθώ στις προθέσεις του.
Για τις σκοπιμότητες των, κατ' επάγγελμα, βιβλιοκριτικών σε σχέση με αυτές των αναγνωστών ας μη γίνει συζήτηση. Μια αυθόρμητη κατάθεση απόψεων αν συμψηφισθεί με αυτή των επαγγελματιών του είδους οδηγεί σε σενάρια συνωμοσίας που τόσο ευδοκιμούν στις μέρες μας...
Η άποψη του ... Ηράκλειτου για τον πόλεμο στην οποία αναφέρεστε ελάχιστα με πείθει. Έχουμε , από τότε ως ανθρωπότητα, βιώσει χιλιάδες πολέμους με τους δύο μεγάλους πολύ πρόσφατα. Αν η διατύπωση του συγγραφέα ήταν ανάστροφη ίσως η ρήση να μην ενοχλούσε.
Όσο για τους προβληματισμούς που προκύπτουν από μια τέτοια θέλω να πιστεύω παραγωγική, συζήτηση, αυτοί δεν είναι απαραίτητο να οδηγούν και σε κάποιες αποφάσεις που μάλιστα να αφορούν και σε τρίτους.
Και πάλι ευχαριστώ για τη συζήτηση.
Καλώς σας βρίσκω και Χρόνια Πολλά!
Μόλις τέλειωσα κι εγώ το βιβλίο. Είμαι ενθουσιασμένη! Είχα χρόνια να διαβάσω ένα τόσο καλογραμμένο ελληνικό μυθιστόρημα, σε ελληνικά που απολαμβάνεις κάθε στιγμή της ανάγνωσης!! Κι εγώ διέκρινα κάποια μικρές αδυναμίες στην πλοκή (το ναυάγιο και περισσότερο το τέλος του βιβλίου) αλλά, μπροστά στη συνολική εντύπωση που μου άφησε το έργο και ειδικότερα στη δύναμη, στο λυρισμό, στην πρωτοτυπία και στην αμεσότητα της γλώσσας του, δε με ενόχλησαν σχεδόν καθόλου....Εξάλλου, σε τόσες σελίδες φυσικό είναι να υπάρχουν και κάποια σημεία που θα ξενίσουν τον αναγνώστη....Αυτό δεν αναιρεί την εξαιρετική ποιότητα και το βάθος του κειμένου, νομίζω ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο!
Post a Comment