4.8.24

Μ. Αγκέεφ «Μια ιστορία με κοκαΐνη»

Μ. Αγκέεφ «Μια ιστορία με κοκαΐνη» Μετάφραση: Σοφία Κορνάρου Επίμετρο: Γιάννης Μπαρτσώκας Εκδόσεις Ροές
«… ο μηχανισμός της ανθρώπινης ψυχής είναι ο μηχανισμός της αιώρας: όσο ανυψώνεται προς την Ευγένεια του Πνεύματος, τόσο παρασύρεται σε μια γρηγορότερη κίνηση επιστροφής προς τη μανία και τη θηριωδία» Πάνω σε αυτόν το συλλογισμό έχει στηθεί όλο το μυθιστόρημα του Μ. Αγκέεφ «Μια ιστορία με κοκαΐνη» που είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1934 σε ένα περιοδικό το οποίο Ρώσοι εμιγκρέδες εξέδιδαν στη Γαλλία. Το υπέγραφε κάποιος με το όνομα Μ. Αγκέεφ και το είχε στείλει ταχυδρομικώς από την Κωνσταντινούπολη. Πολύ γρήγορα το έργο έγινε γνωστό και όλοι αναζητούσαν να μάθουν ποιος μπορεί να ήταν ο δημιουργός του. Πάνω στη ανακάλυψη της ταυτότητάς του στήνεται ένα από τα μεγάλα λογοτεχνικά μυστήρια και όταν το 1983 πλέον το έργο επανεκδίδεται, το μυστήριο φουντώνει έως ότου αποκαλύπτεται το όνομα που υπήρχε πίσω από τη υπογραφή Αγκέεφ -ήταν κάποιος Μαρκ Λέβι. Περίεργη και ιδιότυπα περιπετειώδης και η ζωή του Λέβι, αλλά εκείνο που τελικά μετρά για την παγκόσμια λογοτεχνία είναι η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος που ακόμα και σήμερα παραμένει ελκυστικό και με ασυνήθιστες απόψεις. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ένας νεαρός Ρώσος, ο Μασλένικοφ, ο οποίος μας φέρνει στο νου την αυτοκαταστροφικότητα που έχουν κάποιοι ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Αναζητά τις μεγάλες συγκινήσεις, τολμά να οδηγεί τον εαυτό του στα άκρα, να σκορπά την καταστροφή, την ίδια ώρα που με πάθος προσφέρει συναισθήματα και αποφεύγει συμβιβασμούς. Στην ουσία ζει ως ένας ναρκομανής -άλλωστε και ναρκομανής και συγκεκριμένα κοκαϊομανής γίνεται- καθώς μέσα από αυτήν την ουσία μπορεί να βιώνει τόσο το απόλυτο κακό, όσο και το απόλυτο καλό. Έχω την εντύπωση πως το έργο πρέπει -όπως άλλωστε όλα τα σημαντικά έργα που πέρασαν τη δοκιμασία του χρόνου- να διαβάζεται μέσα στο όλο κλίμα της εποχής που αναφέρεται. Γιατί στην ουσία αυτή περιγράφει, μα και από αυτήν γεννήθηκε. Η ιστορία τοποθετείται ανάμεσα στα χρόνια 1916 με 1919, στη Μόσχα, αλλά τα σημαντικά γεγονότα εκείνης της περιόδου φαίνεται να μην απασχολούν την καθημερινότητα του κεντρικού προσώπου, όπως επίσης και των υπόλοιπων χαρακτήρων. Μα στόχος του συγγραφέα δεν ήταν να καταγράψει το πως τα πολιτικά συμβάντα επεμβαίνουν στις πράξεις των ανθρώπων, αλλά το πως τα ίδια τα πρόσωπα παρουσιάζονται ως εκφραστές των ιστορικών συμβάντων Οπότε και προς το τέλος του έργου, θα διαβάσουμε: Παρατηρούμε πως οι ιδιαίτερα ταραγμένες εποχές, όσες ξεχωρίζουν για τις μεγάλες προσπάθειες που έγιναν για την επικράτηση της δικαιοσύνης , είναι εκείνες που στιγματίστηκαν ως αποτρόπαιες για τις αγριότητες και τα σατανικά κακουργήματα που διαπράχθηκαν στη διάρκειά τους. Με αυτές τις φράσεις ο Αγκέεφ λες και έρχεται να ακουμπήσει τον δικό του ήρωα πάνω στο έρεβος της ψυχής ενός Ρασκόλνικοφ και να διατυμπανίσει πως η ύπαρξη του καλού συνυπάρχει με εκείνη του κακού* πως το άτομο εκφράζεται και ενεργεί ως λεπτομέρεια του κοινωνικού συνόλου. Διαχρονικά επίκαιρη θέση που στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα μορφοποιείται με έντονες καταβυθίσεις στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, με ολοζώντανες περιγραφές καταστάσεων μη ελεγχόμενων από τη συνείδηση, με σπαραζόμενες αυτοκαταστροφικές επιλογές, με κοινωνικές μα και ατομικές σκληρότητες που ακόμα και τον θάνατο του άλλου επιφέρουν. Κι όλα αυτά χωρίς το έλεγχο μιας καλά δομημένης συνείδησης -μα πόσο τελικά δομείται με επάρκεια τόσο η ατομική όσο και η συλλογική συνείδηση όταν δεν μπορεί να σταματήσει την συνεχή μετακίνηση από το θετικό πόλο στον αρνητικό; Η κίνηση της αιώρας ως ιστορικό πεπρωμένο. Ψυχές, λοιπόν, αφημένες σε ένα κενό ιδεολογιών και περιπλανώμενες σε ασαφή εδάφη συναισθημάτων. Το άτομο και η εποχή του … Ή οι εποχές και οι άνθρωποι. Οπότε δεν γίνεται να αγνοηθούν οι φράσεις που εκείνος ο σχεδόν ανώνυμος συγγραφέας έριχνε -μα και ρίχνει- πάνω στον εφησυχασμό μας: Αλλά που βρισκόσασταν εσείς τους δέκα αυτούς μήνες, όταν κάθε μέρα, κάθε στιγμή , άρπαζαν και αρπάζουν με τη βία τόσους πατεράδες από τα παιδιά τους, τόσα αγόρια από τις μανάδες τους, για να τους στείλουν με τη βία στη φωτιά, στον φόνο, στον θάνατο; Επίκαιρο όσο και διαχρονικό, τολμηρό, ανατρεπτικό μυθιστόρημα, με άρωμα κλασικής αφήγησης που η μετάφραση της Σοφίας Κορνάρου την διατήρησε και στην ελληνική απόδοσή του, ενώ το επίμετρο του Γιάννη Μπαρτσώκα δίνει τεκμηριωμένες πληροφορίες για τον ίδιο τον συγγραφέα. (692 λέξεις) (Βιβλιοδρόμιο, 3/8/2024)