Το μυθιστόρημα «Η διπλή γλώσσα» είναι το τελευταίο (και μάλιστα όχι
τελικά επεξεργασμένο) μυθιστόρημα του νομπελίστα Γουίλιαμ Γκόλντινγκ (1911- 1993) και κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του.
Πρόκειται για την πρωτοπρόσωπη
αφήγηση μιας γυναίκας, της Αριήκη, που σε νεαρή ηλικία ακόμα, επιλέχτηκε να
είναι η Πυθία στο Μαντείο των Δελφών.
Η ιστορία είναι τοποθετημένη
μέσα στον ιδιαίτερο 1ο αιώνα π.Χ., όπου οι Ρωμαίοι κυριεύαν όλον τον
ελλαδικό χώρο και επέβαλαν τις πολιτικές
τους στις ελληνικές πόλεις.
Η Αριήκη, κόρη εύπορου μα και
αυστηρού κτηματία, δεν χαρακτηρίζεται από ομορφιά, αλλά δείχνει πως διαθέτει
κάποιες μαντικές ικανότητες.
Και θα είναι αυτές που θα
κάνουν τον αρχιερέα του Απόλλωνα, τον Ιωνίδη, να την επιλέξει για να γίνει η
νέα Πυθία.
Είναι μια περίοδος που το
μαντείο των Δελφών χάνει σιγά την αίγλη του και αυτό είναι κάτι που ο Ιωνίδης
θέλει να το ανατρέψει.
Καταφέρνει να εκπαιδεύσει
σωστά την Αριήκη και έτσι η παλιά αίγλη, αλλά και τα έσοδα του μαντείου
φαίνεται να αποκτούν ένα έστω μέρος της παλιάς τους φήμης.
Αλλά ο Ιωνίδης, ως Αθηναίος,
δεν αρκείται μόνο σε αυτό, μα αναζητά τρόπους να περιορίσει την επεκτατική
δύναμη των Ρωμαίων.
Η μαντικές ικανότητες της
Αριήκη τον βοηθούν σε αυτούς τους στόχους του, αλλά οι όχι σωστοί σχεδιασμοί
του, θα εκθέσουν τον ίδιο και το αξίωμά του απέναντι των κατακτητών και απογοητευμένος
θα αφεθεί σε μια σωματική φθορά και στο τέλος θα πεθάνει, ενώ η Αριηκη θα
μείνει μόνη και ως τα βαθιά της γεράματα να υπηρετεί ένα σκοπό που έχει κι αυτός
γεράσει και φθίνει.
Στην ουσία η «Διπλή γλώσσα»
είναι και ως θέμα και ως τρόπος διαχείρισής, ένα μυθιστόρημα φιλοσοφικού όσο
και βιολογικού αποχαιρετισμού.
Ο Γκόλντινγκ χρησιμοποιεί τη
φωνή της ηρωίδας του (και ας σημειωθεί πως θα είναι η πρώτη και τελευταία φορά
που ο νομπελίστας συγγραφέας, βάζει στο κέντρο της αφήγησής του μια γυναίκα)
για να καταγράψει την πορεία προς την παρακμή.
Ο ίδιος, βαθύς γνώστης της
ελληνικής ιστορίας και φιλοσοφίας, στήνει το σκηνικό όπου θα λάβουν μέρος τα
γεγονότα με περίσσεια λεπτομέρεια, ενώ παράλληλα φροντίζει αυτές οι περιγραφές
να διαθέτουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.
Η Αριήκη επικοινωνεί με τον
Απόλλωνα διατηρώντας όλο το δυναμικό μιας επικοινωνίας με ένα θεό -Ξάφνου,
ολόκληρο το σώμα μου άρχισε να τρέμει, όχι το δέρμα μου με τα επιφανειακά του
ρίγη, αλλά βαθιά η σάρκα και τα κόκαλα, ένας επαναλαμβανόμενος σπασμός που με
έστρεφε μια προς το πλάι και μια προς τα πίσω. Τα γόνατά μου χτύπησαν με δύναμη
στη στέρεα γη και ένιωσα ύφασμα και σάρκα να σκίζονται (σελ. 121)
Η ίδια η Αριήκη θα θεωρήσει
πως η πρώτη της επαφή με τον Απόλλωνα ήταν ένας βιασμός, και αυτή η άποψη
επιτρέπει στον Γκόλντινγκ να θέσει ένα θέμα φυλετικού προβληματισμού.
Γιατί ενώ η Πυθία θα εκφέρει
τις μαντείες της μέσα σε μια παραζάλη αυθυποβολής, την ίδια στιγμή ο Ιωνίδης, ο
αρχιερέας, θα μεταφράζει τα λόγια της σύμφωνα με τις πολιτικές του φιλοδοξίες.
Δηλαδή η Πυθία ως γυναίκα
υπάρχει μόνο μέσα από ένα θεό, ενώ ο αρχιερέας μπορεί και χρησιμοποιεί κατά
βούληση τις υποτιθέμενες θεϊκές βουλήσεις.
Ένα ακόμα ιδιαίτερο στοιχείο
που μπορεί ο αναγνώστης να αναζητήσει στο συγκεκριμένο έργο, είναι αυτό που
έχει να κάνει με τη μορφή του. Αν και σαφώς δείχνει πως δεν είχε υποστεί την
τελική του επεξεργασία, παράλληλα ταυτίζεται με το ίδιο το θέμα του και έτσι
μπορεί -μάλλον πρέπει- κανείς να το αντιμετωπίσει ως ένα λογοτεχνικό εύρημα που
απαιτεί όχι την αρχαιολογική γνώση για
να γίνει κατανοητό, αλλά την αναγνωστική αυτενέργεια για να προσφέρει την
ιδιαίτερη απόλαυσή του.
Ένα τέτοιο κείμενο, ασφαλώς
και θα απαιτούσε ιδιαίτερες μεταφραστικές λύσεις. Πιστεύω πως η Ρηγούλα
Γεωργιάδου έφερε ικανοποιητικότατα σε πέρας την μετάφραση που της είχε
ανατεθεί.
Βιβλιοδρόμιο Νέων (22/4/2022)
(605 λέξεις)