Συνέντευξη με τον συγγραφέα Μάνο
Κοντολέων με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Σαν Μήδεια» (εκδ. Πατάκη) με το
οποίο ολοκληρώνεται η τριλογία του με κεντρικές ηρωίδες μεγάλες γυναικείες
μορφές από την Αρχαία Τραγωδία: Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια.
Συνέντευξη στον Διονύση
Μαρίνο
Δίχως
να έχω πρόχειρα στοιχεία, πρέπει να είναι από τους λίγους άντρες συγγραφείς που
έχουν καταπιαστεί τόσο πολύ με τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Ο Μάνος Κοντολέων,
έπειτα από τόσα χρόνια στη λογοτεχνία, δικαίως, μπορεί να θεωρεί πως ελάχιστα
πράγματα που αφορούν τον άνθρωπο δεν έχουν περάσει από τα βιβλία του.
Προσφάτως
κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Σαν Μήδεια (εκδ.
Πατάκη), με το οποίο κλείνει μια τριλογία με ηρωίδες που προέρχονται από το
αρχαίο δράμα, κι εκείνος τις μετέφερε στο σήμερα με έναν δικό του –δημιουργικό–
τρόπο. Μας μίλησε γι’ αυτό το εγχείρημα, αλλά και για τη συνολική του πορεία
στα Γράμματα.
Μήδεια,
Κλυταιμνήστρα, Κασσάνδρα. Τρεις γυναίκες με έντονη προσωπικότητα και ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά. Η τριλογία προέκυψε ή ήταν ένα συγγραφικό σχέδιο που το
συλλάβατε ως τέτοιο εξαρχής;
Όχι.
Όλα ξεκίνησαν από την Κασσάνδρα. Όπως αναφέρω και στο σημείωμα του συγγραφέα
που υπάρχει στο μυθιστόρημα Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο, η συγκεκριμένη πριγκίπισσα της
Τροίας με είχε συγκλονίσει από τα εφηβικά μου χρόνια. Στο πρόσωπό της από τότε
διέκρινα τη μοίρα και το δράμα του ανθρώπου που μπορεί να σκέφτεται με λογική
αλλά δεν μπορεί να πείσει τους πολλούς που πράττουν παρορμητικά και δίχως
βαθύτερο προβληματισμό. Μια εντελώς σύγχρονη μορφή – αυτή είναι για μένα η
Κασσάνδρα. Και κάτω από αυτή τη διάθεση κάποια στιγμή θέλησα πάνω της να στήσω
ένα ολότελα δικό μου μυθιστόρημα.
Ολότελα
δικό μου με την έννοια πως δεν έμεινα στα ελάχιστα που για την Κασσάνδρα
γνωρίζουμε, αλλά στηριζόμενος και σε άλλες πηγές και επιστρατεύοντας τις αρχές
της ψυχολογίας της εποχής μας, έπλασα μια εντελώς δική μου μυθιστορηματική
ηρωίδα. Μα η επαφή μου με την Ιλιάδα και τις Αρχαίες Τραγωδίες, με έκανε να
θελήσω αυτά τα συγγραφικά του «πειράματα» να τα δω να συνεχίζονται και να
εφαρμόζονται πρώτα στην Κλυταιμνήστρα και τώρα στη Μήδεια. Γιατί σε αυτές τις
δύο; Μα γιατί τα όσα γι' αυτές γνωρίζουμε, τους χαρίζουν όχι μόνο μια
διαχρονικότητα, αλλά και μια επικαιρότητα. Αυτή της βίας.
Η
επανερμηνεία των αρχαίων μύθων δεν είναι κάτι ξένο. Εντούτοις πολλές από αυτές
τις προσπάθειες ισοπεδώνουν την αρχική σύλληψη. Τα δικά σας βιβλία, αντίθετα,
επιδιώκουν μια συνομιλία. Πώς δουλέψατε και στα τρία βιβλία;
Το
καθένα με τον τρόπο που ορίζανε οι τρεις ηρωίδες. Για την Κασσάνδρα σας είπα. Η
Κλυταιμνήστρα για μένα δεν είναι μόνο η βασίλισσα που φτάνει στο φόνο για να
διατηρήσει την εξουσία, μήτε και η προδομένη σύζυγος. Είναι κυρίως η γυναίκα
εκείνη που ζει μια τραγική στιγμή – να τη σκοτώνει το ίδιο το παιδί της. Αλλά
μια τέτοια προσέγγιση αυτομάτως έφερε στο μυθιστορηματικό προσκήνιο και τον
μητροκτόνο – τον Ορέστη. Που κι αυτός είχε την τραγική μοίρα να σκοτώνει τη
μάνα του. Η περιγραφή του πώς αυτοί οι δυο άνθρωποι έφτασαν σε μια τέτοια
στιγμή, είναι στην ουσία και όλο το μυθιστόρημα που αποφάσισα να το
ονομάσω Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας.
Τώρα,
όσον αφορά τη Μήδεια, εδώ θέλησα να ψάξω –και το έψαξα, πιστέψτε με, πολύ– το
γιατί από τη μια έχουμε μια παιδοκτόνο και από την άλλη μια γυναίκα που δεν
τιμωρείται από τη θεία δίκη. Τελικά προτείνω μια δικιά μου ερμηνεία – αυθαίρετη
ίσως, αλλά από την άλλη πιστεύω πως μέσα στο μυθιστόρημά μου Σαν Μήδεια την τεκμηριώνω.
Τώρα
που έχετε ολοκληρώσει την τριλογία, ποια από τις τρεις ηρωίδες έθεσε τα πιο
δύσκολα ερωτήματα σ’ εσάς; Ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Νομίζω
πως από αυτά που μέχρι τώρα σας είπα, είναι φανερό πως εκείνη που περισσότερο
μου αντιστάθηκε ήταν η Μήδεια. Για να πλάσω τη δική μου εκδοχή του φόνου,
αναγκάστηκα να φτάσω στις αρχές της Δημιουργίας, έτσι όπως περιγράφεται στη
Μυθολογία μας.
Η
Μήδεια είναι ακόμη παρεξηγημένη στις μέρες μας; Για πολλούς ενσαρκώνει την ιδέα
της αρνητικής ηρωίδας...
Ναι,
είναι παρεξηγημένη. Μα από την άλλη και ιδιαίτερα ελκυστική. Ιδίως στην εποχή
μας που οι σχέσεις των φύλλων επαναπροσδιορίζονται. Που η βία έχει απλωθεί μέσα
στην καθημερινότητά μας. Που ενώ όλοι λέμε πως αποδεχόμαστε την οποιαδήποτε
διαφορετικότητα, από την άλλη μας τρομάζει ο «άλλος». Η Μήδεια με μια έννοια
μπορεί να συμβολίζει τον «άλλον». Αλλά ίσως κι εκείνη να αντιμετώπιζε κάποιον
δικό της «άλλον».
Είναι
εμφανές στο βιβλίο σας πως η εξήγηση της παιδοκτονίας λόγω ερωτικής εκδίκησης
δεν είναι επαρκής. Τη βρίσκετε κοινότοπη; Πολύ προφανή για να είναι η μόνη
ορθή;
Ακριβώς
αυτό – πολύ προφανής για να είναι η μόνη ορθή. Κι ενώ αναζητούσα το τι άλλο
μπορεί να πυροδότησε την πράξη της Μήδειας, έτυχε να δω την ταινία του Λαρς Φον
Τρίερ, σε σενάριο του Ντράγιερ, «Medea». Στην ταινία αυτή ο θάνατος των παιδιών
παρουσιάζεται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Στην ουσία είναι ο μεγάλος
γιος που ζητά από τη μητέρα να τον βοηθήσει πρώτα να κρεμάσουνε το μικρότερο
παιδί και στη συνέχεια να τον σηκώσει για να μπορέσει μόνος του να περάσει τη
θηλιά στο λαιμό του. Η Μήδεια υπακούει μα και συμφωνεί. Πάντα σπαράζοντας.
Καταλαβαίνεται πως μια τέτοια προσέγγιση θέτει το ζήτημα του «γιατί» σε μια
άλλη βάση. Και εγώ αισθάνθηκα απελευθερωμένος να μορφοποιήσω τη δική μου άποψη,
που στην ουσία στηρίζεται στον διαχωρισμό της σχέσης άρρενος – θήλεος με εκείνη
του άνδρα – γυναίκας.
|
|
Σε
ποια Μήδεια στηριχθήκατε περισσότερο; Στου Ευριπίδη, στου Ανούιγ ή του Τρίερ;
Η
Μήδεια των Τρίερ-Ντράγιερ μου πρόσφερε μια ελευθερία να τολμήσω τη δική μου
ερμηνεία. Μα στη συνέχεια και καθώς σχεδίαζα πια όλο το μυθιστόρημα, διαπίστωσα
πως για λόγους οικονομίας αλλά και –κυρίως– υποστήριξης της θέσης μου, θα
έπρεπε να μην σταθώ στα γεγονότα που αφορούν τις πράξεις Μήδειας και Ιάσονα από
την ώρα που φεύγουν από την Κολχίδα έως τη μέρα που φτάνουν στην Κόρινθο. Είναι
γεγονότα ασφαλώς έντονα, αλλά θα χρωμάτιζαν τη μυθιστορηματική εκδοχή της
Μήδειας με αποχρώσεις γοτθικού μυθιστορήματος. Κι άλλωστε δεν είναι τυχαίο που
ο Ευριπίδης μόνο με τις μέρες στην Κόρινθο μας μιλά. Το ίδιο κάνει και ο
Ανούιγ. Προσωπικά λατρεύω τον Ευριπίδη, αλλά εδώ προτίμησα την πλέον ανθρώπινη
εκδοχή του Ανούιγ. Γι' αυτό και φράσεις από το δικό του έργο έχω ως μότο στα
επιμέρους κεφάλαια.
Υπάρχει
ένα αίτημα στις μέρες μας για συνύπαρξη των φύλων επί ίσοις όροις. Ο φεμινισμός
μπαίνει, πλέον, σε νέες βάσεις. Το βιβλίο σας είναι στην καρδιά του έχει αυτό
το αίτημα. Ήταν αυτό το ζητούμενό σας;
Θα
έλεγα πως ναι… Και όχι μόνο στο Σαν Μήδεια. Ένας σύγχρονος
προβληματισμός πάνω στη σχέση του φεμινισμού τόσο με τις εφαρμογές της
εξουσίας, όσο και με τις εκφράσεις του έρωτα υπάρχει και στα άλλα δυο που
προηγήθηκαν. Ξέρετε είναι θαυμαστό το ότι τέτοιες σκέψεις μας δημιουργούνται
καθώς διαβάζουμε κείμενα γραμμένα αιώνες πιο πριν. Και στο σημείο αυτό θα ήθελα
να υπενθυμίσω πως όλα αυτά τα πρόσωπα –αρχετυπικά πλέον για τον Δυτικό
Πολιτισμό– στην ουσία τα γνωρίζουμε έτσι όπως τα «έπλασαν» κάποιοι συγγραφείς.
Προσωπικά με συνεπαίρνει η διαπίστωση πως ένας ολόκληρος πολιτισμός έχει
δομηθεί πάνω σε πρόσωπα–ήρωες θεατρικών έργων. Μια τρανταχτή απόδειξη της
θεμελιώδους επέμβασης της Τέχνης στις κοινωνικές εξελίξεις.
Τελικά
πόσο συχνά η πεζογραφίας μας αναζητά τους ήρωές της στα πρόσωπα των αρχαίων
τραγωδιών;
Στο
βαθμό που γνωρίζω, θα έλεγα μάλλον σπάνια. Με έχει απασχολήσει το γιατί και
μάλιστα έχω κάποια στιγμή δημοσιοποιήσει αυτές τις σκέψεις μου. Θα
έλεγα πως οι πεζογράφοι μας έχουν μια δισταχτικότητα στο να αγγίξουν αυτά τα
πρόσωπα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με το θέατρο. Εκεί οι σκηνοθέτες τολμούν να
προτείνουν τις δικές τους ερμηνείες. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Μήπως ο
κόσμος του θεάτρου είναι πιο τολμηρός, ενώ αυτός της λογοτεχνίας μας πιο
συντηρητικός;
Μπορούμε
να βρούμε «μικρές» Μήδειες στις μέρες μας; Ζουν τριγύρω μας και δεν τις
βλέπουμε;
Το
όνομα της Μήδειας, όπως κι αυτό της Κασσάνδρας, χρησιμοποιείται πολύ συχνά και
με εντελώς λάθος τρόπο. Όπως η Κασσάνδρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί πως μάντευε
μόνο το κακό, αλλά αντίθετα μπορούσε να δει με τη λογική αυτό που οι άλλοι δεν
μπορούσαν να αποδεχτούνε, έτσι και το να ονομάζουμε Μήδεια κάθε γυναίκα που
έχει σκοτώσει τα παιδιά της είναι μια εύκολη στάση, μια προκατασκευασμένη και
προαποφασισμένη θέση της εξουσίας των πολλών απέναντι στο δράμα του ενός.
Το
κλισέ λέει πως οι άντρες συγγραφείς δεν μπορούν να διαχειριστούν τους
γυναικείους χαρακτήρες. Εσείς έχετε αρκετές γυναίκες στα βιβλία σας. Τι
απαντάτε;
Πως
είναι... κλισέ. Από άντρες συγγραφείς γνωρίσαμε μια Καρένινα, μια Μποβαρύ, μια
Νόρα, μια Μπλανς, μια Φραγκογιαννού… Δεν ξέρω για τους άλλους πεζογράφους, αλλά
εγώ προσωπικά προτιμώ να ανιχνεύω τον εσωτερικό κόσμο εκπροσώπων του άλλου
φύλου –των άλλων φύλων να πω καλύτερα, καθώς η εποχή μας έχει κάνει σαφές πως
άλλο το βιολογικό και άλλο το κοινωνικό φύλο– μιας και ένας καλός τρόπος να
αναγνωρίσεις τον ίδιο σου τον εαυτό είναι να προσπαθήσεις να τον δεις με τα
μάτια των άλλων. Και για να το πετύχεις αυτό πρέπει να πλησιάσεις πολύ αυτούς
τους άλλους… Τις άλλες, για να είμαι πιο κοντά στην ερώτησή σας.
Έχετε τέσσερις
δεκαετίες ευδόκιμης πορείας στα γράμματα. Τι κρατάτε, τι αφήνετε ή τι θα
αλλάζατε;
Η
ερώτηση αυτή με κάνει να επιστρέψω στην παιδική, στην εφηβική, στη νεανική
εποχή μου. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσει ο απολογισμός. Και ομολογώ πως από
τότε, αυτό που ήθελα να γίνω τελικά με τον δικό μου τρόπο έγινε. Από παιδί ως
λογοτέχνη έβλεπα τον ενήλικο εαυτό μου. Τώρα τί είδους λογοτέχνη, αυτό είναι
ένα άλλο θέμα. Πάλεψαν μέσα μου η ποίηση και η πεζογραφία. Νίκησε η δεύτερη,
αλλά αυτή η εξέλιξη έγινε καθώς ανακάλυπτα πως μέσω του πεζού λόγου μπορούσα να
επικοινωνήσω άμεσα και ουσιαστικά και με την προσωπική μου ευαισθησία με το
παιδί μου. Κι ενώ είχαν δημοσιευθεί σε διάφορες συλλογές τα πρώτα μου διηγήματα
για ενήλικες, ξαφνικά τα πρώτα μου βιβλία ήταν για παιδιά.
Από
εκεί και πέρα αυτή η διπλή κατά κάποιον τρόπο συγγραφική ταυτότητα έγινε και το
αποτύπωμά μου μέσα στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του τόπου μας. Ένα αποτύπωμα που
μου έχει χαρίσει και μεγάλες χαρές, μα και κάποιες πικρίες. Αυτή –ας την πούμε–
η συγγραφική μου ιδιαιτερότητα, ασφαλώς και δεν είναι η μοναδική στη χώρα μας.
Όπως βέβαια και πολύ συχνά απαντούμενη σε λογοτεχνίες άλλων χωρών. Αλλά είτε το
θέλουμε είτε όχι η χώρα μας είναι μικρή και όπως κάθε τι το μικρό δείχνει
δισταγμό να αναγνωρίσει το κάπως διαφορετικό, όταν μάλιστα δεν πριμοδοτείται
από ποικιλόμορφα κέντρα εξουσίας… Μα για επιστρέψω στην ερώτηση σας… Κρατώ τα
πάντα και τίποτε δεν θα άλλαζα μήτε και αφήνω. Δεν μου αρέσουν οι προδοσίες.
No comments:
Post a Comment