18.1.25

Αταλάντη Ευριπίδου «Εκείνοι που δεν έφυγαν»

Αταλάντη Ευριπίδου «Εκείνοι που δεν έφυγαν» Διηγήματα Εκδόσεις Πόλις Με μια συλλογή που περιλαμβάνει επτά διηγήματα κάνει την πρώτη της εμφάνιση η Αταλάντη Ευριπίδου και αυτή η έκδοση είναι αρκετή για να τοποθετήσει τη νέα διηγηματογράφο σε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση στο χώρο της πρόσφατής λογοτεχνικής παραγωγής. Βασικό εργαλείο της η γλώσσα: «Πετονιά το βλέμμα της, είχε γαντζωθεί στο κομμένο χέρι του που ‘σταζε αίμα στο πάτωμα. Το χαλάζι τώρα ερχόταν απ΄ όλες τις μεριές, έδερνε τον οντά, κοπάναγε το αίμα, μάτωνε κι αυτό, μάτωναν θαρρείς το ξύλο ολάκερο κι η κουρελού. Και τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν στο σπίτι, μήτε φωνές μήτε κλάματα» (σελ. 38) Η Ευρυπίδου αναζητά με τις λέξεις (άλλοτε καθημερινές, άλλοτε μαζεμένες από μισοξεχασμένα λαογραφικά λεξικά) να συνθέσει ιστορίες που φαίνεται να ακουμπάνε ή να έχουν γεννηθεί από λαϊκά παραμύθια, μα που στην ουσία δημιουργούν αφηγήσεις μαγικού ρεαλισμού που τις περισσότερες φορές επιστρατεύουν το παράδοξο ή παράλογο τρόμο που κάθε τι το μη αναμενόμενο μπορεί να προκαλέσει: «Ο Δήμιος δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τη σπασμένη του χατζάρα και το ταγάρι με το κεφάλι του πεθαμένου. Την είχαν μάθει πια την ιστορία του απ΄ άκρη σ’ άκρη, και κανείς δεν τον ρώταγε για τη φωνή που καμιά φορά ακουγότανε από τον σάκο του. Οι άνθρωποι τον απέφευγαν, τα ζώα τον φοβούνταν» (σελ. 9) Ο μαγικός ρεαλισμός δεν είναι ένα είδος λογοτεχνικής αφήγησης που πολλοί έλληνες συγγραφείς χρησιμοποιούν. Ίσως και να μην είναι και το είδος εκείνο αφήγησης που οι έλληνες αναγνώστες έχουν σε μια από τις πρώτες θέσεις των προτιμήσεών του -κι αυτό παρά την ιδιαίτερη εκτίμηση και αγάπη με την οποία έχουν υποδεχτεί τα έργα του Μαρκές και των άλλων συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής. Κι όμως τα λαϊκά παραμύθια μας πολύ συχνά μπορεί να διαβαστούν και ως έργα μαγικού ρεαλισμού. Το μαγικό στοιχείο -κι αυτό ας μη συγχέεται με το φανταστικό- είναι ένα κλειδί αναγνώρισης συνθηκών που δεν μπορούν με τη λογική να ερμηνευθούν ή και με διαφορετικό τρόπο να αναλυθούν. Μια τεχνική που ο Θανάσης Τριαρίδης είχε χρησιμοποιήσει στα πρώτα του πεζά (αρχές του 2000) και που σε ελάχιστων ακόμα άλλων ελλήνων συγγραφέων έχω τύχει να συναντήσω. Το νέο που η Ευρυπίδου καταθέτει είναι το ότι στα περισσότερα από τα διηγήματά της συνδέει μοτίβα λαϊκών παραμυθιών με τεχνικές του μαγικού ρεαλισμού. Και παράλληλα -από διήγημα σε διήγημα- περιπλανιέται, λες, στην ελληνική ιστορία έτσι όπως βιώθηκε από τους απλούς ανθρώπους, αυτούς δηλαδή στους οποίους και τα λαϊκά παραμύθια απευθυνόντουσαν. Κι με αυτήν την τεχνική φτάνει ακόμα και σε πλέον πρόσφατες εποχές -την Κατοχή και την ελληνική εκδοχή του υπαρξιστικού κινήματος. Δεισιδαιμονίες, ξόρκια, καταραμένοι έρωτες, θρύλοι που δεν δύναται να λησμονηθούν, πάθη, προσδοκίες και καταραμένα έργα ανθρώπων -όλα αυτά συνθέτουν ένα παζλ αφηγήσεων που προσπαθούν να φέρουν στην επιφάνεια τη διαχρονικότητα της απαίτησης του ατόμου να ελέγχει το ίδιο το παρόν και το μέλλον του. «Καλά, καλά. Άκου* είχα ένα γιο. Ήρθε ένα βράδυ στ΄ όνειρό μου και μου ‘δειξε πως να ξυπνάω τους δρόμους. Πήγα και κρύφτηκα κοντά στην Κομαντατούρ, έκανα όπως μου ‘πε και ζωντάνεψα την Κοραή… Έφαγα μια χούφτα χώμα, έσταξα αίμα που αγαπούσα κι ο δρόμος σηκώθηκε. Ξέρεις τι όμορφος ήταν; Φορούσε ένα σακάκι πολύ κομψό, ραμμένο από προκυρήξεις, και για μαλλιά είχε φλούδες από νεράντζια. Περνούσαν κάτι ταγματασφαλίτες εκείνη την ώρα, κι ο δρόμος σηκώθηκε και τους έπνιξε με τις λέξεις του. Έχεις δει ποτέ λόγια να γίνονται θηλιές;» (σελ. 99) Από τις πλέον όχι μόνο πρωτότυπες συλλογές διηγημάτων που έτυχε πρόσφατα να διαβάσω, αλλά και σίγουρα από τις πλέον με ενδιαφέροντα τρόπο γραμμένες. https://www.periou.gr/manos-kontoleon-atalanti-evripidou-ekeinoi-pou-den-efygan-diigimata-ekdoseis-polis/?fbclid=IwY2xjawH4ZXJleHRuA2FlbQIxMAABHf8J4at7_Z-MrnnUPcGB5pxVvUKf89lmt3n2PwiYkQ0op3OPkCHprq4UsA_aem_SogxNHZ-bTl_gFvng0VgvA (585 λέξεις)