26.10.13





http://www.youtube.com/watch?v=dWaBL1v7__U


Δελτίο Τύπου για  το «Μανόλο και Μανολίτο»

Με το νέο του μυθιστόρημα –φαντασίας αυτή τη φορά- για μεγάλα παιδιά και εφήβους, ο Μάνος Κοντολέων μας συστήνει τους δυο νέους του ήρωες.
Τον Μανόλο ένα συγγραφέα που του αρέσει να περπατά στην ακροποταμιά και ένα αγόρι –τον Μανολίτο- που όλο θέλει να ρωτά.
Κι ανάμεσα τους υπάρχει ένα λευκό σκυλί που το φωνάζουμε Νύχτα.
Κι οι τρεις, λοιπόν, θα ζήσουν μέσα στη μαγεία μιας ιστορίας που μιλά για 4 Εποχές, θα βρεθούν μπροστά στο μυστήριο ενός κτήματος με 36 Αμυγδαλιές, που… δεν ανθίζουν.
Και θα συνομιλήσουν με μια γυναίκα που ισχυρίζεται πως κάποιοι τη νομίζουν για θεά και κάποιοι για μάγισσα…
Αλλά και θα διαβάσουν το τι πριν χρόνια είχε γραφτεί σε ένα μπλε τετράδιο.
Θα ακούσουν ιστορίες καθημερινού μυστήριου και καθημερινής μαγείας. Θα ζήσουν περιπέτειες από αυτές που μπορεί –ίσως - να συμβούν στον καθένα.

Η σχέση δυο γενεών μέσα σε ένα βιβλίο μυστηρίου, αγάπης και οικολογικής συνείδησης, γραμμένο με τη γνωστή αισθαντικότητα του Μάνου Κοντολέων και εικονογραφημένο με τρόπο μοναδικό από την Ίριδα Σαμαρτζή.



Σύγχρονη Λογοτεχνία για Παιδιά και Νέους
Σειρά: Μυθιστορήματα Φαντασίας


23.10.13

Η Ασημένια Σαράφη για το "Μέλι κόλλησε στα χείλη"

Μάνος Κοντολέων
«Μέλι κόλλησε στα χείλη»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
Αθήνα 2013

Γράφει η Ασημένια Σαράφη





«Όταν είμαι – ή θέλω να είμαι – αισιόδοξος», σημειώνει κάπου ο Μάνος Κοντολέων, «τότε γράφω για παιδιά… Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, τότε γράφω για εφήβους… Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες… Κι επειδή όποιος φοβάται, θυμώνει, αυτό είναι ένα μυθιστόρημα που το διατρέχει ένας θυμός». Και σίγουρα τούτο το τελευταίο μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενήλικες και όχι σε εφήβους. Ίσως γιατί οι ενήλικες, ιδίως τα τελευταία χρόνια, αποδείχτηκαν εξόχως ανίκανοι για οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη επανάσταση. Η υποταγή και η αδράνεια δείχνουν να έχουν γίνει αδιαμφισβήτητες και σταθερές επιλογές τους και τούτο μαρτυρείται σαφώς σε κάθε πεδίο της καθημερινής και κοινωνικής ζωής.
            Ο φόβος που οδηγεί στον θυμό αποτελεί και το χνάρι πάνω στο οποίο βαδίζει το μυθιστόρημα. Αλλά επιλογή του συγγραφέα δεν είναι να γράψει θυμωμένα, να φοβίσει ή να κραυγάσει τον θυμό του. Στόχος του είναι να μιλήσει με ύφος μειλίχιο και αποστασιοποιημένο για ανθρώπους που περπάτησαν τους δρόμους του θυμού που τους οπωσδήποτε οδήγησε στον φόβο. Που τους οδήγησε σε ζωές ανελεύθερες και χρεοκοπημένες και ανερμάτιστες. Θύματα της εποχής τους ή διαμορφωτές της εποχής που με μαθηματική ακρίβεια λίγο παρακάτω θα τους θυματοποιήσει, παραδέρνουν σε ένα φαινομενικά ανοιχτό πεδίο, καρκινοβατώντας και επιλέγοντας πάντα το λάθος, το εύκολο, το φανταχτερό, το ρηχό και το καταστροφικό. Γιατί η καταστροφή θα κατασκευαστεί οπωσδήποτε και μάλιστα θα είναι έργο των χειρών τους.
Ο αναγνώστης, προτού βυθιστεί στην ανάγνωση, έχει πριμοδοτηθεί από τον συγγραφέα με κλειδιά για την ευκολότερη διάρρηξη του κειμένου. Εδώ, κλειδί, και μάλιστα τοποθετημένο στην αρχή της αρχής του βιβλίου, αποτελεί η πρώτη προμετωπίδα, παρμένη από τον Μακμπέθ του Σέξπιρ. Διαβάζουμε:
Η ζωή δεν είναι παρά μια περιπλανώμενη σκιά,
ένας ανόητος θεατρίνος
που χωρίς λόγο καμαρώνει πάνω στη σκηνή·
στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να μιλά γι’ αυτόν
παρά μονάχα ως παραμύθι
που κάποιος ηλίθιος θα θυμάται και θα λέει
ή ως ιστορία γεμάτη από άναρθρες κραυγές
και χωρίς νόημα κανένα. 
Η έλλειψη νοήματος της ζωής είναι ό,τι ταλανίζει τους ήρωες, και δη τους βασικούς. Απόρροια αυτής της έλλειψης νοήματος είναι και η απεμπόληση από μέρους τους της ζωής καθαυτής.
            Ο αφηγηματικός χρόνος του βιβλίου καταλαμβάνει οχτώ χρόνια και εκτείνεται από το καλοκαίρι του 1998 έως και το καλοκαίρι του 2006. Πρόκειται για την εποχή της μαζικής φρεναπάτης μιας φανταχτερής ευδαιμονίας. Οι Έλληνες είναι στα πάνω τους: οι επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση μαθαίνουν στους αγρότες πώς να εγκαταλείπουν τις πατροπαράδοτες καλλιέργειες και να αμείβονται για την καταστροφή και όχι την διάθεση των προϊόντων τους. Τα λάιφ στάιλ περιοδικά επιβάλλουν στα λαμπερά τους εξώφυλλα τα πρότυπα της εποχής, καλογυμνασμένα, μαυρισμένα, καλοντυμένα και στεφανωμένα από την αίγλη του ιλουστρασιόν χαρτιού πάνω στο οποίο απεικονίζονται. Το euro έχει έρθει στην Ελλάδα μετά δόξης και τιμής. Ακόμη και ο μακαρίτης Χριστόδουλος έχει καλέσει στην Αρχιεπισκοπή τους ποδοσφαιριστές να τους συγχαρεί προσωπικώς. Η Ολυμπιάδα οικοδομείται σε κωπηλατοδρόμια και γήπεδα τάε κβο ντο, με τον Καλατράβα να υψώνει αψίδες copy paste από παλαιά αρχιτεκτονικά του σχέδια. Οι μεγαλοαστοί, μετά την επιβεβλημένη αγορά του suv τους, ξαμολιούνται στη γραφική ελληνική επαρχία προς αναζήτηση του εξοχικού των ονείρων τους. Το αγοράζουν σε κακή κατάσταση αλλά χρήματα υπάρχουν και θα το ανακαινίσουν, ή, πιο σωστά, θα το αναπαλαιώσουν, καθώς έχουν γούστο και στυλ και ξέρουν να αποδίδουν φόρο τιμής στην παράδοση του κάθε τόπου. Η οικοδομή γίνεται πεδίο δόξης λαμπρό και οι πετράδες, σκεπάδες και λοιποί οικοδόμοι γεμίζουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς με ζεστό χρήμα. Κι όλο και δεν προλαβαίνουν τις προθεσμίες. Έχει πέσει πολλή δουλειά.
            Το χωριό της Μέλως είναι ένα από αυτά τα χωριά που είδαν το οικιστικό – και σε ένα δεύτερο επίπεδο και το κοινωνικό τους – τοπίο να μεταβάλλονται άρδην. Η τοπική κοινωνία, που ανέκαθεν υπήρξε αγροτική, έχει πλέον χάσει τη δυνατότητα ή και την ικανότητα να αναπτύσσεται και να προκόβει μέσω της αγροτικής παραγωγής και οι κάτοικοί της καταφεύγουν σε νέους τρόπους σύμφυτους της νέας εποχής. Τα πατρικά σπίτια, ετοιμόρροπα, πωλούνται ή μετασκευάζονται σε ξενώνες, και τα κτήματα με τις πατροπαράδοτες καλλιέργειες υποβαθμίζονται σε οικόπεδα προς πώληση κι αυτά. Οι ξένοι συρρέουν και επιλέγουν τον εξοχικό τους τόπο κατοικίας, φέρνοντας έναν νέο αέρα που θα αλλάξει όλα τα παραδεδομένα. Εκπρόσωποι αυτών στο μυθιστόρημα είναι η Έμμα, η οποία είναι και η σκηνοθέτρια της θεατρικής ομάδας του χωριού αλλά και ο Λεωνίδας Καμένος, συγγραφέας. Το χωριό του Νεαρού Αγίου γίνεται ο νέος τόπος των καλλιτεχνικών τους αναζητήσεων. Επιπλέον, στο χωριό αρχίζει να διοργανώνεται και ένα μουσικό φεστιβάλ, που αποτελεί πόλο έλξης πολλών νεαρών καλλιτεχνών. Μία νέα κατάσταση διαμορφώνεται, εμπλουτισμένη με μπόλικη, όπως γίνεται αντιληπτό, τέχνη. Είναι αυτό μία ακόμη πολυτέλεια των καιρών.
            Και πώς αντιδρούν οι ντόπιοι σε όλα αυτά; Εκπρόσωποι των ντόπιων, και μάλιστα της νέας γενιάς ντόπιων, σε αυτό το βιβλίο είναι ο Αργύρης, αρχιμάστορας στις αναπαλαιώσεις των παλιών σπιτιών και η Αναστασία και η Μέλω, νεαρά κορίτσια που αναζητούν τον βηματισμό τους στη ζωή. Κυρίως, βέβαια, η Μέλω. Η οποία λιγώνεται από τη γεύση του μελιού στα χείλη και στο εξής θα την αναζητά παντού και πάντα, χωρίς όμως ποτέ να κατορθώνει να τη βρει. Η γεύση του μελιού, ένδειξη και απόδειξη της ερωτικής αλλά και προσωπικής ευτυχίας και ολοκλήρωσης, θα είναι μία γεύση διηνεκώς διαφεύγουσα. Και το μέλι δεν θα κολλήσει στα χείλη της παρά για ελάχιστες στιγμές. Η ηρωίδα πορεύεται στο εξής αναζητώντας την γλυκιά γεύση και εξασφαλίζοντας την πικρή. Η επιλογή της να υποκύψει σε έναν αταίριαστο γάμο από προξενιό, που όμως θα της εξασφαλίσει την υλική ευμάρεια – ζητούμενο της εποχής αυτό, ας μην το ξεχνάμε – θα την καθηλώσει σε μια ζωή ταπεινώσεων και διαρκών διαψεύσεων. Ο Σήφης, όψιμος γκασταρμπάιτερ και νυν ιδιοκτήτης κάβας ποτών στον Βόλο, κυνικός κυνηγός της σαρκικής απόλαυσης με υψηλές δόσεις διαστροφής και θιασώτης της γυναικείας χειραγώγησης και υποταγής, θα επιλεγεί ως ο κατάλληλος σύζυγος. Η Μέλω ευθύς έχει καταδικάσει τον εαυτό της να μην ξαναγευτεί το μέλι που τόσο διακαώς επιθυμεί. Κι όταν ο έρωτας θα έρθει στη ζωή της θα είναι πια αργά και αυτό που θα πυροδοτήσει θα είναι η καταστροφή και ο φόνος.
            Δεν είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να γίνουν περισσότερες αναφορές στην πλοκή. Η ηρωίδα απεμπολεί το σώμα, την αξιοπρέπεια και το μέλι της για ένα διαμέρισμα στο Βόλο, μία ανακαίνιση της πατρικής της οικίας, καινούρια ακριβά ρούχα και τον τίτλο της δήθεν ικανοποιημένης συζύγου ενός εύπορου και καλοδιατηρημένου σαραντάρη. Θεωρεί ότι έχει επιτελέσει το χρέος της απέναντι στους άλλους και στον εαυτό της. Η παταγώδης κατάρρευση και αποτυχία την περιμένουν στη γωνία. Η εποχή αυτή της μετάβασης και σύγχυσης διανύει τα τελευταία της καλοκαίρια. Σύντομα όλα θα καταρρεύσουν, συμπαρασύροντας και τους ήρωες με τις συμβιβασμένες και προσχηματικές ζωές τους.
            Ο Ισίδωρος Ζουργός, σε μια ενδιαφέρουσα κριτική για το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, αναζητά τυχόν σχέσεις του με το λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα. Υπάρχουν ασφαλώς ομοιότητες. Σημειώνει χαρακτηριστικά:
Σ’ αυτό το είδος του μυθιστορήματος νομίζω πως είχαμε να κάνουμε με πραγματικούς, καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ανθρώπους όμως μιας κοινωνίας η οποία είχε συμπαγή χαρακτηριστικά και ασφαλείς οδοδείκτες. Στο εν λόγω μυθιστόρημα, ο Μάνος Κοντολέων καταφέρνει να επαναπροσδιορίσει τον «λαϊκό άνθρωπο» μέσα σε μια εποχή σύγχυσης και, κυρίως, σε μια εποχή μετάβασης. Οι βασικοί ήρωες, που είναι και συντελεστές της πλοκής, είναι λαϊκοί άνθρωποι με μια λαϊκότητα όμως κλωνοποιημένη και με μια κάποια χυδαιότητα, η οποία πηγάζει από την ορφάνια της κοινοτικής παράδοσης, με μια αδυναμία διαχείρισης ενός λαμπερού καταναλωτικού κόσμου, ο οποίος τους ξεπερνά και τους συνθλίβει. Κι όμως, είναι και αυτοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας, άσχετα αν αυτή η πόρτα είναι τώρα πόρτα ασφαλείας, σε σπίτια χτισμένα με ξέφρενα δάνεια χωρίς αντίκρισμα.
Στο λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα, όμως, κι αυτή είναι διαπίστωση και του Ζουργού, είθισται να λειτουργούν κατά κόρον μανιχαϊστικές αντιθέσεις. Η παρουσία των «κακών» ή «κακόβουλων» χαρακτήρων εξισορροπείται από εκείνη των «καλών». Την κακία, κακοτυχία ή και κακοδαιμονία τείνει σχεδόν πάντα να αντικρούει και εν τέλει να νικά η φωτεινή όψη της πραγματικότητας και των ανθρώπων. Στο λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα, με άλλα λόγια, η αγάπη θριαμβεύει στο τέλος και οι ταλανισμένοι ήρωες αποχωρούν από την ιστορία αγκαλιασμένοι με φόντο ένα πορφυρό ηλιοβασίλεμα, έχοντας οπωσδήποτε ξορκίσει τους δαίμονες του εαυτού και της εποχής τους. Στο Μέλι κόλλησε στα χείλη κάτι τέτοιο ουδόλως συμβαίνει. Θα αποτελούσε, εξάλλου, κάτι τέτοιο μια μεγάλη ευκολία από τη μεριά του συγγραφέα, στην οποία επιλέγει να μην ενδώσει. Εδώ η καταστροφή θα είναι ακραία και οι ήρωες θα λάβουν τα επίχειρα των συμβατικών επιλογών τους. Η κάθαρση όμως θα συντελεστεί. Κι αυτό είναι το σημαντικό. Με το τέλος της ιστορίας μία κάποια φρικτή μορφή δικαιοσύνης θα αποδοθεί και οι ανοιχτοί λογαριασμοί θα κλείσουν με αίμα.
Και τι απομένει; Όταν η ιστορία ολοκληρωθεί, μόνο το φυσικό τοπίο θα συνεχίσει να θρασομανά, αδιάφορο λες για τις απανωτές αστοχίες και αποτυχίες των ανθρώπων. Τα πλατάνια, οι καστανιές, οι κυματιστές πλαγιές που βάφονται μαβιές το δειλινό, οι ίσκιοι της κεντρικής πλατείας των πανηγυριών, οι φλαμουριές στις περίκτιστες αυλές και τα νερά των ρεμάτων που τρέχουν ορμητικά προς τη θάλασσα. Όλα τούτα τα στοιχεία του τοπίου, και δη του πηλιορείτικου τοπίου, θα παραμείνουν αγνοώντας το ξεφούσκωμα της καταναλωτικής αυταπάτης, την εγκατάλειψη και ερήμωση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, την έλλειψη αναγνωστικού ενδιαφέροντος για τα περιοδικά λάιφ στάιλ, την τραπεζική κρίση, την αήθεια και διαφθορά ή και φθορά των ανθρώπων. Σαν να τους περιγελούν που δεν είχαν την στοιχειώδη ωριμότητα να εστιαστούν στα σημαντικά της ζωής αλλά επέλεξαν να αναλωθούν σε σπασμωδικές κινήσεις απόκτησης και εξασφάλισης της λαμπερής βιτρίνας με την οποία θα εξέθεταν εαυτούς στον κόσμο.
Τα χείλη της Μέλως δεν θα κολλήσουν από το μέλι, γιατί δεν της άξιζε ή δεν άξιζε στην εποχή στην οποία έτυχε να ζήσει. Στην οποία εν μέρει ζούμε ακόμη κι εμείς.


(Παρουσίαση στο Βιβλιοπωλείο Χάρτα, του Βόλου - 18 Οκτ. 2013)

Αναρτήθηκε στο:

20.10.13

Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ




«Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ»

Συγγραφέας:Λουίς Σεπούλβεδα
Μετάφραση : Αχιλλέας Κυριακίδης
Εικονογράφηση: Ειρήνη Ελευθεριάδη
Εκδόσεις Opera

Πολλές φορές το έχω πει και το έχω γράψει. Δεν είναι τα κείμενα που ταξινομούνται άλλα σε λογοτεχνικά έργα για παιδιά  και άλλα σε λογοτεχνία ενηλίκων. Μα οι αναγνώστες που ανάλογα με τις αναγνωστικές διαθέσεις ή και δυνατότητες τα κατατάσσουν.
Με άλλα λόγια, θέλω να τονίσω πως ένα έργο γνήσιας λογοτεχνικής ταυτότητας δεν γίνεται να διαχωριστεί και να ταξινομηθεί από την ηλικία των αναγνωστών που το διαβάζουν.
Ασφαλώς και δεν ξεχνώ πως οι αναγνώστες μπορεί να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα άλλοτε με την μόρφωση τους, άλλοτε με την προηγούμενη λογοτεχνική εμπειρία τους, άλλοτε με τις ψυχικές του διαθέσεις ή και την καταγωγή τους, με οικονομικά κριτήρια,  άλλοτε από το φύλλο τους και βέβαια άλλοτε και από την ηλικία τους.
Μα –το τονίζω- είναι οι αναγνώστες που ανήκουν σε ομάδες. Τα λογοτεχνικά  κείμενα μπορεί να υλοποιούνται μέσα από συγκεκριμένους τρόπους (ρεαλισμό, φαντασία, ρομαντισμό, έντονη πλοκή, ψυχικές αναζητήσεις κλπ) αλλά αν διαθέτουν άρτια λογοτεχνική υπόσταση έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν και με ένα παιδί και με ένα ενήλικο.
Αναγνωρίζω πως αυτό δεν εφαρμόζεται στην καθημερινότητά  μας. Διάφοροι λόγοι (κυρίως εμπορικοί) και ποικίλες αιτίες  μας έχουν οδηγήσει να ταξινομούμε τα βιβλία που διαβάζουμε και γράφουμε, ανάλογα με την ηλικία του αναγνώστη που στοχεύουμε να φτάσει στα χέρια του.
Αλλά μερικές φορές από αυτόν τον στενοκέφαλο προγραμματισμό, κάποια βιβλία καταφέρνουν να ξεφύγουν.
Όπως, για παράδειγμα το  «Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ» του Λουίς Σεπούλβεδα.
Πριν από λίγες εβδομάδες, έτυχε να προσέξω σε κατάλογο ευπώλητων λογοτεχνικών έργων πως αναγραφότανε (και μάλιστα σε πολύ καλή θέση) και το βιβλίο αυτό του Χιλιανού  συγγραφέα.
Μήτε οι βιβλιοπώλες που δίνουν τα στοιχεία με τα οποία συντάσσονται οι κατάλογοι ευπώλητων τίτλων, μήτε ο δημοσιογράφος που είναι υπεύθυνος  για τη δημοσιοποίηση  του καταλόγου, σκεφτήκανε να διαχωρίσουν αυτό τον τίτλο και να μην τον κατατάξουν ανάμεσα στα βιβλία που απευθύνονται σε ενήλικες αναγνώστες. Κάτι που ασφαλώς θα τα έκαναν αν –για παράδειγμα- στη θέση αυτού του συγγραφέα θα ήταν ο Φίλιπ Πούλμαν  ή Λότη Πέτροβιτς.
Κι αυτό γιατί ο Σεπούλβεδα έχει εγγραφεί στη συνείδησή μας ως συγγραφέας με τη γενική έννοια του όρου και όχι ως συγγραφέας παιδικών ιστοριών.
Δεν είναι η πρώτη φορά ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει γράψει βιβλίο που διαθέτει τα λογοτεχνικά εκείνα στοιχεία που χαρακτηρίζουν όσα έργα τα εντάσσουμε στην παιδική λογοτεχνία. Θυμίζω το πολύ επιτυχημένο «Η ιστορία ενός γάτου που έμαθε σε ένα γάτο να πετάει».
Κι αυτό δείχνει πως ο ακτιβιστής και σεναριογράφος και θεατράνθρωπος Σεπούλβεδα δεν διαχωρίζει το κοινό του, απλώς ανάλογα με το θέμα του κάθε βιβλίου του επιλέγει και ένα συγκεκριμένο τρόπο αφήγησης.
Εδώ –στο «Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ» - υπάρχει η περιγραφή της σχέσης ενός αγοριού με τον γάτο του. Το αγόρι γίνεται έφηβος, μετά ένας νεαρός άντρας και πάντα έχει δίπλα του το αγαπημένο του γατί. Που όμως κι αυτό μεγαλώνει και όπως είναι αναμενόμενο γερνά πολύ πριν το αγόρι γίνει ένας ηλικιωμένος κύριος. Ο γέρος γάτος θα χάσει την όρασή του, αλλά τότε θα παρουσιαστεί για να του κρατά συντροφιά ένα ποντίκι. Και η ειρηνική συνύπαρξη δυο πλασμάτων που όλοι  θεωρούμε πως εχθρεύονται το ένα το άλλο, θα βοηθήσει και τους δύο, ενώ στον νεαρό θα χαριστεί ένα μεγάλο μάθημα   -οι πραγματικοί φίλοι πάντα μοιράζονται ό,τι καλύτερο έχουν.
Μια ιστορία απλή μα όχι απλοϊκή. Και εδώ μπαίνει το ερώτημα «τι είναι αυτό που την μετατρέπει από ένα απλό αφήγημα σε λογοτεχνικό έργο;»
Νομίζω πως η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στη στάση που κάθε καλό κείμενο, το ποίο φιλοδοξεί να απευθύνεται και σε παιδιά και σε ενήλικες, πρέπει να διαθέτει. Την ματιά εκείνη  με την οποία μπορεί αυτός ο κόσμος μας να αναλυθεί.  Ματιά παιδική –που σημαίνει ξάφνιασμα, ανατροπή, φαντασία και αισιοδοξία.
Αλλά δίπλα σε αυτήν την απάντηση θα πρέπει να τοποθετήσουμε και μια άλλην. Μια που έχει να κάνει με την γραφή του κειμένου. Και ο Σεπούλβεδα ότι κι αν γράφει το γράφει με την ίδια ευθύνη και συνέπεια. Ευθύνη απέναντι του κάθε αναγνώστη του, συνέπεια απέναντι του ίδιου του ταλέντου του.
Κι έτσι να που αυτό το ολιγοσέλιδο βιβλίο με την διακριτική αλλά απόλυτα εναρμονισμένη στο ύφος της γραφής, εικονογράφηση, γίνεται ένα βιβλίο ικανό να ‘μιλήσει’ με αναγνώστες και μικρούς και μεγάλους, αλλά και  με αναγνώστες που διαθέτουν λογοτεχνική αναγνωστική εμπειρία, όσο και με όσους ίσως να μην έχουν πολλά βιβλία διαβάσει.
Σημαντική η βοήθεια του έμπειρου μεταφραστή στα ελληνικά του Χιλιανού συγγραφέα. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης μεταφράζει πάντα με ευθύνη και πάθος.
Έγραψα πιο πάνω πως ο Σεπούλβεδα έχει εγγραφεί στη συνείδησή μας ως συγγραφέας με τη γενική έννοια του όρου και όχι ως συγγραφέας παιδικών ιστοριών. Η διαπίστωση αυτή ελπίζω να μην αφορά και όσους ενήλικους ασχολούνται (από διάφορες θέσεις) με την προώθηση της λογοτεχνίας στα παιδιά.
Θα ήταν κρίμα ένα λογοτεχνικό διαμαντάκι να μην υπάρχει σε πολλές βιβλιοθήκες σχολείων, τάξεων αλλά και παιδικών δωματίων.
Δημοσιεύτηκε στο kosvoice.gr
http://kosvoice.gr/%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%B5%CF%82-%CE%B2%CF%8C%CE%BB%CF%84%CE%B5%CF%82/item/14913-%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%B5%CF%82-%CE%B2%CF%8C%CE%BB%CF%84%CE%B5%CF%82-%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B9%CE%BE,-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CE%BE-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CE%BE

Ο Αλέξανδρος Ακριτόπουλος για το Μέλι κόλλησε στα χείλη




  
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό και βαθιά θεατρικότητα. Η αφηγηματική αναπαράσταση τοποθετεί κύρια και σημαντικά δρώμενα σ’ ένα κέντρο, όπως στην πλατεία ενός θεάτρου, στην πλατεία ενός χωριού του Πηλίου. Στον χώρο αυτόν, το ατομικό και το συλλογικό εκφράζονται και συγκρούονται, διαλογικά βέβαια, σε μια κρίσιμη για την Ελλάδα χρονική περίοδο. Μια εποχή φαινομενικής ανόδου αλλά και ουσιαστικής πτώσης που σημαδεύονται από κορυφαία γεγονότα, την ανάληψη και διενέργεια των Ολυμπιακών Αγώνων, κι από την άλλη την οικονομική χρεοκοπία και τον επιχειρούμενο ή επερχόμενο εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας.

Στην ιστορία,  η αφήγηση είναι συνειρμική και εστιασμένη στα πρόσωπα, σε πρόσωπα καθημερινά, ίσως της διπλανής πόρτας. Γίνεται με λεπτομέρεια και ρεαλισμό, με υπαινικτικό και ελαφρώς ειρωνικό ύφος, και πάντοτε με αναδρομές μικρού χρονικού βεληνεκούς που οδηγούν τον αναγνώστη από τις σκέψεις και τις δράσεις του ενός ήρωα στις αντίστοιχες του άλλου, από τον έναν τόπο στον άλλο, από το χθες στο σήμερα, από το τώρα στο πριν από λίγο, με ένα δαιδαλώδες αφηγηματικό νήμα, σ’ ένα επίσης δαιδαλώδες σχήμα σκέψεων, συναισθημάτων και συνειρμών των ηρώων.

Το ίδιο το έργο, ως μια προς ανάγνωση ιστορία καλύπτει κυκλικά μια περίοδο οκτώ χρόνων, μένοντας περισσότερο στα καλοκαίρια, από το 1998 έως το 2006, ενώ η αφηγηματικές του αναφορές ανέρχονται έως και τον μεγάλο σεισμό Βόλου-Παγασητικού-Σποράδων, το 1955.

Τότε, η μητέρα της πρωταγωνίστριας ηρωίδας, της Μέλως, είναι δεν είναι δέκα χρόνων. Άρα, οι πολιτισμικές καταβολές του έργου ανιχνεύονται στη μεταπολεμική Ελλάδα, και με τη διαδοχή ιστορίας πολιτισμού δυο γενεών, της ηρωίδας Μέλως και της μητέρας της, εκβάλλουν στη σύγχρονη πραγματικότητα των αρχών του 21ου αιώνα, στο χωριό  Άγιος Λαυρέντιος του Πηλίου.

Κατά το χρονικό αυτό διάστημα στην ελληνική ύπαιθρο συνέβησαν πολλές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Ιδιαίτερα στο χωριό αυτό του Πηλίου, η μετά τον σεισμό εγκατάλειψη, τα παλιά ετοιμόρροπα σπίτια, η μετανάστευση, η συντελεσθείσα αστικοποίηση των μικρών ελληνικών πόλεων, η επάνοδος των Ελλήνων μεταναστών στα χωριά και τις πόλεις τους επέφεραν αλλαγές στα ήθη και τις συνήθειες, τη νοοτροπία και εν τέλει την αστικοποίηση του τρόπου ζωής των ίδιων των χωρικών. Το «ξεπεσμένο μεγαλοχώρι» της δεκαετίας του ’70 έγινε ένα θέρετρο επώνυμων και ανώνυμων «ξένων», νεόπλουτων, βουλευτών, τραπεζικών, συμβούλων, πανεπιστημιακών, συγγραφέων, κλπ., έγινε ένα μουσικό χωριό, με εκδηλώσεις που σε τίποτε σχεδόν δεν θύμιζαν την παλιά λαϊκή παράδοση. Ανάγνωση, σελ. 184, «Ντόπιοι και «ξένοι»…    …της αλλοδαπής».

Τίποτε άλλο δεν καθρεφτίζει καλύτερα, ακόμη και σήμερα, τη ζωή ενός χωριού όσο ένα πανηγύρι, συνήθως ή ίσως και αποκλειστικά θρησκευτικό. Έτσι και στο χωριό της ιστορίας. Στο χωριό του νεαρού Άγιου, που γιορτάζει τον Αύγουστο, τότε που το καλοκαίρι διαδέχεται το ώριμο φθινόπωρο, και που στο χωριό αυτό αρχίζει το ελαφρό κρύο που προμηνύει τον επερχόμενο χειμώνα.

Τα δεκαοκτώ προηγηθέντα καλοκαίρια στο χωριό, έφεραν την ηρωίδα Μέλω από τη γέννηση στην απόλυσή της από το Λύκειο και στην αρχή μιας νέας ζωής. Να ξεφύγει από τη φτώχεια που σημάδεψε τους γονείς της και την ίδια. Ανάγνωση, σελ. 63, «Πάντα –καθώς τελειώνει… … βρήκε τις λέξεις που τις περιγράφουν….» Αυτός ο ρόλος που τελικά δεν έπαιξε η ηρωίδα, αυτή η αναζήτηση που στο κείμενο αποτελεί μια ταλάντωση ανάμεσα στη φωνή  που της λέει «φύγε» -της το είπε μια τσιγγάνα ως προφητεία ή «μοίρα της» στο πανηγύρι- και σε παραλλαγές μιας ερωτικής αίσθησης που ο συγγραφέας περιγράφει  με τη φράση μοτίβο που βρίσκουμε αυτολεξί και στον τίτλο του μυθιστορήματος, δηλαδή το «μέλι κόλλησε στα χείλη», αυτές οι ψυχικές κυρίως διαθέσεις θα σημαδέψουν την ηρωίδα ως το τέλος της ιστορίας.  

Είναι ντόπια η Μέλω, γνωρίζει στο χωριό ντόπιους και «ξένους». Θέλει να ξεφύγει από τη μίζερη κατάσταση της οικογένειας, εργάζεται στην ταβέρνα «Η γηραιά Ήπειρος» για τα έξοδά της, να ζήσει καλύτερα. Η φίλη της Αναστασία κι αυτή δεν ακολούθησαν τους άλλους συμμαθητές για πανελλήνιες. Μένουν στο χωριό. Η Μέλω αναζητεί το νέο, την ενεργητική ζωή, τη συμμετοχή της σε θεατρικό σχήμα του χωριού, αναζητεί τον έρωτα, μια σχέση που να της ανοίξει έναν δρόμο. Μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο των παραδοσιακών συμβάσεων, στο πλαίσιο του χωριού με τις συμβατικότητες των ηθών, των θεσμών, με τη συγκατάβαση του περίγυρου, ενώ γνωρίζει τον Αργύρη, περίπου συνομήλικο νέο, εκκολαπτόμενο και πολλά υποσχόμενο μικροεργολάβο των παραδοσιακών πετρόχτιστων και όχι μόνον της περιοχής του, δεν μπορεί να ξεφύγει και να αποκτήσει μια αίσθηση απελευθέρωσης, μια αίσθηση πραγματοποίησης ονείρου.

Τότε, στην πλατεία του χωριού, γνωρίζει τον Σήφη, απόγονο Κρητικού ναυτικού που έζησε στη Μαγνησία, γοητευτικό αρρενωπό σαραντάρη που γύρισε στην πατρίδα μετά από 20 χρόνια, παιδί μιας χωρικής γυναίκας χήρας που είχε το παιδί της στην ξενιτιά. Στο πιο καλό νυφοπάζαρο, στη γιορτή του Άγιου, μάνα και οικονομημένος γιος, με παρελθόν στα μπαρ της Γερμανίας, μπιραρία δική του, και τώρα μια κάβα κάτω στον Βόλο, σημαδεύουν τη Μέλω στην πλατεία του χωριού, πρωτόπειρη γκαρσόνα στην ταβέρνα για τα έξοδα, τα απαραίτητα, καθώς νόμιζε, της απελευθέρωσής της από τη φτώχεια, τη συγκατάβαση και τον κλειστό ορίζοντα του χωριού.

Ο προσυμφωνημένος γάμος ενορχηστρώνεται ακριβώς τις μέρες της απογοήτευσης της Μέλως από τον Αργύρη, καθώς αυτός προχωρεί υπολογιστικά και δεν αξιώνεται να πείσει τη Μέλω για τα γνήσια αισθήματά του. Αν και η σχέση τους ολοκληρώνεται ερωτικά τον Αύγουστο, λίγο πριν ο Αργύρης φύγει στο στρατό, η Μέλω θεωρεί τη στάση του προδοσία του έρωτά της και αρχίζει να αδιαφορεί. Έτσι, υποκύπτει στην ενέδρα του ερωτικού πόθου, της φυγής και κάθε άλλης σκέψης και συμμετοχής που την κρατάει στο χωριό. Αποφασίζει τελεσίδικα να πει το ναι, ίσως από αντίδραση, χωρίς πολλές σκέψεις. Χωρίς άλλο συναίσθημα, φόβου, ανασφάλειας, θυμού ή αμφιβολίας. Βιάζονται όμως και η μάνα του και ο Σήφης, που καθώς φαίνεται νομίζει ότι έχει βρει στη Μέλω κάθε στοιχείο της ερωτικής του ιδεολογίας: γυναίκα παρθένα, νόστιμη, άβγαλτη και φτωχή, να τον θεωρεί σωτήρα και να μην αντιδρά. Και η ίδια η τελετή του γάμου μια φυγή. Μόνον οι γονείς και η κουμπάρα στην τελετή, στην Αγία Παρασκευή.

Την πρώτη νύχτα του γάμου όμως συμβαίνουν γεγονότα που ανακόπτουν τη φυγή, το δρόμο προς την πολυπόθητη αλλά μη πλήρως κατανοητή ελευθερία και προδιαγράφουν τη μοίρα της Μέλως. Ανατρέπεται και η προσδοκία του Σήφη για την παρθενία της μικρής και νιόβγαλτης γυναίκας του. Την απωθεί βίαια και χυδαία, απογοητευμένος. Η μάνα της νεόνυμφης, κάτω από το βάρος της ντροπής για την τροπή των πραγμάτων, το παράταιρο συνοικέσιο, την τελετή του γάμου, παραμιλά,  «γίναμε ρεζίλι στο χωριό», όλο λέει και παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο και μένει παράλυτη. Η Μέλω κοντά σ’ αυτά μαθαίνει ότι και το πατρικό της σπίτι, όπως σχεδόν κι αυτήν, το έχει αγορασμένο ο Σήφης.

Η νέα κατάσταση, αντί για πορεία προς την απελευθέρωση, παίρνει αντίθετη τροπή που χαρακτηρίζεται από πλήρη εξάρτηση και υποταγή της Μέλως στον Σήφη. Υποταγή στις διεστραμμένες ορέξεις του. Ορέξεις σαδιστικές. Διόλου ερωτικές μα σαδομαζοχιστικές. Η διάψευση της αγάπης για τη Μέλω επέρχεται σχεδόν αμέσως, ωστόσο στη φαρέτρα του συζύγου της υπάρχουν και άλλα βέλη. Ανέσεις, ό,τι το χρήμα και η διαστροφή, μπορούν να επιτελέσουν ως δήθεν δώρα του πολιτισμού, πραγματοποιούνται σχεδόν αμέσως, προσχεδιασμένα βέβαια. Ο φόβος που μετατρέπεται σε θυμό ή αμφιβολία κατευνάζονται και η Μέλω, μετά από δέκα μήνες γάμου εμφανίζεται στο χωριό με τζιπ και Ουκρανή παραδουλεύτρα στο ανακαινισμένο πατρικό πετρόχτιστο σπίτι που έγινε σωστό αρχοντικό στα χέρια του Ελληνογερμανού αρχιτέκτονα Άλεξ Πράσινος, ενός φίλου του Σήφη από το Μόναχο, ομοφυλόφιλου άνδρα που ανέλαβε, κατά τις οδηγίες του Σήφη, να ντύνει τη σύζυγο και να τη συμβουλεύει σε θέματα τέχνης και ένδυσης, έτσι ώστε αυτή να μάθει «τα δικά του γούστα και τα φυσικά», κατά το λαϊκόν άσμα.

Δυο χρόνια μετά, η Μέλω μέσα σε απρόσμενες ανέσεις, πολυτέλεια και ερωτική διαστροφή, μεταξύ χωριού και πόλης, αποξενώνεται απ’ όλους κι όλα, με τη μητέρα σε οίκο ευγηρίας με ανέσεις και αποκλειστική, τον πατέρα να έχει πεθάνει από μοναξιά, φτώχεια κι απαξίωση, δεν μπορεί παρά να αγναντεύει το λιμάνι και μάταια να αναζητεί το χαμένο της όνειρο, τη γλυκιά γεύση μελιού στα χείλη. Μια προσπάθεια απόδρασής της, να κατεβεί στην Αθήνα να γίνει ηθοποιός, πέφτει στο κενό, δείχνοντας πόσο ανεδαφικά είναι τα πράγματα, όταν παρουσιάζονται από κάποιους στην επαρχία από καλή βέβαια διάθεση ή από χόμπι, μα χωρίς κάποια υποδομή, προοπτική, διάρκεια και μονιμότητα.

Στο μεταξύ, η φίλη της Μέλως Αναστασία παντρεύεται τον Αργύρη και την Άνοιξη του 2003 έχουν ένα παιδί, η αντιζηλία των παλιών φιλενάδων οξύνεται και δεν αφήνει ίχνος σεβασμού, αγάπης και κατανόησης μεταξύ τους. Γίνεται θυμός, μίσος για τη διεκδίκηση ενός άντρα.  Η Μέλω επιστρέφει στην παλιά της αγάπη και διαψεύδεται για μια ακόμη φορά. Οι υποψίες, οι νύξεις του Σήφη αφήνουν πια ασυγκίνητη τη σύζυγό του που προσπαθεί να ελέγξει και τον παντοδύναμο μέχρι χθες διεστραμμένο και αλκοολικό Σήφη, επειδή αυτός φοβάται μην τη χάσει και θέλει να αποκτήσουν ένα παιδί. Γνωρίζει ότι υπάρχουν δυσκολίες από την πλευρά του, λόγω αδύνατου σπέρματος.

 Η νέα τροπή της ζωής της Μέλως χαρακτηρίζεται από διάψευση των ελπίδων, εγωιστική αδιαφορία, γνήσιο ερωτικό πόθο, ερωτικό πάθος, μίσος, τύψεις και δίψα για εκδίκηση. Μένει πλέον στο χωριό, με όλες τις ανέσεις, και αφοσιώνεται στη μάνα της που έχει γίνει φυτό, ύστερα από ένα δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Σήφης θα την ακολουθήσει. Ανάγνωση, σελ.  192, «Μόνη η κυρία Έμμα….     … την είχε στημένη.» Η Μέλω στο χωριό θα βάλει στη θέση τους Αναστασία, Αργύρη, και Διονύση, που την κακολογούν. Ο Σήφης χάνει τη μητέρα του στο μεταξύ. Θέλει να φαίνεται παράγοντας που «έχει χρήμα, φήμη και γυναίκα ακριβά ντυμένη» ή όπως λέει κι ένα σχετικά νέο τραγούδι «έχουμε και σπόνσορα Ναβουχωδονόσορα». Εκεί, στο χωριό, σαν «ξένη» μέσα σε «ξένους», στην πλατεία όπως πάντα, θα γνωρίσει η Μέλω τον Λαέρτη, έναν νέο του μουσικού σχήματος «Νότες στο χωριό», που θα έρχεται πλέον κάθε καλοκαίρι. Και θα στραφεί σ’ αυτόν.

Τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων η Μέλω είναι 24 ετών και ο Σήφης περίπου 45. Το καλοκαίρι ολοκληρώνει το δεσμό της με τον περίπου συνομήλικό της μουσικό Λαέρτη. Ο νέος εραστής, ευέλικτος πλανόδιος μουσικός, προσαρμοζόμενος στην κατάσταση εργάζεται στην κάβα του συζύγου της και ενώ στον σύζυγο εγείρονται αμφιβολίες, δεν απολύεται αλλά παραμένει στην εργασία και στη σχέση του με την παντοδύναμη πλέον Μέλω. Μόνον η σκιά του παλιού Σήφη υπάρχει κι αυτή ελέγχεται από τη σύζυγο. Γι’ αυτό η Μέλω δεν αποδρά με τον Λαέρτη και παραμένει σε μια σχέση αμαρτωλού ερωτικού τριγώνου.

Η Μέλω τη χρονιά εκείνη μένει έγκυος. Σ’ έναν τόπο που το νέο δεν σέβεται το παλιό ή προσποιείται ότι δείχνει σεβασμό μα κατά βάθος είναι ανίκανο για κάτι τέτοιο, η Μέλω βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. Τώρα, η μόνη της έγνοια είναι να μιλήσει στη μητέρα της για το γεγονός, δεν προλαβαίνει όμως να της το ανακοινώσει. Η μητέρα της πεθαίνει στον οίκο ευγηρίας που είχε εξασφαλίσει ο Σήφης. Και ο Λαέρτης όταν μαθαίνει για την εγκυμοσύνη της, την εγκαταλείπει. Τότε η Μέλω, καθώς διαψεύδεται από τους πάντες και τα πάντα, προσπαθεί να πλησιάσει με δολιότητα τον Σήφη, ο οποίος υποψιάζεται και σε μια κρίση βίας, αλαζονείας, και αποκτήνωσης, σκοτώνει το παιδί που εκείνη κυοφορεί.

Δύο μήνες μετά, ύστερα από επτά χρόνια γάμου, η Μέλω αποφασίζει να εκδικηθεί το σύζυγό της. Τέλος του καλοκαιριού του 2006, στο ανακαινισμένο σπίτι στο χωριό, σε μια έκρηξη θυμού, μίσους και εκδίκησης, τύψεων για τη χαμένη νιότη, τη χαμένη ελπίδα, την ταπείνωση, το κενό και το αδιέξοδο, η Μέλω σκοτώνει το σύζυγό της με τον ίδιο τρόπο που εκείνος την είχε ταπεινώσει, αδιαφορώντας για την εγκληματική της πράξη, ίσως θεωρώντας την και ως δίκαια πληρωμή. Ουσιαστικά όμως άδικη, γιατί κι εκείνη δεν έκανε τίποτε αρκετό για να την αποτρέψει. Στην πράξη όμως κι αυτή θύμα και θύτης μιας αδιέξοδης και χρεοκοπημένης κοινωνίας και ενός πολιτισμού ανθρώπων, που χαρακτηρίζονται από «υπεροψίαν και μέθην», από αλαζονεία και υπέρμετρη εγωπάθεια που μόνον τυφλώνει.

Έτσι, αντίθετα με την παπαδιαμαντική φόνισσα, αντί να πάρει τα βουνά, επανέρχεται στην πλατεία του χωριού και κάνει βόλτες δίπλα από το περιπολικό της αστυνομίας.



Αλέξανδρος Ακριτόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής Παιδικής Λογοτεχνίας
στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Από την παρουσίαση του Μέλι κόλλησε στα χείλη,
στη Φλώρινα – 16/10/2013


11.10.13

Από την Κατερίνη...

Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου 2013

Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων


Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη


  Ο Μάνος Κοντολέων και το «Μέλι κόλλησε στα χείλη» στο βιβλιοπωλείο Νέστωρ.

Την Τρίτη 15 του Οκτώβρη στις 7.00 το απόγευμα θα βρίσκεται κοντά μας στη Κατερίνη και το βιβλιοπωλείο «Νέστωρ» ένας από τους αγαπημένους και πολυγραφότατους Έλληνες συγγραφείς, μικρών και μεγάλων αναγνωστών, ο Μάνος Κοντολέων. 

Η παρουσία του αυτή γίνεται με αφορμή της έκδοσης του τελευταίου του βιβλίου για ενήλικες το «Μέλι κόλλησε στα χείλη» από τις εκδόσεις Παττάκη.
Το βιογραφικό καθώς και το συγγραφικό του έργο είναι μεγάλο και αξιόλογο. Με μια εικονική περιήγηση στο διαδίκτυο και τη προσωπική του ιστοσελίδα θα βρείτε τόσα βιβλία που πραγματικά η επιλογή αγοράς βιβλίου θα είναι δύσκολη. Τόσα πολλά που πραγματικά μια βόλτα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων πιστεύω ότι θα είναι η καλύτερη λύση. Ας πούμε λίγα λόγια για το «Μέλι κόλλησε στα χείλη» που θα παρουσιάσει ο συγγραφέας με τη συνομιλήτρια του και αναγνώστρια Σοφία Χρηστίδου.
Ένα δυνατό βιβλίο που έχει μείνει η γεύση του μελιού έντονη στον ουρανίσκο μου ακόμη και σήμερα… Μοιάζει με παραμύθι. Ή τουλάχιστον κάπως έτσι, με τη γλύκα του παραμυθιού να κολλάει στην ψυχή του αναγνώστη αρχίζει το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα ορεινό χωριό του Πηλίου, τόπο για τον οποίο ο συγγραφέας τρέφει μια ιδιαίτερη αγάπη. Η Μέλω η κεντρική του ηρωίδα και τρεις άντρες. Ο Αργύρης, ο Σήφης και ο Λαέρτης. Και οι τρεις σηματοδοτούν με την προσωπικότητα αλλά και τη δράση τους την προσπάθεια της Μέλως να ξεφύγει από τα στενά γεωγραφικά όρια του τόπου της και να ανοίξει τα φτερά της σε μια άλλη ζωή, να ταξιδέψει σε έναν νέο ορίζοντα. Στο καινούργιο του μυθιστόρημα, το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες είναι το μέλι. Η μαγεία της Ζωής. Αυτή που σ’ οδηγεί σ’ άλλα μονοπάτια. Η Μέλω, η ηρωίδα ή αλλιώς το κορίτσι του μελιού- μια πολύ όμορφη κοπέλα που ζει σε ένα πανέμορφο χωριό του Πηλίου, ψάχνει την ελευθερία, τον έρωτα και τη φυγή. Ο μικρός αυτός τόπος την πνίγει, τα χείλη της ψάχνουν τον καρπό του πάθους και αναζητά τη λύτρωση της από τη κλειστή κοινωνία. Αρχικά διαψεύδεται από το νεαρό που εκείνη θα πιστέψει πως μπορεί να κάνει τα χείλια της να κολλάνε. Εκείνος όμως δεν είναι ικανός να ξεφύγει από τις δικές του δεσμεύσεις. …….
Σε τούτο το βιβλίο ο συγγραφέας βγάζει έναν άλλο άσσο από το μανίκι του και μέσα από την ιστορία της Μέλως γράφει μιαν άλλη ιστορία, που έντεχνα την έχει κρύψει πίσω από ημερομηνίες και τόπους. Την ιστορία της χώρας μας, την ιστορία την δική μας, την ιστορία του νεοέλληνα. Μας ξεναγεί στη χρυσή εποχή της σύγχρονης Ελλάδας; Το χρονικό διάστημα από τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Τι σημάδεψε αυτή την εποχή; Το μέλι. Το μέλι στην κοινωνία, το μέλι στην κατανάλωση, το μέλι στην πολιτική, το μέλι που διόγκωσε την ευδαιμονία μας και μετέτρεψε αυτή τη χώρα σε έθνος νεόπλουτων. Μέσα από την ιστορία της Μέλως και του Σήφη, λοιπόν, ο Κοντολέων μιλάει για την χώρα του που προδόθηκε από τα ένστικτά της -και υπήρχαν στιγμές, όταν συνέλαβα τούτη τη πτυχή, που στα μάτια μου η Μέλω ήταν η ίδια η Ελλάδα, και ο Σήφης ήταν ο διάβολος που κατέκτησε την ψυχή της.
Ελάτε λοιπόν να ταξιδέψουμε μαζί του στην ιστορία, μαζί με τους ήρωες του στο αγαπημένο του Πήλιο. Να συζητήσετε μαζί του τις απορίες σας και να σας απαντήσει…. Να ανταλλάξετε απόψεις και να θυμηθείτε την εποχή του μελιού είτε κατακρίνοντας είτε νοσταλγώντας την. Γιατί για μένα μια παρουσίαση βιβλίου είναι ταξίδι στην ιστορία, αναζήτηση και ανταλλαγή απόψεων. Να φύγετε ικανοποιημένοι και «γεμάτοι» από αυτό το ταξίδι, αυτή θα είναι η επιτυχία της. Και να είστε σίγουροι ότι διαβάζοντας το θα σας μείνει μια γλύκα στον ουρανίσκο..
Ραντεβού λοιπόν την Τρίτη στις 15 Οκτώβρη το απόγευμα στις 8.00 μμ στο βιβλιοπωλείο «Νέστωρ» και καλή ακρόαση!

4.10.13

Μάρτυς μου ο Θεός



Μάκης Τσίτας
«Μάρτυς μου ο Θεός»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Κίχλη

Έντονη και ουσιαστική η παρουσία του Μάκη Τσίτα στο καθημερινό γίγνεσθαι της ελληνικής λογοτεχνίας.
Δεν είναι μόνο η συνεπής παρουσία του στο χώρο του παιδικού βιβλίου, αλλά και η για χρόνια τώρα επαγγελματική του σχέση με το βιβλίο. Εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους και έχει ιδρύσει δυο ηλεκτρονικά περιοδικά για το βιβλίο.
Παράλληλα έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, έχουν ανέβει στο θέατρο.
Το μυθιστόρημα «Μάρτυς μου ο Θεός» δεν είναι η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία των ενηλίκων. Έχει προηγηθεί , το 1996, η συλλογή διηγημάτων «Πάτυ εκ του Πετρούλα».
Πολυεπίπεδος και ανήσυχος, λοιπόν, ο Τσίτας, με το τελευταίο του αυτό βιβλίο (υπενθυμίζω πως είναι όμως το πρώτο του μυθιστόρημα) ξαφνιάζει. Τόσο με το θέμα του, όσο και με τη γραφή του. Στην ουσία αυτό που θα ξαφνιάσει τον αναγνώστη είναι ο ίδιος ο ήρωας, που σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιλά για τον εαυτό του.
Πενηντάχρονος,  πια, ο Χρυσοβαλάντης μιλά με ένα δικό του τρόπο και με ένα δικό του τρόπο άλλοτε σχολιάζει τον ίδιο του τον εαυτό κι άλλοτε την κοινωνία μέσα στην οποία προσπαθεί να ζει και την οικογένεια μέσα από την οποία δεν κατάφερε να ξεφύγει.
Αλλά ακριβώς γιατί στην ουσία αποτελεί προϊόν μιας οικογενειακής και κοινωνικής συνύπαρξης καταπιέσεων και στρεβλώσεων, η αφήγησή του από ένα σημείο και μετά παύει να είναι η αφήγηση ενός ανθρώπου και γίνεται η περιγραφή μιας εποχής και μιας χώρας.
Μικροαστός, μόνιμα να αισθάνεται πως τον αδικούν, μόνιμα να τον καταπιέζει μια σεξουαλική πείνα, μόνιμα να ζητά διέξοδο στον αγοραίο έρωτα ενώ ονειρεύεται την ιδανική γυναίκα ως σύντροφό του.
Αεροβατεί, την ίδια ώρα που αυτομαστιγώνεται. Και αναζητά την βοήθεια πάντα ενός ανώτερου –κοινωνικά, επαγγελματικά, βιολογικά. Θα καταλήξει να βρει σκέπη κάτω από την προστασία του Θεού. Μα αυτό θα γίνει όταν πλέον θα έχει χάσει την όποια επαφή με την πραγματικότητα και θα κυκλοφορεί στα δώματα των φαντασιώσεων μιας ψυχασθένειας.
Είναι νομίζω εμφανές πως ο ήρωας του Τσίτα εκπροσωπεί τη σημερινή Ελλάδα. Πιο σωστά πάνω στο πρόσωπό του η χώρα μας απεικονίζεται. Και η πορεία των τελευταίων πενήντα χρόνων της, με τη ίδια τη ζωή του Χρυσοβαλάντη μοιάζει.
Θεωρώ πως ο Μάκης Τσίτας κατάφερε να φτιάξει έναν τύπο που μέσα από αυτόν περιγράφεται μια κοινωνία. Κάτι παρόμοιο μέχρι τώρα συνήθως άλλοι συγγραφείς το έχουν επιτύχει χρησιμοποιώντας θηλυκά πρόσωπα (Ταχτσής, Μάτεσης). Ο Μάκης Τσίτας ακολουθώντας -από μια απόσταση πάντως-  τα αχνάρια του «Λούσια» (1987) του Νίκου Χουλιαρά δίνει στην πινακοθήκη των κεντρικών χαρακτήρων της λογοτεχνίας μας ένα παθογόνο τύπο που χωρίς να μπορείς να πεις πως σε έχει κερδίσει συναισθηματικά, σίγουρα σε έχει κάνει να στρέψεις το βλέμμα προς τον πρώτο καθρέφτη που θα βρεις μπροστά σου.

2.10.13

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ και ΓΡΑΦΗΣ

Ο Συγγραφέας και Κριτικός Λογοτεχνίας

Μάνος Κοντολέων  

μας  εισάγει σε

 Οκτώ      Κύκλους    Συναντήσεων   

Δημιουργικής   Ανάγνωσης

   και   

Δημιουργικής    Γραφής

από το Νοέμβριο 2013 μέχρι τον Ιούνιο 2014

στο   Έναστρον   Βιβλιοκαφέ,   Σόλωνος 101,   Αθήνα.

Σκοπός του κύκλου μαθημάτων θα είναι η ανάπτυξη των δεξιοτήτων των συμμετεχόντων στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, αφ’ ενός μέσα από τη διεξοδική ανάλυση έργων καταξιωμένων συγγραφέων και αφετέρου μέσα από τη δική τους συγγραφική δημιουργία.
Αναλυτικότερα, κάθε κύκλος θα περιλαμβάνει δύο τρίωρες συναντήσεις ανά δεκαπενθήμερο, δηλαδή θα πραγματοποιείται ένας κύκλος ανά μήνα.
Στην πρώτη συνάντηση οι συμμετέχοντες θα έχουν διαβάσει συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα που θα τους ανακοινωθούν έγκαιρα (διηγήματα κυρίως ή και σύντομες νουβέλες) ενός συγγραφέα και θα συζητήσουν πάνω στις τεχνικές συγγραφής που ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει χρησιμοποιήσει.
Στο δεκαπενθήμερο που θα μεσολαβήσει, οι συμμετέχοντες θα προσπαθήσουν μόνοι τους να γράψουν το δικό τους κείμενο δοκιμάζοντας τις τεχνικές αφήγησης του συγγραφέα του οποίου μελέτησαν το έργο. Στην επόμενη συνάντηση της ομάδας θα διαβαστούν τα κείμενα αυτά και θα συζητηθούν.
Οι Κύκλοι Δημιουργικής Ανάγνωσης και Δημιουργικής Γραφής θα βασιστούν σε έργα καταξιωμένων συγγραφέων (Ελλήνων και ξένων, συγχρόνων και παλαιότερων) και θα γίνει προσπάθεια να αναλυθούν διάφορες τεχνικές αφήγησης (ρεαλιστική, μαγικού ρεαλισμού, συμβολική, μυστηρίου, παραμυθιού κ.λπ.).
Στην ουσία πρόκειται για ένα Κύκλο Μαθημάτων όπου γίνεται συνδυασμός του τρόπου εργασίας των Λεσχών Ανάγνωσης και των Σεμιναρίων Δημιουργικής Γραφής.
Ενδεικτικά αναφέρονται συγγραφείς που το έργο τους θα είναι η βάση κάθε Κύκλου: Σωτήρης Δημητρίου, Περικλής Σφυρίδης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Όσκαρ Ουάιλντ, Ρεμπέκα Μίλλερ, Έντγκαρ Άλαν Πόε κ.ά.

Πληροφορίες και αιτήσεις συμμετοχής στα τηλέφωνα 2103828161 και 2103828139 ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση vivlio@enastron.com.gr
Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
Κόστος:  15 ευρώ ανά συνάντηση
Ώρες συναντήσεων:  15:30 – 18:30
Ημέρες συναντήσεων:  
9/11 & 23/11 2013,  
7/12 & 21/12 2013, 
11/1 & 25/1 2014,
8/2 & 22/2 2014,  
8/3 & 22/3 2014,  
5/4 & 12/4 2014,  
10/5 & 24/5 2014, 
7/6 & 21/6 2014