"Δυο φορές Άνοιξη"
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη, 2014
Κάποιες μέρες ξυπνάω νωρίς. Όπως και σήμερα.
Μου αρέσει να βλέπω τον ουρανό να φωτίζεται σιγά σιγά.
Άρχισα το διάβασμα με τεχνητό φως και στις τελευταίες σελίδες είχε φέξει πια.
Αλλά δεν σηκώθηκα να σβήσω το φως. Το έσβησα μετά.
Και συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει λάθος.
Αναφέρομαι στις εκπλήξεις που, όπως νόμιζα, δεν θα μου επεφύλασσε το μυθιστόρημα «Δυο φορές άνοιξη», του Μάνου Κοντολέων, όταν είχα ήδη ξεπεράσει ―από την προηγούμενη μέρα― τις 340 από τις 391 σελίδες του.
Έκπληξη πρώτη: έκλαψα.
Έκπληξη δεύτερη: ξαναέκλαψα.
Πού; Δεν έχει και τόση σημασία... Ο αναγνώστης μάλλον θα το καταλάβει.
Και σ’ ένα σημείωμα για ένα βιβλίο που μου άρεσε δεν έχω λόγο να υποκαταστήσω την ανάγνωσή του.
Πρέπει βέβαια να πιστώσω τον Μάνο Κοντολέων με περισσότερες από τρεις σελίδες που είναι από τις καλύτερές που έχει γράψει μέχρι σήμερα.
Λοιπόν… Στο βιβλίο πάλι.
Και συγκινήθηκα αλλά και χαμογέλασα... Με κάποια πράγματα που γίνονται απλά όταν μπορείς να διακρίνεις την ικανότητα του συγγραφέα να τρυπώνει σε μικρά καθημερινά και να βγαίνει μετά με ένα χαμόγελο που σου δείχνει πώς να διαχειρίζεσαι ή και να νικάς τα μικρά της καθημερινότητας χωρίς καθόλου να τα θεωρείς ασήμαντα. Αυτό εγώ το λέω χαρά της ανάγνωσης.
Όπως χαμογελούσα με την ευκολία που έφτιαχνε τρισδιάστατα αστέρια από χρωματιστό χαρτόνι ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός.
Πάντα χαμογελάω με τη μαγεία. Και μ’ αρέσει να μπαινοβγαίνω απ’ τη ζωή στο μαγικό που δεν είναι τίποτ’ άλλο, αυτό το μαγικό, από την ίδια τη ζωή με λιγότερους πρακτικούς ορισμούς και περισσότερη τέχνη με πρακτικές εφαρμογές και διαισθητικές λύσεις.
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη, 2014
Κάποιες μέρες ξυπνάω νωρίς. Όπως και σήμερα.
Μου αρέσει να βλέπω τον ουρανό να φωτίζεται σιγά σιγά.
Άρχισα το διάβασμα με τεχνητό φως και στις τελευταίες σελίδες είχε φέξει πια.
Αλλά δεν σηκώθηκα να σβήσω το φως. Το έσβησα μετά.
Και συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει λάθος.
Αναφέρομαι στις εκπλήξεις που, όπως νόμιζα, δεν θα μου επεφύλασσε το μυθιστόρημα «Δυο φορές άνοιξη», του Μάνου Κοντολέων, όταν είχα ήδη ξεπεράσει ―από την προηγούμενη μέρα― τις 340 από τις 391 σελίδες του.
Έκπληξη πρώτη: έκλαψα.
Έκπληξη δεύτερη: ξαναέκλαψα.
Πού; Δεν έχει και τόση σημασία... Ο αναγνώστης μάλλον θα το καταλάβει.
Και σ’ ένα σημείωμα για ένα βιβλίο που μου άρεσε δεν έχω λόγο να υποκαταστήσω την ανάγνωσή του.
Πρέπει βέβαια να πιστώσω τον Μάνο Κοντολέων με περισσότερες από τρεις σελίδες που είναι από τις καλύτερές που έχει γράψει μέχρι σήμερα.
Λοιπόν… Στο βιβλίο πάλι.
Και συγκινήθηκα αλλά και χαμογέλασα... Με κάποια πράγματα που γίνονται απλά όταν μπορείς να διακρίνεις την ικανότητα του συγγραφέα να τρυπώνει σε μικρά καθημερινά και να βγαίνει μετά με ένα χαμόγελο που σου δείχνει πώς να διαχειρίζεσαι ή και να νικάς τα μικρά της καθημερινότητας χωρίς καθόλου να τα θεωρείς ασήμαντα. Αυτό εγώ το λέω χαρά της ανάγνωσης.
Όπως χαμογελούσα με την ευκολία που έφτιαχνε τρισδιάστατα αστέρια από χρωματιστό χαρτόνι ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός.
Πάντα χαμογελάω με τη μαγεία. Και μ’ αρέσει να μπαινοβγαίνω απ’ τη ζωή στο μαγικό που δεν είναι τίποτ’ άλλο, αυτό το μαγικό, από την ίδια τη ζωή με λιγότερους πρακτικούς ορισμούς και περισσότερη τέχνη με πρακτικές εφαρμογές και διαισθητικές λύσεις.
Κι αυτό, η σύζευξη της καθημερινότητας των ηρώων του Μάνου
Κοντολέων με τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και το ξεπέρασμα των αναπάντητων
ερωτημάτων, σαν εκείνα που γέννησαν και γεννούν μαγεία και θρησκείες, και η
απάντηση των ερωτημάτων με τη μόνη δυνατή ―και σαν δυνατότητα και σαν ισχύ―
λέξη, που είναι η αγάπη και η συντρόφισσά της η Άνοιξη, είναι που δίνουν στο
τελευταίο του μυθιστόρημα τον χαρακτήρα ενός ιδιότυπου ελληνικού «αστικού»
μυθιστορήματος.
Ιδιότυπο, γιατί ξέρει ο συγγραφέας ότι η ελληνική παράδοση της λογοτεχνίας μας έχει τόση μαγεία μέσα της που να τη θεωρούμε μέρος του ορθολογισμού μας. Κι αυτό το ξεδιπλώνει μέσα σε πολλές σελίδες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν παραμυθένιες.
Ελληνικό, γιατί δεν είναι ούτε μοιάζει δανεισμένο από κάτι ξένο για να αρέσει.
Και «αστικό». Βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη «αστικό» όχι για να της αφαιρέσω βάρος αλλά για να επισημάνω το φορτίο της που έχει να κάνει περισσότερο με το «άστυ» και λιγότερο με την αστική τάξη.
Παρόλο που γύρω από τη μεσοαστική αλλά και τη μεγαλοαστική τάξη πλέκεται το μυθιστόρημα.
Και ως αναφερόμενο σε αυτήν αλλά και παρουσιάζοντας μία τουλάχιστον εκπρόσωπό της μεγαλοαστή να θέλει να μπει κι αυτή στο παιχνίδι της αγάπης με έναν τρόπο που την καθιστά ανήθικα ελκυστική, σαν «λάιφ στάιλ», για τους πέριξ αυτής μεσοαστούς, μικροαστούς και νεόπτωχους.
Ιδιότυπο, γιατί ξέρει ο συγγραφέας ότι η ελληνική παράδοση της λογοτεχνίας μας έχει τόση μαγεία μέσα της που να τη θεωρούμε μέρος του ορθολογισμού μας. Κι αυτό το ξεδιπλώνει μέσα σε πολλές σελίδες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν παραμυθένιες.
Ελληνικό, γιατί δεν είναι ούτε μοιάζει δανεισμένο από κάτι ξένο για να αρέσει.
Και «αστικό». Βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη «αστικό» όχι για να της αφαιρέσω βάρος αλλά για να επισημάνω το φορτίο της που έχει να κάνει περισσότερο με το «άστυ» και λιγότερο με την αστική τάξη.
Παρόλο που γύρω από τη μεσοαστική αλλά και τη μεγαλοαστική τάξη πλέκεται το μυθιστόρημα.
Και ως αναφερόμενο σε αυτήν αλλά και παρουσιάζοντας μία τουλάχιστον εκπρόσωπό της μεγαλοαστή να θέλει να μπει κι αυτή στο παιχνίδι της αγάπης με έναν τρόπο που την καθιστά ανήθικα ελκυστική, σαν «λάιφ στάιλ», για τους πέριξ αυτής μεσοαστούς, μικροαστούς και νεόπτωχους.
Το «Δυο φορές άνοιξη», με τη μυθιστορηματική (και όχι ιστορική)
καταγραφή καταστάσεων και γεγονότων της Ελλάδας, από τη δεκαετία του '80 μέχρι
και σήμερα σχεδόν, νομίζω ότι θα αποτιμηθεί αργότερα (ζωή να 'χουμε...).
Και είναι σημαντικό το ότι δεν ενδίδει στον πειρασμό της περιγραφής των κοινωνικών σχέσεων σαν μιας καρικατούρας αλλά στην εμβάθυνση σ’ αυτές με κριτική όσο και συμμετοχική στοργή.
Το ερωτικό-οικογενειακό στόρυ, με μια γυναίκα, δύο άντρες ―κομπολόι με πολύ βαριές χάντρες, για να παραφράσω το παλιό λαϊκό άσμα― και τρία παιδιά, παρόλο που φαντάζει σαν το κυρίως πλαίσιο ή και άξονας του μυθιστορήματος ―και που ίσως αποτελέσει (όπως το εύχομαι και στον συγγραφέα και στον εκδότη) τον κύριο λόγο της επιτυχίας του―, είναι τελικά η αφορμή για μια διεισδυτική ανάλυση της παράξενης ωρίμανσης της ελληνικής κοινωνίας μέσα από μύθους, κρίσεις και διαδρομές που κάποιες στιγμές φάνταζαν αδιέξοδες.
Και λέω «φάνταζαν» γιατί νομίζω ―και ελπίζω― πως βρισκόμαστε στην «αποδρομή» ―με ιατρικούς όρους― της αρρώστειας μας.
Όχι ότι δε φοβάμαι τα «τέρατα» και το ξανα-ξεσάλωμά τους, έτσι και ξεφοβηθούν...
Ήδη έχουμε τα πρώτα φαινόμενα.
Πάντως αυτό που είδα μέσα στο βιβλίο τού Μάνου Κοντολέων, είναι μια πλούσια και με σαφή περιγράμματα τοιχογραφία που, με όρους Μπαλζάκ και της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» του (και αναφέρω το όνομα του Μπαλζάκ όχι για σύγκριση αλλά σαν λογοτεχνικό προηγούμενο), καταφέρνει να αναμιγνύει, σαν καλός μπάρμαν, ποτά με διαφορετικές γεύσεις, χρώματα και αλκοολικούς βαθμούς σ’ ένα πολύ πετυχημένο κοκτέιλ. Που κάποια από τα συστατικά του, σε μεγαλύτερες δόσεις, θα μπορούσαν να σε κάνουνε ντίρλα, να σε πικράνουν μέχρις αποστροφής ή να σου φέρουν αναγούλα από τη γλυκεράδα.
Με την αίσθηση του μέτρου όμως και την ταλαντούχα πείρα που έχει ο Μάνος Κοντολέων, το χαρμάνι της Διπλής Άνοιξης (Double Spring: καλό όνομα για κοκτέιλ, αν δεν υπάρχει ήδη), σου φτιάχνουν κεφάλι χωρίς να χάνεις την αίσθηση και της ερωτικής διάστασης και του ιστορικού χρόνου και της καλής λογοτεχνίας.
Και είναι σημαντικό το ότι δεν ενδίδει στον πειρασμό της περιγραφής των κοινωνικών σχέσεων σαν μιας καρικατούρας αλλά στην εμβάθυνση σ’ αυτές με κριτική όσο και συμμετοχική στοργή.
Το ερωτικό-οικογενειακό στόρυ, με μια γυναίκα, δύο άντρες ―κομπολόι με πολύ βαριές χάντρες, για να παραφράσω το παλιό λαϊκό άσμα― και τρία παιδιά, παρόλο που φαντάζει σαν το κυρίως πλαίσιο ή και άξονας του μυθιστορήματος ―και που ίσως αποτελέσει (όπως το εύχομαι και στον συγγραφέα και στον εκδότη) τον κύριο λόγο της επιτυχίας του―, είναι τελικά η αφορμή για μια διεισδυτική ανάλυση της παράξενης ωρίμανσης της ελληνικής κοινωνίας μέσα από μύθους, κρίσεις και διαδρομές που κάποιες στιγμές φάνταζαν αδιέξοδες.
Και λέω «φάνταζαν» γιατί νομίζω ―και ελπίζω― πως βρισκόμαστε στην «αποδρομή» ―με ιατρικούς όρους― της αρρώστειας μας.
Όχι ότι δε φοβάμαι τα «τέρατα» και το ξανα-ξεσάλωμά τους, έτσι και ξεφοβηθούν...
Ήδη έχουμε τα πρώτα φαινόμενα.
Πάντως αυτό που είδα μέσα στο βιβλίο τού Μάνου Κοντολέων, είναι μια πλούσια και με σαφή περιγράμματα τοιχογραφία που, με όρους Μπαλζάκ και της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» του (και αναφέρω το όνομα του Μπαλζάκ όχι για σύγκριση αλλά σαν λογοτεχνικό προηγούμενο), καταφέρνει να αναμιγνύει, σαν καλός μπάρμαν, ποτά με διαφορετικές γεύσεις, χρώματα και αλκοολικούς βαθμούς σ’ ένα πολύ πετυχημένο κοκτέιλ. Που κάποια από τα συστατικά του, σε μεγαλύτερες δόσεις, θα μπορούσαν να σε κάνουνε ντίρλα, να σε πικράνουν μέχρις αποστροφής ή να σου φέρουν αναγούλα από τη γλυκεράδα.
Με την αίσθηση του μέτρου όμως και την ταλαντούχα πείρα που έχει ο Μάνος Κοντολέων, το χαρμάνι της Διπλής Άνοιξης (Double Spring: καλό όνομα για κοκτέιλ, αν δεν υπάρχει ήδη), σου φτιάχνουν κεφάλι χωρίς να χάνεις την αίσθηση και της ερωτικής διάστασης και του ιστορικού χρόνου και της καλής λογοτεχνίας.
Πολλοί ίσως αγοράσουν το «Δυο φορές άνοιξη» του Μάνου
Κοντολέων, για να διαβάσουν την ερωτική ιστορία του. Και καλά θα κάνουν.
Άλλωστε, είναι κι αυτός ένας από τους τρόπους του καλού συγγραφέα να παίρνει
τους αναγνώστες του μαζί του στα βαθιά.
Κωστής Α. Μακρής
28 Μαΐου 2014
(Νέα Σελήνη!)
No comments:
Post a Comment