Τασούλα Τσιλιμένη
«Το κουμπί»
Διηγήματα
Εκδόσεις Καστανιώτη
Μου αρέσουν οι συλλογές διηγημάτων.
Για δυο κυρίως λόγους.
Ο ένας έχει να κάνει με το ότι κάθε διήγημα είναι
ολιγοσέλιδο. Μπορώ να το διαβάσω σχετικά σύντομα και σίγουρα σε στιγμές που ο διαθέσιμος χρόνος για
ανάγνωση είναι πιεστικός. Οι λίγες σελίδες φιλοξενούν μια αυτοτελή ιστορία κι
έτσι καλύπτουν την ανάγκη μου να ΄ γευτώ ’
την λογοτεχνική απόλαυση.
Ο δεύτερος λόγος είναι η ποικιλία των ανθρώπων που μέσα σε
μια συλλογή διηγημάτων θα ανακαλύψω.
Ακόμα και τα πλέον πολυπρόσωπα μυθιστορήματα δεν μπορούν να
σου προσφέρουν τη χαρά να γνωρίσεις από κοντά
τόσους ανθρώπους, όσοι υπάρχουν σε μια συλλογή διηγημάτων. Να ακούσεις
τις ιστορίες τους, να μυηθείς στα πάθη τους, να μοιραστείς μαζί τους όνειρα και
αδιέξοδα που ίσως να είναι και δικά σου.
Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν τη συγγραφή μυθιστορημάτων πιο απαιτητική από τη σύνθεση ενός διηγήματος.
Ασφαλώς και διαφωνώ. Κάθε είδος έχει τις
δικές του απαιτήσεις και τις δικές του δυσκολίες.
Παρόλα αυτά ίσως να
κυκλοφορούν λιγότερα άτεχνα μυθιστορήματα, ενώ είναι περισσότερες οι συλλογές διηγημάτων που δεν έχουν όλα τα
χαρακτηριστικά εκείνα που θα τις έκαναν να ενταχθούν σε μια κατηγορία καλής
λογοτεχνίας. Ίσως να φταίει το γεγονός πως αρκετοί είναι εκείνοι που νομίζουν
πως έχουν την ικανότητα να συνθέσουν μια λογοτεχνική αφήγηση γιατί γνωρίζουν
απλά και μόνο ένα γεγονός το ποίο και εν συντομία καταγράφουν.
Στις συλλογές διηγημάτων διαβάζουμε –συνήθως- για μια στιγμή
ενός ανθρώπου. Για ένα γεγονός που σημάδεψε κάποιον άλλον. Ή για μια σκέψη που
στιγμιαία γεννήθηκε και σύντομα θα πεθάνει.
Και τώρα σκέφτομαι πως ως ανάσες διαβάζω τα διηγήματα μιας
συλλογής. Ανάσες άλλων.
Αυτή η σκέψη μου δημιουργήθηκε καθώς αργά, μέρα τη μέρα,
διάβαζα τα διηγήματα της συλλογής «Το κουμπί» που έγραψε η Τασούλα Τσιλιμένη.
Η Τσιλιμένη διδάσκει Παιδική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της
Θεσσαλίας και είναι και η ίδια συγγραφέας πολλών βιβλίων για παιδιά.
Με τη λογοτεχνία των ενηλίκων έχει και στο παρελθόν
ασχοληθεί –θυμάμαι το μυθιστόρημά της
«Τη νύχτα που ζήλεψε το φεγγάρι» (2003).
Τώρα με τη συλλογή αυτή, θα έλεγα πως με μια ήρεμη μα και
αποφασισμένη στάση επιδιώκει να ενώσει τη ματιά με την οποία βλέπει την παιδική
ηλικία όταν απευθύνεται σε μικρής ηλικίας αναγνώστη, με μια άλλη, αυτή του ενήλικου ατόμου που
αναζητά το βάθος και την σημασία της παιδικότητας.
Όλα τα διηγήματα της συλλογής αυτής έχουν μια άμεση σχέση με
την επαρχία –σχεδόν την ανακηρύσσουν τον τόπο όπου τα άτομα οδεύουν προς την
ενηλικίωση. Αναζητούν, ακόμα, τα πολλαπλά πρόσωπα της απώλειας. Και δε
διστάζουν μέσα σε μια εποχή
τεχνοκρατούμενη να στρέψουν την προσοχή τους προς την δοξασία, το θαύμα, το
όποιο ανεξήγητο.
Οι ήρωες ακόμα κι όταν πλέον δεν είναι παιδιά, με κάποιο
τρόπο επανέρχονται στην ηλικία της
φαινομενικής αθωότητας. Αλλά και όταν είναι σε νεαρά ηλικία (η δεκατετράχρονη
Νόρα, για παράδειγμα του τελευταίου διηγήματος)
μπορούν και διακρίνουν το σημείο εκείνο όπου θα γίνει ο αποχωρισμός και
το κορίτσι θα μετασχηματιστεί σε γυναίκα.
Γραμμένα απλά, με κλασικό τρόπο. Με μια επιπόλαια ανάγνωση
θα μπορούσε κάποιος να τα εντάξει σε μια νεώτερης μορφής ηθογραφία.
Μα και σίγουρα όχι μόνο ηθογραφικά κείμενα δε θα τα χαρακτήριζα,
αλλά αντίθετα θα τα θεωρούσα και ως μεταμοντέρνα.
Είναι –το σημείωσα και πιο πάνω- αυτή η απλή ματιά που πάει
και συλλαμβάνει τη λεπτομέρεια –άλλοτε ένα κουμπί, άλλοτε ένα κέρμα κλεισμένο
σε μια παλάμη, ένα ζευγάρι λευκές γόβες ή η φασματική εικόνα ενός αλόγου που
περνά πίσω από τους ίσκιους των φύλλων της καρυδιάς.
Σημερινοί οι ήρωες
της Τσιλιμένη. Πρόσωπα καθημερινά.
Ακούς τις ανάσες τους. Αφουγκράζεσαι τις απλές ζωές τους.
Και θες να μοιραστείς μαζί τους και κάποιες δικές σου
στιγμές –μικρές λεπτομέρειες που νόμιζες πως είχες ξεχάσει… Νόμιζες. Μα αυτές παρέμειναν
μικρές φλεβίτσες νερού που δακρύζουν μέσα στα αγριόχορτα της κάθε μέρας.
No comments:
Post a Comment