Όταν φοβάμαι, ξεχνώ και να μιλάω…
Μάσκες, στολές γιατρών και νοσηλευτών που μοιάζουν με στολές αστροναυτών, εγκλεισμός στο σπίτι και στον εαυτό μας, ελαχιστοποίηση της επικοινωνίας, μοναξιά και μελαγχολία είναι λίγα μόνο από τα νέα στοιχεία, τις νέες «συνήθειες» που μας προσφέρει αφειδώς η εποχή του ιού. Από τις ελάχιστες, αγαπημένες καταφυγές, η ανάγνωση, η καλή λογοτεχνία και η συντροφιά του λόγου, που συνιστά μια μορφή ουσιαστικής, βαθιάς και θεραπευτικής επικοινωνίας.
Ο Μάνος Κοντολέων, αγαπημένος, πολυβραβευμένος και ακάματος εργάτης του λόγου, μας κάνει και πάλι μια δελεαστική πρόσκληση: να τον ακολουθήσουμε στους δρόμους της ανάγνωσης, της ψυχαγωγίας αλλά και του αναστοχασμού. Χωρίς να αναφέρεται καθόλου στο ζοφερό θέμα της εποχής μας, την πανδημία, μιλάει γι’ αυτή την ίδια την ουσία του προβλήματος, που είναι η απομόνωση των ανθρώπων και ο «φόβος του άλλου». Και όταν όλα αυτά αφορούν τις ευαίσθητες και επαναστατημένες ψυχές των εφήβων, τότε το πράγμα γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον, πραγματικά δια-χρονικό και δια-τοπικό.
Ο Φιλ, ο έφηβος ήρωας του έργου, μετακομίζει στο σπίτι του παππού του, κάπου σε μια αφιλόξενη μακρινή μικρή πόλη, σε ένα σπίτι όπου λες και μόνο άνθρωποι θυμωμένοι έχουν έως τα τώρα κατοικήσει. Μεγαλωμένος από δυο γονείς που περισσότερο σκέφτονταν τη δουλειά, τις φιλοδοξίες τους και τα δικά τους όνειρα, ο μικρός ανατράφηκε μέσα σε ένα ψυχικό κλίμα απομόνωσης, απόρριψης και φόβου ότι δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των γονιών του. Ο πατέρας, σκληροτράχηλος στρατιωτικός, η μητέρα, επιτυχημένη επιστήμονας στον τομέα της εξερεύνησης του Διαστήματος, υπήρχαν πάντα εκεί για να του υπενθυμίζουν ότι ποτέ δεν θα είναι αρκετά καλός γι’ αυτούς· τουλάχιστον έτσι το ερμήνευε ο Φιλ. Ο φόβος βρήκε σιγά σιγά πρόσφορο έδαφος να φωλιάσει στην ψυχή και στο μυαλό του μικρού και επειδή, όπως λέει ο ίδιος, όταν φοβάμαι, ξεχνώ και να μιλάω…, ο φόβος πήρε τη μορφή του τραυλίσματος και της αδυναμίας επικοινωνίας. Και το τραύλισμα, με τη σειρά του, έγινε ένα από τα κομμάτια της ταυτότητας του Φιλ, εκείνης που έβλεπαν –και περιγελούσαν– οι άλλοι αλλά και εκείνης που ο ίδιος έμαθε να φοβάται και να απεχθάνεται.
Στην προσπάθειά του να μπορέσει να υπερβεί τον φόβο, να καλύψει την αδυναμία του και να αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητά του, ο ήρωας βρήκε μια μάσκα, ένα προσωπείο πίσω από το οποίο μπορούσε να υπάρξει, να είναι ο εαυτός του, να δείξει όλα αυτά που έκρυβε μέσα του, χωρίς να φοβάται τους άλλους. Να δείξει τον εαυτό του, τον οποίο οι άλλοι απλώς αγνοούσαν είτε γιατί ήταν απορροφημένοι με τα δικά τους θέλω (όπως οι γονείς και ο παππούς του) είτε γιατί ήταν τόσο θυμωμένοι κατά βάθος με τη δική τους ατολμία (όπως οι συμμαθητές του) που δεν σκέφτονταν τίποτε άλλο παρά μόνο πώς να κάνουν πιο υποφερτή την ανυπαρξία τους, πληγώνοντας τους άλλους.
Χωρίς να αναφέρεται καθόλου στο ζοφερό θέμα της εποχής μας, την πανδημία, μιλάει γι’ αυτή την ίδια την ουσία του προβλήματος, που είναι η απομόνωση των ανθρώπων και ο «φόβος του άλλου».
Ο Φιλ «βγαίνει» για λίγο από το δικό του Εγώ και δανείζεται τη μορφή και την οντότητα που του προσφέρει η μάσκα, η μάσκα του Καπιτάνο, ενός παλιού και λησμονημένου ήρωα κόμικ, που επανέρχεται στο προσκήνιο μόνο για τον Φιλ και κατακλύζει τη σκέψη, τη βούληση και τη δράση του. Η μάσκα αυτή, που την προτιμά ο νεαρός από όλες τις άλλες, γιατί, όπως λέει, απλώς και μόνο αποκρύπτει χαρακτηριστικά ή παραλλάσσει συναισθήματα και παραπλανά, γίνεται για κάποιο διάστημα το καταφύγιο του ευαίσθητου παιδιού, που δέχεται απόρριψη και απαξίωση από τους άλλους λόγω του τραυλίσματος και της ευαισθησίας του. Ουσιαστικά όμως είναι εκείνη που συγ-καλύπτει τις ανασφάλειές του, βοηθώντας τον βαθμιαία να ανα-καλύψει τον εαυτό του και να απο-καλύψει με θάρρος τον πραγματικό Φιλ στους άλλους.
Στο έργο του αυτό, ο Μάνος Κοντολέων ξαναγυρίζει σε ένα σύμβολο που είχε αριστοτεχνικά αξιοποιήσει και στο μυθιστόρημά του Μάσκα στο φεγγάρι, αναδεικνύοντας και εκεί τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τη σχέση όλων μας με τις κατασκευασμένες στερεοτυπικές εικόνες, τη σχέση με αυτό που είμαστε και με αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Σε εκείνο το έργο, οι δυο έφηβοι πρωταγωνιστές διαμόρφωσαν και αποδέχτηκαν βαθμιαία τη δική τους προσωπικότητα, τον εαυτό τους, μέσα από τη διερεύνηση των θεατρικών ρόλων, των προσωπείων που είχε χρησιμοποιήσει ένας παλιός ηθοποιός. Το θέατρο και οι δραματικοί χαρακτήρες υπήρξαν αρωγοί, συμπαραστάτες σε αυτή την πορεία αυτογνωσίας αλλά και μύστες στον κόσμο της Τέχνης, η οποία, μέσα από την ψευδαίσθηση, ξέρει να καταρρίπτει το ψεύτικο και να υμνεί το αληθινό. Στη Μάσκα του Καπιτάνο, ο Κοντολέων αξιοποιεί και πάλι την επικουρία της Τέχνης, μέσα από την ποίηση αυτή τη φορά, που χρησιμοποιεί στον λόγο της η Λάουρα, μια ηρωίδα η οποία από την αρχή στέκεται στο πλάι του έφηβου πρωταγωνιστή και γίνεται η μοναδική του φίλη. Οι στίχοι των ποιημάτων που συνεχώς επικαλείται η Λάουρα είναι ένα «προσωπείο» για εκείνη, που αναδεικνύει και πάλι την Τέχνη ως «το καταφύγιο που φθονούμε», αλλά προστρέχουμε σε αυτό όταν «μας διώχνουνε τα πράγματα», όπως θα έλεγε και ο παλιός ο ποιητής.
Το έργο του Μάνου Κοντολέων είναι μια ακόμη εξαιρετική συμβολή στη λογοτεχνία για εφήβους και νέους, στη λογοτεχνία για όλους, από έναν συγγραφέα που πλάθει χαρακτήρες για να μας συντροφεύουν, να τους αγαπάμε και να τους δεχόμαστε «χωρίς μάσκα», γιατί επιβάλλονται με την αλήθεια της Τέχνης.
Η Μαρία Δημάκη-Ζώρα είναι επίκουρη καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, Ε.Κ.Π.Α.
https://diastixo.gr/kritikes/efivika/16165-maska-kapitano
No comments:
Post a Comment