Επαρμένες
και απρεπείς εποχές
Ανοιξιάτικο
το απόγευμα και κανονίσαμε με τον παλιό μου φίλο, τον Μ., να συναντηθούμε στο
δασάκι της γειτονιάς μας.
Με
την ευκαιρία πήρα για μια βόλτα και τη σκυλίτσα μου, τη Σοκολάτα. Ήμουνα
σίγουρος πως και ο Μ. θα είχε μαζί του το δικό του το σκυλί, τον Πλούτο.
Σωστά
είχα μαντέψει κι έτσι εγώ χαιρόμουνα την συντροφιά του φίλου μου κι η Σοκολάτα
την παρέα του καλού της.
Μα
αυτό το απόγευμα ο Πλούτο δεν φαινότανε να είναι στα κέφια του. Και κάπου στην
πλάτη του -διαπίστωσα- πως το τρίχωμά του είχε αραιώσει.
«Συμβαίνει
κάτι με τον Πλούτο;» ρώτησα.
Ο
Μ. κούνησε το κεφάλι.
«Αλλεργικός…
Έτσι θα περάσει όλη την άνοιξη κι όλο το καλοκαίρι»
«Τί
λες!» ξαφνιάστηκα εγώ.
Δεν
ήξερα πως μπορεί και τα σκυλιά να είναι αλλεργικά.
Ο
Μ. σταμάτησε και με κοίταξε.
«Αλλεργικά
και τα σκυλιά, αλλεργικοί και κάποιοι άνθρωποι… Και δεν είναι μόνο αυτοί -οι
όσοι αλλεργικοί- που ταλαιπωρούνται από την έπαρση της άνοιξης και την απρέπεια
του καλοκαιριού»
Γέλασα.
«Ομολογώ
πως δεν είχε ποτέ μου σκεφτεί με τέτοια επίθετα να συνοδεύω αυτές τις δυο
υπέροχες εποχές!» είπα
«Υπέροχες!...
Θα αστειεύεσαι ασφαλώς!»
Όσο
μεγαλώνει ο Μ. τόσο και πιο παράξενος γίνεται. Αλλά με το θάρρος της
μακρόχρονης φιλίας μας, δεν μπόρεσε να μην απαντήσω
«Κάποτε,
σε θυμάμαι να λατρεύεις την άνοιξη και να περιμένεις πως και πως το καλοκαίρι
να έρθει»
«Κάποτε…
Όταν οι ορμόνες χορεύανε μέσα στο σώμα μου και έτσι δεν με αφήνανε να δω την
αστοχασιά της μιας εποχής και την
απρέπεια της άλλης»
«Καταλαβαίνω…
Ναι, αυτό είναι! Ζηλεύεις τους νέους!» πάντα με το θάρρος της μακρόχρονης
φιλίας, αλλά και τη θύμηση κοινών αναμνήσεων, παρατήρησα.
«Αντίθετα
τους οικτίρω… Λυπάμαι την άγνοιά τους…»
«Δηλαδή
τί αγνοούν;» είπα κι ετοιμαζόμουνα να υποστώ τις καινοτόμες απόψεις του φίλου.
«Αγνοούν
τη σοφία των ποιητών!» είπε ο Μ. και ομολογώ πως αυτό ήταν το μόνο που δεν
περίμενα να ακούσω.
«Το
εξηγείς αυτό που είπες» ζήτησα.
Ο
Μ. έριξε τη ματιά του προς τα δυο σκυλιά που είχαν φτάσει στο ρυάκι και είχαν
σκύψει τα κεφάλιa για να δροσιστούν.
«Τι
καλά που ‘ ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι! -έχει γράψει ο
Καρυωτάκης και η παλιά μας φιλενάδα, η Μάρω η Λοϊζου…» σταμάτησε τη φράση του ο
Μ. για να με ρωτήσει, «Αλήθεια τη θυμάσαι καθόλου τη Μάρω και τον περίφημο
χαλβά της… Μέχρι και ο Σαββόπουλος την αναφέρει σ΄ ένα τραγούδι του
«Ξεχνιέται
η Μάρω…» πικρό το χαμόγελο μου
«Λοιπόν,
η Μάρω έχει γράψει σε ένα ποίημά της: Κάνε το φίλο σου να δακρύσει με μια φέτα
μανταρίνι… Με μια φέτα καρπούζι κάνεις το φίλο σου να του κολλάνε τα χέρια
και να τον τρώνε οι μύγες»
Είχα
χάσει την ικανότητα μου να βρω την όποια αντίρρηση πάνω στα όσα έλεγε ο Μ. Μα
ξαφνικά θυμήθηκα την εποχή της νεότητάς μας κι έτσι,
«Εσύ
-και μη μου πεις πως το έχει ξεχάσει- κάποτε μόλις έμπαινε η άνοιξη
ερωτευόσουνα και μετά όλο το καλοκαίρι το περνούσες με ένα μαγιό και
μπαινοβγαίνοντας στη θάλασσα…»
Ο
Μ. κούνησε το κεφάλι
«Η
θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Πόσοι δεν
έφαγαν τα νιάτα τους – μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις, γράμπες,
πηγάδια, βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες…» σχολίασε.
«Μα
τι λες τώρα;»
«Δεν
τα λέω εγώ όλα αυτά… Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τα έχει γράψει…» θέλησε να μου
υπενθυμίσει κι αμέσως συμπλήρωσε, «Άλλο όταν είσαι νέος κι άλλο τώρα που…»
Δεν
μπόρεσα να μη υπομειδιάσω καθώς πρόσεξα πως είχε αποφύγει να πει την λέξη που
περιγράφει μια δυσάρεστη κατάσταση.
Αλλά ο Μ. είχε κι άλλα να τονίσει.
«Ο
έρωτας έχει μια τρέλα… Κανείς στην ηλικία μας δεν θα ήθελε να τρελαθεί…Προς τι,
λοιπόν, να θαυμάζω το αστόχαστο της
άνοιξης; Και το καλοκαίρι, θα
πρέπει να παραδεχτείς πως είναι μια απρεπής εποχή… Σε κάνει να ιδρώνεις, να θες
να γυμνωθείς… Μα αλήθεια δεν σε απασχολεί η εικόνα που άνθρωποι της ηλικίας μας
παρουσιάζουν όταν κυκλοφορούν με πέδιλα που αφήνουν να φανούν τα απολιθωμένα
νύχια τους και με βερμούδες που δεν κρύβουν τους κιρσούς και με κοντομάνικα
μπλουζάκια που δεν γίνεται να καλύψουν τις λευκές τρίχες του στήθους τους;»
Τα
σκυλιά είχαν πάρει τον δρόμο της επιστροφής.
Πλησιάζαμε
σε περιοχή με κίνηση κι έτσι έπρεπε να τα κρατάμε από το λουρί τους.
Καθώς
έσκυβα για να στερεώσω το λουρί στο
περιλαίμιο
της Σοκολάτας, θυμήθηκα κι εγώ κάποιους στίχους και ύψωσα το κορμό και
απάγγειλα
«Η
ελιά, δίχως να το πολυσκεφτεί, δίνεται στον ήλιο, στον άνεμο, σ’ όλα τα
στοιχεία που ρημάζουνε το κορμί της… Ο Ελύτης το έχει αυτό γράψει»
Ήμουνα
βέβαιος πως τον είχα αποστομώσει τον καλό μου μου.
Αλλά
αυτός, ενώ τράβαγε τον Πλούτο να περπατά δίπλα μου και χωρίς να στραφεί προς το
μέρος μου, μουρμούρησε
«Τι
ωραία που μαράθηκαν τα λουλούδια τι τέλεια μαραθήκανε -έτσι απαντά ο Μίλτος
Σαχτούρης στην λατρεία του ελληνικού καλοκαιριού από τον δικό σου αγαπημένο
ποιητή…»
Κι
ενώ εγώ ετοιμαζόμουνα να ανοίξω το θέμα του ποιος ήταν πιο σπουδαίος ποιητής -ο
εξ Ύδρας ή ο εκ Λέσβου- μια ανατριχίλα με έκανε να σηκώσω τους ώμους μου.
Σουρούπωνε και η ψύχρα είχε γίνει ενοχλητική.
Ο
Μ. με κοίταξε κι ενώ τα βλέφαρά του πεταρίσανε, κούμπωσε μέχρι το λαιμό το
μπουφάν του και αναστέναξε καθώς έλεγε,
«Με
ποιόνε απόψε να μιλήσω Σόμπα Γριά μου χιμπατζίνα σιδερένια ζεστή μου γιαγιά
-αν έτυχε να έχεις διαβάσει ποίηση του Γιάννη Υφαντή, μπορεί να θυμάσαι αυτά τα
λόγια»
Ομολογώ
πως με είχε αποστομώσει. Αλλά ασφαλώς και δε με είχε πείσει.
Και
του το είπα.
Αλλά
αυτός -πόσο χαιρέκακος μπορεί να γίνει όταν το θέλει- κράτησε για τον εαυτό του
τη τελευταία φράση,
«Though wise men at their end know
dark is right -Dylan Thomas έφη»
Είχαμε
φτάσει στο σημείο όπου έπρεπε να χωριστούμε. Σε αντίθετες μεριές τα σπίτια μας.
Η
ψύχρα γυρνούσε σε ανοιξιάτικο κρύο. Συνειδητοποίησα πως θα έπρεπε να είχα φορέσει
το πιο χοντρό μπουφάν μου.
Η
άνοιξη -ακόμα και ως υποψία- με είχε ξεγελάσει.
No comments:
Post a Comment