5.12.20

Σκέψεις για την Παιδική Λογοτεχνία που τις δημιούργησαν κάποιες … Μάγισσες

 



 

Είδα προ ημερών, την κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος του Ρόαλντ Νταλ «Οι Μάγισσες».

Μια αληθινά ευρηματική και απόλυτα πιστή, ως προς τη θέση του μυθιστορήματος, κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα καλύτερα -κατά τη γνώμη μου- έργα αυτού του μεγάλου μάστορα της λογοτεχνίας για παιδιά.

Και θυμήθηκα, κάπου εκεί γύρω στα 1989, όπου ο Θανάσης Ψυχογιός με είχε παρακαλέσει να διαβάσω στο πρωτότυπο ένα άλλο έργο του Νταλ, την ξακουστή πλέον «Ματίλντα».

Είχε πληροφορίες για την μεγάλη επιτυχία του έργου στο εξωτερικό και ήθελε να το μεταφράσει και στην Ελλάδα. Αλλά οι γνώμες κάποιων άλλων που ασχολιόντουσαν με την κριτική και γενικά την μελέτη της παιδικής λογοτεχνίας στους οποίους είχε απευθυνθεί, ήταν αρνητικές.

Θεωρούσαν ιδιαίτερα βέβηλο το έργο -κακοί γονείς, τυραννική εκπαιδευτικός και ένα μικρό κορίτσι -το θύμα τους- που τελικά και αυτούς  τους ίδιους τιμωρεί γελοιοποιώντας τους , αλλά και η ίδια από μόνη της επιλέγει τον ενήλικο που θα την μεγαλώσει και θα την εκπαιδεύσει.

Ο στόχος, το μήνυμα αν θέλετε, του Νταλ είναι πως οι ρόλοι δεν είναι πάντα δεδομένοι. Πρέπει να έχεις το ταλέντο και το ήθος για να μπορείς  επαρκώς  να τους ερμηνεύσεις, άρα και να σου ανατεθούν. Κι αν ένα άρρωστο σύστημα επιμένει να σε υποστηρίζει, τότε θα έχεις να αντιμετωπίσεις την αμφισβήτηση του ίδιου του υποκειμένου που του επιβάλεις την ανικανότητα και τη σκληρότητά σου.

Στα τέλη  της δεκαετίας του ’80 εγώ συγγραφικά ήμουνα απόλυτα έτοιμος να ενστερνιστώ τις απόψεις αυτές, που άλλωστε ήταν και οι απόψεις μιας ομάδας συγγραφέων που είχαμε ξεκινήσει λίγο πριν και λίγο μετά την Μεταπολίτευση. Μα ήταν απόψεις ακόμα καινοφανείς  και εμείς αρκούντως νέοι ώστε να πάρουμε το ρίσκο μιας υλοποίησή τους και να τολμήσουμε την εφαρμογή τους στα κείμενά μας, στον βαθμό τουλάχιστον που ο Νταλ το έκανε  στην «Ματίλντα» του.

Με ιδιαίτερο ενθουσιασμό υποστήριξα την μετάφραση του έργου στα ελληνικά και ο Ψυχογιός πείσθηκε και  ανέθεσε την μετάφραση του έργου στην Κώστια Κοντολέων και το βιβλίο πλέον κυκλοφόρησε στην ελληνική αγορά το 1990. Αξίζει στη σημείο αυτό να θυμηθούμε πως την επόμενη χρονιά, η μετάφραση αυτή της Ματίλντας τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης.

Ήταν -και δυστυχώς ακόμα είναι- το μοναδικό μυθιστόρημα της λογοτεχνίας για παιδιά που πήρε Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης. Και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, νομίζω πως μπορώ να δηλώσω ευθαρσώς την άποψή μου πως αυτή η τιμή ασφαλώς και βασίστηκε στην μεταφραστική ικανότητα της Κώστιας Κοντολέων, αλλά επίσης και στην αμέριστη υποστήριξη της Κίρας Σίνου που ως μέλος της επιτροπής βράβευσης υποστήριξε την άποψη πως ισότιμα θα πρέπει να κρίνονται τα βιβλία άσχετα αν ανήκουν στο ένα ή το άλλο λογοτεχνικό είδος.

Η Ματίλντα έγινε πολύ γρήγορα αγαπημένο ανάγνωσμα μικρών και μεγάλων, ο Νταλ ανακαλύφθηκε και από το ελληνικό κοινό και ακολούθησαν οι μεταφράσεις και άλλων έργων του.

Ανάμεσα σε αυτά και «Οι Μάγισσες».

Το μυθιστόρημα αυτό το μετέφρασε και πάλι η Κώστια Κοντολέων και έτσι είχα την τύχη να το παρακολουθήσω από κοντά και να μαγευτώ, να ενθουσιαστώ, να υποκλιθώ στην ευρηματικότητα του άγγλου συγγραφέα. Και στη τόλμη του.

Γίνομαι πιο σαφής.

Η ιστορία στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα έχει να κάνει με ένα μικρό αγόρι που μένει ορφανό και από τους δυο γονείς του κι έτσι πάει να μείνει στο σπίτι της γιαγιάς του.

Εκεί, στην μικρή επαρχιακή πόλη που μένει η γιαγιά, κυκλοφορούν … μάγισσες. Είναι πλάσματα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τα καλύπτουν  κατάλληλα έτσι ώστε να μη διαφέρουν εμφανισιακά από τις άλλες γυναίκες. Ο  βασικός τους στόχο είναι εξαφανίσουν όλα τα παιδιά, μετατρέποντάς τα σε ποντίκια ή και άλλα ζώα..

Η ίδια η γιαγιά του μικρού ήρωα, στα παιδικά της χρόνια βίωσε αυτή τη δύναμη μιας μάγισσας καθώς είχε δει την αγαπημένη  της φιλενάδα να μετατρέπεται σε κότα.

Γι αυτό και έχει φροντίσει να μάθει διάφορους τρόπους αντιμετώπισης αυτών των μαγικών φίλτρων.

Ενημερώνει για όλους αυτούς τους κινδύνους τον εγγονό της, αλλά δεν καταφέρνει τελικά να αποτρέψει την μετατροπή του -εκείνου και δυο φίλων του- σε ποντίκια.

Κι έτσι -εδώ πλέον είναι η απόλυτη ελευθερία της σκέψης του Νταλ- το έργο τελειώνει με τη γιαγιά να συμβιώνει με τον εγγονό  – ποντικό. Και να τον αγαπά γιατί δεν παύει να τον βλέπει ως εγγόνι της. Και αυτός πάλι να αισθάνεται όμορφα αφού υπάρχει κάποιος να τον νοιάζεται και να τον φροντίζει. Το μόνο που τον απασχολεί (τον εγγονό ποντικό, σας υπενθυμίζω) είναι πόσα χρόνια αυτός θα ζήσει ως ποντίκι, αλλά και η γιαγιά που είναι ηλικιωμένη. Μα όταν συνειδητοποιεί πως τα λίγα χρόνια ζωής ενός ποντικού είναι σχεδόν τα ίδια με τα όσα απομένουν  για να ζήσει η γιαγιά, ηρεμεί και συνεχίζει να είναι ευτυχισμένος.

Με άλλα λόγια, έχουμε  μια απόλυτη ανατροπή στερεοτύπων κάθε είδους -ηλικίας, μορφής, θανάτου. Και αυτές οι ανατροπές αβίαστα και με χιούμορ και χαριτωμένη δράση  έρχονται να απλώσουν τις αξίες τους στα μάτια του αναγνώστη. Εν τέλει την αισιοδοξία την βλέπουμε να ανθεί και σε μέρη που μήτε είχαμε υποψιαστεί πως έστω και να τα επισκεφθεί θα μπορούσε.

Αυτά τότε είχα δει και με είχαν ενθουσιάσει καθώς η Κώστια μετέφραζε τις Μάγισσες.

Τα ίδια και πάλι, προχθές, είδα καθώς παρακολουθούσα την ταινία.

Αλλά μετά… Μετά αναλογίστηκα τα στενά κοστούμια που οι περισσότεροι από τους σύγχρονους έλληνες (μπορεί και ξένους, αλλά αυτό δεν  φορά τον λόγο γραφής αυτού του σημειώματος) συγγραφείς φοράνε στις ιδέες τους  και ενδύουν τους ήρωές τους. Και μελαγχόλησα.

Στη θέση των αναθεωρήσεων, στη θέση νέων ελεύθερων σκέψεων -στη ουσία στην προσπάθεια να δημιουργηθούν νέοι άνθρωποι απαλλαγμένοι από μια συνθλιπτικά στερεοτυπική άποψη-  τα περισσότερα από τα τωρινά βιβλία που γράφονται προτείνουν διστακτικές, στην καλύτερη περίπτωση, λύσεις, μπορεί ακόμα και οπισθοδρομικές.

Ασφαλώς και οι σημερινοί έλληνες συγγραφείς της παιδικής λογοτεχνίας στέφονται σε ζητήματα της καθημερινότητας και καταγγέλλουν άλλοτε τη βία, άλλοτε τις όποιες διακρίσεις, άλλοτε τις ενδοοικογενειακές σχέσεις,  άλλοτε την αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος  κ.α. Αλλά η καταγγελία είναι μόνο ένα όπλο στο οπλοστάσιο της συνειδητοποίησης.

Και από μόνο του εν τέλει χωρίς αποτελεσματικότητα. Πρέπει να συνοδεύεται από μια πλατύτερη θεώρηση των πραγμάτων, από μια βαθιά τεκμηριωμένη απόφαση ανατροπής της κοινωνικής υποκρισίας και τοποθέτηση στην αντίστοιχη θέση μιας άλλης ματιάς.

Κι αυτή η άλλη ματιά δεν πρέπει μόνο να δηλώνεται, αλλά και να την βλέπουμε δραματουργικά να υλοποιείται.

Θα προσπαθήσω να γίνω περισσότερο κατανοητός, περισσότερος πειστικός.

Η Ματίλντα , όπως και το αγόρι στις Μάγισσες, δεν τιμωρούν μόνο όσους αμφισβητούν θέσεις και αξίες. Γίνονται  τόσο η μια όσο και ο άλλος στοιχεία αυτής της αμφισβήτησης.

Η Ματίλντα η ίδια επιλέγει τον άνθρωπο που θα την μεγαλώσει, στην ουσία αγνοεί την όποια κληρονομικότητα και ξεκινά να υλοποιεί μια νέα σε άλλα στοιχεία βασισμένη -όχι κληρονομικότητα του αίματος, αλλά υπεύθυνων συναισθημάτων.

Το αγόρι  εμβαθύνει  αυτές τις επανατοποθετήσεις και επαναξιολογήσεις και ανατρέπει με την ίδια του την ύπαρξη την όποια άποψη περί ανωτερότητας ειδών, αλλά και την όποια αξιολόγηση της ζωής με βάση την μακρόχρονη πορεία της. Μα και η γιαγιά, πάντα δίπλα του, δεν κρύβεται πίσω από το γήρας της, μήτε πίσω από την θλίψη της για την ήττα των προσπαθειών της. Βλέπει τον εαυτό της ως αυτό που η βασική ιδιότητα του επιγόνου/ εγγονού της έχει δώσει -συμπαραστάτη και συμπαίχτη.

Αυτή την  αναπροσαρμογή  προσώπων και σχέσεων και θέσεων και ιδεών είναι που ο Νταλ μας την  έχει μάθει και που μάλλον ενώ κάπου (εδώ στον τόπο μας) πήγαινε να εδραιωθεί, έχει αρχίσει να ξεφτίζει και εν τέλει να ευτελίζεται.

Και θυμάμαι τώρα και ένα άλλο ακόμα μυθιστόρημα για μεγάλα παιδιά και εφήβους αυτό, του Μέλβιν Μπέρτζες «Lady: My life as a bitch» (έχει εκδοθεί το 2007  στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Μίνωας, σε μετάφραση της Μαρίας Σκαμάγκα)

Και σε αυτό και πάλι έχουμε τη ‘μαγική’ μετατροπή μιας έφηβης σε σκύλα. Και την καθημερινότητα της ως τετράποδου μέσα στους δρόμους μιας πόλης παρακολουθούμε.

Ο Μπέρτζες περιγράφει το βλέμμα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος όταν μετατραπεί σε σκύλο και με το οποίο αυτό βλέμμα βλέπει τους άλλους ανθρώπους. Και όχι μόνο τους βλέπει, αλλά και τους κρίνει και τους συγκρίνει με τα τετράποδα.

Στο τέλος η ίδια η ηρωίδα αποφασίζει να μην εκμεταλλευθεί την ευκαιρία να γίνει και πάλι άνθρωπος, αλλά να παραμείνει σκύλα, καθώς έχει γνωρίσει  και τους δυο τρόπους ζωής -ανελεύθερου κοινωνικά ανθρώπου και ελεύθερου από συμβάσεις ζώου- και επιλέγει τον δεύτερο.

Ο τίτλος του έργου στα ελληνικά έγινε «Η παράδοξη ζωή μιας έφηβης» και από αυτό και μόνο το γεγονός της αλλαγής του τίτλου γίνεται φανερή η δυσκολία να αποδεχτεί το κοινό μας -εμείς, δηλαδή- το διαφορετικό, το ανατρεπτικό, το καινοφανές.

Τελικά και για μια ακόμα φορά βλέπω να επιβεβαιώνεται η άποψη πως είναι η Παιδική Λογοτεχνία που περισσότερο από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος,  καθρεφτίζει τις βαθιά ριζωμένες κοινωνικές τάσεις. Το πολιτικά και κοινωνικά οράματα των χρόνων λίγο πριν τελειώσει ο 20ος αιώνας έχουν δώσει τη θέση τους (ίσως και με μια αφροντισιά αυτά τα ίδια να τα δημιούργησαν) στα τυποποιημένα συνθήματα μιας πλατιάς κοινωνικοποίησης, που βέβαια ως συνθήματα χρησιμοποιούνται σε μια ή δυο πορείες και μετά λησμονούνται, αντικαθίστανται με άλλα.

********

Στα πλαίσια μιας γρήγορης αναδρομής στη χαμένη ευκαιρία να μετακομίσουμε  την κοινότητα των ηρώων της παιδικής λογοτεχνίας μας σε μια πλέον τολμηρή ως προς τις αμφισβητήσεις της λογοτεχνία για παιδιά και νέους, κατέγραψα σκέψεις που μου δημιουργήθηκαν από την παρακολούθηση μιας ταινίας.

Και μόνο το γεγονός πως είκοσι χρόνια μετά, μυθιστορήματα για παιδιά σαν τις «Μάγισσες» του Νταλ εξακολουθούν να παίρνουν απάνω τους όλη την ευθύνη να αποσβέσουν το κόστος της κινηματογραφικής  διασκευής τους και τελικά όχι μόνο να το επιτυγχάνουν αλλά και να φέρνουν και κέρδη, αποδεικνύει πως η απόλυτη ανατροπή των συμβάσεων είναι πολλές φορές το ζητούμενο, ίσως γιατί είναι και μια από τις λίγες επιτυχημένες και καταξιωμένες πρακτικές  που κληροδότησε ο 20ος στον 21ο και που η κοινωνία αυτού του δευτέρου, πιεσμένη ανάμεσα σε διαψεύσεις και παραμορφώσεις δείχνει να έχει απόλυτα την ανάγκη της.

 https://www.oanagnostis.gr/skepseis-gia-tin-paidiki-logotechnia-poy-tis-dimioyrgisan-kapoies-magisses-grafei-o-manos-kontoleon/?fbclid=IwAR10KbQBlQlud3neZHiysNQ3nAXzGmIEOOzwEVt3KVAdV-s_VendHxo_cqk

28.11.20

21 + 1 Συγγραφείς γράφουν Καλλιτέχνες εικονογραφούν Για το 18’21


21 + 1

Συγγραφείς γράφουν

Καλλιτέχνες εικονογραφούν

Για το 18’21

 

Εκδόσεις Παπαδόπουλος

 

 

            

 

 

Για όσους , όπως εγώ, γεννηθήκαμε σε αστικές περιοχές της Ελλάδας και κατά τη διάρκεια των χρόνων αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το τέλος του Εμφυλίου, τα βιβλία για παιδιά χωρίς να είναι πολλά, πιστεύω πως καλύπτανε -ως προς τον αριθμό των εκδόσεων, εννοώ- ένα μεγάλο μέρος, ίσως και πλήρως τις αναγνωστικές προτιμήσεις ενός παιδιού εκείνης της εποχής.

Υπήρξα ένα από τα παιδιά που είχαν ένα μεγάλο αριθμό εξωσχολικών, λογοτεχνικών βιβλίων για να εξασκώ την φαντασία μου, να καλύπτω τις προτιμήσεις μου για περιπέτειες, να ικανοποιώ τις διαθέσεις μου προς ονειροπόληση.

Τα περισσότερα από εκείνα τα βιβλία τα έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου.

Δύο είναι οι συγγραφείς που κυριαρχούν – ο Ιούλιος Βερν και η Πηνελόπη Δέλτα. Και ασφαλώς μυθιστορήματα κλασικά, με ήρωες κλασικούς -Τομ Σόγιερ και Χωκ Φιν, Μπάρμπα Θωμά και Μαύρη Καλλονή, Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, Γκιούλιβερ, Τρεις Σωματοφύλακες, Δον Κιχώτης και Γαργαντούας.

Πολύ αργότερα -ενήλικος πια και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την λογοτεχνία εκείνη που απευθύνεται, βασικά, σε παιδιά- επισήμανα το γεγονός πως τα, χωρίς αμφιβολία, περισσότερα ήταν ξένων συγγραφέων.

Πέρα από την Πηνελόπη Δέλτα, ίσως να είχα διαβάσει Πιπίνα Τσιμικάλη, κάποιες ακόμα ελληνίδες συγγραφείς που δεν είχα -τότε- συγκρατήσει τα ονόματά τους, αλλά και ακόμα…

Ναι, δίπλα σε Βερν και Δέλτα θέση στην τριάδα των συγγραφέων με τους περισσότερους τίτλους στα ράφια της παιδικής  μου βιβλιοθήκης, είχε και ο Τάκης Λάππας.

Ομολογώ πως δε θυμάμαι -και υποθέτω πως ελάχιστα τοτινά παιδιά και σημερινά άτομα της λεγόμενης τρίτης ηλικίας επίσης δεν θα πρέπει να θυμούνται- το τι ακριβώς αποκόμισα ως ουσιαστική γνώση για το ‘‘21 από το σχολείο μου. Ίσως τα πλέον εντόνως εγγεγραμμένα στη μνήμη -τη δική μου, τουλάχιστον- να είναι τα ποιήματα και τα σκετσάκια της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου.

Αλλά το ’’21 το είχα καλά γνωρίσει. Και η γνωριμία είχε γίνει με τα βιβλία του Τάκη Λάππα.

Ο Λάππας υπήρξε όχι μόνο μια σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων  (ανήκει στη γενιά του ’30), αλλά και ένας πολύ σημαντικός ερευνητής της Ελληνικής Επανάστασης.

Πλουσιότατο το έργο του -πάνω από 80 πρέπει να είναι τα βιβλία που έγραψε. Μελέτες ιστορικές και λαογραφικές, αλλά και πεζογραφήματα (διηγήματα και μυθιστορήματα).

Με τα μυθιστορήματά του έδωσε λογοτεχνική ενσάρκωση σε επώνυμους ή ανώνυμους έλληνες της Επανάστασης.

Σχεδόν όλα του τα μυθιστορήματα, αν και ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να τα υλοποιήσει με τις τότε προδιαγραφές ενός πεζογραφήματος προορισμένου να διαβαστεί από παιδιά και μόνο, ως παιδικά βιβλία κυκλοφόρησαν και μάλιστα από μεγάλους και σοβαρούς εκδοτικούς οίκους εκείνης της εποχής και με εικόνες σημαντικών ζωγράφων μας (Βαλασάκης, Μποσταντζόγλου κ.α) να κοσμούν τα εξώφυλλα και τις μέσα σελίδες τους.

Δεν ισχυρίζομαι, λοιπόν, δίχως λόγο πως η γνώση και η σχέση ενός παιδιού του 1950 με τα γεγονότα και τους ανθρώπους του 18’21, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε στον τρόπο που ο Τάκης Λάππας έγραψε  άλλοτε για τον Κανάρη, άλλοτε για τον Ανδρούτσο και τον Μπότσαρη, μα και πέρα από τους επώνυμους ήρωες και για ήρωες αφανείς, συχνά κάποιοι από αυτοί ήταν και παιδιά (εδώ ίσως μπορεί κανείς να εντοπίσει την επιλογή του Λάππα να ‘επικοινωνεί’ με ανήλικο κοινό).

Μα πάντα χρησιμοποιούσε μια μεστή δημοτική γλώσσα και δεν δίσταζε να φέρνει στην επιφάνεια και λέξεις, ονομασίες τοπικών διαλέκτων.

Από αυτή τη σκοπιά αν δει κανείς το έργο του, θα συνειδητοποιήσει -καθώς θα το συγκρίνει με τα σημερινά βιβλία για παιδιά, το πόσο η γλώσσα που οι τωρινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν είναι πολύ πιο απλή… Γιατί να μην την χαρακτηρίσω ακόμα και ‘φτωχή’.

Αλλά πέρα από τη γλωσσική οντότητα, τα έργα εκείνα (και όχι μόνο του Λάππα) είχαν μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στο ‘21. Δεν το ανέλυαν, μα το εξυμνούσαν ως μια περίοδο μεγάλης ανάτασης του Γένους, μια περίοδο όπου ξεφυτρώνανε, λες, δώθε  κείθε ηρωικά άτομα και έκαναν πράξεις ηρωικές.

Το ‘21 -δεν ξέρω πόσο συνειδητά και προγραμματισμένα- δεν φαινότανε να έχει κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις, παρά μόνο παράτολμες αποφάσεις απόκτησης της ελευθερίας.

Σαφέστατα αυτά τα έργα είχαν γραφτεί μετά από μια σειρά πολέμων απελευθέρωσης ελληνικών εδαφών, μετά από μια Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους και με ακόμα έντονη την ανάγκη να εδραιωθεί παντού μια συνείδηση εθνικής ταυτότητας. Άλλωστε έτσι πρέπει να πλησιάζουμε το λογοτεχνικό παρελθόν -βάζοντας δίπλα του ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες.

Βέβαια, κάπου την ίδια περίοδο, έχουμε και άλλες προσεγγίσεις του ’’21 -θυμίζω αυτές του Καραγάτση και του Σκαρίμπα.

Αλλά κανείς δεν σκέφτηκε εκείνα τα ‘αιρετικά’ για την εποχή τους κείμενα να θεωρήσει πως απευθυνόντουσαν και σε παιδιά ή έστω εφήβους.

Να, λοιπόν, η ερμηνεία του γιατί ένα τόσο καλογραμμένο (ως προς τη γλώσσα και την δομή αφήγησης) έργο, όπως αυτό του Λάππα, πολύ γρήγορα εντάχθηκε στα παιδικά αναγνώσματα (όπως η κρατούσα τότε άποψη τα ήθελε να είναι) και σήμερα, στην ουσία,  να μην υπάρχει σχεδόν καθόλου στα βιβλιοπωλεία.

Στη συνέχεια, όμως, από εκείνη την εποχή της δεκαετίας του ’50 ως τις μέρες μας, η παρουσία του ’’21 στη λογοτεχνία μας γενικότερα, όπως και ειδικότερα στην παιδική, μάλλον απουσίαζε ή έστω υποτονικά (ως προς τον αριθμό των τίτλων) δήλωνε την παρουσία της (πρόχειρα και ενδεικτικά αναφέρω έργα των Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη, Άννας Γκέρτσου – Σαρρή, Μαρίας Σκιαδαρέση). Μα σχεδόν όλα τους στηρίζονται στις ζωές και στα έργα επωνύμων αγωνιστών (Κανάρης, Βισβίζη, Ρήγας κ.α). Ο ανώνυμος έλληνας εκείνων των χρόνων δεν ενεργοποιεί μια συγγραφή όπου ο ίδιος θα πρωταγωνιστούσε.

Έπρεπε να φτάσει η επέτειος των 200 χρόνων για να δούμε να επανέρχεται ένα συγγραφικό και εκδοτικό ενδιαφέρον για το 18’21.

Από το χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων, αναφέρω το μονόλογο του Ανδρούτσου έτσι όπως τον καταγράφει ο Θωμάς Κοροβίνης στο «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» (Άγρα) και όπου με ξεκάθαρο τρόπο παρουσιάζεται όλη η αντιφατική προσωπικότητα του πρωταγωνιστή στο Χάνι της Γραβιάς.

Η ειλικρίνεια και η πλέον απελευθερωμένη ανάγνωση της Ιστορίας έρχεται να χαρίσει νέες διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα του ‘21.

Παράλληλα, η επέτειος των 200 χρόνων έφερε στο εκδοτικό προσκήνιο και ένα νέο ενδιαφέρον για βιβλία γύρω από το ‘21 που έχουν γραφτεί με τρόπο  που θα μπορούσε να τα πλησιάσει ένα παιδί.

Από τις διάφορες εκδόσεις που ήδη κυκλοφορήσανε (σαφώς αναμένουμε και άλλες), στέκομαι σε μια και μόνο και η οποία στην ουσία είχε όλες τις προδιαγραφές να με κάνει να καταγράψω τις προηγούμενες σκέψεις μου.

Κι αυτό γιατί πρόκειται για μια συλλογή ‘21 + 1 μικρών, στην ουσία ιστοριών (περί τις 500  λέξεις η κάθε μια τους) που γράφτηκαν από αντίστοιχο αριθμό νέων μα και νεότατων συγγραφέων του χώρου της λογοτεχνίας για παιδιά. Και που η καθεμιά τους έχει επίσης εικονογραφηθεί από νέους ζωγράφους και εικονογράφους.

Πρόκειται με άλλα λόγια για μια πολυσυλλεκτική  έκδοση  που την έφεραν στην κυκλοφορία οι Εκδόσεις Παπαδόπουλος και τη σχεδίασε η Μαρίζα Ντεκάστο μαζί με την Ελένη Σβορώνου.

Το πολυσυλλεκτικό αποτύπωμα εκπροσώπων τόσο της νέας όσο και της νεότατης γενιάς συγγραφέων (όλοι τους έχουν παρουσιαστεί από τα τέλη του 20ου αιώνα και μετά) απέναντι στο ‘21 νομίζω πως αξίζει να μας ερεθίσει  το ενδιαφέρον και να το διερευνήσουμε σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και το μέλλον, όσον τουλάχιστον αφορά τον τρόπο που τα σημερινά παιδιά θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν μέσα από τη λογοτεχνία το λόγω ύπαρξης της Ελληνικής Επανάστασης.

Πέρα όμως από αυτό, η συγκεκριμένη έκδοση είναι και μια αρκούντως ενδεικτική απεικόνισή του τρόπου σκέψης και γραφής εκείνων των συγγραφέων που ακολουθούν τη γενιά της Μεταπολίτευσης, μιας γενιάς που άλλαξε άρδην το ήθος και το ύφος των βιβλίων για παιδιά και νέους.

Αλλά ας επανέλθω στο πλέον συγκεκριμένο στόχο της συλλογής αυτής.

Είμαι σε θέση να γνωρίζω πως οι δύο συντονίστριες έθεσαν ως βασική προϋπόθεση για τη συγγραφή κάθε διηγήματος τις 500 περίπου λέξεις και ακόμα μια ματιά κάπως ασυνήθιστη, ίσως και χιουμοριστική, πάνω στα ιστορικά συμβάντα εκείνης της περιόδου.

Τον αριθμό των λέξεων όλοι οι συμμετέχοντες τον ακολούθησαν. Ως προς το χιούμορ, νομίζω πως όχι, αλλά σίγουρα όλοι τους μπόρεσαν να εκφραστούν με μια άνεση και ελευθερία που πολύ έως και πάρα πολύ απέχει από μια κλασικότροπη και στενών εθνικών προδιαγραφών σύνθεση.

Ακόμα -ιδιαίτερα σημαντικό αυτό- το ’’21 εντάσσεται στην παγκόσμια ιστορική περίοδο

Η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός στη νεότερη ιστορία. Ξέσπασε σε μια εποχή που εκδηλώθηκαν επαναστατικά κινήματα σε πολλά μέρη στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά και εξεγέρσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία -σημειώνουν στο εισαγωγικό τους κείμενο οι δυο επιμελήτριες, ενώ λίγο πιο πάνω θα υπενθυμίζουν πως: οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις στην περιοχή μας εκδηλώθηκαν όταν διαδόθηκαν οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Αμέσως, λοιπόν, γίνεται φανερό πως ο αναγνώστης θα διαβάσει κείμενα όπου το εθνικό θα παρουσιάζεται ως ένα μέρος μιας γενικότερης κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να το κατανοήσουν οι μελλοντικοί πολίτες αυτού του τόπου.

Από εκεί και πέρα κάθε ένας από τους συγγραφείς φαίνεται πως αποδέχτηκε  αυτό το γενικό κλίμα και επέλεξε ή επινόησε ένα συμβάν για να το αναπτύξει σε διήγημα 500 περίπου λέξεων.

Συχνά με χιούμορ (Κατσαμά, Αγγέλου - Σίνη, Μανδηλαράς, Κουτσάκης, Βατικιώτη). Μερικές φορές με πολυσήμαντο φεμινισμό (Λυχναρά, Κοντολέων, Οθωναίου, Χριστοδούλου), αλλά και με παραλληλισμούς διαφόρων εποχών (Πίνη, Τσερόλας, Κουκιάς, Σβορώνου). Με στοχαστική διάθεση (Ντεκάστρο, Ηλιόπουλος), με αναγνώριση της δράσης των φιλελλήνων (Παπαγιάννη, Αθανασιάδης). Και ασφαλώς με φωτισμό μικρών επεισοδίων  απλών ανθρώπων (Παπαϊωάννου, Πατσαρός, Λαμπρέλλη, Ζορμπά-Ραμμοπούλου), αλλά και επωνύμων ηρώων (Πέτρου)

Είναι ανέκαθεν δεδομένο πως τα λογοτεχνικά κείμενα εκφράζουν τις απόψεις τους, κυρίως δείχνουν το κατά πόσο απεχθάνονται ή ίσως  και υποκύπτουν στον όποιον συντηρητισμό, όχι μόνο με την επιλογή των θεμάτων τους, όχι μόνο με τον τρόπο που αυτά τα θέματα τα διαχειρίζονται δραματουργικά, αλλά και με τον τρόπο που γλωσσικά τα καταγράφουν. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε πως όλες οι 19 πεζογραφικές αφηγήσεις ( 2 έχουν τη μορφή του κόμικ) χρησιμοποιούν μια γλώσσα καθημερινή, εύπλαστη, διόλου μεγαλόστομη. Γλώσσα που μπορεί και να κρατήσει το ενδιαφέρον του ανήλικου αναγνώστη, αλλά και να του καλλιεργήσει υγιώς το γλωσσικό ένστιχτό του.

Συμπερασματικά θα καταλήξω στη διαπίστωση πως η ιδέα της δημιουργίας μιας συλλογής διηγημάτων για παιδιά με θέμα το ’’21, γραμμένων από χαρακτηριστικούς εκπροσώπους των νέων και νεότερων συγγραφέων αυτού του είδους, αλλά και εικονογραφημένων από αντίστοιχους σύγχρονους εικαστικούς, δίνει την ευκαιρία να επαναδιατυπωθεί το πως ένα γεγονός που δημιούργησε ένα σύγχρονο κράτος εισπράττεται από τους σημερινούς νεαρούς αναγνώστες.

Είναι όμως και μια μικρή ανθολογία κειμένων νέων συγγραφέων της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας και που επίσης αυτή η αντιμετώπισή της την καθιστά σημαντική.

Τελευταία, αλλά όχι αμελητέα, η επισήμανση της άρτιας εμφανισιακά όλης έκδοσης. Μα και το ότι οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου εκχωρούν τις αμοιβές τους στο Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού ως δωρεά.

 

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 28/11/2020)

 

+

 

 

 

23.11.20

Η Ελένη Γεωργοστάθη για το 'Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε'

 


Στο Νησί, έναν τόπο που καταστρέφεται αργά από την παρακμή και τη λήθη, το γερασμένο κι άκληρο ζευγάρι των ηγεμόνων του αναζητά τη διάδοχη κατάσταση που θα ξαναφέρει την ελπίδα και τη ζωή. Αποφασίζουν λοιπόν να προκηρύξουν έναν πρωτότυπο λογοτεχνικό διαγωνισμό, επιλέγοντας τον διάδοχό τους μεταξύ των ανώνυμων συγγραφέων των ιστοριών που θα φτάσουν στα χέρια τους. Τελικά, λαμβάνουν έξι μόνο φακέλους διαφορετικού χρώματος, που ο καθένας τους κρύβει και μια διαφορετική ιστορία: η μια μιλά για έναν ματαιωμένο έρωτα κι η άλλη για τη σχέση έρωτα και καλλιτεχνικής δημιουργίας, η τρίτη για το θαύμα της αστείρευτης μητρικής αγάπης κι η τέταρτη για τη λαχτάρα ενός πατέρα να κάνει αληθινό το όνειρο του γιου του, η πέμπτη για τον σπόρο της εξέγερσης και της αλλαγής που αφήνει στο πέρασμά του ένας φωτισμένος δάσκαλος κι η έκτη για τη φθορά της εξουσίας, ικανή να καταλύσει τη μνήμη και τη σχέση του ανθρώπου με την κληρονομιά του. Ποια απ’ όλες αυτές τις ιστορίες όμως θα είναι η εκλεκτή; Ποιος από τους ανώνυμους συγγραφείς θα κληθεί να διαδεχτεί το ηλικιωμένο ζευγάρι;

 

Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε είναι ένα περίεργο, ιδιαίτερο, υβριδικό βιβλίο. Που ξεκινά σαν παραμύθι –οι άτεκνοι βασιλείς, ο τόπος που ρημάζει, η δοκιμασία, ο τρόπος που η φύση συμμετέχει σε γεγονότα και απηχεί συναισθήματα–, αλλά ταυτόχρονα είναι μπολιασμένο και με άφθονα μυθιστορηματικά στοιχεία –σύνθετοι χαρακτήρες, σπονδυλωτή μορφή, ιδιαίτερη δομή–, κινούμενο πάντως απρόσκοπτα και χωρίς στεγανά ανάμεσα σε φόρμες και ειδολογικές συμβάσεις, που, σε τελική ανάλυση, δεν είναι από μόνες τους τοτέμ αλλά διασταυρούμενα μονοπάτια τα οποία καθιστούν γοητευτικότερη και λιγότερο προβλέψιμη τη διαδρομή της φαντασίας. Στο πέρασμά του αυτό ο συγγραφέας, πέρα από τα προφανή διακείμενα που σκορπά –αναφέρομαι σε στίχους γνωστών Ελλήνων και ξένων ποιητών που διατρέχουν το σώμα του κειμένου του–, συνδιαλέγεται ελεύθερα άλλοτε με τον μύθο –ενδεικτικά αναφέρω τη νύξη στον σε μεγάλο βαθμό παραλλαγμένο μύθο της Περσεφόνης στην τέταρτη ιστορία– αλλά και με το δικό του έργο – και πάλι ενδεικτική η αναφορά μου στην Πορτοκαλένια και στη Λεμονένια της δεύτερης ιστορίας, που μου θύμισαν τη Χρυσαφένια και την Ασημένια από ένα παλιότερο βιβλίο του.

 

Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον με τις ειδολογικές και διακειμενικές διαδρομές του Νησιού με τις λέξεις που αγαπάνε παρουσιάζει και η επιλογή του συγγραφέα του να διαρθρώσει την ιστορία του σε τρία μέρη –με τους τίτλους Οι λέξεις, Οι ιστορίες, Οι άνθρωποι–, η οποία δεν εξυπηρετεί, κατά τη γνώμη μου, μόνο δομικά, τεχνικά ζητήματα, αλλά εκφράζει και μια βαθύτερη προβληματική που παίρνει σάρκα και οστά παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής: Οι λέξεις είναι το θεμέλιο, το βασικό συστατικό των ιστοριών, κι οι ιστορίες, με τη σειρά τους, είναι δημιουργήματα των ανθρώπων. Άραγε οι λέξεις μπορούν να ιδωθούν αποκομμένες από τις ιστορίες που φτιάχνουν; Κι οι άνθρωποι, με τη σειρά τους, σε τι βαθμό ορίζονται από τις ιστορίες τους; Είναι αυτές οι τελευταίες οι καθρέφτες οι δικοί τους αλλά και της ίδιας της ζωής;

 

Τελικά, οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, όταν δίνονται, δε συρρικνώνονται σε μια ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα που έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με τη σχέση δημιουργήματος και δημιουργού, τέχνης και ζωής, αλλά αγκαλιάζουν κι ένα σύνολο ζητημάτων που αφορούν και την κληρονομιά, τη μνήμη, την παράδοση, το παρελθόν, την ιστορία, όπως και τα όνειρα, τον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον, την ανάγκη για αλλαγή με σημείο αναφοράς το πνεύμα και τις απαιτήσεις των καιρών, πάνω απ’ όλα τον μακρύ και κοπιώδη δρόμο των λαών προς την αυτογνωσία και τη δημοκρατία. Χωρίς διδακτισμούς και εκπτώσεις, με το ζεστό εξώφυλλο και τις ατμοσφαιρικές ασπρόμαυρες εικόνες της Κατερίνας Βερούτσου να κουμπώνουν εξαιρετικά με τις λέξεις.

 

https://www.elenigeorgostathi.gr/manos-kontoleon-to-nisi-me-tis-lexeis-pou-agapane/?fbclid=IwAR1j4fS1zYcCkaD_2qiRBVX_VsETCgVJMMtal2CS9gaQxxwMlIarqYmledY

22.11.20

Η Χρύσα Κουράκη για "Το Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε"

 


Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε. Ένα βιβλίο για νεαρούς και μεγάλους που μπορούν και διαβάζουν πέρα από τις λέξεις. Μια παραμυθιακή ιστορία με διαδοχικές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις που μπλέκονται με μαεστρία και συμβολισμούς δημιουργώντας πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Μέσα από τις λέξεις που φτιάχνουν ιστορίες ο Μάνος Κοντολέων μας μιλά για την αγάπη, την προσφορά, τη συνέχεια, το παρόν και το παρελθόν, τις επιλογές στη ζωή, την πολιτική. Το νέο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων δεν μας ξαφνιάζει. Για όσους και όσες γνωρίζουν το έργο του, Το Νησί αποτελεί την ιδεολογική αποτύπωση του ίδιου του συγγραφέα και τη συνέχεια ή τη συμπλήρωση άλλων έργων του (π.χ. Ποντικούπολη, Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι, Αμαρτωλή πόλη και πολλών άλλων). Η εικονογράφηση και το υπέροχο εξώφυλλο της Κατερίνας Βερούτσου πλαισιώνουν αρμονικά το κείμενο τονίζοντας τα σημαντικότερα σημεία του.

 

Χρύσα Κουράκη (22/11/20)

21.11.20

Jean – Claude Grumberg «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια»

 


JeanClaude Grumberg

«Η πιο πολύτιμη πραμάτεια»

Ένα παραμύθι

Μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου

Πόλις

 

                        Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Η γλώσσα (προφορική ή γραπτή) ενός παραμυθιού έχει ιδιαίτερους κανόνες για να υλοποιηθεί

Απαιτεί τη χρήση παρομοιώσεων, ατμοσφαιρικών περιγραφών* επιστρατεύει  τη δυναμική των μυστικών και στηρίζεται στη δύναμη των συμβολισμών.

Τα παραμύθια διαθέτουν δυο στρώσεις ανάγνωσης. Στην πρώτη, αυτή της επιφάνειας, υπάρχουν οι περιγραφές. Στη δεύτερη, την εσωτερική, θα βρούμε τις απόψεις, τις θέσεις, τα συναισθήματα.

Τα παραμύθια είναι συνήθως ντυμένα με τα ενδύματα της φαντασίας. Αλλά το σώμα που έχουν αυτά τα ρούχα ντύσει, είναι σώμα σάρκινο και παλλόμενο από αίμα που κοχλάζει.

Τα παραμύθια κάποτε υπήρχαν για να ενδυναμώνουν ψυχές, να ενεργοποιούν αντιδράσεις, να κρίνουν καταστάσεις, να προτείνουν λύσεις.

Σήμερα όλα αυτά μπορούν να γίνουν με άλλες μορφές πεζογραφίας -με μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα. Και τα παραμύθια έχουν περιοριστεί -στην ουσία από τη μια οι συγγραφείς και από την άλλη οι αναγνώστες-τα περιόρισαν-  στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και μάλιστα παιδιά μικρών ηλικιών.

Ε, λοιπόν, αυτό είναι λάθος.

Και δεν χρειάζεται παρά μόνο ένας ανήσυχος συγγραφέας, ένα πεζογράφος που ολοένα πειραματίζεται, για να δημιουργήσει ένα παραμύθι που θα φέρνει στην επιφάνεια μια γνωστή ιστορία, αλλά πλέον τώρα φωτισμένη και με μια ακόμα απόχρωση. Αυτή του παραμυθιού.

Ως παραμύθι, λοιπόν, έχει ο ίδιος ο Jean – Claude Grumberg χαρακτηρίσει το πεζογράφημά του «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια».

Ο Grumberg είναι μια γνωστή προσωπικότητα του γαλλικού θεάτρου -πολλά και άρτια τα έργα του. Πολλά και τα σενάρια τα οποία έχει γράψει για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ακόμα μελέτες και παιδικά βιβλία.  Έχει βραβευτεί, έχει αναγνωριστεί από το πλατύ κοινό, μα και από του ειδικούς του χώρου.

Με εβραϊκή καταγωγή (παππούς και πατέρας χαθήκανε στα ναζιστικά στρατόπεδα) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1939.

Και με αυτό το βιβλίο του θέλησε να χρησιμοποιήσει τη δομή ενός παραμυθιού για να αφηγηθεί το δράμα μιας οικογένειας εβραίων.

Το πιθανότερο να βασίστηκε σε προσωπικές και οικογενειακές εμπειρίες.

Και τα όσα θέλησε να περιγράψει ασφαλώς και μας είναι πλέον και γνωστά και με πολλούς τρόπους  έχουν καταγραφεί μέσα στην Τέχνη -πεζογραφία, ποίηση, κινηματογράφο, θέατρο.

Τώρα, όμως,  ο Grumberg χρησιμοποιεί το παραμύθι.

Και αφηγείται το δράμα ενός εβραίου πατέρα που χωρίς να αφήσει τον εαυτό του  να χάσει πολύτιμο ζωοδότη χρόνο, με κίνηση αυθόρμητη και πέρα από την όποια ανθρώπινη λογική επιλέγει ένα από  τα δυο δίδυμα βρέφη του να το σώσει πετώντας το από το τραίνο που τους μεταφέρει σε κάποιο στρατόπεδο.

Ένα μωρό φασκιωμένο σε πολύτιμο σάλι, θα γίνει η ακριβή πραμάτεια ενός τραίνου που περνά και που μια ηλικιωμένη  ξυλοκόπος θα μαζέψει εκπληρώνοντας το όνειρό της μητρότητας.

Από εκεί και πέρα υπάρχει το δάσος, υπάρχει ο αγράμματος κόσμος που έχει παραπλανηθεί, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που δεν αποδέχονται πως μέσα σε ένα αθώο πλάσμα κρύβεται κάτι επικίνδυνο και σατανικό.

Το παραμύθι, όπως όλα τα παραμύθια, διαθέτει κάθαρση.

Κάθαρση που ξαφνικά μας περνά από το χώρο της παραμυθίας στον χώρο του ρεαλισμού. Κι έτσι μας φέρνει και πάλι στην ιστορική γνώση και μας βοηθά και μ΄ ένα ακόμα τρόπο να επιβεβαιώσουμε την απόφαση της ανθρωπότητας που με δυο λέξεις -Ποτέ ξανά-  έχει χαραχθεί στην είσοδο μουσείου ναζιστικού στρατοπέδου.

Ολιγοσέλιδο βιβλίο, έντονα φορτισμένο, πυκνών συμβολισμών. Η μετάφραση της Ρούλας Γεωργακοπούλου πρέπει να διατήρησε το μείγμα παραμυθίας και τραυματισμού που θα πρέπει να διαθέτει το πρωτότυπο.

 

 (Περί Ου, 21/11/2020)

17.11.20

Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένα





Κατερίνα Φώτη1ο Γυμνάσιο Σερρών

Η Κατερίνα Φώτη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ. Φοιτά στο Δ.Π.Μ.Σ (ΠΔΜ-ΑΠΘ) «Δημιουργική Γραφή» με κατεύθυνση «Δημιουργική Γραφή και Εκπαίδευση». Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση.




Δύο ήρωες, ένα βιβλίο, δύο ιστορίες, μια ζωή. Η πρωτοτυπία του βιβλίου, ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει ξεχωριστά τη ζωή δύο εφήβων, που στο τέλος συγκλίνει. Κοινός άξονας η παιδική εκμετάλλευση .Ένα κορίτσι, Ρεγγίνα τη φώναζε ο πατέρας της, που σε μια άλλη γλώσσα σημαίνει βασίλισσα. Χάνει τα πάντα εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας στη χώρα της, γονείς, σπίτι και στην προσπάθεια της επιβίωσης γνωρίζει την άλλη πλευρά της ζωής, αυτή που δεν αξίζει σε κανένα παιδί. Θα απαρνηθεί το όνομά της και μαζί την παιδική αθωότητα και θα υποταχθεί στο πρόσωπο του κακού.

Θα συναντηθεί με τον Άλεχ, που το όνομά του σημαίνει προστάτης. Ο πατέρας του ήθελε να σπουδάσει και να γίνει προστάτης για όσους έχουν την ανάγκη του. Η ζωή όμως έχει αποφασίσει διαφορετικά. Θα γνωρίσει την προσφυγιά και τα στρατόπεδα προσφύγων. Στην προσπάθειά του να προστατεύσει την αδύναμη μητέρα του, θα θυσιαστεί. Οι δρόμοι των δύο παιδιών θα χωρίσουν.  

Δύο Ιφιγένειες, δύο τραγικά πρόσωπα, ξεγράφουν το παιδί που κρύβεται μέσα τους και για να σώσουν την οικογένειά τους, θυσιάζονται κλείνοντας τα μάτια. Ένα βιβλίο για εφήβους και όχι μόνο, από ένα συγγραφέα που τολμά να θίξει με παρρησία τις κοινωνικές ανισότητες και τα αιώνια θύματά τους, τα παιδιά. Ταυτόχρονα με ευαισθησία μας καλεί, να μην εθελοτυφλούμε και αδιαφορούμε μπροστά στο πάντα επίκαιρο θέμα της παιδικής εκμετάλλευσης αλλά να οραματιστούμε και να δουλέψουμε για έναν κόσμο με κοινωνική ανθρωπιστική συνείδηση, όπου όλα τα παιδιά θα έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες ευκαιρίες στη ζωη. Ένα βιβλίο, πολλά θέματα, εμφύλιες διαμάχες, προσφυγικό, βίαιη ενηλικίωση και παιδική εκμετάλλευση. Ένας συγγραφέας που με αξιοθαύμαστο τρόπο ζωγραφίζει τα δικαιώματα όλων των παιδιών, γιατί η λογοτεχνία πρέπει να προβληματίζει και να καλλιεργεί ανθρωπιστικές αξίες.


https://www.bookia.gr/index.php?action=Blog&post=ae4677ba-54bd-42ec-adc4-c88b4ca1865a&fbclid=IwAR0W2J3eV3Kgg7OSPm9w7g9_T_Ev3iuKof5iZbJZK71JY7yhVblFcZwkDl8