8.10.24

Αόρατος

Ελόι Μορένο «Αόρατος» Μετάφραση: Δέσποινα Δρακάκη Εκδόσεις Ψυχογιός Ισπανός ο Ελόι Μορένα (1976) έχει γράψει μυθιστορήματα που και στη χώρα του έτυχαν αναγνώρισης τόσο από το πλατύ κοινό όσο και από την κριτική. Το έργο του ‘Αόρατος» είναι αυτό με το οποίο οι έλληνες αναγνώστες τον γνωρίζουν. Τα βιογραφικά στοιχεία που συνοδεύουν την ελληνική έκδοση δεν ενημερώνουν αν ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει γράψει και άλλα μυθιστορήματα που εντάσσονται στην κατηγορία του cross over. Μυθιστορήματα, δηλαδή, που καταπιάνονται με ζητήματα που απασχολούν τους νέους και τα οποία συγγραφικά υλοποιούνται με ένα σύγχρονο, συχνά έως και πρωτοποριακό, τρόπο αφήγησης, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να συνομιλούν με αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών. Σίγουρα, πάντως, το βιβλίο αυτό, σε μια τέτοια κατηγορία ανήκει. Θέμα του ο σχολικός εκφοβισμός. Ο Μορένο επιλέγει να αναπτύξει μυθιστορηματικά αυτό το θέμα πλησιάζοντας όχι μόνο το θύμα, ούτε και μόνο τον θύτη. Αλλά αναζητώντας αποτυπώματα ευθύνης για την ύπαρξη βίας και στον γενικότερο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περίγυρο. Ιδιαίτερα καίρια επιλογή όσον αφορά την σε βάθος μυθιστορηματική προσέγγιση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού. Γιατί τις περισσότερες φορές, τέτοιου είδους γεγονότα προβάλλονται επιδερμικά, παρουσιάζονται και καταγγέλλονται ως πράξεις μιας νεολαίας ανερμάτιστης και αγνοούν την μικρή ή μεγάλη συμμετοχή και άλλων κοινωνικών ομάδων, όπως και τις ατομικές ευθύνες όλων μας. Αναφέρθηκα πιο πάνω πως αυτής της κατηγορίας μυθιστορήματα συχνά έχουν μια πρωτοποριακή και σίγουρα αντισυμβατική δομή αφήγησης. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον «Αόρατο». Όλο το βιβλίο έχει δομηθεί με μικρά, σύντομα κεφάλαια και στο καθένα από αυτά ο αναγνώστης θα πλησιάζει συναισθήματα και πράξεις των βασικών προσώπων της ιστορίας. Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείο αναρρώνει το θύμα βίαιων πράξεων σχολικού εκφοβισμού. Αναρρώνει από τις πληγές του σώματος, αλλά παράλληλα ενδοσκοπείται, αυτοαναλύεται, προσπαθεί να καταλάβει το γιατί έγινε θύμα σχολικού εκφοβισμού, αναζητά τους λόγους που είχε επιλέξει τους τρόπους άμυνας του, τελικά το πως θα μπορέσει να αποτρέψει τη συνέχεια μιας κατάστασης που τον οδήγησε να ζει μέσα σε μια φαντασίωση -η μόνη λύση να ξεφύγει από τους διώκτη του ήταν το να μετατραπεί σε μια αόρατη παρουσία. Παράλληλα και πάντα με σύντομα κεφάλαια, ο αναγνώστης γνωρίζει και τον θύτη. Ανακαλύπτει τους λόγους που ‘ανεπαισθήτως όλως’ τον οδήγησαν να εξασκεί βία προς τον συμμαθητή του, διεισδύει στο δικό του οικογενειακό παρελθόν, καταφέρνει τελικά να φωτίσει την αντίφαση του να αισθάνεται ο ίδιος αδικημένος, αλλά να αντιδρά αδικώντας τους άλλους. Γύρω από τα δυο αυτά κεντρικά πρόσωπα -θύτη και θύμα- υπάρχουν οι άλλοι. Οι φίλοι που δεν τολμούν να παρέμβουν* οι γονείς που επιλέγουν να αγνοούν εγκλωβισμένοι και αυτοί σε κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και σε οικονομικά αδιέξοδα* οι εκπαιδευτικοί που προτιμούν να εξασκούν μόνο με μια στενή υπαλληλική νοοτροπία τα καθήκοντά τους. Αλλά υπάρχουν ακόμα και κάποιοι -λίγοι, ελάχιστοι ίσως μα με αποτελεσματική παρέμβαση στην εύρεση της λύσης. Είναι η εκπαιδευτικός που κάποτε κι εκείνη είχε υπάρξει θύμα σχολικού εκφοβισμού, είναι και η συμμαθήτρια του θύματος που καταφέρνει να πιστέψει στο νεανικό της έρωτα και να προσφέρει τη δική της -έστω και καθυστερημένη- συμπαράσταση. Αυτό σε γενικές γραμμές είναι ότι ο αναγνώστης θα γνωρίζει διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα. Και βέβαια ο τρόπος που είναι γραμμένο -σύντομες φράσεις, μικρά κεφάλαια, τολμηρές έως και έντονα σκληρές περιγραφές- μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον τόσο ένας νεαρού ενήλικα αναγνώστη όσο και ένας ενήλικου. Ενδιαφέρον βιβλίο και χρήσιμο για την κυκλική κατανόηση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού, που αποδεικνύει το πόσο σημαντικό είναι να βλέπουν το φως της δημοσιότητας τέτοιας μορφής έργα. Η λογοτεχνία cross over έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ουσιαστικά έργα που μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν τη βάση να μάθουν οι έφηβοί μας να αγαπούν τη λογοτεχνία. Βέβαια για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει μόνο να γράφονται και να εκδίδονται μυθιστορήματα αυτού του είδους, αλλά και η Πολιτεία να φροντίζει να τα προωθεί μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων φιλαναγνωσίας. ΥΓ. Για όσους θα ήθελαν να διαβάσουν και ένα ακόμα μυθιστόρημα που με απρόσμενο, όσο και πλέον τολμηρό, τρόπο φωτίζει το ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού, θα πρότεινα το μυθιστόρημα «Ο Παράδεισος» της Mieko Kawakami (Μετάφραση: Κίκα Κραμβουσάνου) Εκδόσεις Gutenberg. (662 λέξεις)

2.10.24

To καινούργιο μου βιβλίο ( "Αυγή της Κυριακής" -22/9/2024)

«Το καινούργιο μου βιβλίο» Πάνω από τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε που είχε κυκλοφορήσει ένα δικό μου καθαρόαιμα παιδικό βιβλίο. Αυτό, λοιπόν το καλοκαίρι επανέρχομαι στην ίσως πλέον αγαπημένη μου μορφή λογοτεχνίας, αυτή μου με βοηθά να επικοινωνώ με παιδιά αναγνώστες, μα και με όσους, αν και ενήλικοι πλέον, δεν έχουν ξεχάσει να χρησιμοποιούν την Παιδικότητα για να συνομιλούν με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Ο δωδεκάχρονος Μάρκος και ο μικρότερος αδελφός του Νέστωρας, που σίγουρα μέσα στα ράφια της βιβλιοθήκης τους υπάρχουν τα τρία -προηγουμένων ετών- βιβλία μου της σειράς «Ο αδελφός της Ασπασίας», με πείσανε για μια ακόμα φορά να αφήσω τα δάχτυλά μου να πληκτρολογούν αφηγήσεις καθημερινών καταστάσεων έτσι όπως τις ζούνε και τις σχολιάζουν άτομα που διαθέτουν το παιδικό χιούμορ, μα και την επίσης παιδική ικανότητα να επισημαίνουν ότι εμείς οι ενήλικες δεν του δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή. Δίπλα μου για μια ακόμα φορά οι εικόνες της Τέτης Σώλου -γνήσια χιουμοριστικές και με τις δικές τους σκανταλιάρικες νότες. Αλλά καθώς πλέον ετοιμάζομαι να τοποθετήσω και αυτό το βιβλίο μου στο ράφι εκείνης της βιβλιοθήκης μου που είναι αφιερωμένη σε δικούς μου και μόνο τίτλους (κοντεύουν τα 100 τα βιβλία που κυκλοφόρησαν με τη δικιά μου υπογραφή), αναλογίζομαι για πολλοστή φορά πως έχει γίνει και εγώ άλλοτε γράφω για παιδιά, άλλοτε για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και άλλοτε για ενήλικες. Συγγραφικό φαινόμενο είμαι ή μήπως ένας τσαρλατάνος της λογοτεχνίας; Εντάξει, αστειεύομαι -το ξέρω πόσο μικροί και μεγάλοι αναγνώστες, όπως και εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, αλλά και ένα μεγάλο μέρος γενικά των ανθρώπων του βιβλίου με αγαπούν και εκτιμούν το έργο μου. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι -κυρίως σοβαροφανείς φιλολογούντες κριτικοί μα και γενικότεροι αυτοχριζόμενοι ειδικοί επί της λογοτεχνίας- που δεν μπορούν να ανιχνεύσουν ποιότητα στα έργα κάποιου που άλλοτε γράφει παραμύθια όπως αυτά που υπάρχουν στο «Χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει», άλλοτε ιστορίες για πρόσφυγες όπως στο «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» κι άλλοτε πάλι μυθιστορήματα όπως ας πούμε το «Ερωτική Αγωγή» ή το «Σαν Μήδεια». Οφείλω πάντως να παραδεχτώ πως η διττή παρουσία μου στα λογοτεχνικά δρώμενα της χώρας μας είναι μάλλον μοναδική. Σαφέστατα υπάρχουν κι άλλοι συγγραφείς με βιβλία και στη μια και στην άλλη κατηγορία, αλλά εγώ προσωπικά υλοποιώ με μεγαλύτερη ένταση αυτήν την διπλή συγγραφική προσωπικότητα. Τέτοιες, λοιπόν, δύσπιστες αντιδράσεις συχνά αντιμετωπίζω. Αλλά εγώ απλώς χαμογελώ… Τί άλλο να κάνω αφού για αυτούς τους ‘επικριτές’ μου δεν είναι κατανοητό πως όπως όλοι μας, έτσι κι εγώ κάποτε υπήρξα και παιδί και έφηβος και σαραντάρης και τώρα πια ένας ηλικιωμένος άντρας. Με μια όμως διαφορά από τους περισσότερους άλλους. Πως όχι μόνο δεν έχω ξεχάσει τα γεγονότα και τα συναισθήματα που κατά τη διάρκεια αυτών την ηλικιών μου βίωνα, αλλά κυρίως πως όλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν ολοζώντανα μέσα μου όχι τόσο ως μνήμη, μα κυρίως ως εμπειρία ζωής. Και γι αυτό και έχω την ανάγκη να συνομιλώ μαζί τους -μαζί με το παιδί και τον έφηβο και τον σαραντάρη που κάποτε ήμουνα. Μαζί και με τον ηλικιωμένο που τώρα είμαι. Στον Μάρκο μου, λοιπόν -αυτόν τον δωδεκάχρονο νέο μου ήρωα- είχα κάτι να του πω… Μα κι αυτός είχε πολλά περισσότερα να πει σε μένα… Γιατί η Παιδικότητα είναι στάση ζωής… Ίσως μια ολόκληρη φιλοσοφική πρακτική κι εγώ αισθάνομαι τυχερός που αποτελεί βασική πηγή των συγγραφικών εμπνεύσεών μου.

1.10.24

Μια μέρα που του πονούσε το αυτάκι του

«Μη φεύγεις…», έκλαιγε, παρακαλούσε το μικρό αγόρι τη μητέρα του. Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του, η παλάμη της στο ιδρωμένο του κούτελο. Και μετά, ένα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. «Έχει λίγο πυρετό» στράφηκε και είπε η μητέρα στην Ιωάννα. «Μη φύγεις!» το αγόρι βούρκωσε. «Μα θα είναι μαζί σου η Ιωάννα. Την φώναξα να έρθει να σου κρατά συντροφιά όσο θα λείπω» Η παλάμη της μανούλας του χάιδεψε το μάγουλο. «Μη φύγεις…» εκείνο αναζήτησε ξανά το φιλί της. Κι αυτή του το χάρισε… Ένα ακόμα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και μετά πάλι άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. «Μάκια!... Να, τώρα θα γιάνει!» χαμογέλασε η μανούλα και το αγόρι πίσω από τις υγρές βλεφαρίδες του την είδε να βγαίνει από το δωμάτιο. Περασμένες δέκα το πρωί και η Ιωάννα κάθισε πάνω στο κρεβάτι του αγοριού· δίπλα του «Σου έφτιαξα την κρέμα που αγαπάς… Φράουλα!» του είπε και η φωνή της αν και σιγανή έκανε το αγόρι να ξυπνήσει. «Γιατί έφυγε η μαμά;» πάντα το ίδιο παράπονο. Χαμογέλασε η Ιωάννα. «Μα έπρεπε να πάει στη δουλειά της!» είπε και άφησε την πρώτη κουταλιά της κρέμας να πέσει μέσα στο μικρό μισάνοιχτο στόμα. «Να πήγαινες εσύ στη δουλειά της…» είπε το αγόρι και καθώς προσπάθησε να καταπιεί την κρέμα, αισθάνθηκε τον πόνο στο αυτί του να μεγαλώνει. Και δάκρυσε. Ναι, η Ιωάννα έπρεπε να πάει στη δουλειά της μαμάς και η μαμά να ήταν τώρα αυτή που θα τον τάιζε με την κρέμα. «Έλα τώρα μη κλαις!...» η Ιωάννα με την πετσέτα σκούπισε το δάκρυ από την άκρη του ματιού και τη στάλα κρέμας από την άκρη των χειλιών, «Η δικιά μου η δουλειά αυτή είναι… Να σε προσέχω όταν η μαμά πηγαίνει στο γραφείο…» Όχι, δεν του αρέσει αυτή η δουλειά της μαμάς! –σκέφτηκε το αγόρι κι όσο πιο πολύ αποφάσιζε πως δεν του άρεσε να λείπει η μαμά από το σπίτι, τόσο και πιο πολύ λες και το αυτάκι του πονούσε. Η Ιωάννα προσπάθησε να τον πείσει να την αφήσει να του στάξει μέσα στο αυτί κάτι στάλες ενός φάρμακου. «Να δεις που αμέσως ο πόνος θα σου περάσει!» του υποσχέθηκε. Αλλά –μπα! – δεν πέρασε ο πόνος… Λιγουλάκι μόνο έγινε πιο μικρός. «Να, τώρα με αυτό το πανάκι που το έχω ζεσταίνει, ο πόνος θα μικρύνει…», η Ιωάννα σκέπασε το αυτί του αγοριού με ένα χνουδωτό πανί. Αλλά –μπα! – δεν πέρασε ο πόνος… Λιγουλάκι μόνο έγινε πιο μικρός. «Πονώ!» πήρε και πάλι να κλαίει το αγόρι. «Κάνε υπομονή!» τον χάιδευε η Ιωάννα. «Θέλω τη μαμά μου!» ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς, το παράπονο. Η Ιωάννα τον χάιδευε. Ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς το μικρό αγόρι και πάλι αποκοιμήθηκε. Αλλά ακόμα και μέσα στον ύπνο του, ο πόνος στο αυτάκι ήταν πάντα δυνατός! Ακόμα και μέσα στον ύπνο του… Το ίδιο παράπονο. Θέλω τη μαμά μου! «Αχ!» μισοξυπνά από την ίδια του την κραυγούλα και η Ιωάννα, τρέχει δίπλα του μα όσο κι αν τον παίρνει μέσα στην αγκαλιά της, δεν καταφέρνει να κάνει πιο μικρό τον πόνο. «Έλα να παίξουμε…» ψάχνει να βρει η Ιωάννα ένα παιχνίδι που θα κάνει το αυτάκι να μην πονά. Πάνω στην κουβέρτα με τις πολύχρωμες ρίγες, απλώνονται πολύχρωμα αυτοκινητάκια. Ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει –«Αχ!» Πίσω στο κουτάκι που τα φυλάνε μπαίνουνε τα αυτοκινητάκια και τώρα πάνω στις κουβέρτα… Το μπλοκ της ζωγραφικής και κίτρινοι, κόκκινοι, μπλε, πράσινοι, καφέ μαρκαδόροι. Ζωγραφίζει το αγόρι λουλούδια σε κήπους και λουλούδια σε γλάστρες. Μα ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει – «Αχ!» Ζωγραφίζει σπιτάκια και τραίνα και ζωγραφίζει όλους τους φίλους και τις φιλενάδες του–τον Αντρίκο, το Μαράκι, την Αννούσκα και τον Μήτια. Ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει -«Αχ!». Θύμωσε το αγόρι με τα παιχνίδια που δεν διώχνουνε τον πόνο. «Θέλω τη μαμά μου!» παραπονιέται και η Ιωάννα ψάχνει να βρει τρόπους να τον παρηγορήσει. Μέσα σε γλυκόλογα και χαδάκια το αγόρι καταφέρνει να ξεχάσει λιγάκι εκείνο το «Αχ!» και να 'τος πάλι ο ύπνος που από την αγκαλιά της Ιωάννας τον χώνει στη δικιά του αγκαλιά. Τον ξυπνά η μυρωδιά τηγανιτής πατάτας. Μπροστά του η Ιωάννα έχει το πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό. Μα πώς μπορεί το αγόρι να χαρεί τις τραγανές πατάτες όταν αυτός ο πόνος στο αυτάκι του πάλι μεγάλωσε… Πόνος που με ένα «Αχ!» μετριέται… Όχι, πιο μεγάλος τώρα έγινε… Με ένα «Αχ!» και άλλο ένα «Αχ!» μετριέται. «Φάε καλό μου!» παρακαλά η Ιωάννα. Αλλά το αγόρι δεν τολμά μήτε το στόμα του να ανοίξει… Ανοίγει όμως η πόρτα και… Τα δυο «Αχ!» πάνε!… Έφυγαν τρομαγμένα. Χώνεται το αγόρι στην αγκαλιά της μανούλας. «Πώς είναι ο λεβέντης μου;» ρωτά εκείνη. Τον χαϊδεύει. «Πονά!» της εξηγεί η Ιωάννα και τα μάτια της μανούλας σκοτεινιάζουνε. «Τώρα όμως πιο λίγο!» το αγόρι βιάζεται να προσθέσει Και η μανούλα γελά. Τα χείλη της στο μέτωπό του και η ματιά της πάντα σκοτεινή. «Έχει πυρετό» σιγανά ενημερώνει την Ιωάννα, αλλά στο γιόκα της , άλλα λέει. «Λοιπόν, να δεις που έφερα κάτι που θα κάνει το πόνο στο αυτάκι να φύγει για πάντα μακριά και ποτέ να μην ξανάρθει… » «Πώς;» ρωτά το αγόρι. «Με μια μόνο μικρή κουταλιά από αυτό το σιρόπι!» η μανούλα εξηγεί. Στο αγόρι δεν του αρέσουν τα σιρόπια· έχουν άσχημη γεύση. «Δεν θέλω!» βάζει και πάλι τις φωνές. Μα η μανούλα του δίνει ένα ακόμα φιλί. «Έλα! Ώσπου να ανοίξουν τα χεράκια σου το δώρο που σου πήρα, το κουταλάκι θα έχει αδειάσει μέσα στη γλωσσίτσα σου» Κι έτσι γίνεται. Και το αγόρι ξεδιπλώνει το πακέτο. Ένα βιβλίο ανάμεσα στα χέρια του και τα μικρά του δάχτυλα ξεφυλλίζουν τις σελίδες. Πίσω από τα υγρά ματοτσίνορα οι εικόνες ξεχωρίζουν με τα όμορφα χρώματά τους και υπάρχει ένα μικρό αγόρι μέσα στις εικόνες, ένα μικρό αγόρι και η μαμά του και… «Είδες που στο έλεγα! Άδειασε το κουταλάκι!» δίπλα του κάθεται η μανούλα. Και ο το αγόρι χώνεται μέσα στην αγκαλιά της. «Πώς το λένε το βιβλίο;» ρωτά γιατί ο ίδιος ακόμα δεν έχει μάθει να διαβάζει. «Μια μέρα που πονούσε το αυτάκι του» η μητέρα λέει και με το δάχτυλο της του δείχνει ένα, ένα τα γράμματα του τίτλου. Κι αυτό χώνεται πιο βαθιά στην αγκαλιά της. Μέσα από εκεί κοιτά την πρώτη εικόνα… Ένα μικρό αγόρι πάνω σε ένα κρεβάτι, πάνω στο κρεβάτι μια πολύχρωμη κουβέρτα και πάνω από το αγόρι και την κουβέρτα η μανούλα του αγοριού –αυτή πρέπει να είναι! – έχει σκύψει και ετοιμάζεται να το φιλήσει. «Έλα να σου διαβάσω την ιστορία!» προτείνει η μανούλα. «Μη φεύγεις…», έκλαιγε, παρακαλούσε το μικρό αγόρι τη μητέρα του. Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του, η παλάμη της στο ιδρωμένο του κούτελο. Μετά, ένα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. Η φωνή της μανούλας μπαίνει μέσα στο αυτάκι που… πονούσε. Και μετά… Δεν πονά, πια το αυτάκι. Πονά όμως το αυτάκι του μικρού αγοριού της εικόνας μέσα στο βιβλίο. Και το αγόρι απλώνει τη δική του παλάμη, χαϊδεύει τη ζωγραφιά «Κάνε υπομονή!» παρηγορεί τώρα το αγόρι της ιστορίας. «Μόλις και η δική σου η μανούλα θα γυρίσει, να δεις που θα σου διαβάσει μια ιστορία και ο πόνος στο αυτάκι σου θα περάσει!» Θα περάσει… Όπως πέρασε ο δικός του. Μήτε μ’ ένα «Αχ!» μετριέται , μήτε με δύο. Και έπειτα η Ιωάννα έφερε νέες πατάτες, φρεσκοτηγανισμένες. Και το μικρό αγόρι έφαγε μια, έφαγε δυο… Την τρίτη της έδωσε στη μανούλα. Μαζί με ένα πλατύ χαμόγελο. Πάνω στην πολύχρωμη κουβέρτα, το βιβλίο με τις πολύχρωμες ζωγραφιές. Και τα δάχτυλα της μανούλας ανάμεσα στα δάχτυλα του αγοριού. https://www.hartismag.gr/ Οκτ. 2024 (1260 λέξεις)

29.9.24

Βασιλική Πέτσα «Δεν θ΄αργήσω»

Βασιλική Πέτσα «Δεν θ΄αργήσω» Εκδόσεις Πόλις
Στις 15 Απριλίου του 1989, συνέβη η μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία της Μεγάλης Βρετανίας, στο γήπεδο Χίλσμπορο του Σέφιλντ, όταν κατά τη διάρκεια του ημιτελικού αγώνα Λίβερπουλ - Νότιγχαμ Φόρεστ για το Κύπελλο Αγγλίας, 96 φίλαθλοι ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου και 766 τραυματίστηκαν. Πάνω σε αυτό το γεγονός που είχε συνταράξει σε πολλαπλά επίπεδα την αγγλική κοινωνία, η Βασιλική Πέτσα στήριξε το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της. Το μυθιστορηματικό παρόν είναι είκοσι χρόνια μετά από το τραγικό συμβάν και η αφήγηση γίνεται από ένα πρόσωπο που ως έφηβος είχε -μαζί με δυο φίλους του- παρευρεθεί στο στάδιο εκείνη τη μέρα. Ο αφηγητής είναι πια ένας άντρας που έχει φτιάξει την δική του οικογένεια. Αλλά που ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ένταση των συναισθημάτων που γνώρισε εκείνη τη μέρα. Και που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον χαμό ενός από τους φίλους του. Πέρασε αυτά τα είκοσι χρόνια ζώντας στην ουσία δίπλα σε ένα άλλο πρόσωπο -τον ίδιο του τον εαυτό- που την τύχη του να επιζήσει δεν την προσέλαβε ως δώρο ζωής αλλά ως κάτι το λαθραίο, μια προδοσία. Ίσως και ως μια παράταση επιβίωσης που κάποια στιγμή θα τελείωνε. Στη θέση ή και μαζί με τον φίλο που ποδοπατήθηκε θα έπρεπε να ήταν αυτός ή και αυτός. Στην ουσία η Βασιλική Πέτσα επέλεξε αυτό το τραγικό συμβάν γιατί συνέβη στα 1989, σε μια περίοδο, δηλαδή, όπου η αγγλική εργατική τάξη έχανε όλα τα δικαιώματα της κάτω από τις πολιτικές εφαρμογές του νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ. Ο αφηγητής, λοιπόν, και τα υπόλοιπα πρόσωπα -αγόρια και κορίτσια- που αποτελούσαν την νεανική παρέα εκείνων των χρόνων, συνέχισαν να ζούνε τοποθετώντας σε αποθήκες μνήμης τα όσα έζησαν και κάπως έτσι δημιούργησε ο καθένας το όποιο μέλλον του. Αλλά στην επέτειο των είκοσι χρόνων, ένας από αυτούς -που είχε μεταναστεύσει προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να ξεφύγει από την ασφυξία των αναμνήσεων- ειδοποιεί πως επιστρέφει και αυτό θα είναι η αφορμή για τους νεανικούς του φίλους να αναζητήσουν ένα τρόπο ξεπεράσματος του τραύματος, στην ουσία μια καθυστερημένη επανεκκίνηση της ζωής τους. Μα ο αφηγητής δεν είναι ικανός -μήτε και θέλει- να σχεδιάσει την όποια νέα αρχή. Αισθάνεται πως όλα αυτά τα χρόνια τα είχε περάσει φυλακισμένος -όπως τα καναρίνια στο γκαράζ του σπιτιού του. Και κατά τη διάρκεια εκείνου το πρωινού, μέσα στο ίδιο το γκαράζ θα κλειστεί κι αυτός και ενώ θα ανοίξει την πόρτα του κλουβιού και θα παρακολουθεί το καναρίνι να μην είναι ικανό να αρπάξει την ευκαιρία απελευθέρωσής του, θα ξεκινήσει την αναπόληση -αναδρομή όλης της ζωής του. Για τον ίδιο -όπως και για όλα τα παιδιά της κοινωνικής τάξης του- το ποδόσφαιρο ήταν ένας τρόπος έκφρασης συναισθημάτων και αυτοαναγνώρισης. Και το γεγονός πως αυτός ο τρόπος από όνειρο ζωής έγινε εφιάλτης θανάτου και μάλιστα λόγω ανεπάρκειας ή και αδιαφορίας πολιτικής και κοινωνικής μέριμνας, αποτελεί μια επιβεβαίωση της μη ύπαρξής του. Η μνήμη του χαμένου φίλου δείχνει να αποκτά τη δυναμική συμβόλου. Και τα σύμβολα αξίζει να τα μιμούμεθα. Υπόγεια, αλλά ουσιαστικά πολιτικό, λοιπόν, το μυθιστόρημα αυτό και η Βασιλική Πέτσα με τη γραφή της υπηρετεί αυτή τη διάσταση του έργου. Η αφήγηση αν και πρωτοπρόσωπη δεν υποκύπτει στο μιμητισμό μιας γλώσσας ανθρώπων της εργατικής τάξης. Ο αφηγητής ενώ αναλυτικά αφηγείται τις λεπτομέρειες, παράλληλα ακολουθεί σκέψεις διαχρονικής εμβάθυνσης: «Έκρυβα, αυτό έκανα, προστάτευα ό,τι μπορούσα να σώσω, σε σημεία που θεωρούσα απρόσβλητα: στο μαύρο κουτί της μνήμης. Νόμιζα ότι όλα τα είχα συγκρατήσει, ότι υπάρχουν όλα τα κομμάτια του εαυτού μου, ότι σαν παζλ, όποτε ήθελα, θα μπορούσα να ξανασυναρμολογηθώ, να γίνω ενιαίος. Κοίταζα τη φωτογραφία μας και δεν θυμόμουν πότε την είχαμε βγάλει, δεν θυμόμουν σε ποιον αγώνα, τι είχαμε πει πριν ή μετά, τι είχαμε πιει, αν είχαμε φάει κάτι. Νόμιζα πως με είχα καταχωνιάσει σ΄ένα παρελθόν μονωμένο, όμως η υγρασία σιγά σιγά με έλιωνε, με κατάτρωγε ο σκόρος, έγινα μια τρύπια κουβέρτα και τώρα κρυώνω. ‘Another me’, γι αυτό πάλευα για χρόνια ολόκληρα. Ονειρευόμασταν κάποτε να γίνουμε κάτι, μετά από το Χίλσμπορο θέλησα να είμαι ένας άλλος, έχοντας πάντα για έρμα μου, έτσι νόμιζα, τον προηγούμενο εαυτό μου. Όμως το πλοίο βούλιαζε σιγά σιγά, νερά πλημμύρισαν τα αμπάρια, έγειραν επικίνδυνα τα κατάρτια μου, και τότε μόνο ξεβούλωσα τ΄ αυτιά μου στις Σειρήνες που πίστευα ότι έφταιγαν. Κι έγινα ο Κανένας» Η Βασιλική Πέτσα από ένα σημείο και μετά χωρίς να αδιαφορεί για την ρεαλιστική αναπαράσταση μιας εποχής, παράλληλα προσεγγίζει το θέμα της με στοιχεία υπαρξιακού δράματος. Ως εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια έχει την γλώσσα. Άλλοτε με αγγλικές εκφράσεις του τύπου Come on, mate, now ή Fuck mate , fuck, fuck, fuck κι άλλοτε με παραπομπές στην ελληνική μυθολογία ή στην Οδύσσεια, αναζητά να δει τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης μοίρας, μα και του υπαρξιακού αδιεξόδου. Σίγουρα ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών και αναντίρρητα και από τα λιγότερα ελληνοκεντρικά. (800 λέξεις) Βιβλιοδρόμιο Νέων (29/9/2024)

17.9.24

Ο Γιάννης Παπαδάτος στο diastixo

Το πρόσφατο μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου Μάνου Κοντολέων απευθύνεται σε παιδιά από 8-9 ετών, μια ηλικιακή περιοχή που γι’ αυτή δεν εκδίδονται αρκετά βιβλία του συγκεκριμένου είδους. Το μυθιστόρημα Ο Μάρκος τα λέει… όλα! είναι επίκαιρο, μιας και είναι κυριολεκτικά και δημιουργικά βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του διαδικτύου. Ο Μάρκος είναι 13 ετών και συμπρωταγωνιστεί με τον Νέστορα, τον μικρότερο αδελφό του. Με τις συγκεκριμένες ηλικίες ο Κοντολέων έχει ασχοληθεί και σε άλλα επιτυχημένα κείμενά του μεγάλης ή μικρής φόρμας (π.χ. Δομήνικος, Η Άννα και το τζιτζίκι, Ο Ορέστης και το υπόγειο, Ο αδελφός της Ασπασίας, Μανόλο & Μανολίτο, Μανόλο & Μανολίτο και… Μανουήλ), μερικά από τα οποία είναι και αυτοαναφορικά. Η οικογένεια του Μάρκου είναι μοντέρνα. Βαδίζει με τη διαδικτυακή εποχή μας. Ο συγγραφέας έχει ικανή θητεία στην παρουσίαση της οικογένειας σε όλο σχεδόν το έργο του. Στο μυθιστόρημά μας έχουν ουσιαστικό ρόλο όλα τα μέλη της, και προπάντων οι δυο γιαγιάδες και ο παππούς. Ο παππούς, συνταξιούχος καθηγητής, μιλάει πάντα στην καθαρεύουσα. Όλοι εκτός από εκείνον έχουν δικό τους blog. Δημιούργησε και ο Μάρκος, που θέλει να γίνει διαστημικός επιστήμονας, με στόχο να καταγράφει με πλήρη διαφάνεια, όπως λέει, «όσα αλησμόνητα» του συμβαίνουν. Γνωρίζει, όπως λέει, τα θετικά και τα αρνητικά του διαδικτύου και μάλιστα θα ωφεληθεί, αφού με τη βοήθεια του Google θα διορθώσει και την ορθογραφία του… Υπογραμμίζει: «Αλλά εγώ είμαι καθαρός σε όλα μου. Και δεν μου αρέσει να ξεγελώ κανέναν – μήτε καν το gmail» (σελ. 18). Η πλοκή είναι επεισοδιακή και παρουσιάζεται, αριθμητικά, σαν ημερολόγιο, σε κεφάλαια με τον τίτλο Post. Έτσι, στο Post 1 ο Μάρκος, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, μας ενημερώνει για τη σχέση του με τον αδελφό του. Όπως φαίνεται δεν τον αντέχει και μάλιστα δίνει οδηγίες στα παιδιά αναγνώστες πώς να μη ζητούν αδελφό, αλλά κι αν τον έχουν, να είναι ενημερωμένα για το πόσο αβάσταχτη θα είναι η ζωή τους. Μας πληροφορεί ότι τα Posts του θα έχουν σχέση με τον αδελφό του, γι’ αυτό και η ονομασία του blog είναι: adelfaki-diavolaki.blogspot.com. Μας εκμυστηρεύεται: «δεν είμαι μόνο εγώ που τραβώ των παθών μου τον τάραχο, αλλά και οι γονείς και ο παππούς κι οι γιαγιάδες […] (που) δείχνουν να το διασκεδάζουν – τους έχω πάρει χαμπάρι εγώ τους μεγάλους πόσο καλά κρύβουν όσα δεν θέλουν να τα μοιραστούν μ’ εμάς τους μικρούς…» (σελ. 27). Είναι επίκαιρο, μιας και είναι κυριολεκτικά και δημιουργικά βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του διαδικτύου. Ο Κοντολέων, όπως και στα προαναφερόμενα έργα του, το ίδιο και στο παρόν, αποτυπώνει ένα ευφυές, καθημερινό, λεκτικό ή καταστασιακό χιούμορ. Σημειώνω μερικά παραδείγματα από τα 14 συνολικά Posts: όταν βαφτιζόταν ο μικρός Νέστορας σκόρπισε τις απευκταίες μυρωδιές, που έκαναν τον καθαρευουσιάνο παππού να εκστομίσει τη λέξη «μπαγάσας». Και ο αφηγητής, που δεν διστάζει να ασκεί με πολύ χιούμορ κριτική, υπογραμμίζει: «Ακούς εκεί! Ο παππούς να χρησιμοποιεί μια τέτοια λέξη […] Και από την άλλη να λέει και Εύγε του! […] Και μάλιστα για ποιον, παρακαλώ; Για τον χέστη Νέστορα!» (σελ. 32). Επιπλέον, αναφέρω επιγραμματικά τα σπαρταριστά επεισόδια για το ποδόσφαιρο με τον διαιτητή πατέρα του, για τις εξαφανίσεις του Νέστορα και για τον τραυματισμό που ο Νέστορας προκάλεσε στην κοιλιά του Αϊ-Βασίλη με μια παραμάνα, επειδή το ίδιο είχε κάνει και ο παππούς του, ο οποίος μικρός είχε σκάσει με παραμάνα την κοιλιά-μπαλόνι εκείνου του Αϊ-Βασίλη. Στην ακολουθία των γεγονότων ενσωματώνονται και διακειμενικά στοιχεία του μυθιστορήματος του συγγραφέα Ο αδελφός της Ασπασίας. Διαπιστώνεται ότι ο Μάρκος έχει πολλά κοινά σημεία με τον ήρωα του συγκεκριμένου βιβλίου, τον Δαμιανό. Επιπλέον, ο παππούς, σημαίνοντας τη συνέχεια των γενεών, χαρίζει στα εγγόνια του βιβλία που διάβαζε ως παιδί, όπως τους Τρεις σωματοφύλακες,τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, τις Περιπέτειες ενός ιππότη, τον Άτλαντα του Διαστήματος. Ο Κοντολέων χρησιμοποιεί μεταμυθοπλαστικά στοιχεία. Ο αφηγητής Μάρκος απευθύνεται προς τους αναγνώστες λέγοντας: «για δική σας χάρη το έχω αντιγράψει» (σελ. 114). Και διαβάζοντας το γράμμα του καθαρευουσιάνου παππού στη δημοτική γλώσσα, ο αναγνώστης με τη σειρά του «μαθαίνει» πως υπάρχουν διαφορετικά ύφη γραφής. Μάλιστα επειδή θέλει το blog του να είναι πρωτότυπο, για παράδειγμα εικονογραφημένο, σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια της εικονογράφου Τέτης Σώλου που γνώρισε, όταν εκείνη επισκέφτηκε το σχολείο του. Πράγματι, η Σώλου με τα εκφραστικότατα σκίτσα της κοσμεί τις σελίδες του μυθιστορήματος. Οι εικόνες ενσωματωμένες στο κειμενικό σώμα είναι σαν να «διασκεδάζουν» μαζί του και συνάμα συνοδεύουν ευχάριστα το αναγνωστικό κοινό, καθιστώντας το συμπρωταγωνιστή. Μία σημαντική στιγμή της υπόθεσης είναι το χάρισμα των παιχνιδιών του παππού προς τα εγγόνια του και για πρώτη φορά το αρμονικό παίξιμο μεταξύ τους. Κι ο Μάρκος δεν διστάζει να πει: «ΟΚ, μπορεί όλα αυτά να τα βρίσκεις στο Ίντερνετ, αλλά έχει μεγάλη πλάκα να τα κρατάς στα χέρια σου» (σελ. 121). Όμως έχει και πολύ γούστο το κόλπο που μεταχειρίστηκε ο Νέστορας προκειμένου να πάρει όλα τα χρήματα που εισέπραξαν οι δυο τους από τα κάλαντα. Ένα κόλπο που άλλαξε τη συμπεριφορά του Μάρκου απέναντι στον αδελφό του και η ζήλια κι ο ανταγωνισμός έδωσαν τη θέση τους στη συνεργασία. Αναγνωρίζοντας την εξυπνάδα του, ως γνήσιος απόγονος του παλαιού Δαμιανού, παίρνει και τις μεγάλες αποφάσεις όπως αυτή: «Μήπως, σκέφτηκα, αντί να κάθομαι και να γράφω ό,τι τραβώ από το αδελφάκι μου για να το διαβάζουν οι άλλοι, θα ήταν καλύτερα να προσπαθούσα να σκέφτομαι όπως εκείνος; Είναι φορές που αισθάνομαι πως αυτός είναι ο μεγάλος αδελφός και εγώ ο μικρότερος» (σελ. 127). Παρά δε τις σκέψεις να σταματήσει το blog, αποφάσισε να το κρατήσει και να συνεργαστεί με τον μικρό αδελφό του, αυτός από τη θέση του διευθυντή που θα προτείνει ιδέες για τα posts κι ο Νέστορας που θα δίνει τις λύσεις. Kι η ονομασία του νέου blog: adelfakia.blogspot.com. Κομβικό σημείο της αφήγησης είναι όταν ο Μάρκος και ένας φίλος του από τη Γαλλία, κουβεντιάζοντας μέσω viber, διαπίστωσαν μέσα από τις διάφορες αλλαγές στο σώμα τους ότι άρχισαν να μεγαλώνουν. Ως συγγραφέας κινείται αφηγηματικά με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στις ηλικίες. Ο Κοντολέων προβάλλει ήρωες που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις της ηλικίας τους. Ιδιαίτερα ο Μάρκος, παρόλο που αρχικά επικρίνει τον μικρό αδελφό του κι ο ίδιος αυτοσυστήνεται ως cool τύπος και συχνά παραπονιέται πως τον παραμελούν για χάρη του, εντούτοις γνοιάζεται για εκείνον και τον προστατεύει. Στο τέλος αναγνωρίζει την αξία του. Γιατί είπαμε, ο Μάρκος τα λέει όλα! Όπως κι ο Δαμιανός! Που δεν διστάζουν να βάζουν στο στόχαστρό τους και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Πρόκειται για ένα ημερολογιακό μυθιστόρημα αυτογνωσίας το οποίο, με την παρουσία ηρώων όλων των ηλικιών, θα μπορούσαμε να το εντάξουμε και στην κατηγορία του crossover. Το κείμενο ρέει ενσωματώνοντας και τη γλώσσα του διαδικτύου (follower, link, podcast κ.ά.), προπάντων στέλνοντας μηνύματα συνετής χρήσης του. Τα δύο αδέλφια σκορπίζουν γέλιο μέσα από αληθινές εικόνες που αναδεικνύουν τη βαθιά γνώση του συγγραφέα για την παιδική ψυχοσύνθεση. Καταληκτικά: ο Κοντολέων μέσω των δύο παιδιών αναδεικνύει με γλαφυρότητα εμβληματικά στοιχεία της παιδικής ηλικίας (παιδικότητα, ελευθερία, παιχνίδι, ανταγωνισμός με στόχο τη συνεργασία, διάθεση για χαρά, πορεία προς την ενηλικίωση). Γενικά, ως συγγραφέας κινείται αφηγηματικά με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στις ηλικίες και γι’ αυτό τα έργα του για μικρές ηλικίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον και διαβάζονται ευχάριστα και από τους ενήλικες, οι οποίοι σίγουρα κατά την ανάγνωση θα αλιεύσουν στοιχεία από την αληθινή μας πατρίδα. Γιάννης Παπαδάτος https://diastixo.gr/kritikes/paidika/23065-markos

16.9.24

6+1 ερωτήσεις στο Fractal.gr

6+1 ερωτήσεις | Μάνος Κοντολέων: «Είχα καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου μέσα στο ένδυμα της παιδικής ματιάς κρύβεται μια περιγραφή ενδοοικογενειακών σχέσεων» Συνέντευξη στον Άγγελο Χαριάτη // -Ποιο είναι το τελευταίο σας βιβλίο και τι πραγματεύεται; Στα μέσα Ιουλίου κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Ο Μάρκος τα λέει όλα». Πρόκειται για ένα καθαρώς παιδικό μυθιστόρημα με πολύ χιούμορ που έχει να κάνει με τη ζωή μιας τετραμελούς μέσης οικογένειας και για το πως ένα προέφηβος κρίνει την καθημερινότητα τη δική του και των άλλων. Είχα καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου μέσα στο ένδυμα της παιδικής ματιάς κρύβεται μια περιγραφή ενδοοικογενειακών σχέσεων. -Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος που προτιμάτε ως συγγραφέας και κάποιο που προτιμάτε ως αναγνώστης; Όχι. Τόσο ως αναγνώστης όσο και ως συγγραφέας δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος να προτιμώ. Αυτό που αναζητώ -πάντα και ως αναγνώστης και ως συγγραφέας- είναι από τη μια η λογοτεχνική ποιότητα και από την άλλη να καλύπτω τις εκάστοτε προσωπικές μου εσωτερικές ανάγκες. -Μικρή φόρμα ή μεγαλύτερη. Ποια σας ενδιαφέρει ή σας ταιριάζει καλύτερα; Θα έλεγα η μεγαλύτερη. Μου δίνεται με αυτήν η ευκαιρία να αναπτύξω χαρακτήρες, να εισέλθω βαθύτερα και για περισσότερο χρόνο στις ζωές των άλλων. -Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές ή αγαπημένη θεματολογία; Αγαπημένη όχι… Εμμονές όμως σίγουρα. Ας σημειώσω την αναζήτηση ταυτότητας, τον έρωτα, τις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις. -Έχετε επιρροές από Έλληνες ή/και ξένους συγγραφείς; Και έχω και είχα και θα έχω. Δε γίνεται διαφορετικά. Δεν ζούμε αποκλεισμένοι από τους άλλους. Από τους άλλους -αυτούς που κάποτε υπήρξαν και από όσους υπάρχουν ακόμα- παίρνουμε τα στοιχεία που με αυτά σχηματίζουμε και συνεχώς ανανεώνουμε την προσωπικότητά μας. -Εάν είχατε τη δυνατότητα να καλέσετε σε τραπέζι τέσσερις λογοτέχνες, ποιοι θα ήταν αυτοί και για ποιο λόγο; Αυτούς που κάποτε μαζί τους βρέθηκα γύρω από ένα τραπέζι και που τώρα δυστυχώς δεν μπορούν πια να αποδεχτούν την πρόσκληση μου. Με άλλα λόγια τους αγαπημένους -όχι και κατ’ ανάγκη σημαντικότερους- συγγραφείς που υπήρξαν φίλοι μου. Δεν μετρώ τους ανθρώπους με το ταλέντο τους, αλλά με την προσωπικότητά τους. -Ποια κατά τη γνώμη σας είναι τα χαρακτηριστικά ενός έργου το οποίο χαρακτηρίζεται παγκόσμιο ή/ και κλασικό; Η αλήθεια του… Ό,τι μπορεί για τον καθένα μας να σημαίνει αυτό.

Η ζωγράφος Μαρία Ζαχαρογιάννη έτσι όπως 'είδε΄ τη Μήδεια και την Κασσάνδρα μέσα από τα δυο μυθιστορήματά μου