Ελένη Κατσαμά
«Το σκλαβάκι της Κνωσού»
Εκδόσεις Πατάκη, 2017
…Είχε περάσει τα
πεθαμένα πουλιά που κρέμονταν σαν κρόσσια γύρω από τη ζώνη της και στάζανε τα
αίματά τους στα πόδια της. Τα αίματα. Σ΄
αυτό τον τόπο έσταζε αίμα. Το χώμα είχε ποτίσει απ΄ το αίμα των ανθρώπων κι απ΄
το αίμα των ζώων. Αίμα κυλούσε στη χαρά απ΄ τα σφαχτά, αίμα κυλούσε στον φόβο
απ΄ τις θυσίες, αίμα στον πόλεμο από τα θύματα, αίμα στην ειρήνη από τις
δωρεές. Πίστευα πως γι΄ αυτό κοκκίνιζε ο ουρανός και μερικές φορές κι η
θάλασσα. Από το αίμα του θανάτου.
Ας θυμηθούμε μετά από λίγες αράδες αυτήν την παράγραφο.
Να τη θυμηθούμε αφού πρώτα αποφασίσουμε αν υπάρχει ή όχι
λογοτεχνία για παιδιά. Λογοτεχνία –έγραψα- και όχι βιβλίο με απλές αφηγήσεις για παιδιά.
Υπάρχουν πάρα πολλοί που ισχυρίζονται πως λογοτεχνία για
παιδιά δεν μπορεί να υπάρξει από τη στιγμή που ο συγγραφέας ενός τέτοιου έργου
επιλέγει με διάθεση αυτολογοκρισίας το τι θα πει και το πώς θα το πει.
Υπάρχουν και άλλοι που θεωρούν πως μια απλοϊκή αφήγηση, μια
απλή εξιστόρηση ενός συμβάντος, η επιδερμική περιγραφή καταστάσεων και η
παρουσίαση μερικών ανθρώπινων τύπων με τρόπο σχηματικό, υλοποιούν κείμενα που
ίσως να μπορούν να κρατήσουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον ενός μικρής ηλικίας
αναγνώστη και γι αυτό πάντως δικαιούνται
να θεωρηθούν ως λογοτεχνικά έργα.
(Βέβαια, παρόμοια άποψη επικρατεί και σε έργα που θέλουν να
θεωρούνται λογοτεχνία για ενήλικες. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο –αν και παρόμοιο-
θέμα για ένα άλλο σημείωμα).
Προς ώρας παραμένουμε στη λογοτεχνία για παιδιά.
Τώρα, λοιπόν, ας διαβάσουμε ξανά την πρώτη παράγραφο αυτού
του σημειώματος.
Νομίζω πως αποδεικνύει
το λάθος ισχυρισμό των πρώτων (των αρνητών της λογοτεχνίας για παιδιά)
και την άγνοια των δεύτερων, αυτών
δηλαδή, που πιστεύουν πως η λογοτεχνία για παιδιά κινείται μέσα στα πλαίσια
συμβατικών εξιστορήσεων.
Η παράγραφος αυτή ανήκει στο μυθιστόρημα «Το σκλαβάκι της Κνωσού» της Ελένης Κατσαμά.
Είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από μια συγγραφέα της
νεώτερης γενιάς που όπως και στα προηγούμενα τρία της βιβλία (για παιδιά), έτσι
και σε αυτό έρχεται να μας πείσει πως τελικά η πλοκή μέσα από τη γλώσσα και
μόνο στήνεται.
Κανόνας που είναι περισσότερο γνωστός με την έκφραση: Στη λογοτεχνία δεν έχει τόση σημασία το τι
λες όσο το πώς το λες.
Η Κατσαμά (έχει γράψει και δυο άλλα ακόμα βιβλία που ανήκουν
στην επονομαζόμενη ‘ενήλικη’ λογοτεχνία) διακρίνεται τόσο από την εύπλαστη χρήση
των λέξεων όσο και από την απρόσμενη αντιμετώπιση του θέματος που κάθε φορά
πάνω του στηρίζει την υπόθεση των βιβλίων της.
Μένουμε στα δυο προηγούμενα ως πλέον ολοκληρωμένες συνθέσεις του συγγραφικού σύμπαντος της
Ελένης Κατσαμα. Στο «Κοσμοδρόμιο» (2011) η παγκοσμιοποίηση δείχνει με την
εμφάνιση προσωπικών μαρτυριών την ηθική ή μη πολλαπλότητα των σχεδιασμών της. Στο «Γορίλας στο φεγγάρι»(2014) η ηρωίδα αντιμετωπίζει τις στρεβλώσεις της
ελληνικής επαρχίας.
Στο πρώτο επικρατεί ο ρεαλισμός, στο δεύτερο ο συμβολισμός.
Και στα δυο η πολιτική διάσταση δεν θέλει με τίποτε να κρυφτεί.
Έτσι κι εδώ –στο «Σκλαβάκι της Κνωσού». Τώρα επιστρέφουμε στο απώτατο παρελθόν και
συγκεκριμένα στην Κρήτη της εποχής του Μίνωα. Αλλά όποιος θα περίμενε μια
αφήγηση εκείνων των ημερών με βάση τα σχολικά εγχειρίδια, θα ξαφνιαστεί.
Ο Μίνως είναι ένα γερασμένο, καχεκτικό φαφούτικο γερόντιο.
Μα άρχει. Με τη χρήση του φόβου. Και όταν ο απελευθερωτής της υπόδουλης Αθήνας
θα φτάσει στην Κνωσό με τη μορφή του Θησέα, αυτός δε θα έχει τα γνωστά χαρακτηριστικά του αγνού πατριώτη.
Στον καταπιεστή ένας άλλος καταπιεστής θα σταθεί απέναντι.
Ανάμεσά τους ένα κορίτσι που ο πατέρας του πεθάνει για ιδανικά, ένα άλλο που
συνομιλεί με αστέρια, ένας καλλιτέχνης που τιμά την Τέχνη και τον πατέρα του,
ένα αγόρι που του στερήσανε την ταυτότητά του. Το μέλλον δικό τους. Θα το διεκδικήσουν και θα
το κερδίσουν με τον δικό τους τρόπο –την ελευθερία στη σκέψη και στο
συναίσθημα.
Πολιτική και εδώ, λοιπόν, ματιά. Και ανάμεσα στους άρχοντες και στους επαναστάτες, ένα σκλαβάκι,
προσφυγάκι που μέσα από τη δικιά του την αφήγηση ο αναγνώστης θα αναζητήσει τις σχέσεις που
συνδέουν τις αυτοκρατορίες του χτες, με αυτές του σήμερα.
Αυτή την τόσο ολοκληρωμένα πρωτότυπη εξιστόρηση μιας
περιόδου που έχουμε με άλλο τόπο
γνωρίσει (και που ακριβώς αυτή η
ανατροπή της αποτελεί ένα από τα βασικά ζητούμενα κάθε λογοτεχνικής αφήγησης) η Ελένη
Κατσαμά την συνθέτει με μια εντελώς δική της γλωσσική υπόσταση. Δεν εννοώ πως
χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις που δεν έχουν ποτέ πιο πριν χρησιμοποιηθεί
(κάτι τέτοιο στην ουσία θα ήταν και αδύνατον), αλλά επιστρατεύει εικόνες και σκέψεις που
ταυτίζονται απόλυτα με τις λέξεις που θα τις καταγράψουν.
Όταν, για παράδειγμα, θέλει να σημειώσει την ενοχική σχέση επιστήμης /
τεχνολογίας και εξουσίας, γράφει: «Θλιβερά βουνά στοιβάζονται τα καπρίτσια του
βασιλιά» συνέχισε εκείνος (ο Δαίδαλος) χωρίς να περιμένει απάντηση από εμένα
«κορόνες και χρυσά αμάξια, αλλά διεφθαρμένοι ιερείς αποφασίζουν για την τύχη
μας. Αλήθεια, πες μου, σκλαβί, ήρθε εν τέλει η παραγγελία του από τα μέρη σου; Ήρθε η μασέλα του βασιλιά με τα χρυσά
εμφυτεύματα από δόντια λύκου για ν΄ αντικαταστήσουμε τα σάπια; Χαμογέλασε
λυκίσια ο βασιλιάς ή ακόμα βρομάνε τα χνότα του σαπίλα;»
Άκουγα την οργή του
Δαίδαλου να του παίρνει χρόνο από τη ζωή του και λυπόμουνα.
«Γιατί δεν φεύγεις
δάσκαλε; Εσύ έχεις τον τρόπο» είπα.
Τότε γύρισε και με
κοίταξε χωρίς ίχνος σπίθας μέσα στα μάτια του.
«Γιατί είμαι δειλός,
αγόρι μου» είπε και μ΄ έπιασε με τα καρβουνιασμένα δάχτυλά του απ΄ τα μάγουλα
και το κεφάλι κλαίγοντας και φτύνοντας το βάρος της πίκρας του. «Γιατί είμαι κι
εγώ συνεργός του βασιλιά στα εγκλήματα»
Δε νομίζω πως χρειάζεται
να αναζητήσω περισσότερες αποδείξεις για να επιβεβαιωθεί αυτό με το οποίο ξεκίνησα αυτήν την κριτική προσέγγιση - Η γλώσσα είναι που φτιάχνει την πλοκή.
Νομίζω πως εκφράσεις
όπως :άκουγα την οργή να παίρνει
χρόνο από τη ζωή και ακόμα: φτύνω το
βάρος της πίκρας μου, επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή.
Και τελικά ας αποφασίσουμε πως στη λογοτεχνία δεν είναι το
κείμενο που αναζητά τον αναγνώστη του, αλλά ο εκάστοτε αναγνώστης που αναλόγως
των προσωπικών του ιδιαιτεροτήτων (μια από αυτές, μα όχι η μόνη, είναι και η
ηλικία) προσεγγίζει το κάθε κείμενο.
Από αυτή τη σκοπιά αν δούμε το όλο θέμα της ύπαρξης ή μη
λογοτεχνίας για παιδιά, ίσως θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι όχι πως μια τέτοια λογοτεχνία υπάρχει ή δεν
υπάρχει, αλλά μάλλον πως η λογοτεχνία είναι μία και μόνη.
No comments:
Post a Comment