Το άτομο εκείνο που είτε μόνο του είτε μαζί με την οικογένειά του εξαναγκάζεται να επιλέξει για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους μια μετανάστευση, τις περισσότερες φορές κρύβει μέσα στην ψυχή του πολλά και αντιθετικά μεταξύ τους συναισθήματα. Από την πίκρα του αποχωρισμού έως την έωλη προσμονή μιας νέας κατάστασης* από τον θυμό της εκδίωξης έως τον τραυματισμό της μη αποδοχής στο νέο περιβάλλον.
Πέρα, λοιπόν, από τις όποιες πολιτικές ή οικονομικές αναλύσεις ειδικών, πέρα από τις καταγραφές των ιστορικών, πέρα από τις περιγραφές των δημοσιογράφων, υπάρχει η ανάγκη -αξίζει πιο σωστά- να γίνει και μια καταγραφή των συναισθημάτων ενός μετανάστη και εκ μέρους ενός συγγραφέα.
Η Ελλάδα είναι μια περιοχή της Ευρώπης που έχει πολλαπλή και στενή, όσο και αμφίδρομη σχέση με το φαινόμενο της μετανάστευσης.
Καθώς ο προηγούμενος αιώνας τέλειωνε το μεταναστευτικό κύμα προς τη χώρα μας είχε συγκεκριμένη γεωγραφικό ονομασία -η Αλβανία ήταν η χώρα από την οποία κατέβαιναν πλήθη ανθρώπων. Άλλοι από αυτούς έλληνες της Βορείου Ηπείρου (ή αν θέλετε της Νότιας Αλβανίας) αλλά και άλλοι από αυτούς γνήσιοι Αλβανοί.
Τους υποδεχόμαστε με ανάμεικτα συναισθήματα και αντιφατικές συμπεριφορές. Σχεδόν ποτέ δεν σκύψαμε από πάνω τους να αφουγκραστούμε τον εσωτερικό παλμό τους, μήτε και με διάθεση συμπαράστασης να ζητήσουμε πληροφορίες για το παρελθόν και το παρόν τους.
Σήμερα και μετά από τριάντα και βάλε χρόνια, όσοι από τους ανθρώπους εκείνους παρέμειναν εδώ και δεν επέστρεψαν πίσω στο γενέθλιο τόπο τους, έχουν ενσωματωθεί στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική μας καθημερινότητα.
Και κάποιοι από αυτούς έχουν καταθέσει τις προσωπικές τους εμπειρίες από το ‘εκεί’ και το ‘εδώ’ τους με αξιόλογους, ιδιαίτερα αξιόλογους λογοτεχνικούς τρόπους.
Θα αναφέρω τον Τηλέμαχο Κώτσια -τον πρώτο που με τα μυθιστορήματά του έφερε ανάμεσα στους λογοτεχνικούς ήρωες μας και άτομα από την Αλβανία.
Μια παρόμοια περίπτωση κατάθεσης εσωτερικών αναταράξεων που η μετανάστευση από την Αλβανία έχει πυροδοτήσει τη δημιουργία λογοτεχνικών ηρώων, τη συναντάμε και στο μυθιστόρημα του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου «Χάθηκε βελόνι».
Ο συγκεκριμένος -ηλικιακά νεότατος- συγγραφέας έχει γίνει γνωστός και με την ποίησή του, όπως και με ένα ακόμα προηγούμενο μυθιστόρημά του.
Εκείνο που βασικά χαρακτήριζε τη θεματική των προηγούμενων λογοτεχνικών καταγραφών του ήταν η ανίχνευση της φυγής -μιας φυγής εσωτερικής όσο και εξωτερικής. Το άτομο που αναζητά το είναι του και τον τόπο του. Κάτι παρόμοιο -μα σε πληρέστερο βαθμό ανάπτυξης- θα συναντήσουμε και στο «Χάθηκε βελόνι».
Μια οικογένεια Βορειοηπειρωτών, που μόλις ανοίξουν τα σύνορα με την Ελλάδα, μεταναστεύει. Ο πατέρας, η μητέρα, έξι παιδιά -το ένα από αυτά, το πιο μικρό, θα εξαφανιστεί προτού περάσουν τον τελωνειακό έλεγχο.
Η εξαφάνιση αυτή θα σφραγίσει το μέλλον της οικογένειάς, κυρίως όμως του ενός αδελφού. Παράλληλα όμως το μέλλον τους είναι επίσης σφραγισμένο από τα όσα είχαν και στις προηγούμενες γενιές συμβεί. Γεγονότα τραγικά που ως ένα μεγάλο βαθμό η εμφάνιση τους ήταν αποτέλεσμα της φυλετικής διαφορετικότητάς τους. Έλληνες ανάμεσα σε Αλβανούς.
Και στο σημείο αυτό, νομίζω πως εστιάζεται ένα από το κύρια και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος.
Ο Γκέζος δεν ενεργοποιείται μόνο από την μετανάστευση, αλλά και από το τι μπορεί να συμβαίνει στα άτομα όταν διαβιώνουν σε τόπο όπου τους έχουν στερήσει το δικαίωμα να εκφράζουν την εθνικότητά τους.
Με άλλα λόγια έχουμε ένα μυθιστόρημα διπλής απομόνωσης.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες κάποιοι πορεύτηκαν. Κάποιοι -σαφώς οι περισσότεροι- βρήκαν το νέο τους δρόμο, μια νέα ισορροπία. Κάποιοι -ελάχιστοι τάχα;- όμως όχι.
Αυτούς τους τελευταίους αφορά το «Χάθηκε βελόνι».
Τσιμπι -τσιμπιτόνι
Χάθηκε βελόνι
Πάω να το βρω
Εχάθηκα κι εγώ
Το παιδικό τραγουδάκι -όπως κάθε που διαθέτει την αυτοφυή παιδική γνώση- δεν χαρίζει μόνο τον τίτλο στο μυθιστόρημα, αλλά και εκφράζει το δράμα των κεντρικών προσώπων, κυρίως βέβαια τους ενός από αυτούς.
Παράλληλα όμως -και με μια υπόγεια διαδρομή- επεμβαίνει και στη δομή του όλου έργου. Και με απόλυτη σύμπνοια θέματος και κατασκευής, οδήγησε σε μια μυθιστορηματική σύνθεση που τη διακρίνει η πολλαπλή πολυπρισματικότητα -θα μπορούσα και να τη χαρακτηρίσω ως μια συνεχή υφολογική μετανάστευση. Αρκετοί οι αφηγητές και ο καθένας με το δικό του ύφος αφηγείται. Αλλά και αρκετοί οι τρόποι αφήγησης. Από άτυπες ημερολογιακές καταγραφές έως σπαρακτικούς μονολόγους σε ντοπιολαλιά, μέχρι και παραληρηματικές εξιστορήσεις αναζήτησης του ‘εγώ’ με πρόφαση τον ‘άλλον’, αλλά και ποιήματα -εκφράσεις κι αυτά της ψυχοσύνθεσης του κεντρικού ήρωα.
Και κάπως έτσι -με θάρρος στα όρια του λογοτεχνικού θράσους- ολοκληρώθηκε το μυθιστόρημα. Άλλοτε με μακροσκελείς προτάσεις, άλλοτε με σύντομες περιγραφές. Πάντα όμως με μια τάση ανίχνευσης της ταυτότητας- «Μωρέ, το πατρικό σας, το σπίτι του τάτα σας, δε θέλετε να το φτιάσετε;» (σελ. 170) και επίσης «…μαζί θα μπορούσαν να γεμίσουν τις ξεχειλωμένες ρωγμές του χρόνου και να κατοικήσουν αυτό το ερείπιο όπως θα έπρεπε από την αρχή να είχε κατοικηθεί…» (σελ233)
Μια ιδιαίτερη, λοιπόν, παρουσία το «Χάθηκε βελόνι» ανάμεσα στα μυθιστορήματα νεότερων ελλήνων συγγραφέων που με τον τρόπο του αποδεικνύει το πόσο και σε πόσους τομείς η μετανάστευση μπορεί να λειτουργήσει ως άνοιγμα προς νέους κοινωνικούς προβληματισμούς και συγγραφικές τεχνικές.
No comments:
Post a Comment